Δεκέμβριος 1941
Ο ζόφος της Κατοχής έχει σκεπάσει την Χώρα. Ήταν τριπλή. Οι Γερμανοί είχαν περιοριστεί σε κάποιους θύλακες, οι Ιταλοί – ναι, αυτοί που έτρεχαν πανικόβλητοι στα βουνά της Ηπείρου κυνηγημένοι από τα Ελληνικά Όπλα – ήλεγχαν ένα μεγάλο κομμάτι της Ελλάδος, ενώ μεγάλο μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης κατείχαν οι Βούλγαροι. Οι τελευταίοι δεν έχασαν καιρό καθώς προχώρησαν άμεσα στον μεθοδικό αφελληνισμό της περιοχής. Αυτή ονομάστηκε από τους Βουλγάρους «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και έγινε προσπάθεια να αλλάξουν τα πάντα. Ονομασίες, δρόμοι, εκκλησίες… Μαζί με τους Έλληνες μαρτύρησαν και οι Μουσουλμάνοι Πομάκοι. “Παραστρατημένους Βουλγάρους” τους έλεγαν.

Τις πρώτες ημέρες οι Γερμανοί προσπάθησαν να δείξουν το φιλελληνικό τους πρόσωπο, ενώ το σιδερένιο τέρας κατέτρωγε το σώμα της δύσμοιρης Ελλάδος. Η ελληνική οικονομία έπρεπε άμεσα να εξυπηρετήσει της επείγουσες γερμανικές ανάγκες του πολέμου. Η φιλοναζιστική εφημερίδα “Νέα Ευρώπη” έγραφε από την Θεσσαλονίκη:
“Όταν οµιλούµε για ενδιαφέροντα του Ελληνικού λαού, εννοούµε µε αυτόν τον χαρακτηρισµό αποκλειστικά και µόνο τα ενδιαφέροντα που συνδέονται µε την διατροφή του. Για τον Έλληνα δεν υπάρχει πια τίποτα άλλον εκτός από το στοµάχι του, που αποτελεί το κέντρον όλων του των σκέψεων και όλης του της ενεργητικότητος. Στο βάθος αυτό γινόταν σχεδόν πάντοτε. Ο ατοµικισµός ήταν πάντοτε η κινητήριος δύναµις για τα άτοµα και ο υπέρτατος νόµος για το σύνολο […] Ιδανικά δεν έχοµεν πια […] Ως λαός, ως συνεχόµενη λαϊκή ενότητα είναι σαν να µην υπάρχωµε πια καθόλου […] Σήµερα είναι διαφορετικά. Σήµερα έχοµε για κριτάς τους εκπροσώπους ενός εξαιρετικά πολιτισµένου λαού, του γερµανικού λαού, για τον οποίον το πνεύµα της λαϊκής ενότητος και της κοινωνικής αλληλεγγύης έχει γίνει βασική αρχή της ζωής. Το ότι στις εξετάσεις αυτές βαθµολογούµεθα µε ένα µεγάλο, στρογγυλό µηδενικό είναι δυστυχώς µια θλιβερή πραγµατικότητα”.

Ο Έλληνας σε όλη του την ιστορία νιώθει να “περνά εξετάσεις” από τους Δυτικούς. Είναι “αρκετά καλός”, είναι αρκετά “άξιος” να φέρει το όνομα των αρχαίων Ελλήνων; Αυτό το ψυχολογικό τραύμα το γνώριζαν πολύ καλά οι κατακτητές και τα εγχώρια όργανά τους. Μέχρι και οι απόψεις του Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ περί σλαβικής καταγωγής των Ελλήνων επανήλθαν. Οι Εβραίοι εξολοθρεύθηκαν στην Θεσσαλονίκη,ενώ στην Αθήνα επιβίωσαν χάρις στην τόλμη του Διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων Αγγέλου Έβερτ, πατέρα του Μιλτιάδη Έβερτ. Αυτός εξέδιδε για τους Εβραίους πλαστά πιστοποιητικά βάφτισης και έτσι γινόταν πιο δύσκολη η αναγνώρισή τους από τις δυνάμεις κατοχής.
Ο Μεγάλος Λιμός (1941 -2) έπληξε κατά πολύ την πρωτεύουσα. Κάρα του Δήμου μάζευαν νεκρά πτώματα από τους δρόμους, ενώ παιδιά ημίγυμνα και σκελετωμένα έψαχναν για λίγο φαγητό μέσα στο αφόρητο κρύο. Η πρώτη αντίσταση του Ελληνικού Λαού είναι η διοργάνωση συσσιτίων. Το 1942 ο Σύλλογος των Πτυχιούχων του Παντείου Πανεπιστημίου οργανώνει συσσίτιο. Στην συνέχεια το φαινόμενο γενικεύεται. Οι φήμες ότι οι Γερμανοί θα προχωρούσαν σε πολιτική επιστράτευση προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και απεργίες σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και άλλες πόλεις. Τα επόμενα χρόνια οι διαδηλώσεις θα γίνουν ένα συχνό φαινόμενο. Από τον Σεπτέμβριο του 1942, όλο το 1943, αλλά και το 1944 στη Θεσσαλονίκη απεργούσαν κατά διαστήματα εργάτες και δημόσιοι υπάλληλοι με οικονομικά αιτήματα στην αρχή, που συμπληρώθηκαν από πολιτικά, πρώτα για την πολιτική επιστράτευση, και στη συνέχεια, για την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία ή τη διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Οι κατοχικές δυνάμεις σε όλη την Ελλάδα πολύ γρήγορα πέρασαν σε τακτικές αγριότητας. Δύο ονόματα θα αναφερθούν, χωρίς να υποτιμώνται οι άλλες περιοχές που τις υπέστησαν: Δοξάτο και Καλάβρυτα.
Παράλληλα οι κατακτητές ενθάρρυναν τις μειονότητες να εκφράσουν τις αλυτρωτικές τους βλέψεις. Οι Ιταλοί προωθούσαν τους Αλβανούς Τσάμηδες. Προσπάθησαν να προσεταιριστούν και τους Έλληνες Βλάχους χωρίς όμως επιτυχία. Το λεγόμενο “Πριγκιπάτο της Πίνδου” είχε μηδενική απήχηση. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1943, ημέρα της κηδείας του δεύτερου εθνικού μας ποιητή – με πρώτο τον άφθαστο Σολωμό – Κωστή Παλαμά, η κηδεία μετατρέπεται σε μια μεγαλειώδη διαδήλωση. Μπροστάρηδες οι Μελάς, Σικελιανός. Το φέρετρο του Ποιητή έγινε ένα δόρυ που καρφώθηκε στο στήθος του κατακτητή.
Οι Έλληνες πολέμησαν και μέσα με την Εθνική Αντίσταση (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.α) και έξω με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Εξόριστοι οι Έλληνες στρατιωτικοί πολεμούσαν στο πλευρό των Βρετανών και των άλλων Συμμάχων. Η παρούσα δημοσίευση ας ολοκληρωθεί με τους στίχους του Άγγελου Σικελιανού:
“Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!”
