Ενώ η Βουλγαρία με την συνθήκη του Νεϊγύ (14/27 Νοεμβρίου 1919) είχε αναγνωρίσει ότι παραιτείται “υπέρ των “Προεχουσών Δυνάμεων”(όπου Προέχουσες Δυνάμεις νοούνται η Αγγλία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Ιταλία) όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης και με την υποχρέωση ν΄ αναγνωρίσει εκ των προτέρων “τις μεταγενέστερες αποφάσεις των Δυνάμεων περί αυτής”, διπλωματικό γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για την ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, όπερ και εγένετο στις 14 Μαΐου του 1920 και, ενώ το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο προσανατολιζόταν στην κατάληψη και της Ανατολικής Θράκης, ο Οθωμανός συνταγματάρχης, αλβανικής καταγωγής Τζαφέρ Ταγιάρ αποφάσισε να συγκεντρώσει τα υπολείμματα του οθωμανικού στρατού και να διενεργήσει κίνημα.

Τον Μάρτιο του 1920, καταγγέλλοντας την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, δήλωσε στον Άγγλο αξιωματικό Λύστερ, επόπτη των Συμμάχων στην Αδριανούπολη, ότι παύει να τον αναγνωρίζει πλέον. Η μαχητική ικανότητα όμως του Ελληνικού Στρατού και Ναυτικού και οι σαρωτικές τους επιχειρήσεις στην Ανατολική Θράκη τον Ιούλιο του 1920 τού ανέτρεψαν τα σχέδια.
Την 7η Ιουλίου 1920, η Μεραρχία της Σμύρνης υπό τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη Αινιάν, κινήθηκε για την καταστολή της στάσης του διοικητή του τουρκικού Σώματος Στρατού Ανατολικής Θράκης, Τζαφέρ Ταγιάρ που είχε ως έδρα την Ανδριανούπολη. Για την προστασία της νηοπομπής που μετέφερε τη Μεραρχία της Σμύρνης διετέθησαν βρετανικά πλοία ένα θωρηκτό, ένα καταδρομικό και αριθμός αντιτορπιλικών, ενώ συμμετείχαν δύο ελληνικά θωρηκτά, τα τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου Λέων και αεροσκάφη του Ναυτικού Αεροπορικού Σμήνους Θράκης. Στην εξουδετέρωση του Ταγιάρ σημαντικό ρόλο έπαιξε η Στρατιά Θράκης, η οποία κατέλαβε την περιοχή από τον Έβρο μέχρι την Τσατάλτζα.
Το Ναυτικό είχε αποφασιστική συνδρομή στις επιχειρήσεις κατάληψης της Ραιδεστού. Μετά από σχετικό τηλεγράφημα του Αρχηγού του Επιτελείου, Πάγκαλου, κι ενώ το αντιτορπιλικό Ἱέραξ είχε ήδη εμπλακεί σε ανταλλαγή πυρών με τουρκικά πυροβόλα, το Γεώργιος Ἀβέρωφ εκτέλεσε σφοδρή επίθεση με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού. Στη συνέχεια, το 3ο Πεζικό Σύνταγμα κατέλαβε τις πρώτες εχθρικές θέσεις, ενώ υπό την πίεση των πυροβόλων των ελληνικών πλοίων εξουδετερώθηκαν και τα τελευταία εχθρικά πυροβόλα και η πόλη κατελήφθη οριστικά.
Τελικά ο Ταγιάρ συνελήφθη από Έλληνες προκρίτους του χωριού Τσομπάνκιοϊ (Συκαράγη) και οδηγήθηκε στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό. Ο Ταγιάρ οδηγήθηκε στην Αθήνα, όπου έμεινε αιχμάλωτος για 32 μήνες με την δυνατότητα όμως να μετακινείται κάπως ελεύθερα. Φέρεται να ανταλλάχθηκε με τον Έλληνα στρατηγό, αιχμάλωτο των Τούρκων, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, Νικόλαο Τρικούπη. Στην Τουρκία ανεμίχθη με την πολιτική και διετέλεσε έπαρχος της Σαμψούντας.
Η ταπεινωτική σύλληψη του Ταγιάρ έγινε θέμα πολεμικών ανταποκρίσεων σε ευρωπαϊκές εφημερίδες και ιδιαίτερα στους Times του Λονδίνου. Η εφημερίδα σχολιάζοντας την διάθεση του Ταγιάρ “να κάψει την Αδριανούπολη, να ποτίσει την Θράκη με αίμα και να αυτοκτονήσει ο ίδιος παρά να παραδοθεί στους Έλληνες” θα υπογραμμίσει ότι “τοιουτοτρόπως το στάδιον του Ταγιάρ ετερματίσθη κατά τρόπον υπενθυμίζοντα πολύ περισσότερον τα παθήματα του περιφήμου Σαρλώ εις τον κινηματογράφον…” (για την δημοσίευση των Times πηγή: Παντελή Στεφάνου Αθανασιάδη, “Το άδοξο τέλος ενός μιμητή του Ατατούρκ στην Ανατολική Θράκη κατά την απελευθέρωσή της” στο Νεώτερη Ελληνική Ιστορία, διαδίκτυο).
