Η στάση των πληρωμάτων του Βασιλικού Ναυτικού (Μάρτιος – Απρίλιος 1944)

Από τον Μάρτιο η πολιτική κρίση στην Ελλάδα άρχισε να επηρεάζει και το Ναυτικό. Ειδήσεις, πολλές και αντικρουόμενες, έρχονταν από την υπόδουλη πατρίδα, οι οποίες σε συνδυασμό με την ανυπομονησία που υπήρχε στα πληρώματα για την επικείμενη απελευθέρωση της Πατρίδας, δημιουργούσε μια ταραγμένη ατμόσφαιρα. Από τα λόγια του ίδιου του αρχηγού, υποναυάρχου Αλεξανδρή, εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε επίγνωση του μεγέθους του προβλήματος:

“Ἀπὸ τὰ πλοῖα τοῦ Στόλου ὄμως – που κυρίως με ἐνδιέφεραν – καθώς καὶ ἀπὸ τὰς ἐν τῆ πόλει Ναυτικάς Ὑπηρεσίας Ξηράς δεν μου ἀνεφέρθὴ τι τὸ ὕποπτον. Τὸ ὑπέροχον ἠθικόν καὶ τὸ μαχητικόν πνεῦμα, που εἶχον ἐπιδείξει τὰ πληρώματα τῶν πλοίων μας κατὰ τὰς σκληράς ἐπιχειρήσεις τῆς Δωδεκανησιακῆς Θαλάσσης καὶ τοῦ Αἰγαίου καὶ που τόσην ἐντύπωσιν ἐπροξένησαν εἰς τοὺς Συμμάχους μας Ἄγγλους, δὲν ἐφαίνοντο να ἔχουν ὑποστῆ ἐμφανῆ κλονισμόν (…)”.

Ο Υποναύαρχος Κωνσταντίνος Αλεξανδρής ΒΝ ως Αρχηγός Στόλου παρακολουθεί την παράδοση του Ιταλικού Στόλου επί του ναρκαλιευτικού Καρτερία (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού).

Η όλη ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται ακόμη πιο βαριά, όταν έγινε γνωστή η δημιουργία αντάρτικης κυβέρνησης στην Ελλάδα, η λεγόμενη Κυβέρνηση του Βουνού. Στα μάτια των πληρωμάτων η εξόριστη κυβέρνηση δεν εξέφραζε το λαϊκό αίσθημα, ενώ η αντάρτικη κυβέρνηση είχε προκύψει μέσα από την πάλη κατά του κατακτητή:

“(…) Και όμως είναι γεγονός, ότι όχι μόνον η διαφώτισις μας περί της πραγματικής εν Ελλάδι καταστάσεως ήτο ελλειπεστάτη, αλλ’ αντιθέτως οι άνδρες των εν Μ. Ανατολή ενόπλων μας δυνάμεων ετροφοδοτούντο με τας ραδ. εκπομπάς των επίσημων σταθμών Λονδίνου και Καϊρου, που καθημερινώς εξεθείαζαν τα κατορθώματα των ανταρτών εις τα βουνά της Ελλάδος·η δε κατά αυτόν τον τρόπον διαφημιζομένη αναβίωσις του θρύλου των αρματωλών και των κλεφτών εκέντριζε την φαντασίαν όλων και διετήρει τας αυταπάτας. Δι’ αυτό, όταν περί τα τέλη Μαρτίου έφθασεν εις την Μέσην Ανατολήν η είδησις περί συγκροτήσεως της Επιτροπής των βουνών εις την Ελλάδα, ολίγιστοι ήσαν εκείνοι, που ημπορούσαν να υποπτευθούν τους δολίους σκοπούς, που εκρύπτοντο πίσω από την τόσον φυσικήν εκ πρώτης όψεως, εν αναμονή της επικείμενης απελευθερώσεως, ενέργειαν ταύτην”.

Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου στην Αλεξάνδρεια ήταν μεγαλοπρεπής. Μετά τη δοξολογία στον καθεδρικό ναό της ελληνικής κοινότητας, έγιναν λαμπρές επιδείξεις των μαθητών των κοινοτικών σχολείων στο ελληνικό στάδιο. Παράλληλα, φάνηκαν όμως και τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια. Συνθήματα στους τοίχους είχαν κάνει την εμφάνισή τους, ενώ μοιράζονταν και φυλλάδια. Στις 31 Μαρτίου, εκδηλώθηκε στασιαστική κίνηση στο Κάιρο, όπου κατελήφθησαν στρατιωτικά κτήρια από στασιάσαντα τμήματα της εκεί στρατιωτικής φρουράς. Παράλληλα, έκανε την εμφάνισή της η Επιτροπή, αποτελούμενη από αξιωματικούς του Στρατού και της Αεροπορίας, η οποία έθετε ως στόχο την δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας κατόπιν συνεννόησης με τις αντάρτικες ομάδες.

Παρά τις συσκέψεις και τις συναντήσεις του Αρχηγού Στόλου, η υποβολή παραίτησης της κυβέρνησης Τσουδερού, η άρνηση του βασιλέα να την δεχθεί και η συνακόλυθη παραίτηση του υπουργού των Ναυτικών Σ. Βενιζέλου όξυναν τα πνεύματα. Ήδη οι επιτροπές των στασιαστών είχαν εξαναγκάσει τον κυβερνήτη και τον ύπαρχο του Γ. Ἀβέρωφ να εγκαταλείψουν το πλοίο, όπως και τον διοικητή και τον υποδιοικητή του στρατοπέδου Ἕλλη, να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους. Τα στασιάσαντα πλήρωματα πίεζαν τους αξιωματικούς να υπογράψουν διακηρύξεις, ενώ η κατεύθυνση από την ηγεσία του Ναυτικού ήταν να μην υπογράψουν, εκτός και αν υπήρχε απειλή για σοβαρή διασάλευση της τάξεως και ενώ αυτές περιορίζονταν στο αίτημα δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Ο Εμμανουήλ Τσουδερός

Το παραπάνω πλαίσιο άλλωστε, δηλαδή τα περί δημιουργίας πανεθνικής κυβέρνησης, είχε ήδη αποδεχθεί ο Αρχηγός Στόλου με ημερήσια διαταγή. Η κατευναστική πολιτική του Αρχηγού σε συνδυασμό με την ρευστή πολιτική κατάσταση είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Στις 6 Απριλίου, στο αντιτορπιλικό Πίνδος εκδηλώθηκε στάση, κατά την οποία οι αξιωματικοί πετάχθηκαν στην θάλασσα, ενώ ο κυβερνήτης πλωτάρχης Φοίφας ευρισκόταν στο γραφείο του Αρχηγού. Όταν ο κυβερνήτης επέστρεψε στο πλοίο φυλακίστηκε από τους στασιαστές. Η στάση φάνηκε να εκτονώνεται με την επίσκεψη του πλοιάρχου Campbell και την διάθεση του Έλληνα Αρχηγού Στόλου να συγχωρήσει την στάση. Ο πλωτάρχης Φοίφας αποφυλακίστηκε ενώ την κυβέρνηση του πλοίου ανέλαβε ο πλωτάρχης Ν. Ρίτσος. Κατόπιν, το πλοίο απέπλευσε μαζί με το Μιαούλης (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Μπουντούρης) για πολεμική αποστολή. Στη συνέχεια όμως, η Κεντρική Επιτροπή απαγόρευσε κάθε απόπλου ελληνικού πολεμικού από τα λιμάνια της Μέσης Ανατολής.

“Οὔτω πρὸς στιγμήν ἡ κατάστασις ἐφαίνετο εἰσερχομένη εἰς τὴν ὁδόν τοῦ κατευνασμοῦ, ὁπότε ὁλίγας ὥρας βραδύτερον ἡ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου ἐδρεύουσα Κεντρική Επιτροπή Ἀγῶνος, ὅπως ὀνομάζετο, ἔλαβεν τὴν ἀπόφασιν να παρεμποδίσῃ τὸν διὰ τὴν 20:00’ ὥραν ὁρισθέντα ἀπόπλουν τῆς Κρήτης. Ὠς δικαιολογίαν τῆς ἀποφάσεως ταύτης προέβαλεν ἡ ἐπιτροπή, ὅτι δήθεν τὰ μέτρα παρεμβάσεως τῶν Ἄγγλων δι’ ἀποστολῆς φρουρῶν ἐσυνεχίζοντο”.

Ο Έλληνας Αρχηγός Στόλου τραβώντας την τακτική του κατευνασμού στα άκρα, έσπευσε να παρακαλέσει τον βρετανό ναύαρχο να αποσύρει τις βρετανικές φρουρές. Αυτές τις τελευταίες διαλλακτικές διαθέσεις προσφέρθηκε να μεταβιβάσει στο πλήρωμα του Ἥφαιστος, ο διοικητής των αντιτορπιλικών πλοίαρχος, Πετρόπουλος. Ο Πετρόπουλος όμως, επέβη του πλοίου και δεν απέβη από αυτό παρά μόνο με την παράδοσή του. Κυκλοφόρησε μάλιστα, προκήρυξη της επιτροπής, στην οποία αριστερά των υπογραφών της επιτροπής αναγραφόταν πλοίαρχος Πετρόπουλος, χωρίς όμως να καθορίζεται η θέση του στην επιτροπή. Οι στασιαστές έφθασαν στο σημείο, να απειλήσουν με τα περίστροφα τον Άγγλο πλοίαρχο Campbell και τον αντιπλοίαρχο Ι. Τούμπα που επισκέφθηκαν το πλοίο.

Στην Αλεξάνδρεια, κατέφθασε το απόγευμα της 7ης /4 η κορβέττα Ἀποστόλης, της οποίας το πλήρωμα είχε άμεσα ενστερνιστεί το κίνημα. Την επομένη, διενεργήθηκε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο Έλληνας Αρχηγός Στόλου, υποναύαρχος Αλεξανδρής, ο Άγγλος ναύαρχος της Ανατολικής Μεσογείου, αντιναύαρχος Rawlings ο αρχιεπιστολέας του, πλοίαρχος Campbell, ο αρχιεπιστολέας του Έλληνα Αρχηγού Στόλου, αντιπλοίαρχος Ι. Τούμπας καθώς και ο πρώην αρχιεπιστολέας αντιπλοίαρχος Σ. Μπενάς. Οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη κατέληξαν στο ότι το κίνημα είχε σαφέστατο πολιτικό χαρακτήρα και ότι ο παραμικρός σπινθήρας θα αρκούσε για να προκαλέσει σύρραξη μεταξύ των βρετανικών και ελληνικών πλοίων. Αποφασίστηκε να ερωτηθούν τα ελληνικά πληρώματα με προκήρυξη του Άγγλου ναυάρχου της Ανατολικής Μεσογείου αν επιθυμούσαν να τεθούν υπό τις άμεσες διαταγές του μέχρι την οριστική διευθέτηση του πολιτικού προβλήματος.Τα πληρώματα των πλοίων όμως, δεν έδωσαν απάντηση παρά μόνο το απόγευμα της 10ης Απριλίου, διακηρύττοντας ότι ήταν έτοιμα να συνεχίζουν τον αγώνα τους, αλλά αξίωναν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση της Π.Ε.Ε.Α., καθώς επίσης και την αμνηστεία όλων των αντιφασιστών κρατουμένων.


Η κρίση στο Ναυτικό δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης, ενώ τα ελληνικά πολεμικά συνέχιζαν να ευρίσκονται καθηλωμένα επιτηρούμενα μάλιστα από βρετανικά. Από τα ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια μόνο ο στολίσκος των ημολιών έδειχνε να μην έχει επηρεαστεί. Οι ημιολίες συνέχιζαν ακούραστα την δράση τους. Παράλληλα, τα ελληνικά ναυτικά κτήρια πολιορκούνταν από βρετανικά τμήματα με άμεσο κίνδυνο της ένοπλης σύγκρουσης.

Η κορβέτα Αποστόλης

Στις 11 Απριλίου κι ενώ η κατάσταση στα ελληνικά πλοία στο Πορτ Σάιδ και τη Μάλτα ήταν τεταμένη, ο πλωτάρχης Α. Βασιλειάδης, ο οποίος είχε παραμείνει στο Γ. Ἀβέρωφ με εντολή του κυβερνήτη του τηλεφώνησε στον Αρχηγό Στόλου και δήλώσε ότι δεν δύναται πια να παραμείνει επί του πλοίου. Την απόφασή του την γνωστοποίησε με σήμα της 11ης /4/’44, κοινοποιώντας το σε όλα τα πλοία και τις υπηρεσίες του Πορτ Σάιδ. Τον ακολούθησαν 30 αξιωματικοί, 40 υπαξιωματικοί και 120 ναύτες, οι οποίοι αποβιβάστηκαν από τα επαναστατημένα πλοία του Πορτ Σάιδ. Παράλληλα, το Πίνδος με πρόφαση μεταφοράς ασθενούς κατέπλευσε στη Μάλτα, επιδεινώνοντας την τεταμένη ατμόσφαιρα στα πληρώματα των εκεί πλοίων.

Ο Έλληνας Αρχηγός Στόλου θεώρησε ότι την όλη κίνηση υποκινούσε πιθανώς όχι μόνο το ΕΑΜ, αλλά και μία ξένη δύναμη. Αποφάσισε λοιπόν, να επισκεφθεί τον Αμερικανό πρεσβευτή στο Κάιρο Lincoln Mac Veagh ζητώντας του να πραγματοποιηθεί μια συμμαχική διακοίνωση Η.Π.Α. – Σοβετικής Ένωσης, με την οποία να τονίζεται ότι τα μέτρα των Βρετανών κατά των στασιαστών δεν ήταν μονομερή αλλά εξέφραζαν κοινή συμμαχική απόφαση. Ο Lincoln Mac Veagh απάντησε ότι αυτός θα ήταν πρόθυμος να προβεί σε μία τέτοια δήλωση, εξέφραζε όμως τις αμφιβολίες του αν ο Σοβιετικός ομόλογός του θα έκανε το ίδιο.

Ακολούθησε διάγγελμα του βασιλέα και ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Σ. Βενιζέλο, ο οποίος δήλωσε ότι η κυβέρνησή του έχει την αποστολή να οδηγήσει σε μία πανελλήνια κυβέρνηση. Τα ανωτέρω και με τη βοήθεια αξιωματικών του Ναυτικού που προσπαθούσαν να αποσπάσουν τους νομιμόφρονες από τους στασιαστες οδήγησαν σε μία ύφεση -θα μπορούσε τουλάχιστον να θεωρηθεί- της κρίσης και σε διαρροή προσωπικού από τα πλοία και τα κτήρια που κατείχαν οι στασιαστές.

Η απογευματινή όμως εκπομπή του επίσημου ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας την 14η Απριλίου του ’44, η οποία υιοθετούσε την δράση των επαναστατών ήταν καταλυτική για τις εξελίξεις. Οι Βρετανοί πλέον εξέφραζαν την βαθιά δυσφορία τους για την συνέχιση της στάσης και την πολεμική αδράνεια των ελληνικών πολεμικών πλοίων. Η αδυναμία απόπλου της κορβέτας Ἀποστόλης για κοινή ανθυποβρυχιακή δίωξη μαζί με βρετανικό πολεμικό, όξυνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Οι Βρετανοι υποστήριζαν ότι τα ελληνικά πλοία έπρεπε να ανακαταληφθούν με την βία. Στις 16/4, τα στασιάσαντα πλοία ύψωσαν σήμα, αιτώντας επειγόντως τρόφιμα και νερό που είχαν αρχίσει να εξαντλούνται λόγω των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβάλει στην τροφοδοσία οι βρετανικές ναυτικές αρχές.

Ο Σοφοκλής Βενιζέλος

Ενώ συνέβαιναν αυτά, το απόγευμα της 16ης Απριλίου, διενεργήθηκε δραματική αγγλοελληνική σύσκεψη, στην οποία από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο Αρχηγός Στόλου, υποναύαρχος Αλεξανδρής και ο πρωθυπουργός Σ. Βενιζέλος. Ο Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου, ναύαρχος Sir John Cunningham, ήταν σαφής: ή η ηγεσία του ελληνικού Ναυτικού θα συμμάζευε τα του οίκου της ή εάν εξαναγκάζονταν οι σύμμαχοι να επέμβουν, τότε το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό όχι μόνο θα έχανε ό,τι είχε κερδίσει, αλλά θα έπαυε να υπάρχει στον παρόντα πόλεμο, αλλά και για πολλά χρόνια ακόμη. Κατόπιν αυτών των εξελίξεων, ο υποναύαρχος Αλεξανδρής ανέλαβε να οργανώσει την επιχείρηση καταστολής του κινήματος αφού δινόταν μία τελευταία προειδοποίηση στους στασιαστές.

Ενώ ο υποναύαρχος Αλεξανδρής μελετούσε το σχέδιο με το οποίο θα ανακαταλαμβάνονταν τα πλοία του Στόλου μαζί με τον πλοίαρχο Αντωνόπουλο και τον αρχιεπιστολέα του Ι. Τούμπα, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Κατ’ αρχήν, με διαταγή του πρωθυπουργού καταργήθηκε η Ανωτέρα Διοίκησις Αντιτορπιλικών (Α.Δ.Α.), η Ανωτέρα Διοίκησις Αντιναρκικής Υπηρεσίας (Α.Δ.Α.Ν.Υ) και οι διοικητές πλοίαρχοι Ν. Πετρόπουλος και Δ. Γαζής τέθηκαν στη διάθεση του Υπουργείου. Αυτό ήταν η πρώτη κίνηση για να αντιμετωπιστούν οι όποιοι αξιωματικοί είχαν δείξει συμπάθεια στο κίνημα. Ο πρωθυπουργός Σ. Βενιζέλος δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά το απόγευμα της 17ης Απριλίου επισκέφθηκε τον εφ. αντιναύαρχο Π. Βούλγαρη ζητώντας του να αναλάβει την αρχηγία του Στόλου. Ο Βούλγαρης δέχθηκε την αρχηγία και αποφάσισε να μεταβεί στην Αλεξάνδρεια για να μελετήσει την κατάσταση. Μαζί του είχε τους πλοιάρχους Γ. Λαμπρινόπουλο, Ν. Τσαγγάρη και Α. Ζήζηλα.

Ο Αντιναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης
Ο Sir John Cunningham

Όταν την επομένη ο Βούλγαρης κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια, συμμετείχε σε νέα σύσκεψη με τις βρετανικές ναυτικές αρχές, στην οποία ο αρχηγός του Στόλου της Ανατολικής Μεσογείου, αντιναύαρχος Rawlings ήταν ξεκάθαρος, όπως μαρτυρά η έκθεση του Βούλγαρη:

“Ὁ F.O.L.E.M. (σ.σ. αντιναύαρχος Rawlings) βαθύτατα συγκεκινημένος, μου ἐδήλωσεν ὅτι τὸ Βρετανικόν Ναυτικόν μέχρι πρὸ ὀλίγου ἀκόμη ἦτο ὑπερήφανον διὰ τὸ μικρό μὲν, ἀλλὰ ἔνδοξον Ἑλληνικόν Ναυτικόν, τὸ ὁποῖον με τὴ συνεχή δράσιν του, με τὴν πλὴρη του ἐπάρκειαν, με τὶς ἀπώλειες καὶ τοὺς ἠρωϊκούς νεκρούς, ἠγωνίζετο διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος του.

Καὶ τώρα με πόνον στὴν καρδιά παρακολουθεῖ τὸ φρικτό αὐτό θέαμα τῆς καταρρακώσεως τοῦ γοήτρου του. Τὰ πλοῖα ὑπὸ τὰς διαταγάς ἐπιτροπάτων κατέθεσαν τὰ ὄπλα καὶ ἀρνούμενα να συνεχίσουν τὸν πόλεμον μετεβλήθησαν εἰς πλοῖα πειρατικά, διὰ τὴν φύλαξιν τῶν ὁποίων διατίθενται Ἀγγλικαί πολεμικαί μονάδες, αἱ ὁποῖαι ἄλλον εὐγενέστρερον πολεμικόν σκοπόν εἶχον να ἐκπληρώσουν.

“(…) Ὑπὸ τοὺς ὅρους αὐτούς, ἐσυνέχισεν ὁ Ἄγγλος Ναύαρχος, ἡ κατάστασις δεν εἶναι πλέον ἀνεκτή καὶ τὸ Βρετανικόν Ναυτικόν ἔφθασε πλέον εἰς τὸ ὄριον τῆς ὑπομονῆς του καὶ τῆς ἀνοχῆς. Ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν ἀναμένει τὴν διαταγήν τῆς Κυβερνήσεως του ὅπως ἐπιβάλῃ τὸ Κράτος τοῦ Νόμου καὶ καταστείλει τὴν στάσιν πάσῃ θυσίᾳ, δι’ ὅλων τῶν μέσων ἅτινα διαθέτει.

Ἀλλ’ αἱ συνέπειαι θα ἦσαν τρομεραί διὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν ἀρμονικήν συμβίωσιν εἰς τήν διεθνή κοινωνίαν Βρετανικοῦ καὶ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Μὴν ἀπατάσθε ὄμως, δεν πρόκειται να διστάσωμεν οὐδ’ ἐπὶ στιγμήν πρὸ αἰσθηματικῶν παραγόντων. Θα πράξωμεν τὸ καθῆκον ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰς συνεπείας, ὅπως ἠδιαφορήσαμεν εἰς τὸ Οράν (σ.σ. λιμάνι της Αλγερίας) πρὸ τοῦ Γαλλικοῦ Στόλου καὶ ὀλόκληρου τοῦ Γαλλικοῦ Ἔθνους”.

Μετά από ένα διάστημα βολιδοσκοπήσεων, συσκέψεων και εξετάσης της κατάστασης, ο ναύαρχος Βούλγαρης ανέλαβε την αρχηγία του Στόλου, στις 21 Απριλίου του 1944. Στις 23 του μήνα, το αντιτορπιλικό Ἱέραξ και η κορβέτα Σαχτούρης ανακαταλήφθηκαν βίαια από την ομάδα του πλοιάρχου Β. Κύρη .Επίσης στις 23/4 κατελήφθη και η κορβέτα Ἀποστόλης από την ομάδα του αντιπλοιάρχου Τούμπα.

Επί του Ἱέραξ τοποθετήθηκε κυβερνήτης πλωτάρχης Λίβας, ενώ επί του Σαχτούρη ο πλωτάρχης Φοίφας. Σε σήμα του προς τον βασιλέα, τον πρωθυπουργό και τους Βρετανούς αρχηγούς Στόλου της Μεσογείου και Ανατολικής Μεσογείου, ο Αρχηγός Στόλου, αντιναύαρχος Π. Βούλγαρης αναφέρει:

“Σήμερον, Κυριακήν 23 Ἀπριλίου, ὥραν 03:00’, ἐγένετο κατόπιν διαταγῆς μου ἐπιχείρησις κατὰ στασιασάντων πλοίων ΙΕΡΑΞ, ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ καὶ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ./ Πλοῖα κατελήφθησαν./ Ἐτοποθετήθησαν Κυβερνῆται καὶ πλήρωμα Νομιμοφρόνων./ Πυρός ἤρξαντο στασιασταί./ Συνολικαί ἀπώλειαι 40 τραυματιῶν καὶ 6 νεκροί ἐκ τῶν δύο παρατάξεων./ Ὥραν 10:00’ θα ὑψώσω τὸ σῆμα μου ἐπὶ ΣΑΧΤΟΥΡΗ./ Λεπτομέρειαι ἐπακολουθήσουν”.

Οι βρετανικές ναυτικές αρχές εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τις εξελίξεις. Παράλληλα η βίαιη ανακατάληψη των παραπάνω πλοίων οδήγησε σε παράδοση των στασιαστών του Ἥφαιστος και Ιωνία, ενώ προετοιμαζόταν σχέδιο ανακατάληψής τους.

Στο Πορτ Σάιδ από την άλλη τα ελληνικά πλοία παρέμεναν ανεξέλεγκτα, ενώ το κέντρο της στάσης ήταν το θωρηκτό Γ. Ἀβέρωφ . Η ισχυρή δύναμη κρούσης που είχε συγκεντρωθεί μαζί με τα μέτρα αποκλεισμού που είχαν ληφθεί από τους Βρετανούς, συνετέλεσαν στην πτώση του ηθικού των στασιαστών. Το αποτέλεσμα είναι να παραδοθούν οι στασιαστές του Γ. Ἀβέρωφ και να λήξει η στάση και στο Πορτ Σάιδ.

Αυτές οι μαύρες σελίδες της στάσης δεν κατάφεραν να αμαυρώσουν την συνολική όμορφη εικόνα της δράσης του Πολεμικού Ναυτικού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενός Ναυτικού που αν και αποδυναμωμένο σε πλοία στήριξε την πολεμική προσπάθεια στην Ελλάδα με την μεταφορά στρατιωτών, εφοδίων και πολεμοφοδίων στην πρώτη γραμμή του μετώπου χωρίς ούτε μία απώλεια. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της προσφοράς αρκεί να αναφερθεί ότι τα αξιόμαχα ελληνικά πλοία ήταν δώδεκα, ενώ τα ιταλικά υποβρύχια μόνο ήταν περίπου διακόσια.

Αργότερα, τον Απρίλιο του 1941, όταν η Ελλάδα κατέρρεε, οι Αξιωματικοί και τα πληρώματα του Στόλου μεταφέρθηκαν στην Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν την μάχη εναντίον του Εχθρού. Πολύ γρήγορα το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό κατέστη ο πολυτιμότερος σύμμαχος των Βρετανών επιχειρώντας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Συνέβαλε στο να υπενθυμίζει στους συμμάχους την επική νίκη του Στρατού μας στα βουνά της Βόρειας Ηπείρου και στο να θεωρείται η Ελλάδα νικήτρια δύναμη όχι μόνο ηθικά ή συμβολικά αλλά πραγματικά – επιχειρησιακά.

Συμπεράσματα

Τί έφταιξε και οδηγηθήκαμε στην έκρηξη της στάσης; θα μπορούσαν να ειπωθούν εν συντομία τα ακόλουθα:

Πρώτον, πολιτικοί λόγοι. Μια κυβέρνηση που δεν είχε “νωπή εκλογική εντολή”, η παραλληλη ανάμνηση ενός Μεσοπολέμου τραυματικου με πολλά πραξικοπήματα και ένας Εθνικός Διχασμός, ο οποίος είχε σιγήσει μονο επιφανειακά επί Μεταξά, άφηναν πολλούς “ανοικτούς λογαριασμούς”.

Δεύτερον, λάθη επιλογής προσώπων. Οι Αρχηγοί που είχαν οδηγήσει τον Στόλο ενωμένο στην Μέση Ανατολή αντικαταστάθηκαν. Ο υποναύαρχος Αλεξανδρής που ανέλαβε Αρχηγός Στόλου απεδείχθη ότι ήταν κατώτερος των περιστάσεων.

Τρίτον, χαλαρή διοίκηση και τακτική κατευνασμού (appeasement). Δεν είναι δυνατόν να σημειώνονται σοβαρά κρούσματα απειθαρχίας και ο ΑΣ απλά να αλλάζει Κυβερνήτες και Επιτελείς για να κατευνάσει τους στασιαστες. Επίσης η θέση του ΑΣ περί ανάγκης συμμετοχής της Κυβέρνησης του Βουνού σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας τελικά ωξυνε τα πνεύματα πάρα τα ηρέμησε.

Τέταρτον, λάθος αντίληψη και έλλειμμα επικοινωνιακής τακτικής. Επιμελώς το ΕΑΜ συνέδεε στα μυαλά των Ελλήνων της Μ. Ανατολής τον Κλέφτη της Επανάστασης του 1821 με τον Αντάρτη. Η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού – αποδεικνύεται από τα έγγραφα και τα πορίσματα – δεν είχε ιδέα για το ποσό πολύ είχε επηρεάσει τα πληρώματα η προπαγάνδα των επιτροπατων. Είναι μάλιστα τελείως αδικαιολόγητη αυτή η άγνοια καθ’ όσον είχαν προηγηθεί τα γεγονότα στα στρατιωτικά τμηματα στην Μέση Ανατολή.

Πέμπτον αλλά εξίσου σημαντικό. Οι αθρόες ναυτολογιες που έγιναν για να επανδρωθουν τα νέα πλοία που μας έδιναν επί δανεισμω οι Βρετανοί, γίνονταν χωρίς τον απαραίτητο ιδεολογικό έλεγχο. Επιπρόσθετα πολλοί ναύτες του Εμπορικού Ναυτικού αισθάνονταν αδικημένοι λόγω της μισθολογικής μείωσης που υφίσταντο με την κατάταξή τους στο Πολεμικό Ναυτικό. (Σημείωση: το Εμπορικό Ναυτικό της Ελλάδος μαζι με το Πολεμικό πραγματοποιεί μία εποποιία στον πόλεμο. Κυβερνήτες Εμπορικών Πλοίων, οπως των Πολεμικών, λαμβάνουν κολακευτικά σχόλια από τους Βρετανούς).

Ναύτες του αντιτορπιλικού “Πίνδος”, προσκείμενοι στο ΕΑΜ, γιορτάζουν την Πρωτομαγιά του 1944.