Συγγραφέας: Βλάσης Οικονόμου, Ιστορικός στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
Η αισιοδοξία, αλλά και η πεποίθηση των υπόδουλων Ελλήνων για την απελευθέρωση τους από τον Οθωμανικό ζυγό ήταν βαθιά ριζωμένη εντός του πατρογονικού τους ενστίκτου. Πάντοτε επιθυμούσαν την αποτίναξη αυτού του ζυγού, καλλιεργώντας το κατάλληλο έδαφος για κάτι τέτοιο. Η Επανάσταση όμως δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί από την μια στιγμή στην άλλη. Απαιτούνται οι απαραίτητες προεργασίες ώστε αυτή να λάβει την μέγιστη επιτυχία. Είναι λοιπόν αντιληπτό ότι όλες οι προετοιμασίες για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 έλαβαν μέρος πολύ πρωτύτερα, όταν οι κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες το επέτρεπαν, με βάση κυρίως τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι στον ελληνικό χώρο υφίσταται μια ιδιομορφία. Για τον υπόδουλο ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος τελούσε υπό Οθωμανική κυριαρχία, δεν υπήρχε η μορφή του Ελληνικού κράτους, με την έννοια ανεξάρτητου και αυτοδιοίκητου κρατικού μηχανισμού, αλλά αυτό που κυριαρχούσε και σε μεγάλο βαθμό αναπτυσσόταν ήταν το ελληνικό έθνος. Εκμεταλλευόμενο τις συνθήκες (λχ συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, 1774), είτε εμπορικά (νησιώτες πλοιοκτήτες), είτε πολιτικές και πνευματικές τάσεις, το ελληνικό έθνος άδραξε την ευκαιρία των καιρών και οργάνωσε την Επανάσταση. Αλλά πως;
Κατά την διάρκεια των εβδομήντα χρόνων πριν από την Επανάσταση ξεκίνησαν αυτές οι ριζικές αλλαγές στις συνειδήσεις των μελών των ηγετικών ομάδων του ελληνικού πληθυσμού. Αυτές οι αλλαγές εκφράστηκαν κυρίως με πολιτικούς όρους, δημιουργώντας τύπους ατομικής συνείδησης και υιοθέτησης μιας νέας συλλογικής ταυτότητας. Η νέα πλέον ταυτότητα δεν ήταν άλλη από αυτή του «Έλληνα» και όχι εκείνη του «Ραγιά». Η νέα αυτή ταυτότητα ήταν η αφορμή για την δημιουργία των διαφοροποιητικών τάσεων από το παλαιό στο νέο. Ενώ κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα η ταυτότητα διαδραμάτιζε τον ρόλο της πολιτισμικής διαφοροποίησης από το θεοκρατικό δεσποτικό πλαίσιο κυριαρχίας της Οθωμανικής κυριαρχίας, στις αρχές του 19ου αιώνα μετεξελίχθηκε σε πολιτική ιδεολογία της ελευθερίας με νεωτερικούς όρους. Οι Έλληνες Διαφωτιστές με τις πνευματικές τους δραστηριότητες, ξεκίνησαν την ανατροπή στις κοινωνίες, της εικόνας που επικρατούσε έως τότε, της νόμιμης κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ελληνικό χώρο. Οι ιδέες αυτές διαδίδονταν με το όνομα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, λειτουργώντας ως πληρεξούσιοι εξουσίας του σουλτάνου. Δεν ήταν λίγες οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ των Διαφωτιστών και της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας κατά την διάρκεια της εκκοσμικεύσης των ιδεών τους.
Οι διανοούμενοι ήταν εκείνοι που κατά τον 18ο αιώνα ξεκίνησαν να καλλιεργούν την ιδέα της ελευθέριας. Ήρθαν σε αντιπαράθεση με την θεοκρατική δεσποτεία και καλλιέργησαν την κοσμική ιδέα της ιστορικής προέλευσης των Ελλήνων ως νομιμοποιητικού αλλά και νοηματικού θεμέλιου της ελευθερίας. Μεγάλο ρόλο για την παραπάνω προσφορά στη ελευθερία διαδραμάτισαν και οι έμποροι. Η μορφή όμως του φαινομένου για τους Έλληνες ήταν τελείως διαφορετική από την μορφή που αντιμετώπιζαν οι Ευρωπαίοι. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, είχαν να αντιμετωπίσουν μια φωτισμένη μοναρχία με θεοκρατικά χαρακτηριστικά, ένα απολυταρχικό καθεστώς, ένα βασιλιά με απόλυτη εξουσία ελέω Θεού, ενώ οι Έλληνες είχαν απέναντί τους μια ανατολικού τύπου δεσποτεία αμιγώς θεοκρατική. Τεράστια αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της εποχής διαδραμάτισε η Γαλλική επανάσταση. Με τη Γαλλική επανάσταση πλέον ανατρέπεται το καθεστώς του πιστού χριστιανού υπηκόου του βασιλιά και δημιουργείται στη θέση του το καθεστώς του πολίτη. Τροποποιείται η αντίληψη των ηγεμονικών κρατών και η Ευρώπη οδεύει προς την δημιουργία των εθνικών κρατών, των κρατών της νεωτερικότητας. Το έθνος ως πολιτική οργάνωση του πληθυσμού με ελευθερία έφτασε στους Έλληνες διαφωτιστές από την Γαλλική Επανάσταση, τους Ναπολεόντειους πολέμους αλλά και από τον γερμανικό Διαφωτισμό.
Ποιοι όμως ήταν οι Έλληνες Διαφωτιστές, πως εμφανίστηκαν, από πόσους αποτελούνταν, ποιο ήταν το πνευματικό τους επίπεδο, τους ξέρουμε όλους; Το βέβαιο είναι ότι οι Έλληνες Διαφωτιστές ήταν πολλοί περισσότεροι από εκείνους που είναι ευρύτερα γνωστοί. Ήταν μια κοινωνική ομάδα τα μέλη της οποίας καταγίνοντας με πολλές δραστηριότητες και διαφορετικής ενδεχομένως εμβέλειας. Η κοινωνική προέλευση των διανοούμενων διαφωτιστών ποικίλει, αλλά η τάξη που επικεντρώνει τους περισσότερους διαφωτιστές είναι αυτή των εμπόρων. Το συμπέρασμα επομένως που προσλαμβάνεται από κάτι τέτοιο είναι ότι, ο ελληνικός διαφωτισμός αναδύεται κοινωνικά, λειτουργεί και αναπτύσσεται με έδρα τα εμπορικά δίκτυα. Τα δίκτυα κινητικότητας των διανοούμενων, μαζί με τις ιδέες τους αλλά και τις δράσεις τους, γίνονταν ευρέως γνωστά στους Έλληνες της διασποράς, στις οθωμανικές πόλεις αλλά και στις αντίστοιχες ρωσικές. Με αυτές τις δραστηριότητες τους διέδιδαν στον ευρύτερο χώρο τις ιδέες των Ελλήνων και όχι των Ραγιάδων. Στο σημείο αυτό υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους διανοούμενους και στον πληθυσμό των ραγιάδων. Οι μεν πρώτοι διαβιούσαν σε κοινωνίες με προοδευτικότερα μοντέλα, σε αντίθεση με τους δευτέρους οι οποίοι ζούσαν σε άλλους χρόνους, στους χρόνους και τους ορίζοντες που διαμόρφωνε η οθωμανική δεσποτεία και η ορθόδοξη εκκλησιαστική αριστοκρατία στην υπηρεσία των Οθωμανών.
Οι διαφορές ανάμεσα στους διανοουμένους διαφωτιστές ήταν αρκετές και ποικίλες. Αυτές οι διαφορές δεν επικεντρώνονταν σε προσωπικό επίπεδο, αλλά ούτε και σε κοινωνικό. Αυτό που διαφοροποιούσε τις απόψεις τους ήταν οι σοβαρές πολιτικές και ιδεολογικές τους απόψεις. Η ιδεολογική τους διαφοροποίηση επικεντρώνονταν κυρίως στον καθαρισμό της αποδέσμευσης του ελληνικού έθνους από το πλαίσιο της οθωμανικής δεσποτείας. Τόσο ο Ρήγας Φεραίος υπο το καθεστώς μιας φωτισμένης μοναρχίας, με τους Έλληνες να καταλαμβάνουν διαπρεπή θέση, λόγω της ιστορίας τους, εντός του βαλκανικού χώρου, όσο και από τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, που από το 1807 ακόμη, είχαν ζητήσει εγγράφως από τον Ναπολέοντα να τους απαλλάξει από την οθωμανική κυριαρχία και να τους θέσει υπό τη γαλλική ηγεμονία, ώστε να καταστήσει την Πελοπόννησο ένα γαλλικό προτεκτοράτο. Η επικρατέστερη άποψη, αυτή της υψηλής κοινωνικής ιεραρχίας, καθώς και έξω από τους ριζοσπαστικοποιημένους αστούς ραγιάδες, ήταν η κατάκτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των έσω, χωρίς ρήξεις. Δηλαδή, με την κατάληψη όλων των αξιωμάτων του οθωμανικού κράτους ή και τον εκρωμαϊσμό του. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, πως μέσα σε αυτή την ποικιλία πολιτικών στάσεων και απόψεως, τελικά επικράτησε μία. Συμπερασματικά, μπορούμε να τονίσουμε ότι τελικά όλοι οι διανοούμενοι της εποχής ήταν μορφωμένοι αλλά και υποστηρικτές της νεωτερικότητας. Επομένως, τον ρόλο του καταλύτη για την επιλογή της ορθότερης επιλογή για την επανάσταση στον ελληνικό χώρο δεν ήταν άλλη από αυτή της Φιλικής Εταιρείας.
Η Γαλλική Επανάσταση λοιπόν και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, μαζί με τις πνευματικές επιρροές των Ελλήνων διαφωτιστών και της Φιλικής Εταιρείας, διέσπειραν τις ιδέες για την δημιουργία μιας ελληνικής ‘’Republique’’ στον Ελληνικό υποδουλωμένο γεωγραφικό χώρο. Επιπλέον των ευρωπαϊκών επιρροών από το 1789 και από τους Έλληνες διαφωτιστές, σημαντική ήταν και η προσφορά των καραβοκυραίων που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την συγκυρία ενίσχυσης του θαλάσσιου εμπορίου στη Μεσόγειο από τα μέσα του 18ου αιώνα έως το ξέσπασμα της Επανάστασης. Με δύο λόγια θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι οι χριστιανικές ελίτ, οι έμποροι και οι καραβοκυραίοι, με τους διανοούμενους και κοτζαμπάσηδες, πολλαπλασίασαν την ισχύ τους έναντι στη διαρκώς επιδεινούμενη κρίση του οθωμανικού συστήματος εξουσίας. Τα πολιτικά ιδεώδη της εποχής όδευαν προς μια διέξοδο που μετά την συνεργασία των ανωτέρων ηγετικών κοινωνικών ομάδων οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση τους και την ένταξη τους ως κινητήρια δύναμη για την Επανάσταση.
Όλες λοιπόν οι ανωτέρω ενέργειες οδήγησαν στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν η τρίτη επιτυχημένη επανάσταση στη Νεωτερική εποχή και η πρώτη στην περιοχή των Βαλκανίων. Ήταν η πρώτη επανάσταση η οποία εκδηλώθηκε με βάση ένα σχέδιο διαμορφωμένο από μία πολιτική οργάνωση, σχέδιο το οποίο περιλάμβανε τόσο τόπο όσο και χρονική έναρξη. Επομένως, η οργάνωση του πολιτικού υποκειμένου μέσω της Φιλικής Εταιρείας και όχι οι αυθόρμητες εξεγέρσεις μόνο ήταν η βασικότερη αιτία επιτυχίας της Επανάστασης. Η Ελληνική Επανάσταση, σε αντίθεση με τις προγενέστερες (Γαλλική, Αμερικανική), είχε ως κυρίαρχο στόχο να οργανώσει, να θεμελιώσει πολιτικά την ελευθερία στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους, με την εμπέδωση των φυσικών δικαιωμάτων, ανατρέποντας την υφιστάμενη οθωμανική και εκκλησιαστική πολιτική και ιδεολογική τάξη. Αποτέλεσμα της Επανάστασης ήταν να δημιουργηθούν στον ελληνικό χώρο διεκδικήσεις γεωπολιτικής φύσης και φαινόμενα διεκδικήσεων από τις πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης (Συνέδριο της Βιέννης), μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Αυτές οι πολιτικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις ήταν τα βασικά κίνητρα που έστρεψαν τις ευρωπαϊκές ομάδες αλληλεγγύης προς κάθε φιλελεύθερο κίνημα στον κόσμο, ένα από αυτά τα κινήματα δεν ήταν άλλο από εκείνο του Φιλελληνισμού. Το κίνημα του Φιλελληνισμού λοιπόν διεύρυνε κοινωνικά τον ενιαίο χώρο δράσης, τόσο ευρωπαϊκό, όσο και τον οθωμανικό. Το κίνημα αυτό ξέχωρα από την οικονομική και τεχνική αλληλεγγύη, προσέφερε πολιτική και διπλωματική στήριξη, διαδίδοντας τα ιδανικά του Διαφωτισμού.
Το Ελληνικό έθνος με την πάροδο των ετών της κατάκτησης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε απωλέσει σημαντικά θεσμικά και κοινωνικά δεδομένα. Με την έκρηξη όμως της Επανάστασης οι επαναστατικές ηγεσίες κατόρθωσαν να συγκροτήσουν κρατικούς μηχανισμούς στους οποίους ενσωμάτωσαν τους πληθυσμούς των περιοχών που ελευθέρωναν. Οι θεσμοί αυτοί λοιπόν ήταν, η φορολογία, η αρχή του Νόμου και η Προσωρινή Διοίκηση, τρίτος θεσμός ήταν ο στρατός ενώ τελευταίος ήταν η εισαγωγή του αντιπροσωπευτικού συστήματος πολιτικής διακυβέρνησης και τα συνεπαγόμενα πολιτικά δικαιώματα. Τα πολιτικά δικαιώματα εφαρμοστήκαν αμέσως μετά από την πρώτη Εθνοσυνέλευση με πλήρη δικαιώματα εκλογής και ψήφου. Δεδομένης της εισαγωγής του αντιπροσωπευτικού τρόπου διακυβέρνησης στους επαναστατημένους πληθυσμούς, ουσιαστικά πραγματοποιήθηκε μια τεράστια μετάλλαξη. Οι χριστιανοί ραγιάδες είχαν μετεξελιχθεί σε Έλληνες κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού, και από τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης αρχίσαν να λειτουργούν ως Έλληνες πολίτες.
Η πολιτική συμμαχία των κοινωνικών ομάδων ισχύος απαρτίζονταν από εμπόρους, καραβοκύρηδες και προεστούς των νησιών, διανοούμενους, κοτζαμπάσηδες, διακεκριμένους αρματολούς, αξιωματούχους κληρικούς, οι οποίοι αποτελούσαν έκκεντρες κοινωνικές τάξεις. Μέσω της ένταξης τους στη Φιλική Εταιρεία μετεξελίχθηκαν από κοινωνικά ισχυροί ραγιάδες σε ένα είδος μυστικής πολιτικής επαναστατικής σύμπραξης, σε μια πολιτική ηγεσία. Αυτοί οι πολιτικοί θεσμοί ως κυρίαρχοι, δημιουργήσαν Τοπικά Πολιτεύματα στις περιοχές που είχαν τη αρμοδιότητα. Τα τοπικά αυτά Πολιτεύματα άρχιζαν να περιορίζονται από τον Ιανουάριο του 1822 όταν από την Εθνοσυνέλευση ακολούθησε η εκλογή του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος.
Όπως αναφέρθηκε και στα ανωτέρω, πρέπει να προσδιοριστούν με περισσότερη σαφήνεια οι παράγοντες που συντέλεσαν στην ελευθερία του Ελληνικού έθνους. Πρώτους θα μπορέσουμε να αναφέρουμε τους έμπορους. Οι έμποροι με την μακροχρόνια εμπορική τους δράση στις Ευρωπαϊκές χώρες, μπορεί να διαβιούσαν εντός δεσποτικών καθεστώτων αλλά είχαν την ευκαιρία διαχείρισης του οικονομικού τους ορίζοντα με τα δικά τους κριτήρια. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση των καραβοκυραίων, με την ελεύθερη θάλασσα στη διάθεσή τους και με την εμπειρία ανεξάρτητης δράσης, όταν και εφόσον η Ελληνική επανάσταση τους χρειαζόταν. Δεύτερος πυλώνες θα μπορούσαμε να πούμε τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, οι οποίοι θεωρούσαν την απόσχιση από την Οθωμανική κυριαρχία ως πρωταρχικό σκοπό. Τέλος, τρίτος πυλώνας ελευθερίας ήταν οι κληρικοί. Ο κλήρος είχε χωριστεί σε δύο υποκατηγορίες. Η μία ήταν οι φιλελεύθεροι επαναστάτες της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αριστοκρατίας. Η δεύτερη κατηγορία ήταν οι κληρικοί της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας στους οποίους κυριαρχούσε ο πολιτικός ριζοσπαστισμός και η αδιαφορία απέναντι στην επίσημη εκκλησία.
Συμπερασματικά, απώτερος σκοπός όλων αυτών των ομάδων ήταν, η υιοθέτηση της ταυτότητας «Έλληνας» με ότι συνεπαγόταν πολιτιστικά από παλιά, οι μορφωτικές τους απαιτήσεις και η ίδια η κοινωνική τους θέση, καθιστούσε ως απαίτηση την ανατροπή της Οθωμανικής δεσποτείας και του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, όρο όπως τον είχε γράψει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στο προοίμιο του Προσωρινού Συντάγματος της Επιδαύρου. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης δημιουργήθηκαν και ορισμένες διαφορές ανάμεσα στις ομάδες. Υπήρχαν κοινωνικές ομάδες που υπερασπίζονταν ως μέγιστο επαναστατικό μέλημα την αποτίναξη του καθεστώτος του ραγιά, με μικρότερη σημασία στην ελευθέρια και την πολιτική μορφή του κράτους. Υπήρχε άλλη κοινωνική ομάδα που ως βασικός σκοπός τους ήταν η ελευθερία και, η δημιουργία του εθνικού κράτους. Με αυτές τις τάσεις ήταν επόμενο να δημιουργηθούν αντιφατικής προσεγγίσεις ως προς το τελικό αποτέλεσμα της Επανάστασης. Η μια επιθυμούσε, όπως είπαμε, πολιτική ελευθερία για όλους του Έλληνες στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Ενώ η άλλη ομάδα, η ελευθερία αποκτούσε χροιά απόσχισης της γεωγραφικής έκτασης όπου ασκούσαν πατροπαράδοτα την εξουσία τους. Να αποδεσμευτεί δηλαδή ο χώρος τους από τους αλλόθρησκους Οθωμανούς ώστε να διαφεντεύουν την εξουσία εκείνοι ως Έλληνες.
Αυτές οι αντικρουόμενες κοινωνικές τάσεις μόνο καλό δεν θα μπορούσαν να αποφέρουν στην Ελληνική Επανάσταση. Οι τάσεις ομογενοποίησης των ηγετικών ομάδων σε μια στρατηγική δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους και όχι μιας λύσης με ημιανεξάρτητες τοπικές πελοποννησιακές ηγεμονίες υπό οθωμανική επικυριαρχία, όπως εξάλλου επεδίωκε και η Ρωσία, οδήγησαν στην έκρηξη των εμφυλίων συγκρούσεων κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Η στάση των μεγάλων δυνάμεων (Μεγάλη Βρετάνια, Ρωσία, Γαλλία, Αυστρία) ποίκιλε ανάλογα με τα προσωπικά τους οφέλη. Η Ρωσία αρχικά δεν είχε αποδεχτεί την δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, ενώ η Μεγάλη Βρετάνια τελικά αποδέχτηκε την ένοπλη σύρραξη των Ελλήνων, διότι προσέβλεπε πιο θετικά στο γεωπολιτικό παιχνίδι της ελληνικής σκακιέρας. Η Επανάσταση είχε πείσει την Ευρώπη, αλλά δεν την ενδιέφερε τόσο το ιδεολογικό πρόσταγμα αλλά το γεωπολιτικό ζήτημα. Η εμφύλια διαμάχη τελικά, ίσως να ήταν αυτή που «έσωσε» την Επανάσταση. Ο Γ. Κουντουριώτης ως επικεφαλής του Εκτελεστικού, με μια συμπαγή πολιτική ηγεσία, και έχοντας ως συμμάχους τους διανοουμένους, τους νησιώτες και άλλους, αντιπροσώπευαν την στρατηγική δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους, μιας ελληνικής Republique.
Μια ναυμαχία λοιπόν ήταν αυτή που θα οριστικοποιήσει την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους. Αυτή η ναυμαχία δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή του Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827). Τελικά, οι Άγγλοι, Ρώσοι και Γάλλοι στο πλευρό των Ελλήνων, εντός του κόλπου της Σφακτηρίας κατατρόπωσαν τον Οθωμανοαιγυπτιακό στόλο. Ποιός όμως θα ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, όπως αυτό είχε οριστεί κατά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (19 Μαρτίου – 5 Μαΐου 1827); Ως πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας επιλέχθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Τελικά, εκλέχθηκε κυβερνήτης, ως ο ανώτατος άρχοντας του νεοσύστατου κράτους, διότι ακολουθήθηκε το πρότυπο, είτε των Ηνωμένων Πολιτείων, είτε ένα είδους μειωμένου Βοναπαρτισμού που συγκέντρωνε τις εκτελεστικές εξουσίες της μέχρι τότε Κυβέρνησης της Επανάστασης, του Εκτελεστικού Σώματος και τις διεύρυνε. Ο Κερκυραίος ευγενής είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας. Η πολιτική που ακολούθησε ο Καποδίστριας για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, επικεντρώθηκε περισσότερο προς τις μεταρρυθμίσεις και τις περαιτέρω διαδικασίες συγκρότησης του εθνικού κράτους, την ανασυγκρότηση της παραγωγής καθώς και αναζήτηση δανείων από τις μεγάλες δυνάμεις. Ο κυβερνήτης είχε δυο στόχους. Πρώτος ήταν η διαπραγματεύσεις για την ανεξαρτησία και τον καθορισμό των συνόρων, ενώ ο δεύτερος ήταν οι ενέργειες με σκοπό τη διεύρυνση των εξουσιών του Κυβερνήτη με αντίστοιχο περιορισμό της δημοκρατίας και του Συντάγματος. Κατά την τέταρτη Εθνοσυνέλευση, τον Αύγουστο του 1829, ο κυβερνήτης κατάργησε το Πανελλήνιο και το αντικατέστησε με την Γερουσία. Οι εξουσίες του κυβερνήτη έγινα σχεδόν απόλυτες, ενώ η αντιπολίτευση περιθωριοποιήθηκε πολιτικά. Όλες αυτές οι πολιτικές αλλαγές, προξένησαν τριγμούς κατά του Καποδίστρια. Η αναστολή λειτουργίας του Συντάγματος, οι αλλεπάλληλες απαγορεύσεις καθώς και η διαρκής προσπάθεια υπερφαλάγγισης των ηγετών της ελληνικής επανάστασης, έδειχναν ότι ο κυβερνήτης δεν είχε αντιληφθεί ότι είχε αναλάβει μια χώρα η οποία είχε δημιουργηθεί μετά από επαναστατικές διαδικασίες ενώ είχε διαμορφώσει ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
Οι μεγάλες δυνάμεις με το Πρωτόκολλο του Μαρτίου του 1829 είχαν αποφασίσει ότι το πολίτευμα της Ελλάδας θα ήταν η κληρονομική μοναρχία. Από την άλλη, η σύγκρουση ανάμεσα στους Συνταγματικούς και στον Καποδίστρια ήταν μια διένεξη όχι για το πολίτευμα, αλλά με τους Έλληνες, για μια Republique ή μια απολυταρχία. Ο Καποδίστριας όμως την 27 Σεπτέμβριου 1831 δολοφονείται και ωθεί τους Συνταγματικούς στην Εθνοσυνέλευση του Ναυπλίου (Δεκέμβριος 1831), όπου προασπίζονται τα δημοκρατικά κεκτημένα δια του «Ηγεμονικού Συντάγματος». Η πολιτική μοίρα του Ελληνικού κράτους είχε όμως προαποφασιστεί. Το Ηγεμονικό Σύνταγμα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ και επομένως κυβερνήτης της Ελλάδας ορίστηκε ο Βασιλιάς Όθωνας. Επιβλήθηκε λοιπόν η απόλυτη μοναρχία στην Ελλάδα μετά το 1832 ακυρώνοντας όλες της τροποποιήσεις του Καποδίστρια. Επειδή όμως, εντός του γονίδιου των Ελλήνων είχε παραμείνει ως γενετήσια αφορμή η ιδέα του Συντάγματος, η απόλυτη μοναρχία μετεξελίχθηκε και την 3η Σεπτέμβριου 1843 παραχωρήθηκε Σύνταγμα μετατρέποντας την απόλυτη μοναρχία σε Συνταγματική μοναρχία.
Βιβλιογραφία
Πέτρος Θ. Πιζάνιας, Η Ιστορία των Νέων Ελλήνων. Από το 1400 έως το 1880, Εστία, Αθήνα, 2014.
Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, Παπζήσης, Αθήνα, 2004
Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007
Douglas Dakin, Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770 – 1923, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1998.
