Η Μάχη του Μάντζικέρτ – 26 Αυγούστου 1071 (Δ’ μέρος)

Συγγραφέας: Αντιστράτηγος ε.α. Γεώργιος Καμπουράκης ΠΝ

Μπορείτε να διαβάσετε τα προηγούμενα μέρη εδώ, εδώ και εδώ.

3η φάση ( Εχθρική επίθεση εναντίον του στρατοπέδου )


Η νύκτα 24/25 Αυγούστου ήταν πολύ δύσκολη για τους Βυζαντινούς. Οι Τούρκοι εμφανίστηκαν ξαφνικά και  επιτέθηκαν με σφοδρότητα στους  Σκύθες (Πετσενέγοι και Ούζοι μισθοφόροι) που  ευρίσκοντο εκτός στρατοπέδου, όπως και  σε εκείνους που πουλούσαν τα προϊόντα τους διαπραγματευόμενοι με ντόπιους εμπόρους και μικροπωλητές εξοντώνοντας πολλούς από αυτούς. Οι  μισθοφόροι αναγκάστηκαν να  καταφύγουν στο στρατόπεδο για να προφυλαχθούν, λόγω όμως του   σκότους διότι  η νύκτα δεν είχε φεγγάρι,   δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση   στους εντός  στρατοπέδου ευρισκομένους γιατί νόμιζαν ότι εισχώρησαν εχθροί (στην ασέληνο αυτή  νύκτα στηρίχθηκαν νεότεροι ιστορικοί για να προσδιορίσουν ως ακριβή ημερομηνία της μάχης την 26η Αυγούστου 1071) .

Αναπαράσταση Ούζου βαρύ ιππέα από τον σύλλογο Fief et Chevalerie. Φορά πλακιδωτό θώρακα και κράνος χωρίς λοφίο.

Δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν  ποιοί είναι οι διώκτες και ποιοι οι διωκόμενοι, ποιοί οι  εχθροί και ποιοί οι Σκύθες μισθοφόροι καθώς η ομοιότητά τους  με τους Τούρκους ήταν μεγάλη. Όλοι ήσαν πανικόβλητοι και ο κίνδυνος καιροφυλακτούσε παντού. Ο Ατταλειάτης μας περιγράφει γλαφυρά μια επιθανάτια αγωνία που επικρατούσε και ο καθένας προτιμούσε να είχε πεθάνει  παρά να είναι παρών σε τέτοια συμφορά. Μακάριζαν εκείνους που δεν τους έχει συμβεί τέτοιο κακό. Ο Ρωμανός Δ΄  Διογένης για άλλη μια φορά βρέθηκε σε δύσκολη θέση αφού και η φύση ήταν εναντίον του.

Παρ’ όλο που οι Βυζαντινοί βρισκόταν σε δυσχερή θέση  οι αντίπαλοι δεν κατόρθωσαν να εισβάλουν στο στρατόπεδο, διότι φοβούταν και αυτοί  εξαιτίας του ακατάλληλου της περίστασης λαμβάνοντας  υπ’ όψη  τις επιταγές της κοινής λογικής.  Ομως  δεν οπισθοχώρησαν,  αλλά κινούμενοι περιμετρικά  του στρατοπέδου καθ΄ όλη τη  διάρκεια της  νύκτας τους   τρομοκρατούσαν  κρατώντας  έτσι άγρυπνους του βυζαντινούς στρατιώτες.

Οι εχθρικές  προκλήσεις δεν σταμάτησαν ούτε την επόμενη ημέρα, την 25η Αυγούστου. Εκτός αυτών, οι Τούρκοι απέκτησαν και τον έλεγχο του ποταμού που ρέει πλησίον του στρατοπέδου επιδιώκοντας μέσω της δίψας να καταβάλουν τους Βυζαντινούς. Την ίδια μέρα ένα σκυθικό απόσπασμα, δυνάμεως 2.000 περίπου Ούζων ιππέων με τον αρχηγό  τους Τάμη αυτομόλησε στους εχθρούς προκαλώντας ανησυχία στους Βυζαντινούς  μήπως φύγουν και άλλοι Ούζοι. Με εισήγηση του Μιχαήλ  Ατταλειάτη οι υπόλοιποι δεσμεύτηκαν με όρκο πίστης στον αυτοκράτορα το οποίον τήρησαν καθόλη την διάρκεια της μάχης. 

Τότε σημειώθηκε μια  προσωρινή επιτυχία όταν πεζοί  τοξότες  εξόρμησαν  και με τόξα τους εξανάγκασαν τους Τούρκους να απομακρυνθούν  από το στρατόπεδο σκοτώνοντας  πολλούς  από αυτούς. Ο Διογένης όμως  έκρινε ότι  η μάχη   έπρεπε  να κριθεί  σε σύγκρουση σώμα με σώμα με τους Τούρκους. Για  τον σκοπό αυτό έστειλε αγγελιαφόρους να καλέσουν αμέσως σε βοήθεια τα αποσταλέντα στο Χλιάτ  τμήματα του  Ιωσήφ Τραχανιώτη και του Ρουσέλιο  που ήταν και πολλά και  καλά εκπαιδευμένα.

Bυζαντινός ελαφρος τοξότης ακροβολιστής απο τον σλοβακικό ιστορικό συλλογο “ΤΑΓΜΑΤΑ”. Η αναπαρασταση στηριζεται σε Βυζαντινές μικρογραφιες του 11ου αιώνα.

4η  φάση (προδοσία  Ιωσήφ  Τραχανιώτη)

Ο αυτοκράτορας περίμενε την άφιξη των δυνάμεων του Χλιάτ, αλλά το απόγευμα της 25ης Αυγούστου διαβλέπων ότι κάθε όριο αναμονής έχει παρέλθει, αποφάσισε να βαδίσει εναντίον του εχθρού την επομένη μέρα 26η Αυγούστου με όσες δυνάμεις  είχε μαζί του. Μετά την ληφθείσα απόφαση για πόλεμο η περαιτέρω αναμονή  ήταν άσκοπη και επικίνδυνη για το ηθικό και τη συνοχή του στρατεύματος . Διατηρούσε ωστόσο την ελπίδα ότι οι αναμενόμενες  ενισχύσεις θα έφθαναν μέχρι τότε.

Ο Διογένης ήλπιζε στην άφιξη των ενισχύσεων  γιατί δεν γνώριζε ότι ο  στρατηγός του, Ιωσήφ Τραχανιώτης  μόλις πληροφορήθηκε  την επίθεση του σουλτάνου εναντίον του, πήρε όλους  τους άνδρες του και  μέσω Μεσοποταμίας έφθασε σε  βυζαντινά  εδάφη χωρίς να υπολογίσει ούτε τον αυτοκράτορα  ούτε  και το καθήκον του. Είναι επίσης υπεύθυνος και για την στάση του Ρουσέλιου που ενώ αυτός  ήθελε να βοηθήσει,  τον παράσυρε  και δεν προσέτρεξε σε βοήθεια του αυτοκράτορα αλλά αναχώρησε μαζί του.

 

Η σφραγίδα του Ρουσέλ ντε  Μπαγιέλ. Στην μία όψη η Θεοτόκος. Στην άλλη η επιγραφή Θ[ΕΟΤΟ]ΚΕ Β[ΟΗ]Θ[ΕΙ] ΤΩ CΩ ΔΟΥΛ[Ω] ΟYΡCΕΛΗ[Ω] BECT[HAPITΗ] ΤΩ ΦΡΑΓΟ[ΠΩΛΩ]. Ο Roussel de Bailleul (Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος) ήταν Νορμανδός τυχοδιώκτης (ή εξόριστος), που ταξίδεψε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία και εκεί εργάστηκε ως στρατιωτικός και διοικητής σώματος ανδρών υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό.

Έτσι, αντί να ενημερώσουν τον Ρωμανό Δ΄ Διογένη και  άμεσα να κινηθούν  προς Μαντζικέρτ  βοηθώντας τον  στην  αντιμετώπιση του εχθρού, προέβησαν σε ενέργεια που δεν απείχε από την εσχάτη προδοσία. Υποχώρησαν στην αντίθετη κατεύθυνση προς Μελιτηνή  που απείχε 150 χιλιόμετρα από το Μαντζικέρτ. Η στάση και ο ρόλος  του  Ιωσήφ Τραχανιώτης που  ήταν  μέλος γνωστής αριστοκρατικής οικογένειας,  θεωρήθηκε ως έκφραση  της δυσαρέσκειάς του, επειδή ήταν αντίθετος στην κατανομή των δυνάμεων που έκανε ο αυτοκράτορας.  Η ενέργεια του αυτή μπορεί να εκλειφθεί ως   προμελετημένη και κατευθυνόμενη από το περιβάλλον του Ιωάννη Δούκα  πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού,  γι’ αυτό και μετά τη προδοσία του στο Μαντζικέρτ   και την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη  ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα από την οικογένεια των Δουκών.

Ιστορικές πηγές αποδίδουν την ενέργεια αυτή στο πνεύμα ηττοπάθειας που έφθανε στα όρια της δειλίας αλλά και στην επιθυμία του Τραχανιώτη να επανέλθει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη προ του Ρωμανού κατάσταση, όπου οι διάφορες φατρίες υπερίσχυαν  της νόμιμης κυβέρνησης και οι ίντριγκες και το χάος είχαν τον πρώτο λόγο. Άλλες πηγές αναφέρουν  ότι η δύναμη των Σελτζούκων υπερτερούσε της δικής τους και μη δυνάμενοι να την  αντιμετωπίσουν υποχώρησαν και δεν έλαβαν  το μήνυμα του αυτοκράτορα. Η άποψη αυτή δεν αντέχει σε κριτική και θεωρείται λίαν επιεικής και για τους δύο  στρατηγούς γιατί, η δύναμη του Άλπ Αρσλάν   ελάχιστα  υπερτερούσε της δικής τους ήταν περίπου  30.000 έναντι 27.000 των  Τραχανιώτη  και Ρουσέλιου.

Πάντως το σύνολο σχεδόν των ιστορικών χαρακτηρίζει την ενέργεια αυτή ως προδοσία ή λίαν επιεικώς περίεργη που συνέβαλε αποφασιστικά  και καθοριστικά στην μετέπειτα εξέλιξη των επιχειρήσεων. Επίσης μουσουλμανικές πηγές αναφέρουν ότι οι δυνάμεις του  Τραχανιώτη είχαν μικροεμπλοκές και αψιμαχίες  με τους Τούρκους, και ότι  όταν  αυτός έλαβε την πληροφορία  ότι ο σουλτάνος έφτασε  στο Χλιάτ αναχώρησε προς Μελιτηνή. Οι βυζαντινές πηγές δεν επιβεβαιώνουν κάτι σχετικό. Και όμως και εδώ υπάρχει ένα ακόμα σκοτεινό σημείο, γιατί ο Τραχανιώτης δεν ενημέρωσε τον αυτοκράτορα τη στιγμή που η απόσταση που τους χώριζε ήταν τριάντα μίλια; 

Η διαταγή για μάχη εξεδόθη. Οι στρατιώτες κατά λόχους και ένοπλοι άρχισαν να ιππεύουν  στα άλογα τους  έτοιμοι για να ξεκινήσουν. Τότε ακριβώς  έφθασαν στον αυτοκράτορα  πρέσβεις από το σουλτάνο Άλπ Αρσλάν που βρισκόταν στο Χαλέπι και πρότειναν  ειρήνη. Ο  αυτοκράτορας  τους δέχθηκε  όπως επιβάλλουν οι κανονισμοί αλλά όχι με ιδιαίτερη ευγένεια,  εν τούτοις συμφώνησε με τις προτάσεις τους. Έθεσε  όμως όρο και απαίτησε, να εγκαταλείψει ο σουλτάνος το  χώρο  του στρατοπέδου   που ευρίσκεται, στρατοπεδεύοντας μακρύτερα ,προκειμένου να  στρατοπεδεύσει ο ίδιος  τοποθετώντας και την αυτοκρατορική  σημαία ως ένδειξη ταπείνωσης. Στη  συνέχεια να προσέλθει σε αυτόν ο σουλτάνος για να συνάψουν ειρήνη.

Μουσουλμανικές πηγές αναφέρουν ότι ο σουλτάνος  αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης σκέφτηκε προς στιγμήν να εγκαταλείψει την εκστρατεία  και απαίτησε από τους  πέριξ αυτού να δώσουν όρκο  πίστης στον γιο του  και διάδοχο του Μαλίκι Σαχ σε περίπτωση θανάτου του. Άλλες πηγές  εκτιμούν ότι  ζήτησε ειρήνη γιατί προβληματιζόταν πολύ  για την έκβαση της μάχης  καθ’ όσον  παρά τα ατυχή αποτελέσματα ,ο Βυζαντινός Στρατός εξακολουθούσε να διατηρεί την καλή του  φήμη, επίσης είχε λιγότερες δυνάμεις από τον αντίπαλο και δεν ήθελε να έρθει σε πόλεμο με τους Βυζαντινούς τη στιγμή  που η μόνη διαφορά που είχε με τους Βυζαντινούς ήταν η περιοχή της  Αρμενίας.