Στις 5/18 Απριλίου του 1897, κηρύσσεται ο “ατυχής” Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν η πρώτη περίπτωση δοκιμασίας του κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού της Χώρας. Μια χώρα, η οποία είχε υποστεί την πτώχευση του 1893 λόγω των Γερμανών ομολογιουχων πάρα τις κοπιώδεις προσπάθειες του Χαρίλαου Τρικούπη να την αποτρέψει.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος το 1897, οδήγησε τη χώρα στα χέρια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, μετά και την επιβολή της τεράστιας πολεμικής αποζημίωσης που αναγκάστηκε να πληρώσει η χώρα μας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία , η οποία ανερχόταν στο αστρονομικό για την εποχή και τις δυνατότητές μας ποσό των 4.000.000 τουρκικών λιρών. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να λάβει ακόμα ένα δυσβάσταχτο δάνειο, με συνέπεια να εκχωρήσει αυτό που αρνιόταν πριν, τη διανομή των πλεονασμάτων υπεγγύων προσόδων, με απλά λόγια τις κρατικές εισπράξεις, κυρίως από τα μονοπώλια στο αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα.

Είναι λάθος να επιρρίπτουμε ευθύνες μόνο στον Δηλιγιάννη και στην κυβέρνησή του καθώς στην ελληνική κοινωνία υπήρχαν ροπες που θα οδηγούσαν αργά ή γρήγορα σε ένα στρατιωτικό ατόπημα. Η Μεγάλη Ιδέα πάντα έφερνε στο προσκήνιο την μεγάλη αντίθεση μεταξύ εδαφικών πόθων και υπαρχουσών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Είχε φανεί στις προηγούμενες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και ιδίως στον Κριμαϊκό Πόλεμο (Οκτώβριος 1853 – Φεβρουάριος 1856).
Η ελληνική κοινωνία έπασχε ακόμη και από το “σύνδρομο του Ναβαρίνου”. Οι Έλληνες είδαν στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου που έκρινε την τύχη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, αν ήθελαν, θα μπορούσαν να έχουν αποφασιστική συνδρομή στην ευόδωση των ελληνικών θέσεων. Η Ελλάδα προέβαλε εαυτόν ως το “Πρότυπον Βασίλειον εν τη Ανατολή” με τους Έλληνες να επιθυμούν να αποδείξουν στους Ευρωπαίους ότι θα ήταν καλύτεροι αυτοί στην διαχείριση της Ανατολής αντί της παρηκμασμενης και ταραγμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Για να κατανοηθεί μάλιστα το πόσο άδικο είναι το να κατηγορούμε τον Δηλιγιάννη για τον πόλεμο του 1897 δέον να αναλυθούν σε αδρές γραμμές δυο θέματα: πρώτον το φαινόμενο της Εθνικής Εταιρείας και δεύτερον ο “ειρηνοπόλεμος” ή “ένοπλος επαιτεία” του 1885.
Η Εθνική Εταιρεία ήταν μυστική οργάνωση που συστάθηκε κυρίως από στρατιωτικούς στην Αθήνα το 1894. Πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα “κράτος εν κράτει” με πολλά δημόσια πρόσωπα ακόμη και υπουργούς της Κυβέρνησης να συμμετέχουν σε αυτήν. Η δράση της Εταιρείας εξελίχθηκε σε πραγματικό εμπόδιο στην εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα στις απόρρητες διασυμμαχικές δεσμεύσεις με τις οποίες κινούνταν η ελληνική διπλωματία. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη ουσιαστικά υπέκυψε στις επιταγές της Εταιρείας στο Κρητικό Ζήτημα. Απέστειλε ναυτική μοίρα υπό την ηγεσία του ναυάρχου Α. Ράινεκ και του πρίγκιπα Γεωργίου, καθώς και μικτό ένοπλο απόσπασμα υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο με τα οποία και προσπάθησε να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης από οθωμανικές ενισχύσεις καθώς και την επιβολή της τάξης, παρά την αντίθετη θέση των Μεγάλων Δυνάμεων και στη συνέχεια κήρυξε γενική επιστράτευση, όταν αρνήθηκε ο Σουλτάνος την πρόταση της Ελλάδας για διενέργεια δημοψηφίσματος. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε ο “ατυχής” πόλεμος του 1897.

Ο “ειρηνοπόλεμος” του 1885 έχει επίσης μια κυβέρνηση Δηλιγιάννη στο προσκήνιο. Η Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1885 προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία, η οποία είχε δημιουργηθεί με την Συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Εκτός του ότι η ισορροπία δυνάμεων στα Βαλκάνια διασαλευοταν, στην περιοχή ζούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, των οποίων η τύχη κρινόταν πλέον αβέβαιη. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με μερική επιστράτευση. Οι Σέρβοι εισέβαλαν στην Βουλγαρία και ηττήθηκαν. Ο Δηλιγιάννης δεν μπορούσε να ελέγξει την φιλοπολεμη μανία της ελληνικής κοινής γνώμης. Απείλησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία με πόλεμο, αν δεν παραχωρούνταν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα το τμήμα της Ηπείρου που της είχε επιδικαστεί πριν μερικά χρόνια στο Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε ακόμα παραχωρήσει. Ο πόλεμος δεν έγινε ποτέ. Ο Δηλιγιάννης προσπάθησε με διαδηλώσεις και απειλές να πιέσει τις Μ. Δυνάμεις και αυτές στην συνέχεια να πιέσουν τον Σουλτάνο στο να δώσει κάτι στην ελληνική πλευρά. Αυτό στην κυριολεξία ήταν “ένοπλος επαιτεία” και μια ιδιότυπη διαχείριση του λαϊκού αισθήματος.

Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη ανετράπη από τον Τρικούπη, ενώ οι Μ. Δυνάμεις δήλωσαν ότι το θέμα της Αν. Ρωμυλίας είχε λήξει. Παράλληλα το οικονομικό κόστος του “ειρηνοπολέμου” έφτασε τα 52 εκ. δραχμές της εποχής (ο προϋπολογισμός του 1884 είχε συνολικές δαπάνες 90 εκ δραχμών) και καλύφθηκε με αύξηση της αναγκαστικής κυκλοφορίας του χρήματος.
Στρατιωτικά ο πόλεμος του 1897 έδειξε τις αδυναμίες του Ελληνικού Στρατού, ενώ το Πολεμικό Ναυτικό θα μπορούσε ίσως να πράξει περισσότερα από ο, τι έπραξε. Σε αυτόν τον πόλεμο όμως, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ίδρυση 1884) έχασε τον πρώτο της απόφοιτο. Πρόκειται για τον Ανθυποπλοίαρχο Εμμανουήλ Αντωνιάδη. Ως Κυβερνήτης τορπιλοβόλου έπεσε ηρωικά την 11η Απριλίου 1897 εντός της λέμβου του σκάφους, κατά την διενέργεια επιθετικής αναγνώρισης στην Σκάλα Λεπτοκαρυάς.

Ο πόλεμος του 1897 όμως είχε και θετικά αποτελέσματα καθώς πρώτον δημιουργήθηκε η “Κρητική Πολιτεία” που ήταν ο προάγγελος της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, δεύτερον προβλημάτισε γόνιμα την ελληνική κοινωνία για τα αίτια της ήττας και τρίτον οδήγησε τις μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις στο να προχωρήσουν στην υλοποίηση των εξοπλισμών ανεξάρτητα από το οικονομικό κόστος ή την αντίδραση των Μ. Δυνάμεων.
