Η απελευθέρωση των νήσων Λέσβου και Χίου, η απόβαση Βουλγάρων στο Δεδεαγάτς και η καταδρομική επιχείρηση του τορπιλοβόλου 14 στις Κυδωνιές (Αϊβαλί)

Κατά τη διάρκεια του ιταλο-τουρκικού πολέμου (1911), οι Οθωμανοί είχαν ενισχύσει τις φρουρές της Λέσβου και της Χίου για να αποκρούσουν ενδεχόμενη απόβαση των Ιταλών στα νησιά αυτά. Ο Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου Παύλος Κουντουριώτης είχε αποστείλει κατ’ επανάληψη αντιτορπιλικά για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με την άμυνα των νησιών αυτών. Το Υπουργείο Ναυτικών θεωρούσε ότι οι οθωμανικές φρουρές στα νησιά θα ήταν ολιγάριθμες (περί τους 500 άνδρες) και εκτιμούσε ότι ναυτικά αγήματα θα ήταν αρκετά για την εξουδετέρωσή τους. Ακόμη, το Υπουργείο επηρεασμένο από την προέλαση των Βουλγάρων προς την Κωνσταντινούπολη, πρότεινε απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης.

Ο Παύλος Κουντουριώτης όμως, αντέδρασε και παρέθεσε αριθμούς και στοιχεία για τους αμυνόμενους στα νησιά και τις υπάρχουσες οχυρώσεις. Οι πληροφορίες ήταν πολύ διαφορετικές από τις εκτιμήσεις του Υπουργείου: στη Μυτιλήνη υπήρχαν 1400 άνδρες, ενώ στη Χίο 2000 μαζί με πεδινό πυροβολικό και στην απέναντι μικρασιατική ακτή υπήρχε δύναμη 200 ανδρών έτοιμη να διεκπεραιωθεί.

Μετά από αυτό, αποφασίστηκε να τεθούν στη διάθεση του ναυάρχου, ένα Σύνταγμα κι ένα Τάγμα Πεζικού, ναυτικό άγημα ενισχυμένο από τα φρούρια των νήσων του Θρακικού Πελάγους και μια λυόμενη πυροβολαρχία. Ημερομηνία απόβασης στην Μυτιλήνη ορίστηκε η 7η Νοεμβρίου, ενώ η θέση απόβασης αφηνόταν στην κρίση του ναυάρχου. Λόγω καθυστέρησης λήψεως του σήματος όμως, ο Αρχηγός του Στόλου όρισε ως ημέρα έναρξης της επιχείρησης την 8η Νοεμβρίου.

Η απόβαση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων στη Μυτιλήνη (Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος)

Δύναμη 1.000 ανδρών επιβιβάστηκε επί δύο ατμόπλοιων, ενώ στο επίτακτο Πέλοψ επιβιβάστηκε ένα ναυτικό άγημα, δύο πυροβόλα και δύο πολυβόλα Μαξίμ. Τα σκάφη συνοδευόμενα από το αντιτορπιλικό Βέλος απέπλευσαν από τον Μούδρο με κατεύθυνση τη Μυτιλήνη. Το απόγευμα της 7ης Νοεμβρίου, δύναμη αποτελούμενη από το θωρακισμένο καταδρομικό Γ. Ἀβέρωφ, τα θωρηκτά Ὕδρα, Σπέτσαι, Ψαρά, τα αντιτορπιλικά Νίκη, Ἀσπίς και Ἱέραξ καθώς και τα τορπιλοβόλα 12 και 14 κατευθύνθηκε προς και έφθασε εκεί το πρωί της 8ης Νοεμβρίου.

Ο Αρχηγός έστειλε ατμάκατο στο νησί για να μεταφέρει τον διοικητή του νησιού, τον μητροπολίτη καθώς και τον Έλληνα δήμαρχο. Ο Παύλος Κουντουριώτης αξίωσε την άμεση παράδοση του νησιού, αλλά ο διοικητής αντέτεινε ότι δεν γνώριζε τις προθέσεις του στρατιωτικού διοικητή και για αυτό ζήτησε προθεσμία 24 ωρών. Ο Έλληνας ναύαρχος απέρριψε αυτήν την πρόταση και τότε, ο Οθωμανός διοικητής ζήτησε όλες οι διοικητικές αρχές και ο στρατός να αποχωρήσουν από το νησί και να κατευθυνθούν στις απέναντι οθωμανικές ακτές. Ο ναύαρχος έδωσε προθεσμία 4 ωρών για να γίνει αυτό και έκανε την υποχώρηση αυτή μετά από επιμονή των ξένων προξένων, αλλά και γιατί φοβόταν ότι μια ενδεχόμενη ελληνική απόβαση θα έθετε σε κίνδυνο την ζωή των Ελλήνων κατοίκων του νησιού. Μόλις αποχώρησαν οι δυνάμεις του εχθρού, ξεκίνησε η ελληνική απόβαση, η οποία ολοκληρώθηκε ταχύτατα, εντός 3 ωρών.

Ενώ γινόταν η απόβαση, κατέπλευσε το νεοαποκτηθέν αντιτορπιλικό Κεραυνός (τὸ ἕτερον ὁμοίου τύπου Νέα Γενεά είχε καταπλεύσει στον Μούδρο λίγες μέρες νωρίτερα) και τα δύο εξοπλισμένα εμπορικά Ἑσπερία και Μακεδονία. Τα εξοπλισμένα εμπορικά των οποίων ο αριθμός έφθασε τα 7, αποτέλεσαν τη Μοίρα Εὐδρόμων υπό τον πλοίαρχο Δαμιανό. Σκοπός της ήταν να αναλαμβάνει δευτερεύουσας σημασίας αποστολές για να μην απασχολούνται οι κύριες μονάδες του Στόλου. Υπαγόταν στο Υπουργείο Ναυτικών, όποτε όμως συμμετείχε σε συνδυασμένη επιχείρηση με τον Στόλο του Αιγαίου ετίθετο υπό τις διαταγές του Αρχηγού Παύλου Κουντουριώτη. Με την άφιξη των ευδρόμων, ο ναύαρχος ανέθεσε την συνέχιση της επιχείρησης στα υπό τον πλοίαρχο Δαμιανό εξοπλισμένα σκάφη καθώς και στα αντιτορπιλικά Νέα Γενεά και Κεραυνός.

Ενώ ο Στόλος ευρισκόταν στη Μυτιλήνη, την 8η Νοεμβρίου, ελήφθη διαταγή όπως υποστηρίξει απόβαση βουλγαρικής Ταξιαρχίας, η οποία ήδη ευρισκόταν στην Θεσσαλονίκη συνοδεύοντας 35 ελληνικά φορτηγά πλοία με κατεύθυνση το Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη). Η νηοπομπή αποτελούμενη τελικά από 17 φορτηγά (11.000 άνδρες) και προστατευόμενη από το εξοπλισμένο Μυκάλη, κατέπλευσε στο Δεδεαγάτς τη 15η Νοεμβρίου. Η απόβαση ολοκληρώθηκε με επιτυχία μέχρι της 17ης Νοεμβρίου.

Τη 10η Νοεμβρίου λίγο μετά τα μεσάνυκτα, το τορπιλοβόλο 14 με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Περικλή Αργυρόπουλο, εισέπλευσε εντός του όρμου των Κυδωνιών (Αϊβαλί) με σκοπό την αιχμαλωσία και ρυμούλκηση της οθωμανικής κανονιοφόρου Τραπεζούς. Ο Αργυρόπουλος στην αρχή είχε προτείνει να εισέλθει στον όρμο της Σμύρνης και να τορπιλίσει το παλαιό θωρηκτό Μουϊν Τζαφέρ. Ο Παύλος Κουντουριώτης όμως θεώρησε το εγχείρημα λίαν επικίνδυνο για ένα παροπλισμένο θωρηκτό. Αντίθετα τον τορπιλισμό της κανονιοφόρου ο Αρχηγός την ενέκρινε.

Το τορπιλοβόλο 14.
(Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος)

Η νύκτα όμως ήταν φωτεινή λόγω της πανσέληνου και οι οθωμανικές σκοπιές διέκριναν το ελληνικό τορπιλοβόλο, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η εκκένωση και η αυτοβύθιση του Τραπεζοῦς. Ο Αργυρόπουλος πλησίασε και αποβίβασε άνδρες οι οποίοι προσπάθησαν να κλείσουν τους κρουνούς. Οι Οθωμανοί όμως που βρίσκονταν στη ξηρά, άνοιξαν πυρ για να ματαιώσουν την αιχμαλωσία του πλοίου. Τότε, ο Αργυρόπουλος κάλεσε πίσω τους άνδρες του και τορπίλισε την κανονιοφόρο. Ο Οθωμανός κυβερνήτης μάλλον χάθηκε μαζί με το πλοίο του, διότι κατά την έρευνα του αγήματος δεν κατέστη δυνατό να παραβιασθεί ένα διαμέρισμα του πλοίου, γιατί ένας άνθρωπος αντιστεκόταν στην παραβίαση της θύρας.

O κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 14 Περικλής Αργυρόπουλος

Ακολούθησε η κατάληψη της Χίου. Αυτή η επιχείρηση φαινόταν από την αρχή πολύ επικίνδυνη, γιατί αφ’ ενός η οθωμανική δύναμη στο νησί ήταν σημαντική (2.000 άνδρες μετά πυροβολικού) και αφ’ ετέρου, ο διοικητής της φρουράς Ζιχνή μπέης εθεωρείτο άνδρας θαρραλέος κι αποφασιστικός, ο οποίος οργάνωσε την φρουρά του νησιού συστηματικά. Γι’ αυτούς τους λόγους, το Υπουργείο έθεσε στη διάθεση του αρχηγού της Μοίρας Εὐδρόμων ένα σύνταγμα Πεζικού και μια λυόμενη πυροβολαρχία. Ακόμη δύο τάγματα Πεζικού τα οποία είχαν διατεθεί για την κατάληψη της Λέσβου ενίσχυσαν την δύναμη.

Την αυγή της 11ης Νοεμβρίου, η Μοίρα Εὐδρόμων αποτελούμενη από τα Μακεδονία, Ἑσπερία, Ἀρκαδία, τα αντιτορπιλικά Νέα Γενεά και Κεραυνός, καθώς και τα μεταγωγικά που μετέφεραν τα στρατιωτικά τμήματα έφθασαν προ του λιμένος της Χίου. Η όλη δύναμη ήταν υπό τις διαταγές του πλοιάρχου Δαμιανού, ενώ ο συνταγματάρχης Δελαγραμμάτικας ηγούνταν των στρατιωτικών σωμάτων. Όταν ο Οθωμανός διοικητής της νήσου αρνήθηκε να παραδοθεί, αποφασίστηκε να γίνει απόβαση των ελληνικών σωμάτων στο Κοντάρι, νότια της πόλης. Ο Ζιχνή αντιλήφθηκε την πρόθεση των Ελλήνων και ενίσχυσε την φρουρά και την κατένειμε σε οχυρές θέσεις.

Ο αιματηρός αγώνας για την απελευθέρωση της Χίου αποτυπωμένος σε επιστολικό δελτάριο της εποχής

Όταν οι πρώτες λέμβοι πλησίαζαν την ακτή, οι Οθωμανοί άρχισαν σφοδρό πυρ. Το πυροβολικό των Εὐδρόμων απάντησε στα οθωμανικά πυρά, αλλά, επειδή οι εχθροί είχαν οχυρωθεί καλά, οι βολές ήταν ως επί το πλείστον άστοχες. Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα ήδη είχαν υποστεί τις πρώτες απώλειες, εντούτοις η ελληνική ορμή ήταν ανίκητη. Οι Οθωμανοί απωθήθηκαν και το προγεφύρωμα σταθεροποιήθηκε. Σε αυτήν την επιτυχία, συνέβαλε και ο σφοδρός κανονιοβολισμός των Εὐδρόμων.

Τη νύκτα, οι Οθωμανοί υποχώρησαν προς τα Καρδάμυλα και το πρωί, τα ελληνικά τμήματα προήλαυσαν και κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Χίου. Οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν προς το εσωτερικό για να συμπλακούν με τα οθωμανικά τμήματα. Οι εχθροί όμως, είχαν οχυρωθεί σε δυσπρόσιτες θέσεις και απέκρουαν τις ελληνικές επιθέσεις. Στη συνέχεια, η όλη δραστηριότητα εκφυλίστηκε σε μια σύγκρουση προφυλακών. Κατά τη διάρκεια μιας ελληνικής επίθεσης εναντίον ενός οθωμανικού οχυρού, τη 15η Νοεμβρίου, έπεσαν ο ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος, ο δόκιμος Ιωάννης Παστρικάκης, καθώς και 20 ναύτες. Παράλληλα οι οθωμανικές δυνάμεις στη Λέσβο είχαν οχυρωθεί στα ορεινά χωριά στην περιοχή του Μολύβου και εξακολουθούσαν να αποτελούν μια σημαντική απειλή.

Ο Ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος. (Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος)
H προτομή του δοκίμου Ιωάννη Παστρικάκη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων

Ο Παύλος Κουντουριώτης ζήτησε ενισχύσεις για την γρήγορη κατάληψη τόσο της Χίου όσο και της Λέσβου. Το Υπουργείο απέστειλε αρχικά τον πλωτάρχη Ζωχιό και στη συνέχεια, τον κυβερνήτη του Κανάρης, αντιπλοίαρχο Γούδα, για να εκτιμήσουν την κατάσταση και να αναφέρουν. Κατόπιν όλων αυτών, κατέληγαν στο ότι χρειάζονταν ενισχύσεις στρατιωτικών τμημάτων πεζικού και όχι ναυτικά αγήματα για να επιτευχθεί η εκκαθάριση των περιοχών από τους εχθρούς.

Εστάλησαν λοιπόν, ένα τάγμα πεζικού, δύο λόχοι πεζικού και μια πυροβολαρχία υπό τον συνταγματάρχη Συρμακτζή. Στις 5 Δεκεμβρίου, ξεκίνησε γενική επίθεση με αποτέλεσμα την εκκαθάριση της Λέσβου. Μετά την κατάληψη της Λέσβου, ενισχύσεις από δύο τάγματα και μία ορειβατική πυροβολαρχία εστάλησαν στην Χίο. Στις 21 Δεκεμβρίου, ο Οθωμανός διοικητής της Χίου αναγκάστηκε να προβεί σε παράδοση άνευ όρων.

Η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου είχε ολοκληρωθεί μετά από συνδυασμένες επιχειρήσεις Στρατού και Ναυτικού. Η δε επιτυχής έκβαση των επιχειρήσεων κατέτασσε το Ελληνικό Ναυτικό μεταξύ των καλύτερων Στόλων της εποχής, αφού εξετέλεσε όλες τις ανατεθείσες αποστολές χωρίς να χαλαρώσει την επαγρύπνηση της παρακολούθησης των Στενών των Δαρδανελίων, όπου ο εχθρός παραμόνευε για να γκρεμίσει όχι μόνο την ελληνική προσπάθεια, αλλά και των άλλων συμμάχων.

Η κηδεία του ανθυποπλοιάρχου Νικολάου Ρίτσου, πεσόντος κατά την κατάληψη της νήσου Χίου. Χίος, 17/11/1912 (φωτ. αρχείο Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος).