Η Μάχη του Μαντζικέρτ – 26 Αυγούστου 1071 (Μέρος ΣΤ΄)   

Συγγραφέας: Αντιστράτηγος ε.α. Γεώργιος Καμπουράκης

Μπορείτε να διαβάσετε τα προηγούμενα μέρη εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.

Σύλληψη Ρωμανού Δ΄ Διογένη

Με μετριοφροσύνη  και σύνεση  δέχθηκαν οι Τούρκοι τη νίκη τους, χωρίς να καυχιώνται όπως συνηθίζεται, δεν την απέδωσαν στις δικές τους δυνάμεις αλλά στο Θεό θεωρώντας ότι αυτή η νίκη είναι  πέρα από τις δυνατότητες τους. Την άλλη μέρα, όταν ανακοινώθηκε η σύλληψη του Ρωμανού Δ΄  Διογένη στον Άλπ Αρσλάν, αυτός αισθάνθηκε ιδιαίτερη χαρά, αλλά παράλληλα δυσπιστούσε γιατί πίστευε ότι ξεπερνάει τα όρια της λογικής να συλληφθεί μετά την ήττα ο ίδιος ο  αυτοκράτορας και να γίνει σκλάβος του. Αδυνατούσε να πιστέψει ότι είχε στα χέρια του  τον αδιαφιλονίκητο ως τότε κυρίαρχο της Οικουμένης. Μέχρι τότε κανένας μουσουλμάνος ηγέτης δεν είχε  αιχμαλωτίσει Βυζαντινό βασιλιά. Πείστηκε από την διαβεβαίωση των πρέσβεων και από την ενέργεια του ήδη συλληφθέντα  Μάγιστρου  Βασιλάκη  που γονάτισε  μπροστά του και τον προσκύνησε. Όταν  τον παρουσίασαν ενώπιον του ήταν ντυμένος  φτωχικά,  φορούσε  μια απλή στρατιωτική στολή. Αραβικές πηγές  αναφέρουν  ότι έφερε αλυσίδες σε χέρια και πόδια και χαλκά στο λαιμό. Σύμφωνα δε με  το έθιμο ο σουλτάνος  έθεσε  το πόδι του στο λαιμό του Διογένη και τον πάτησε ως  ένδειξη νίκης.

Αμέσως όμως σκεπτόμενος ανθρωπιστικά με βαθειά σύνεση, μετριοφροσύνη και αγαθή ψυχή   σήκωσε τον αυτοκράτορα και αφού τον αγκάλιασε του είπε. «Μη φοβάσαι, βασιλιά, αλλά να  είσαι βέβαιος πρώτα από όλα ότι δεν θα υποστείς καμία σωματική τιμωρία, αλλά θα τιμηθείς όπως ταιριάζει στο υψηλό σου αξίωμα. Γιατί είναι απερίσκεπτος όποιος δεν ανησυχεί μήπως μεταβληθεί η καλή του τύχη».

Ο Αλπ Αρσλάν με τον Ρωμανό Διογένη του Γερμανού ζωγράφου του 19ου αιώνα F. Lix. Δημοσιεύτηκε το 1881.

Διέταξε να του δώσουν σκηνή και υπηρέτες  όπως αρμόζει σε ένα βασιλιά. Ακολούθως τον προσκάλεσε να δειπνεί μαζί του και τον είχε δίπλα του ώστε να απολαμβάνει μαζί του τις ίδιες τιμές, όπως επέβαλε το αξίωμά του. Δύο φορές την ημέρα τον συναντούσε, συζητούσε μαζί του προσπαθώντας με λόγια παρήγορα να τον ανακουφίσει, παράλληλα δε του υπενθύμισε και ορισμένα σφάλματα που θεωρούσε ότι διέπραξε κατά την εξόρμηση του στρατού του. Ιστορικά αναφέρεται ότι η συμπεριφορά αυτή του σουλτάνου δεν οφείλεται μόνο στον ευγενή χαρακτήρα του αλλά και στο ότι ήθελε να έχει καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα, γιατί γνώριζε ότι παρά την ήττα του, διέθετε πολλές δυνάμεις οπότε και αν ακόμα επικρατούσε στη συνέχεια θα είχε πρόβλημα στον έλεγχο των αχανών περιοχών του, λόγω απωλειών.

Οκτώ ημέρες  συνομιλούσε και συνέτρωγε μαζί του χωρίς να τον προσβάλει στο παραμικρό. Σε μια συνάντηση τους ο σουλτάνος τον ρώτησε «Τι θα έκανες αν ήμουν  εγώ αιχμάλωτος σου;», τότε ο αυτοκράτορας  δίχως  καμία  προσποίηση και διάθεση κολακείας απάντησε «οπωσδήποτε θα σε υπέβαλλα σε βασανιστήρια», τότε εκείνος απάντησε «εγώ όμως δεν θα μιμηθώ την αυστηρότητα σου και τη σκληρότητα σου».  Στο χρονικό διάστημα που ήταν μαζί σύναψαν και  μία  συνθήκη ειρήνης. Περί τα τέλη Αυγούστου του 1071 και  πριν την σύναψη της συνθήκης έγιναν σπονδές . Αν και πληροφορίες είναι αντιφατικές, μη πλήρως διασταυρωμένες και ιστορικά θεμελιωμένες, μπορούμε να πούμε ότι στα βασικά σημεία της συμφωνίας στα οποία συγκλίνουν οι περισσότεροι ιστορικοί είναι ότι:

Δεν υπήρξε παραχώρηση  βυζαντινών εδαφών στον σουλτάνο. Έγινε ρητή μνεία στη διατήρηση του υφισταμένου εδαφικού καθεστώτος. Συμφωνήθηκε η ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών. Αποφασίστηκε ο τερματισμός των τουρκικών επιδρομών και οι λεηλασίες στα αυτοκρατορικά εδάφη. Αποφάσισαν να γίνει ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης θα ματαίωνε κάθε επεκτατικό του σχέδιο σε μουσουλμανικά εδάφη. Επιπλέον βυζαντινές πηγές αναφέρουν ένα όρο επιγαμίας μεταξύ των δύο ηγετών  αλλά δεν μνημονεύουν  κάτι άλλο σχετικό με αυτό τον όρο της συμφωνίας. Ορισμένες  αραβικές και δυτικές πηγές αναφέρουν κάποια  αντιφατικά στοιχεία για το θέμα αυτό, κάνοντας λόγο για  γάμο μεταξύ μιας κόρης του Ρωμανού Δ΄  Διογένη και του πρωτότοκου γιου του σουλτάνου.

Ιστορικές πηγές αναφέρουν επίσης ότι ο σουλτάνος ζήτησε από τον αυτοκράτορα  ουδετερότητα κατά τις επιχειρήσεις του στην Ανατολή, ως και εναντίον αυτών που είχαν δραπετεύσει σε βυζαντινά εδάφη, υποσχόμενος να τον βοηθήσει στον αγώνα εναντίον των Δουκών. Αραβικές και άλλες πηγές  υποστηρίζουν  ότι ο σουλτάνος για να  την απελευθέρωση του αυτοκράτορα ζήτησε ως αντάλλαγμα την καταβολή σημαντικού χρηματικού ποσού. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς  όχι μόνο δεν κάνουν καθόλου λόγο για την καταβολή λύτρων αλλά αντιθέτως βλέπουν τα πολυτελή ενδύματα που έδωσε  ο Άλπ Αρσλάν  στον αυτοκράτορα ως ένδειξη φιλίας και όχι υποτέλειας. Ενώ ορισμένες δυτικές πηγές αναφέρουν κάποια αντιφατικά στοιχεία για το θέμα αυτό.

Εμφύλιος  πόλεμος μεταξύ  Βυζαντινών – θάνατος  Ρωμανού Δ΄ Διογένη

Μετά την υπογραφή  της συμφωνίας η οποία ήταν  λίαν ικανοποιητική για τους Βυζαντινούς, γιατί διατηρούσε ως έχει το εδαφικό καθεστώς των δύο μερών και την παρέλευση του χρόνου  των οκτώ ημερών, ο σουλτάνος άφησε  ελεύθερο τον Ρωμανό να φύγει. Τον αποχαιρέτησε με ασπασμούς και τιμές, του έδωσε όσους αιχμαλώτους ζήτησε και συνοδεία από δικούς του πρέσβεις. Από το  Μαντζικέρτ ο βασιλιάς αναχώρησε ντυμένος με τούρκικη ενδυμασία.  Εκεί υπήρχαν πολλοί φυγάδες που αντιλαμβανόμενοι τα σχέδια του για συγκρότηση νέας στρατιάς διέφυγαν, δείγμα του ηθικού που υπήρχε.

Στη συνέχεια κινούμενος δυτικά έφθασε στη Θεοδοσιούπολη  γενόμενος δεκτός με τιμές. Έμεινε για λίγες ημέρες ώστε  να αποκατασταθεί το τραύμα στο χέρι το και να αναπαυθεί. Κατά την  εκεί παραμονή του έφτιαξε βασιλική στολή και εξάρτυση και  αναχώρησε με την συνοδεία του για τα βυζαντινά εδάφη διαβαίνοντας τα Ιβηρικά χωριά. Στη διαδρομή άρχισε να συγκροτεί εκ νέου τη στρατιά  του.  Τον  πυρήνα αποτελούσαν οι πιστοί σε αυτόν Καππαδόκες.  Στην δύναμη  συμπεριέλαβε  εκτός από τους άνδρες που είχαν απελευθερωθεί μαζί του και  στρατιώτες   που εύρισκε  σκόρπιους στο δρόμο ως  και κατοίκους των χωριών και των πόλεων από τα οποία διερχόταν.

Η είδηση για το αποτέλεσμα της μάχης μαθεύτηκε στην πρωτεύουσα μετά από περίπου δέκα ημέρες. Η αναστάτωση που προκλήθηκε  ήταν μεγάλη, ενώ οι πληροφορίες για  την τύχη του αυτοκράτορα ήταν συγκεχυμένες. Συνεκλήθη αμέσως το αυτοκρατορικό συμβούλιο που αποφάσισε ότι και αν ακόμα ο Διογένης είναι ζωντανός δε μπορεί να είναι βασιλέας, γιατί έχει ηττηθεί και ατιμαστεί. Για το θέμα της διαδοχής προτάθηκαν διάφορες απόψεις. Τελικά  αποφασίστηκε η συμβασιλεία της Ευδοκίας με τον γιο της Μιχαήλ Δούκα.

Την δημιουργηθείσα κατάσταση εκμεταλλεύτηκε  η πλευρά των γραφειοκρατών με επικεφαλής τον Ιωάννη Δούκα, που επέστρεψε από τη Βιθυνία με πρόσκληση της Ευδοκίας  και τον  Μιχαήλ Ψελλό που ανέλαβε δράση. Με  υπόδειξη και προτροπή του Μιχαήλ  Ψελλού, ο Μιχαήλ Δούκας  κατήργησε την σύντομη  συμβασιλεία με την μητέρα  του. Την καθαίρεσαν δια της βίας την έκειραν μοναχή και  την έκλεισαν  στη μονή Πιπερούδη στο Βόσπορο αφού προηγουμένως την έντυσαν στα μαύρα. Επειδή ο Μιχαήλ Δούκας  ήταν αντίθετος με την εξορία της μητέρας του, ο Μιχαήλ Ψελλός για να τον απαλλάξει από την ευθύνη υποστηρίζει ότι το επέβαλε η κρισιμότητα των περιστάσεων.

Στις  26 Σεπτεμβρίου 1071 αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ως Μιχαήλ Ζ΄  από τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, τους γιούς του (ο ένας ο Ανδρόνικος που ήταν φυγάς ήταν ήδη εκεί) και μερίδα συγκλητικών.  Μετά από αυτό, οι αντίπαλοι του Ρωμανού ήλεγχαν την κατάσταση κατανέμοντας τις διάφορες εξουσίες μεταξύ τους. Ο νέος αυτοκράτορας εξέδιδε διατάγματα καθ΄ υπόδειξή τους όπως και αυτό της τύφλωσης του Διογένη. Οι υποστηρικτές της εκθρόνισης του Ρωμανού Δ΄  Διογένη έκαναν το πάν για να επιτύχουν τους στόχους τους, γεγονός που επιβεβαιώνει τόσο τον προδοτικό ρόλο ορισμένων εξ αυτών, όσο  και το αβυσσαλέο μίσος μεταξύ των φατριών.

Μιχαήλ Δούκας (Μικρογραφία χειρογράφου)

Ο Διογένης  συνεχίζοντας την πορεία  του προς δυσμάς κατέληξε στη Κολώνεια. Μόλις  όμως έφθασε  στο κάστρο Μελισσοπέτριο  πληροφορήθηκε τις δραματικές εξελίξεις.  Ότι δεν είναι πλέον αυτοκράτορας,  τα ανάκτορα των είχαν κηρύξει έκπτωτο  και  ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως στασιαστής. Οι πληροφορίες αυτές τον ανάγκασαν  να αλλάξει πορεία, κατευθύνθηκε  στο θέμα των Αρμενιακών κατέλαβε το φρούριο Δόκεια κοντά στην Καισάρεια και στρατοπέδευσε εκεί.  Οι ασκοί του Αιόλου είχαν ανοίξει. Η αυτοκρατορία εισερχόταν  σε περίοδο εμφυλίου πολέμου.

Ο καίσαρας Ιωάννης  και  ο ανεψιός του αυτοκράτορας  Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας  διευθέτησαν όλες  τις υποθέσεις σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους και  φρόντισαν να προσεταιριστούν τους συγκλητικούς με  διάφορες υποσχέσεις, όπως απονομή τίτλων και τιμών για να τους έχουν μαζί τους. Ανακοίνωσαν επίσης στον λαό τα συνηθισμένα σε τέτοιες καταστάσεις  δίνοντας του πολλές ελπίδες. Ακολούθως  απεφάσισαν  και έστειλαν στρατό εναντίον του Διογένη, με αρχηγό τον Κωνσταντίνο τον άλλο γιο του Ιωάννη  Δούκα που στρατοπέδευσε κοντά στο στρατόπεδο του Διογένη στη Δόκεια. 

Με το μέρος του Διογένη τάχθηκαν και οι Φράγκοι και άρχισαν τότε μικροσυγκρούσεις χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Ο Διογένης με μηνύματα και επιστολές συγκέντρωσε πολλούς Καππαδόκες με αρχηγό το Θεόδωρο Αλυάττη, διοικητή της Καππαδοκίας. Θεωρώντας ότι υπερέχει των αντιπάλων του,  έφυγε από το φρούριο της Δοκείας κατευθυνόμενος προς τη Καππαδοκία τόπο καταγωγής του. Τότε ακριβώς ο  στρατός του Κωνσταντίνου Δούκα ενισχύθηκε με τον Φράγκο  Κρισπίνο που ήλθε εσπευσμένα  από τη Κωνσταντινούπολη (ο Κρισπίνος είχε καθαιρεθεί και εξοριστεί  στην Άβυδο από το Διογένη για εσχάτη προδοσία). Ανεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ ο οποίος προσφέροντας του δώρα και αξιώματα τον προσεταιρίστηκε.

Κατά την αναχώρηση του  Διογένη από τη Δόκεια τέλος φθινοπώρου του 1071, εμφανίστηκαν οι στρατιώτες  του Κωνσταντίνου Δούκα. Αμέσως διέταξε τον Αλυάττη να  τους αντιμετωπίσει. Η μάχη που διεξήχθη ήταν σκληρή, οι δυνάμεις του Διογένη  συνάντησαν σθεναρή αντίσταση και τελικά ηττήθηκαν  από τις κυβερνητικές.  Ο Αλυάττης πιάστηκε αιχμάλωτος και τυφλώθηκε με τρόπο βάρβαρο και  επώδυνο. Μετά τις εξελίξεις αυτές  και παρά την νίκη του, ο Κωνσταντίνος Δούκας λόγω χειμώνα τον Δεκέμβριο του 1071 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς  όμως να έχει επιτύχει  αποφασιστικό  αποτέλεσμα εναντίον του Διογένη.

Πληροφορηθείς ο Διογένης  τα διαδραματισθέντα,  συγκέντρωσε τον υπόλοιπο στρατό του, εισήλθε στη Καππαδοκία και κατέφυγε στο φρούριο Τυροποιό αναμένοντας τις εξελίξεις και  ζητώντας ενισχύσεις από παντού. Ο Αρμένιος στρατηγός Χατατούριος, δούκας της Αντιόχειας, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Διογένη να τον βοηθήσει δείχνοντας  έτσι την ευγνωμοσύνη του, γιατί τον είχε διορίσει διοικητή της Αντιόχειας , μη υπακούοντας στην εντολή του Μιχαήλ Ζ΄ να πολεμήσει τον Ρωμανό.

Με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Δούκα  στη Βασιλεύουσα, οι στρατιώτες του σκορπίστηκαν για να διαχειμάσουν.  Τότε ήταν η κατάλληλη στιγμή για το στρατό του Διογένη που ήταν πολυάριθμος να εισβάλει στα βυζαντινά εδάφη στις περιοχές  Πισιδίας, Ισαυρίας ,Λυκαονίας, Παφλαγονίας και  Ονωριάδας και ασκώντας πίεση να τους προσεταιρισθεί. Ακολούθως εισβάλλοντας στη Βιθυνία, θα στερούσε στο βασιλιά τη δυνατότητα  να συγκεντρώσει αξιόμαχο στρατό και να πολεμήσει,  διότι  οι κάτοικοι της είχαν αποδοκιμάσει τη προδοσία του εναντίον του Διογένη.

Ο Ρωμανός επηρεασμένος από τον  Χατατούριο δεν πολέμησε τον Κωνσταντίνο Δούκα αλλά μη υπολογίζοντας και αυτός σωστά, εισήλθε  στη Κιλικία και λόγω της δύσβατης οροσειράς του Ταύρου αυτοεγκλωβίστηκε, δίνοντας την δυνατότητα στους αντιπάλους να ανασυνταχθούν. Από τον Δεκέμβριο του 1071 μέχρι την άνοιξη του 1072, έγιναν πολλές συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη για το θέμα του Διογένη. Ακούστηκαν πολλές απόψεις,  από την σύναψη ειρήνης  μαζί  του, την παραχώρηση σε αυτόν  μέρους της εξουσίας  μέχρι και πόλεμο. Εστάλησαν επιστολές από τον Μιχαήλ  Ζ΄ Δούκα που του πρότειναν παραίτηση από κάθε   διεκδίκηση με αντάλλαγμα την αμνηστία. Ο Διογένης αρνήθηκε να παραιτηθεί θεωρώντας τα αναφερόμενα προσβλητικά γιατί δεν είχε σφάλει ανοίγοντας  έτσι τον δρόμο για δεύτερη εκστρατεία εναντίον του.

Ο Μιχαήλ Ψελλός (αριστερά) με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (Κώδ. 234, φ. 254α, Άγιον Όρος, Μονή Παντοκράτορος)

Για την εκστρατεία αυτή στάλθηκε ο άλλος γιος του Ιωάννη Δούκα, ο Ανδρόνικος  με την ιδιότητα του Δομέστικου (αρχιστράτηγου) της Ανατολής, γνωστός από την προδοσία του στο Μαντζικέρτ.  Με τη βοήθεια του Κρισπίνου ο Ανδρόνικος  συγκέντρωσε στρατό  και εισήλθε στη Κιλικία τον Μάρτιο του 1072  όχι από τη κλεισούρα της  Ποδαντού που ήταν το φυσιολογικό μέρος αλλά από τη διάβαση της Σελεύκειας  της  χώρας των Ισαύρων κοντά στη Ταρσό, όπου  το έδαφος διευκόλυνε τη διέλευση του στρατού. Ο Διογένης αιφνιδιάστηκε. Αν ελάχιστοι στρατιώτες του είχαν καταλάβει στις κορυφές των βουνών  σε  καίρια σημεία με τα εκηβόλα όπλα που είχαν  θα τους έτρεπαν ακόμα και σε φυγή.

Μόλις κατέβηκαν τα στρατεύματα του Ανδρόνικου στη πεδιάδα, τούς επιτέθηκε ο  Χατατούριος  κατόπιν εντολής του Διογένη. Ύστερα από σκληρή μάχη  που διεξήχθη, ο Χατατούριος  δεν άντεξε έπεσε από το άλογο του και συνελήφθη. Τον οδήγησαν γυμνό και αξιοθρήνητο ενώπιον του Ανδρόνικου που του φέρθηκε με καλοσύνη και τον άφησε  ελεύθερο. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο κάστρο των Αδάνων όπου παρέμεινε ο Διογένης. Οι δυνάμεις του Ανδρόνικου πολιόρκησαν τη πόλη, άρχισαν αμέσως σκληρές διαπραγματεύσεις ζητώντας  και πιέζοντας να παραιτηθεί από το βασιλικό αξίωμα  και να  καρεί μοναχός διάγοντας  με το μοναχικό σχήμα το υπόλοιπο διάστημα  της ζωής του. Ο  Διογένης  αποδέχτηκε του όρους αλλά επειδή δεν τους είχε εμπιστοσύνη ζήτησε να εγγυηθούν  για την ζωή του και για την συμφωνία τρεις ιεράρχες. Ο Ανδρόνικος συμφώνησε και ήρθαν και  εγγυήθηκαν οι μητροπολίτες Χαλκηδόνος, Ηράκλειας και Κολώνειας.  Μετά από αυτό εξήλθε του κάστρου φορώντας το μαύρο ράσο του μοναχού.

Αυτοί που τον έβλεπαν στη κατάσταση που βρισκόταν, ένιωθαν φόβο και οίκτο για το θέαμα που αντίκριζαν. Σκεφτόταν την αστάθεια της ζωής και την ευκολία με την οποία μεταβάλλεται από την μία κατάσταση στην άλλη. Από την προηγουμένη ευτυχία στην τωρινή δυστυχία. Δεν  είναι  δυνατό να μείνει  κανείς ασυγκίνητος  παρακολουθώντας  την τραγική πορεία του Διογένη προς τον θάνατο. Ακόμα και ο Μιχαήλ ψελλός νιώθοντας τύψεις για τις πράξεις του αλλά και την ανάγκη να απολογηθεί, πρώτα στην ιστορία και μετά  στους αναγνώστες του μας προετοιμάζει στη Χρονογραφία του για το τι πρόκειται  να ακολουθήσει.

Αφού αποφάσισε ο Ανδρόνικος να επιστρέψουν, ο στρατός πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα έχοντας  μαζί του και τον Διογένη πάνω σε ένα ευτελές υποζύγιο.  Έφθασε στο οχυρότατο φρούριο του  Κοτυαείου(πόλη της Φρυγίας) και παρέμεινε κρατούμενος περιμένοντας βασιλική διαταγή που να καθορίζει την τύχη του. Βυζαντινοί χρονογράφοι αναφέρουν ότι ήταν  καταβεβλημένος γιατί  υπέφερε  από έντονους πόνους στη κοιλιακή χώρα συνεπεία  πιθανής δηλητηρίασης με κώνειο που είχαν βάλει στο φαγητό του. Για τους αντιπάλους του ακόμα και στην κατάσταση που ήταν  φαίνεται ότι αποτελούσε απειλή και συνέλαβαν το σχέδιο της τύφλωσης του.

Η  αναμενόμενη βασιλική διαταγή για την τύχη του Διογένη έφθασε διατάσσοντας την άμεση τύφλωσή του. Να τυφλώσουν ένα άνθρωπό που δεν διέπραξε κανένα κακό, που πολέμησε για την πατρίδα  έναντι ισχυρού αντιπάλου ενώ μπορούσε να έχει την ασφάλεια του παλατιού. Ενός ανθρώπου που κινδύνεψε η ζωή του, που δεν υπολόγισε κόπους και κακουχίες, που τον σεβάστηκε και ο ίδιος ο εχθρός του ενώ ήταν αιχμάλωτός του.  Τον κατέλαβε τότε αγωνία , φόβος και τρόμος για τη ζωή του και πέφτοντας στα πόδια των μητροπολιτών Χαλκηδόνος, Ηράκλειας και Κολώνειας που είχαν εγγυηθεί  για την ασφάλεια  του παρακαλούσε να τον σώσουν.

Οι μητροπολίτες παρ’ ότι επιθυμούσαν να τον βοηθήσουν δεν το κατόρθωσαν, γιατί είχαν να κάνουν με σκληρούς και αιμοδιψείς ανθρώπους , οι οποίοι ανέθεσαν σε ένα άπειρο Εβραίο να τον τυφλώσει. Η τύφλωση έγινε στις 29 Ιουνίου 1072  με τρόπο απάνθρωπο και επώδυνο όχι μία αλλά τρεις φορές, ενώ εκείνος ούρλιαζε και βογκούσε καθώς τα μάτια του είχαν χυθεί και διαλυθεί και τελείως.  Από εκεί πάλι επάνω στο ευτελές υποζύγιο έφθασε στη Προποντίδα σαν πτώμα σε αποσύνθεση με ξεριζωμένα μάτια και πρησμένο κεφάλι. Από τα  μάτια  που έπεφταν σκουλήκια και ανέδιδε αποφορά νεκρού. Την 4η Αυγούστου 1072  στη κορυφή της νήσου Πρώτης εκεί που είχε κτίσει ένα μοναστήρι άφησε τη τελευταία του πνοή. 

Τον  κήδεψε με πολυτέλεια η πρώην βασίλισσα και σύζυγός του Ευδοκία αφού πήρε  την άδεια του γιού της και αυτοκράτορα για να  έλθει στο νησί για τη ταφή. Στις επερχόμενες γενιές απόμεινε μια γλυκιά ανάμνηση για τον Διογένη, αφού παρά τα τόσα δεινά που υπέστη δεν είπε βαρύ λόγο για κανένα. Ακόμα και οι εμπνευστές των γεγονότων αυτών συγκλονίστηκαν. Ιδιαίτερα ο Μιχαήλ Ψελλός επικαλούμενος πολιτικούς λόγους προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, προσπαθώντας να απαλλάξει τον  Μιχαήλ Ζ΄  και τον εαυτό του  από την κατηγορία για την αθέτηση της συμφωνίας που  είχε υπογραφεί στα Άδανα. Για τον αυτοκράτορα ιδιαίτερα επικαλείται σαν ελαφρυντικό το άβουλο του χαρακτήρα του. Σε  επιστολή του προς  τον δυστυχή  Διογένη τον παρηγορεί με  ένα ξεχείλισμα υποκρισίας χαρακτηριστικό  του αμοραλισμού του  πως για την τύφλωση του ο Θεός θα τον κατατάξει  με τους γενναίους.

Συμπεράσματα, συνέπειες  και σημασία  της μάχης του Μάντζικερτ

Η εξαγωγή συμπερασμάτων, η αποτίμηση των συνεπειών και η σημασία της μάχης του Μαντζικέρτ  δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτείται  συνεκτίμηση πολλών παραγόντων, οι οποίοι  άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα. Μέχρι τότε σε όλα τα χρόνια της ύπαρξης της,  η αυτοκρατορία δεν είχε γνωρίσει μεγαλύτερη καταστροφή.

Ένας παράγοντας είναι ο αριθμός των  βυζαντινών απωλειών σε σχέση πάντα  με την αρχική δύναμη που συμμετείχε στη μάχη.  Γνωρίζουμε ότι οι δυνάμεις του Τραχανιώτη και του Ρουσέλιου,περίπου 27.000 άνδρες, εγκατέλειψαν το Χλιάτ και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να εμπλακούν στη μάχη. Η οπισθοφυλακή του Ανδρόνικου Δούκα, περίπου 8.000 άνδρες, διέφυγε μετά την προδοσία χωρίς απώλειες. Ένα απόσπασμα Σκυθών μισθοφόρων περίπου 1.000  άνδρες αυτομόλησε μία μέρα πριν την μάχη.

Η οπισθοχώρηση πολλών στρατιωτών, μαζί με  αυτούς του Ατταλειάτη, των αυτοκρατορικών ιππέων και των Καππαδοκών, το μεγαλύτερο μέρος  της  δεξιάς  πτέρυγας  του Αλυάτη που ετράπη σε φυγή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Τούρκοι  περικύκλωσαν μόνο ένα μικρό μέρος του στρατεύματος στο κέντρο και αφού είχαν διαφύγει πολλοί. Μετά την απελευθέρωση του Διογένη από τον Άλπ Αρσλάν, όσοι Βυζαντινοί στρατιώτες είχαν καταφύγει στο κάστρο του Μαντζικέρτ επέστρεψαν στα βυζαντινά εδάφη. Ακόμα  από τα  γεγονότα που διαδραματίστηκαν  μετά την μάχη και το 1072,  αποδεικνύουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων διατηρήθηκε, και στη συνέχεια εντάχθηκε στα αντίπαλα στρατόπεδα του Ρωμανού και των Δουκών που αλληλοσυγκρούονταν. Όπως υποστηρίζουν ιστορικοί και μελετητές   το σύνολο των απωλειών  του βυζαντινού στρατού είναι περίπου το 10% της αρχικής δύναμης και  των Τούρκων περίπου 4.000 άνδρες.

Υποστηρίζεται επίσης ότι εξ αιτίας των συνεπειών της μάχης χάθηκαν οι ανατολικές επαρχίες της Μ. Ασίας, η Αρμενία και η Καππαδοκία. Απλώθηκαν οι Τούρκοι νομάδες εκεί και αλλού. Άρχισε ο εξισλαμισμός των κατοίκων  που τότε ήταν σχετικά ήπιος αλλά αν η  μάχη είχε κερδηθεί, η Ανατολία πιθανόν να παρέμενε στους Βυζαντινούς και ο εκτουρκισμός θα ήταν διαφορετικός. Παράλληλα, ανοίχτηκαν τα εδάφη για τους Δυτικούς προκειμένου να  τα απελευθερώσουν από τους απίστους. Μετά  όμως την  παρέλευση 25 χρόνων  είχαμε τις σταυροφορίες με τα γνωστά αποτελέσματα.  Αλλά η συναφθείσα συνθήκη μεταξύ του αυτοκράτορα και του σουλτάνου αντιστάθμισε στο σύνολό της  σχεδόν την   καταστροφή. Ο  Μιχαήλ Δούκας όμως,  αμέσως μετά την ανατροπή του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη την ακύρωσε και οι τουρκικές επιδρομές ξανάρχισαν.

«Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για το θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο . Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε  Αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το Βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική  του θέση. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε  η μετατροπή των ελευθέρων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών». Αυτά γράφει η Παγκόσμια Ιστορία της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών.

Είναι παγκόσμια πρωτοτυπία Αυτοκράτορας και Στρατηγός να κινείται για το πεδίο της μάχης την στιγμή που τον έχουν  προδώσει  τρεις από τους πέντε διοικητές  των μεγάλων μονάδων και σύσσωμη η πολιτική εξουσία και παρόλα αυτά να διατηρεί πιθανότητες επιτυχίας  στη μάχη. Μετά την μάχη του Μάντζικερτ, οι μισθοφόροι  που ήταν ένα ετερόκλητο πλήθος από Σλάβους , Ρώσους , Φράγκους , Βαράγγους, Ούζους , Πατσινάκες, Βουλγάρους, Νεμίτζους, Χαζάρους, Κουμάνους, Αλανούς , Ίβηρες από την Αρμενία ,ήταν πάντοτε μια  μεγάλη πληγή για την αυτοκρατορία και εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση προσπάθησαν  για τη  δημιουργία μίας νέας Νορμανδία στην Μ. Ασία. Οι σχέσεις με την Αρμενία επηρεάστηκαν καταλυτικά  και οι Αρμένιοι πρίγκηπες ανέπτυξαν αποσχιστικές τάσεις. Απομακρύνθηκαν οι  χώρες του Καυκάσου  από τη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου. Επήλθαν σημαντικές μεταβολές στη πληθυσμιακή βάση της αυτοκρατορίας καθόσον Αρμένιοι και Καππαδόκες διακείμενοι εχθρικά λόγω φορολογικών και θρησκευτικών διαφορών βρήκαν την κατάλληλη στιγμή να αποσκιρτήσουν. Μετά το Μάντζικερτ η φυγή Σύριων και Αρμένιων φυγάδων  προς την Κιλικία είχε ως αποτελεσμα να ακολουθήσει μεγάλη πείνα και δυστυχία.

Οι Νορμανδοί  ολοκλήρωσαν  την κατάληψη της Ιταλίας το 1071  καταλαμβάνοντας  την περιοχή  που βρίσκεται  σήμερα  η πόλη του Μπάρι. Οι Βούλγαροι υπό τον Κωνσταντίνο Βοδινό βρήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν και στις παραδουνάβιες επαρχίες της αυτοκρατορίας Πετσενέγκοι και Ούζοι άρχισαν  ξανά επιδρομές και λεηλασίες. Μετά την μάχη του Μάντζικερτ χάθηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος της αυτοκρατορίας εναντίον του Ισλάμ και στη πολιτική σκηνή εμφανίζονται οι Φράγκοι  που αντικατέστησαν το Βυζάντιο στις Σταυροφορίες.

Στα αίτια της ήττας μπορούμε επίσης να αναφέρουμε: την ευθύνη της άρχουσας τάξης για την αντίδρασή της στη προσπάθεια του Ρωμανού Δ΄  Διογένη να συγκεντρώσει χρήματα για την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισχύος  του Βυζαντίου. Την χαλαρή στάση του αυτοκράτορα απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους που καιροφυλακτούσαν να βρουν την ευκαιρία να κινηθούν εναντίον του. Την βιαστική και άκαιρη επίθεση, ενώ μπορούσε μέσω της διπλωματικής οδού να κερδίσει χρόνο για να σταθεροποιηθεί πολιτικά, να εξοπλίσει, να εκπαιδεύσει και να αναδιοργανώσει το στρατό. Η τακτική που εφαρμόστηκε δεν ήταν προσαρμοσμένη στις στρατηγικές και τακτικές ιδιομορφίες του αντιπάλου. 

Υποστηρίζεται ότι οι αρχές της πολεμικής τέχνης συγκέντρωση, οικονομία δυνάμεων και ασφάλεια δεν εφαρμόστηκαν. Όσον αφορά την πρώτη, έχει αναφερθεί παραπάνω λεπτομερώς, το  μείον είναι,  η έλλειψη διασταυρωμένων πληροφοριών και η αγνόηση άλλων τέτοιων.  Επιπρόσθετα, οι δυνατότητες του εχθρού δεν εκτιμήθηκαν σωστά και  ήταν λάθος η ταύτιση τους με τις δικές μας επιθυμίες. Η αρχή «ασφάλεια» εφαρμόστηκε μόνο κατά την έναρξη της  προέλασης. Για την ασφάλεια του κυρίου  όγκου των δυνάμεων δεν έγινε εκπομπή εμπροσθοφυλακών,  αναγνωριστικών τμημάτων και  πλαγιοφυλακών.

Η κατάργηση του θεσμού της υποχρεωτικής θητείας και η εφαρμογή της εξαγοράς είχε καταστροφικές συνέπειες για την αυτοκρατορία. Οι διοικητές των μεγάλων κλιμακίων δεν είχαν την απαιτούμενη για το βαθμό και τα καθήκοντά τους  επαγγελματική ικανότητα,  γνώση και τα προβλεπόμενα  προσόντα. Η προδοσία του διοικητή της εφεδρείας  Ανδρόνικου Δούκα  με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και η προδοτική στάση των στρατηγών Τραχανιώτη και Ρουσέλιου δείχνουν ξεκάθαρα το μέγεθος της διαφθοράς  που υπήρχε στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας.  Ο αυτοκράτορας έχει την ευθύνη για την κακή επιλογή των διοικητών των μεγάλων κλιμακίων και ειδικά αυτού της εφεδρείας.

Μετά την μάχη του Μαντζικέρτ , την οικτρή τιμωρία και τον βασανιστικό θάνατο του Ρωμανού Δ΄ Διογένη, οι Σελτζούκοι έκαναν πρωτεύουσα τους την Νίκαια. Η αυτοκρατορία περιήλθε σε δίνη εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Ρωμανού Δ΄ Διογένη και των Δουκών  που  την κλυδώνισε και αύξησε το εύρος της καταστροφής. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ημερομηνία κατάρρευσης  της δεν είναι αυτή της μάχης, αλλά  αυτή της έναρξης  του εμφυλίου πολέμου  που επιτέλους έληξε, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Αποκαλύφθηκαν επίσης οι υπάρχουσες  διασπαστικές τάσεις που  οι προηγούμενοι  αυτοκράτορες κατόρθωσαν να ποδηγετήσουν. Οι προδοσίες οι αυτομολίες και τα επακολουθήσασα γεγονότα  δίνουν ανάγλυφα τη διαμάχη μεταξύ πολιτικών διοικητών και στρατιωτικών και τα ολέθρια αποτελέσματα  αυτών  δεν φάνηκαν μόνο μετά το Μαντζικέρτ αλλά στην επόμενη δεκαετία.

Η  ήττα στο  Μαντζικέρτ συγκλόνισε τον βυζαντινό κόσμο  και αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς σε σχέση με τις μεγάλες τραγωδίες. Από τότε οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μικράς Ασίας, της Αρμενίας και της Καππαδοκίας που για πολλούς  αιώνες αποτελούσε  την δεξαμενή των στρατιωτικών δυνάμεων  και από τις οποίες προήλθαν περίφημοι αυτοκράτορες, σημειώνοντας την αρχή της πτώσης που  ολοκληρώθηκε μετά από τέσσερις αιώνες. Το λίκνο του πολιτισμού έγινε βορά των εχθρών. Το περίεργο είναι ότι η ήττα αυτή δεν  σήμανε την εθνική καταστροφή. Οι  στρατιωτικές συνέπειες αυτές  καθ΄ αυτές δεν ήταν ανυπέρβλητες ούτε και καταστροφικές και δεν έδιναν την εικόνα εθνικής καταστροφής. Η εθνική καταστροφή έγινε όχι γιατί χάθηκε μια μάχη – και παλαιότερα είχαν χαθεί μάχες – αλλά ο  εμφύλιος πόλεμος  που ξέσπασε αμέσως μετά την ήττα που επιτάχυνε και μεγέθυνε  τις  τραγικές  αυτές επιπτώσεις, δυναμίτιζε την ομαλότητα  και μεθόδευε απερίσκεπτα την στρατιωτική αποδυνάμωση του Βυζαντίου.

Στη μακραίωνα ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πρώτη φορά συλλαμβάνεται αιχμάλωτος αυτοκράτορας και οι συνέπειες του γεγονότος αυτού – πολιτικές και ηθικές – είναι τεράστιες. Όλοι σχεδόν οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η ανατροπή του Ρωμανού  Δ΄  Διογένη  είναι εσχάτη προδοσία διότι σταμάτησε κάθε προσπάθεια για την σωτηρία και την αναδιοργάνωση του κράτους. Η τουρκική παρουσία στην ανατολή ήταν ένας διαρκής κίνδυνος, το χειρότερο όμως ήταν ότι η εκμετάλλευση των αντιμαχόμενων πλευρών – στρατηγών και γραφειοκρατών- για την κατάληψη της εξουσίας.

Επίλογος

Το τέλος  για τον Ρωμανό Δ΄ Διογένη ήταν οδυνηρό. Οι διώκτες του παραβίασαν παρά και την εγγύηση τριών μητροπολιτών, την μεταξύ τους συναφθείσα  συμφωνία για την σωματική του ακεραιότητα και τον τύφλωσαν με βασανιστικό τρόπο. Αυτό  μας δίνει μια  πικρή γεύση, για την έλλειψη  του πολιτικού  ήθους , την μικροψυχία  και την απαξίωση  σε αρχές και θεσμούς της εποχής.

Τα χρόνια που ακολουθήσαν απέδειξαν  καταφανέστατα, τα  εγκληματικά πολιτικά  λάθη της έκφυλης  άρχουσας τάξης, της αριστοκρατίας και των  γραφειοκρατών  τηςΚωνσταντινούπολης. Άνοιξαν  τις πύλες  της  αυτοκρατορίας στούς Ασιάτες νομάδες, πού ερήμωσαν και εξαφάνισαν όλα τα σημάδια των προηγουμένων πολιτισμών. Η Μικρά Ασία, κοιτίδα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, της επιστήμης αλλά και της Ορθοδοξίας. Η γη που γέννησε πολλούς σοφούς  και φιλοσόφους όπως ο Ηρόδοτος, ο Όμηρος, ο Θαλής , ο Στράβων, ο Διογένης, η γη που δίδαξαν, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, και πολλοί άλλοι ιεράρχες έμελλε να χάσει την Ελληνική της ταυτότητα.

Η συνθήκη ειρήνης που συνήψε ο Ρωμανός με τον  Άλπ Αρσλάν  δεν φαίνεται να ζημίωσε σημαντικά  την αυτοκρατορία. Η μάχη του Μαντζικέρτ δεν άλλαξε σημαντικά την ισορροπία δύναμης ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους εχθρούς της. Διατηρήθηκε σχεδόν το πριν την μάχη υφιστάμενο εδαφικό καθεστώς μεταξύ των δύο κρατών. Οι εδαφικές απώλειες αφορούσαν κυρίως  φρούρια στην περιοχή της λίμνης Βαν. Με βάση τα αναφερόμενα από τον Σπ. Βρυώνη, αμέσως μετά τη μάχη η αναγνωρισμένη επικράτεια  που εξουσίαζε το Βυζάντιο ξεκινούσε από τον Εύξεινο Πόντο, έφθανε μέχρι τη  Μεσόγειο θάλασσα και από εκεί στην Αρμενία και μέχρι τη Βιθυνία, συμπεριλαμβανομένου και του Μαντζικέρτ (προσωρινά, μάλλον), της Θεοδοσιούπολης, της Ιβηρίας, του Ταύρου και της Κιλικίας. Οι στρατιωτικές απώλειες που ήταν περίπου  10%  της συνολικής  εκστρατευτικής δύναμης  μπορούν να χαρακτηρισθούν σχετικά μικρές.

Για την αυτοκρατορία  οι αρνητικές  συνέπειες  της μάχης του Μαντζικέρτ επικεντρώνονται κυρίως στην ψυχολογία στην οικονομια και στο ηθικό του λαού. Ψυχολογικές συνέπειες, γιατί  όπως αναφέρθηκε, είναι η πρώτη φορά που  ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος  και μάλιστα από μουσουλμάνους.  Οικονομικές, διότι λόγω της μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, των πολλών μέσων και υλικών που διέθετε, είχε τεράστιο οικονομικό κόστος. Αλλά αυτές που  έφεραν οδυνηρά αποτελέσματα ήταν κυρίως  οι πολιτικές,  γιατί την πτώση  και τον θάνατο του Ρωμανού Δ΄ Διογένη ακολούθησε  για την  Βυζαντινή αυτοκρατορία μια δεκαετία εμφυλίων πολέμων. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε την απελευθέρωση του Ρωμανού Δ΄ Διογένη ήταν μέγιστη καταστροφή για την αυτοκρατορία και αυτό, γιατί το πεδίο  της μάχης ήταν φίλιο βυζαντινό έδαφος,  οι  αντίπαλες  στρατιωτικές δυνάμεις ήσαν καθαρώς  και αμιγώς βυζαντινές  και αρμενικές ,οι δε απώλειες και  των δύο πλευρών ήταν πολύ υψηλές.

Οι αρνητικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου του 1071-1072 είχαν και άλλες δυσμενείς  προεκτάσεις. Οι Βυζαντινοί βασιλείς για να αντιμετωπίσουν τους  εσωτερικούς τους αντιπάλους μέσα στο έδαφος της αυτοκρατορίας εγκαινίασαν  την πρακτική της πρόσκλησης  βοήθειας Τούρκων συμμάχων. Όπως  αναφέρει ο Σπ. Βρυώνης  ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης, για να διαχειμάσει, στην Κιλικία τέλος του  1071 ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τον Άλπ Αρσλάν που την δέχτηκε. Αυτό αποτέλεσε  μοιραία πράξη και κακό προηγούμενο γιατί  στην  επόμενη δεκαετία  έγινε συνηθισμένο φαινόμενο στις εσωτερικές διαμάχες.

Οπως υποστήριξε ο Σπ. Βρυώνης, «το Μαντζικέρτ είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή μιας σχετικά ισορροπημένης πολιτικής ενότητας στην Ανατολή και την αντικατάστασή της με ένα συγκριτικά μη ισόρροπο σύνολο από μικρότερα αντιμαχόμενα κράτη […].  Η διοικητική εξουσία του Βυζαντίου κατέρρευσε στη Μικρά Ασία αμέσως μετά το Μαντζικέρτ, και στο χάσμα που δημιουργήθηκε Τούρκοι, Αρμένιοι και Νορμανδοί προσπαθούσαν να ιδρύσουν τα δικά τους κράτη».

Βιβλιογραφία

Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, εκδ. Κανάκη .  Ο Μιχαήλ  Ατταλειάτης ήταν  κριτής (δικαστής)  και συνόδευε τον αυτοκράτορα  Ρωμανό Διογένη στις εκστρατείες του ως σύμβουλός του, ήταν παρών στη μάχη του Μάντζικερτ  την οποία και περιγράφει  όπως την έζησε.

Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις  ιστοριών, εκδ. Κανάκη, Δεκέμβριος  2011                                 

Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή ιστοριών, εκδ. Κανάκη, Νοέμβριος   1995                        

Κεκαυμένος  Στρατηγικόν, εκδ. Κανάκη,   Οκτώβριος 1996                                                             

Κ. Κωνσταντόπουλος, Βυζαντινά Μολυβδόβουλα του εν Αθήναις Εθνικού Μουσείου  Αθήνα  1917                                                

Μιχαήλ  Ψελλός, Χρονογραφία, εκδ.  ΑΓΡΑ  “Βυζαντινά  Κείμενα”

Μιχαήλ  Ψελλός  Επιστολαί :  Μιχαήλ Ψελλού Ιστορικοί λόγοι , Επιστολαί και άλλα  ανέκδοτα εκδ. Κ.Ν  Σάθας                                        

Νικηφόρος  Βρυέννιος , Ύλη Ιστορίας  εκδόσεις Κανάκη                                             

Νικήτας   Χωνιάτης , Χρονική  Διήγησις, εκδ. Σταμούλη                                                                      Τακτικά  Λέοντος, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Απρίλιος 2001

Ελισάβετ Βασιλάκου, Η βασιλεία του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (1068-1071), Μεταπτυχιακή Εργασία  Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2009

Δημήτριος Μπέττας, Πτυχές των Βυζαντινο-Σελτζουκικών σχέσεων στο δεύτερο μισό του ενδεκάτου αιώνα (Διπλωματία -Επιρροές Αλληλεπιδράσεις), Μεταπτυχιακή Εργασία  Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης