Απρίλιος 1941: η συντριπτική γερμανική εισβολή και η μάχη του Πολεμικού Ναυτικού για επιβίωση

Οι απώλειες σε πλοία του Πολεμικού Ναυτικού

Η Γερμανική εισβολή συνοδευόταν από δεινές αεροπορικές επιδρομές, οι οποίες βύθισαν πολλά πολεμικά πλοία του Ελληνικού Στόλου αλλά και επίτακτα. Οι απώλειες του Ελληνικού Στόλου σε πλοία ήταν οι ακόλουθες:

Τορπιλοβόλο Προῦσσα

Στις 4 Απριλίου του 1941 στις 14:00, δύο ημέρες πριν από την αρχή της γερμανικής εισβολής, το Προῦσσα με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Ν. Κοτσιλήρη, κατέπλευσε στην Κέρκυρα και κράτησε προ του λιμένα προκειμένου να αποβιβαστεί ο αντιναύαρχος Δ. Οικονόμου, ο οποίος θα συνέχιζε τις επιθεωρήσεις του στις ναυτικές διοικήσεις της περιοχής.

Μετά την αποβίβαση του αντιναυάρχου το πλοίο επρόκειτο να πλεύσει στον όρμο Ύψος για να αποφύγει τυχόν αεροπορική επίθεση εναντίον του λιμανιού. Δεν πρόλαβε όμως να απομακρυνθεί και εφόρμησαν εναντίον του 5 γερμανικά αεροσκάφη. Παρόλο που καμία βόμβα δεν βρήκε το πλοίο, πέφτοντας πολύ κοντά του δημιούργησαν πολλές και ανεπανόρθωτες ζημιές. Παρέβαλε στο κρηπίδωμα της εισόδου του λιμανιού και αφού αφαιρέθηκε το χρήσιμο υλικό, αποφασίστηκε η εγκατάλειψή του. Έγινε προσπάθεια να μεθορμιστεί στον όρμο Γοβίνο χωρίς αποτέλεσμα και τελικά, βυθίστηκε εκεί που ήταν παραβεβλημένο.

To τορπιλοβόλο Προύσσα ημιβυθισμένο

Αντιτορπιλικό Ψαρά

Το αντιτορπιλικό Ψαρά με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Π. Κώνστα, την ημέρα του Πάσχα, στις 20 Απριλίου του 1941, ενώ ευρισκόταν στον όρμο Μεγάρων στις 18:15 προσεβλήθη από 15 γερμανικά αεροσκάφη. Το πλοίο άμεσα άρχισε να βάλει εναντίον τους με τα αντιαεροπορικά του αλλά δύο βόμβες το χτύπησαν με αποτέλεσμα την αποκοπή της πλώρης μέχρι το ύψος της γέφυρας και μετά από λίγο βυθίστηκε παρά την προσπάθεια ρυμουλκήσεώς του στα αβαθή.

Το διασωθέν πλήρωμα και οι αξιωματικοί του πλοίου, συντεταγμένοι υπό τον κυβερνήτη τους επιβιβάστηκαν σε άλλα πλοία του Στόλου και το φορτηγό Μάριτ Μερσκ και κατήλθαν στην Μ. Ανατολή για να συνεχίσουν τον αγώνα κατά του Άξονα.

Το αντιτορπιλικό Ψαρά (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)

Αντιτορπιλικό Ύδρα

Το αντιτορπιλικό Ύδρα με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Θ. Πεζόπουλο, επί του οποίου επέβαινε από τις 21/4 και ο ΑΔΑ πλοίαρχος Γ. Μεζεβίρης, στις 22/4 19:00 έπρεπε να ευρίσκεται στις Φλέβες για να συνοδεύσει στη Σούδα το υποβρύχιο Παπανικολής και το φορτηγό Μάριτ Μερσκ, στο οποίο είχαν φορτωθεί τα πυρομαχικά του Στόλου. Ενώ βρισκόταν κοντά στην Αίγινα υπέστη επίθεση από πολλά βομβαρδιστικά και περί τις 18:00 βυθίστηκε κοντά στη νησίδα Λαγούσα. Ο Α.Δ.Α. τραυματίστηκε, ο κυβερνήτης και πολλοί αξιωματικοί βρήκαν τον θάνατο και την κυβέρνηση του πλοίου ανέλαβε μέχρι τη βύθιση ο υποπλοίαρχος Κ. Νεόφυτος.

Ο Μεζεβίρης (“Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού”, Αθήναι 1971)περιγράφει το γεγονός:

“Από το πρωί είχαμε αλλάξει θέση πολλές φορές, αλλά πουθενά δεν καταφέρναμε να μείνουμε αθέατοι. Ρώτησα τότε τον Κυβερνήτη της ΥΔΡΑΣ, Αντιπλοίαρχο Θ. Πεζόπουλο, αν είχε καμιά έμπνευση, μέχρι να έρθει η ώρα να πλεύσουμε προς το στίγμα συναντήσεως που είχε ορισθεί. Αυτός, με το φλέγμα που τον διέκρινε, μου απάντησε “κύριε Διοικητά, ότι είναι πεπρωμένο να συμβεί θα συμβεί, προτείνω να πλεύσουμε με μικρή ταχύτητα προς τις Φλέβες”. Δέχτηκα τη γνώμη του, καθώς δεν εύρισκα άλλη λύση.

Γύρω στις 17.30, ενώ πλέαμε βόρεια της Αίγινας δίπλα στη νησίδα Λαγόσα, εμφανίστηκε εχθρικό αναγνωριστικό αεροπλάνο. Προκειμένου να το παραπλανήσουμε διέταξα να λάβουμε πορεία προς τα Μέθανα. Όταν εξαφανίστηκε, ξαναπήραμε την αρχική μας πορεία. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά, εμφανίστηκε προς τον βορρά μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, εβδομήντα περίπου, που κατευθύνονταν νότια σε πορεία διασταύρωσης με το πλοίο μας σε απόσταση λίγων μιλίων. Όταν έφθασαν στο ύψος της ΥΔΡΑΣ, περίπου 35 από αυτά αποχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκαν προς αυτήν.

Ο ηρωικός κυβερνήτης της Ύδρας Θεόδωρος Πεζόπουλος (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)

Βρισκόμενος στην πάνω γέφυρα διέταξα ανάπτυξη της μέγιστης ταχύτητας και πλεύση με ελιγμούς και στη συνέχεια έναρξη πυρός κατά του πρώτου σμήνους που βρέθηκε σε απόσταση βολής. Τα αεροπλάνα επιτίθονταν με κάθετη εφόρμηση, έβαλαν με βόμβες από μικρό ύψος και συγχρόνως πολυβολούσαν στοχεύοντας ιδίως την γέφυρα. Τη στιγμή εκείνη ανέβηκε από την κάτω γέφυρα ο Κυβερνήτης του πλοίου, κατά την συνήθειά του ασκεπής, και κατέλαβε τη θέση του δίπλα στο πρωραίο παραπέτασμα της γέφυρας. Σχεδόν αμέσως τον είδα να γλιστράει και να κάθεται στο δάπεδο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, ένα ελαφρύ μειδίαμα διακρίνονταν στα χείλη του και σε όλο το πρόσωπό του ήταν διάχυτη η γαλήνη του ανθρώπου που μέχρι τη τελευταία στιγμή εκπλήρωσε το καθήκον του. Δεν μου απέμενε αμφιβολία ότι ο Αντιπλοίαρχος Θ. Πεζόπουλος, ο γενναίος αυτός στρατιώτης και πολύτιμος σύντροφος είχε, πρώτος, πληρώσει τον φόρο αίματος πάνω στο πλοίο του. Μια σφαίρα πολυβόλου τον είχε πλήξει καίρια στο κεφάλι.

Οι βόμβες έπεφταν βροχή γύρω από το πλοίο και πίδακες νερού το σκέπαζαν, μέχρι την πάνω γέφυρα. Οι ομοχειρίες των δυο α/α πολυβόλων σχεδόν αμέσως βγήκαν εκτός μάχης, ενώ το τρίτο έπαθε εμπλοκή. Μέσα σε λίγα λεπτά από την αρχή της επίθεσης, μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν. Οι μηχανές του πλοίου ανέπτυξαν αρχικά ταχύτητα 30 μιλίων, μετά από λίγο όμως η μια μηχανή κράτησε και στη συνέχεια και η άλλη. Το πλοίο, άοπλο και ακινητοποιημένο, παρέμεινε στη διάθεση του εχθρού. Καταδιωκτικά αεροπλάνα δεν εμφανίζονταν από πουθενά, αν και ο ασύρματος της Αθήνας μας είχε πληροφορήσει λίγο πριν την επίθεση ότι δυο καταδιωκτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αθήνα!

Καμιά βόμβα δεν έπεσε πάνω στο σκάφος, πολλές όμως έπεσαν πολύ κοντά και προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα ύφαλα. Το πλοίο έβαζε νερά από παντού και το βύθισμα μεγάλωνε ταχύτατα, ιδίως στη πρύμνη. Πολλά ελάσματα του καταστρώματος είχαν πάρει κυματοειδή μορφή. Το κατάστρωμα, τα δάπεδα των πυροβόλων και των γεφυρών είχαν στρωθεί με νεκρούς και βαριά τραυματισμένους που είχαν πληγεί από τους πολυβολισμούς και ιδιαίτερα από τα θραύσματα των βομβών που έπεφταν κοντά στο πλοίο. Ο ύπαρχος, Πλωτάρχης Βλαχάβας, είχε φρικτά ακρωτηριαστεί και ανάλογη ήταν η τύχη του Υποπλοίαρχου Αρλιώτη και του Ιατρού Μανιαρέζη. Ο ίδιος είχα τραυματιστεί από θραύσματα. Τα αεροσκάφη, όταν πείστηκαν ότι το πλοίο βυθιζόταν, σταμάτησαν τις επιθέσεις και για κάποιο διάστημα πετούσαν πάνω από το πλοίο.

Όταν διαπίστωσα ότι καμιά ελπίδα διάσωσης του πλοίου υπήρχε, διέταξα τον αρχιεπιστολέα μου Υποπλοίαρχο Νεόφυτο, τον αρχαιότερο από τους επιζώντες, να γίνει εγκατάλειψη του πλοίου. Οι λέμβοι είχαν καταστραφεί, εκτός από μια μικρή που χρησιμοποιήθηκε για να επιβιβασθούν οι ακρωτηριασμένοι. Οι υπόλοιποι κολυμπήσαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα, μέχρι τη νησίδα Λαγόσα. Οι αξιωματικοί του πλοίου επιστάτησαν ώστε οι βαριά τραυματισμένοι να φορέσουν τα σωσίβια και να πέσουν στη θάλασσα. Η διάβαση του καταστρώματος ήταν δύσκολη καθώς σε κάθε βήμα διασκελίζαμε ακρωτηριασμένα πτώματα. Μερικοί άνδρες παράμεναν στη πρύμνη, παρόλο ότι το κατάστρωμα βρισκόταν ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί ίσως δεν είχαν αντιληφθεί τη διαταγή που είχε δοθεί και δίσταζαν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Τους διέταξα να πέσουν στη θάλασσα και στη συνέχεια κατέβηκα από τη δεξιά κλίμακα που το πιο πάνω σκαλί της είχε φθάσει στη επιφάνεια της θάλασσας. Πριν από μόλις τριάντα ώρες είχα ανέβει την ίδια κλίμακα για ν’ αναλάβω τη διοίκηση στην νέα αρχηγίδα μου.

Λίγα λεπτά αφού και ο τελευταίος από τους επιζώντες είχε εγκαταλείψει το πλοίο, η πρύμνη του βυθίστηκε, πήρε κατακόρυφο κλίση και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό, παρασύροντας στον υγρό τάφο του και τους ηρωικούς νεκρούς. Από την αρχή της επίθεσης μέχρι τη βύθιση είχαν περάσει μόνο 14 λεπτά της ώρας. Τη στιγμή που τα νερά κάλυπταν το σκάφος μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα που επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα”.

Το αντιτορπιλικό Ύδρα (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)

Τορπιλοβόλο Κίος

Το τορπιλοβόλο Κίος με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Δ. Βαλτινό, στις 19 Απριλίου, τέθηκε υπό τις διαταγές του Διοικητού Στολίσκου Τορπιλοβόλων. Κατέπλευσε στη Βουλιαγμένη, όπου ευρισκόταν το αγκυροβόλιο των τορπιλοβόλων και εκτελούσε περιπολίες στην περιοχή του Σαρωνικού.

Στις 22 Απριλίου έπλευσε στην Αίγινα όπου είχε βυθιστεί το αντιτορπιλικό Ὕδρα. Εκεί περισυνέλεξε ναυαγούς και τραυματίες και τους αποβίβασε στον όρμο Βουλιαγμένης. Στις 23/4 δέχθηκε μαζί με τα άλλα τορπιλοβόλα και βοηθητικά που ευρίσκονταν στην Βουλιαγμένη και το Καβούρι επίθεση 28 γερμανικών αεροσκαφών, τα οποία άφησαν τις βόμβες τους από χαμηλό ύψος, ενώ παράλληλα πολυβολούσαν.

Παρ’ όλο που οι βόμβες δεν έπληξαν το πλοίο, οι 15 βόμβες που έπεσαν σε μικρή απόσταση του προκάλεσαν πολύ σοβαρές ζημιές. Κρίθηκε άχρηστο και το Υπουργείο Ναυτικών διέταξε την βύθισή του.

Θωρηκτό Κιλκίς

Το θωρηκτό Κιλκίς είχε παροπλιστεί πριν από την κήρυξη του πολέμου και ευρισκόταν αγκυροβολημένο στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Κατά τον βομβαρδισμό του από γερμανικά αεροσκάφη στις 24 Απριλίου, τρεις βόμβες χτύπησαν το πλοίο με αποτέλεσμα τον θάνατο του διόπου τορπ. Κ. Σαχτούρη, χειριστή του αντιαεροπορικού που ήταν τοποθετημένο στην γέφυρα του πλοίου.

Το θωρηκτό Κιλκίς ημιβυθισμένο

Αντιτορπιλικό Β. Γεώργιος

Το αντιτορπιλικό Β. Γεώργιος με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Π. Λάππα επί του οποίου επέβαινε και ο ΑΔΑ πλοίαρχος Γ. Μεζεβίρης, την νύχτα της 13ης /14ης Απριλίου ήταν αγκυροβολημένο μαζί με το αντιτορπιλικό Β. Ὄλγα στον όρμο Σοφικού. Την νύχτα της 13ης /14ης πέρασαν πάνω από το πλοίο εχθρικά αεροσκάφη και για λόγους προφύλαξης άλλαξε αγκυροβόλιο. Μετά από λίγο, ακούστηκε και πάλι θόρυβος κινητήρα αεροσκάφους και ο ΑΔΑ διέταξε το πλοίο να απάρει και να πλέει με ελιγμούς πλησίον της ακτής.

Μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυκτα κι ενώ το Β. Ὄλγα άρχισε να βάλει κατά αεροσκάφους, έπεσε βόμβα σε απόσταση ενός μέτρου από την αριστερή πλευρά του Β. Γεώργιος. Το πλοίο τινάχτηκε, οι μηχανές κράτησαν, έσβησε ο ηλεκτροφωτισμός, έπεσαν οι αυτόματοι διακόπτες και έσβησαν οι λέβητες. Το πλοίο έλαβε κλίση προς την αριστερή πλευρά.

Με πολλές προσπάθειες, οι μηχανές κινήθηκαν και το πλοίο κατέστη δυνατό να πλεύσει στον Ναύσταθμο. Κατά την παραμονή του στον ναύσταθμο το αντιτορπιλικό ρυμουλκήθηκε στην Πλωτή Δεξαμενή, αλλά επειδή δεν ήταν δυνατή η επισκευή του λόγω των συνεχόμενων αεροπορικών επιδρομών, βυθίστηκε μαζί με την δεξαμενή για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Οι Γερμανοί όμως, όταν κατέλαβαν τον Ναύσταθμο το ανείλκυσαν και το έθεσαν σε λειτουργία ονομάζοντάς το Hermes.

Το αντιτορπιλικό Β. Γεώργιος (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)

Βοηθητικό Πλειάς

Το βοηθητικό του Στόλου Πλειάς, με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Β. Κρυσταλλίδη, εκτελούσε περιπολίες στον Πατραϊκό Κόλπο. Στις 21 Απριλίου ο Κρυσταλλίδης σκοτώθηκε από σφοδρή αεροπορική επιδρομή, ενώ ευρισκόταν στην γέφυρα του βυθιζόμενου πλοίου του. Επίσης σκοτώθηκε και ο δίοπος θερ. Σ. Δεληγιάννης.

Βοηθητικό Αὔρα

Το βοηθητικό υδροφόρο του Στόλου Αὔρα, με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Αρμ. Π. Βατικιώτη, διατάχθηκε στις 22 Απριλίου να πλεύσει στη Σούδα, αλλά λόγω αεροπορικών επιθέσεων προσάραξε στην Βουλιαγμένη, όπου και εγκαταλείφθηκε μισοβυθισμένο.

Μαζί με αυτές τις απώλειες, πρέπει να προσμετρηθεί και το αντιτορπιλικό Λέων παρ’ όλο που αχρηστεύτηκε από ατύχημα και όχι αεροπορική επιδρομή. Το αντιτορπιλικό με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Πέτρο Πρωτόπαππα απέπλευσε την νύχτα της 17ης Απριλίου από τη Σούδα προκειμένου να συνοδεύσει το επιβατηγό Ἀρντένα στον Πειραιά. Στις 01.20 της 18/4 και ενώ ο κυβερνήτης είχε αποσυρθεί στον θαλαμίσκο της γέφυρας, τα δύο πλοία συγκρούστηκαν. Από την σύγκρουση αποκόπηκε τελείως η πρύμνη του Λέων και εξερράγησαν μία ή δύο βόμβες βυθού. Σκοτώθηκαν οι ανθυποπλοίαρχοι Λ. Σπυρίδωνας και Σπ. Δασκολίλας, ο δίοπος μηχ. Κ. Σαραβάκος και ο ναύτης μηχ. Μ. Βασιλειάδης.

Ακόμη βυθίστηκαν από αεροπορικές επιδρομές τα πλωτά νοσοκομεία Σωκράτης και Ἑλληνίς Το πλωτό νοσοκομείο Ἑλληνίς μάλιστα με κυβερνήτη τον έφ.αντιπλοίαρχο Χ. Ρεβίδη, στις 13 Απριλίου, ενώ έπλεε προς την Λευκάδα με εμφανή τα διεθνή σήματα του Ερυθρού Σταυρού πολυβολήθηκε από εχθρικό αεροσκάφος. Στις 21/4, ενώ ευρισκόταν στο λιμάνι των Πατρών, κτυπήθηκε από έξι βόμβες και τυλίχθηκε στις φλόγες. Ο κυβερνήτης επιδεικνύοντας ψυχραιμία και επιδεξιότητα κατάφερε να παραβάλει το βυθιζόμενο πλοίο του και να βγάλει στην στεριά σώους τραυματίες και πλήρωμα.

Τέλος βυθίστηκαν τα επίτακτα: Βίκιγκ, Φωκίων, Ἰθάκη, Θεοδώρα Β΄, Ἀλμπέρτα και η φορτηγίδα Ἀξιός. Οι σφοδροί γερμανικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί προκάλεσαν πολλές απώλειες στο ήδη μικρό ελληνικό Στόλο. Παρόλα αυτά, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό δεν θα ξεψυχήσει, δεν θα παραδοθεί. Με την κατάρρευση της χώρας θα αποπλεύσει ως σύστημα με τις διοικήσεις του και τη δομή του με κατεύθυνση την Αλεξάνδρεια. Από εκεί, θα πολεμήσει στο πλευρό των Συμμάχων εναντίον του Άξονα. Αυτό το ανεπανάληπτο πολεμικό κατόρθωμα συνδέει το σύγχρονο Πολεμικό Ναυτικό με την παράδοση της Αρχαίας Αθήνας, όταν και τότε, αν και χωρίς πατρίδα, ο αθηναϊκός στόλος καταναυμαχούσε τον περσικό στην Σαλαμίνα. Το Πολεμικό Ναυτικό επρόκειτο να αναγεννηθεί από τις στάχτες του μακριά από την πατρίδα και μέσα στην δίνη του πολέμου.

Η έκρηξη του Clan Fraser στον Πειραιά στις 7 Απριλίου 1941

Κατά την διάρκεια της εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα, στο λιμάνι του Πειραιά ευρισκόταν το Clan Fraser (Κλαν Φρέιζερ), ατμόπλοιο στην υπηρεσία των Βρετανών, το οποίο εκείνη την ώρα είχε φορτωμένο 200 τόνους ΤΝΤ. Ο πιλότος Hans-Joachim “Hajo” Herrmann της Luftwaffe καθοδήγησε τα βομβαρδιστικά του πάνω από τα πλοία του Πειραιά. Στις 3.20 το πρωί της Δευτέρας 7 Απριλίου όλη η πόλη σείστηκε από την έκρηξη, η οποία έγινε αισθητή μέχρι την Κηφισιά και την Εκάλη, ενώ το λιμάνι του Πειραιά υπέστη τρομακτικές ζημιές. Καταστράφηκαν οι επτά από τις δώδεκα αποβάθρες του λιμανιού. Ο Αρχηγός Στόλου Ε. Καββαδίας (Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα, σελ. 249) περιγράφει το γεγονός:

“Μεταξύ τῶν βληθέντων ἐντὸς τοῦ λιμένος Πειραιώς πλοίων ἦτο καὶ τὸ μέγα Ἀγγλικόν φορτηγόν Κλαν Φρέϊζερ, 10.000 τόννων, προσδεδεμένον παρὰ τὸ 1ον λιμενικόν ὑπόστεγον, ἀριστερά τῶ εἰσπλέοντι καὶ πλησίον τοῦ ἐσωτερικού στομίου τοῦ λιμένος. Ἡ βόμβα ἦτο πιθανώτατα ἐμπρηστική καὶ τὰ σπεύσαντα πρὸς κατάσβεσιν τῆς πυρκαϊάς ἀγήματα ὡς καὶ ἡ Πυροσβεστική Ὑπηρεσία δεν ἀνεῦρον τὸ πλήρωμα τοῦ πλοίου, καὶ ὑπέθεσαν ὅτι ἐθεώρησε καλόν να μη ἐξέλθῃ τῶν εἰς τὴν ξηράν καταφυγίων, ὅπου θα εἶχε μεταβῆ κατὰ τὸν βομβαρδισμόν. Ἐπειδή ὑπήρχε ὁ φόβος να ἐπεκταθῆ ἡ πυρκαϊά εἰς πλοῖα καὶ κτίρια, ὁ Πλοίαρχος Μπακόπουλος καὶ ὁ Λιμενάρχης Πλοίαρχος Σπαρπέτης (ἕκαστος χωριστά) διέταξαν, ὁ μἐν τὸ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του Νορβηγικό ναυαγοσωστικό Βίκιγκ, ὁ δὲ τὰ ῥυμουλκά Ἄγιος Γεώργιος και Κεραυνός, να το ῥυμουλκήσουν ἐντὸς τοῦ λιμένος. Ἐν τῶ μεταξύ ὄμως, ἀνεφέρθη εἰς τὸν Μπακόπουλον ἐκ τοῦ παρατηρητηρίου ναρκῶν τοῦ ἔναντι τοῦ καιομένου πλοίου Ὠρονομικοῦ Σταθμοῦ, ὅτι ἔχει σημειωθεῖ πτώσις ναρκῶν μεταξύ τῆς πρώρας τοῦ φορτηγοῦ καὶ τοῦ δεξιού λιμενοβραχίονος. Ἐπειδή, κατόπιν τούτου, ὑπὴρχε πιθανότης κατὰ τὴν ρὑυμούλκησιν ἄνωθεν τῆς νάρκης να ἐκραγῆ αὔτη καὶ να φραχθῆ ἡ εἴσοδος τοῦ λιμένος ὑπὸ τοῦ βυθιζόμενου πλοίου, ὁ Μπακόπουλος λαβών καὶ τὴν ἔγκρισιν του Γ.Ε.Ν., ἀνέστειλε τὴν ἀπομάκρυνσιν”.


Για τους Βρετανούς σχετικά με την υπόθεση αυτή αναφέρει τα εξής:

“Τότε ὄμως, τότε μόλις, παρουσιάσθησαν αἱ ἔως τότε σιωπῶσαι καὶ ἄφαντοι Ἀγγλικαί Ἀρχαί καὶ ἀνέφερον, ὅτι ἐντὸς τοῦ καιόμενου πλοίου ὑπῆρχον ἄνω τῶν 400 τόννων τροτύλης, προοριζομένης διὰ τὸ Ἑλληνικόν Πυριτιδοποιεῖον. Δεν κατώρθωσα να μάθω, παρ’ ὅλας τὰς προσπάθειὰς μου, ποῖος ἐξ αὐτῶν ἔλαβε τὸ θάρρος να ὁμολογήσῃ τὴν ἐγκληματικὴν αὐτὴν ἀμέλειαν καὶ τί του εἶπον”.

Κατόπιν τούτου:

“Ἐγένετο ἄλλη ἀπόπειρα να ἀπομακρυνθῆ τὸ πλοῖον, ἀλλά οὔτε ἦτο δυνατή ἡ προσέγγισις εἰς αὐτό, ἐνταθείσης τῆς πυρκαϊάς καὶ λόγω δευτέρας βόμβας, ἥτις, ὡς φαίνεται, ἔπεσεν ἐπ’ αὐτοῦ κατὰ τινα νἐαν ἐπίθεσιν, οὔτε καὶ ἡ ἐκ τῆς ξηράς ἀποκοπή τῶν συρμάτων δι’ ὧν ἦτο προσεδεμένον, διότι πάντα τὰ πέριξ ὑπόστεγα ἐκαίοντο. Βύθισις τοῦ πλοίου δεν ἦτο δυνατή, διότι τὸ μέρος ἦτο ἀβαθές, φαίνεται δὲ, ὅτι ἐκτιναχθέντων μερικῶν ἐλασμάτων τῆς πρύμνης εἶχεν ἤδη ἐπακουμβήσει εἰς τὸν βυθόν. Ἐπεβάλλετο να ἀπομακρυνθῶσι τὸ ταχύτερον ὅλοι ἀπὸ τὸ πλοῖον καὶ τὸ μοιραῖον ἐπῆλθε τὴν 3:33′ πρωινήν, ὅτε πλέον ὁ βομβαρδισμός εἶχεν προ πολλοῦ λήξει”.

Και τέλος η έκρηξη.

“Ἡ λάμψις καὶ ἡ ἔκρηξις ὑπήρξαν τρομεραί. Το Κλαν Φρέϊζερ ἐν ἀκαρεῖ διελύθη καὶ τὰ πεπυρακτωμένα τεμάχιὰ του ἐξετινάχθησαν εἰς ἀπίστευτους ἀποστάσεις. Εὑρέθησαν ἐξ αὐτῶν εἰς τὸ Δημοτικόν Θέατρον, τὸ Ναυπηγεῖον Βασιλειάδη καὶ τὸ Πασσαλιμάνι. Τινὰ μάλιστα μετέδωσαν καὶ πυρκαϊάς εἰς πλησίον σημεῖα τῆς πόλεως, ὡς καὶ ἐπὶ πλοίων, ἐνώ πάσαι αἱ περὶ τὸν λιμένα οἰκίαι καὶ λιμενικαί ἐγκαταστάσεις κατεστρέφοντο (…)”.

Το λιμάνι του Πειραιά μετά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς