Συγγραφέας: Νεκταρία Δεσποτοπούλου, Ιστορικός της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού
Εισαγωγή
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις κομβικότερες μάχες, όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι απόλυτα δικαιολογημένος: μπορεί οι ενωμένοι μπροστά στον κοινό κίνδυνο Έλληνες να είχαν ως βασικό τους κίνητρο τη διατήρηση της ελευθερίας τους,1 ωστόσο η ιστορική τους ευθύνη –χωρίς να μπορούν ακόμα και οι πιο διορατικοί να το συνειδητοποιήσουν πλήρως– ήταν τεράστια, καθώς εάν ο ελληνικός στόλος είχε ηττηθεί τότε, ο ρους της ιστορίας θα ήταν πιθανότατα τελείως διαφορετικός. Πράγματι, αν και η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να βασιστεί σε υποθετικά σενάρια αντίθετα του πραγματικού, είναι ευρέως αποδεκτό ότι στην περίπτωση νίκης των Περσών στη Σαλαμίνα, η κατάληψη των ελληνικών πόλεων θα ήταν μάλλον αναπότρεπτη και έτσι κατά πάσα πιθανότητα ο ελληνικός εν γένει πολιτισμός θα οδηγούταν σε διαφορετικό δρόμο από εκείνον που πήρε μετά τους Περσικούς Πολέμους. Ο αθηναϊκός ειδικότερα πολιτισμός δεν θα έφτανε ποτέ στην ακμή του· αυτό θα είχε ως συνέπεια, οι βάσεις (φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές, επιστημονικές) αλλά και η ιστορική πορεία του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού να ήταν ριζικά διαφορετικές. Από την πληθώρα των (ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων) μελετών που αναδεικνύουν το συγκεκριμένο ζήτημα, ενδεικτικός είναι ο εύγλωττος τίτλος του γνωστού βιβλίου του Αμερικάνου ιστορικού ερευνητή Barry S. Strauss για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας: The Battle of Salamis: The Naval Encounter that Saved Greece – and Western Civilization(Η Μάχη της Σαλαμίνας: Η ναυτική αναμέτρηση που έσωσε Ελλάδα και Δυτικό Πολιτισμό).2
Βέβαια, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί, πέρα από την αφετηρία της αναχαίτισης της περσικής –στρατιωτικής και πολιτισμικής– προέλασης στη Δύση (η οποία ολοκληρώθηκε με τις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης),3 ένα διαχρονικό σύμβολο αντίστασης των αδυνάτων κατά των ισχυρών με προοπτικές επιτυχούς έκβασης. Χαρακτηριστικοί επί του προκειμένου είναι οι καταληκτήριοι στίχοι (50-60) του ποιήματος «Σαλαμίνα τῆς Κύπρος»4 του Γ. Σεφέρη:
«—Τώρα καλύτερα νὰ λησμονήσουμε πάνω σὲ τοῦτα τὰ χαλίκια·
τὴ γνώμη τῶν δυνατῶν ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴ γυρίσει;
ποιὸς θὰ μπορέσει ν’ ἀκουστεῖ;
Καθένας χωριστὰ ὀνειρεύεται καὶ δὲν ἀκούει τὸ βραχνὰ τῶν ἄλλων.
—Ναί· ὅμως ὁ μαντατοφόρος τρέχει
κι ὅσο μακρὺς κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος του, θὰ φέρει
σ’ αὐτούς ποὺ γύρευαν ν’ ἁλυσοδέσουν τὸν Ἑλλήσποντο
τὸ φοβερὸ μήνυμα τῆς Σαλαμίνας.
Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Νῆσός τις ἔστι.
Σαλαμίνα, Κύπρος, Νοέμβριος ’53»
Εδώ ο Σεφέρης, όπως και σε άλλα ποιήματα του (π.χ. πιο υπαινικτικά στην «Ἑλένη») που περιλαμβάνονται στο Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ΄, εκφράζει αλληγορικά την οργή του για την υπεροπτική αντιμετώπιση των Άγγλων αποικιοκρατών (των «Φίλ[ων] τοῦ ἄλλου πολέμου», στ. 35) στο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ταυτόχρονα εμμέσως πλην σαφώς τους προειδοποιεί προφητικά για τον μελλοντικό κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα.5 Συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος του διαλόγου εκπροσωπείται η ηττοπαθής άποψη περί σιωπηρής («δὲ φελᾶ νὰ μιλᾶμε») αποδοχής της γνώμης «τῶν δυνατῶν» (εδώ των Άγγλων)· αντίθετα στο δεύτερο ο ευρισκόμενος στη Σαλαμίνα της Κύπρου ομιλητής, θυμάται τη θριαμβευτική αντίσταση που πριν χιλιετίες είχαν προβάλει στη μητρόπολή της οι Έλληνες εναντίον κάποιων άλλων δυνατών, των Περσών, και έτσι θαρραλέα χρησιμοποιεί ως αλληγορική απάντηση στη μοιρολατρική στάση του συνομιλητή του, «τὸ φοβερὸ μήνυμα» της ήττας που στους Πέρσες του Αισχύλου κομίζει ο Άγγελος στην Άτοσσα και στους γέροντες άρχοντες του Χορού.
Ο Θεμιστοκλής – ο εμπνευστής της Ναυτικής Ισχύος

«Αὐτός πού λάμπρυνε ὅσο λίγοι τή χώρα του, αὐτός πού βαθύτατα γνώριζε
πώς κάθε ἀπελευθέρωση σημαίνει μιά καινούργια ὑποδούλωση, χειρότερη,
πολύ χειρότερη ἀπ’ τήν πρώτη, αὐτός ὁ μεγαλόπνοος, ὁ πιό ἄξιος ἀπ’ ὅλους μας […]»
(Ρίτσος, «Θεμιστοκλής», στ. 1-3)6
Θεωρείται σημαντικό να αναφερθούμε σε εκείνον που με την ευφυή στρατηγική του7 οδήγησε στη νίκη τις ενωμένες ελληνικές πόλεις, δηλαδή στον Θεμιστοκλή. Ενδεικτικά του κομβικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Θεμιστοκλής, είναι όσα με θαυμασμό αναφέρει ο Λατίνος βιογράφος του ο Κορνήλιος Νέπωτας:8 victus[…]est magis etiam consilioThemistocli quam armis Graeciae. […] sic unius viri prudentia Graecia liberata est Europaeque succubuit Asia.9 [«Ο Ξέρξης νικήθηκε περισσότερο από το σχέδιο του Θεμιστοκλή, παρά από τα όπλα της Ελλάδας. […] Έτσι χάρη στη σύνεση ενός ανδρός η Ελλάδα ελευθερώθηκε και η Ασία υπέκυψε στην Ευρώπη»].10
Το παρόν, λοιπόν, κείμενο θα εστιάσει στον Θεμιστοκλή. Πιο συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος θα παρουσιαστούν βασικά στοιχεία του αμφιλεγόμενου –ήδη από την παιδική του ηλικία– χαρακτήρα του, μέχρι και τον εξοστρακισμό του βασικού του πολιτικού αντιπάλου, του Αριστείδη (482 π.Χ.).Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθεί ως βασική πηγή ο βίος που συνέγραψε για εκείνον ο Πλούταρχος, καθώς εκεί περιλαμβάνονται πολλές λεπτομέρειες για την ιδιωτική του ζωή πριν την εκστρατεία του Ξέρξη,11 έχοντας βέβαια υπόψη μας ότι πολλά από αυτά είναι «ανεκδοτολογικά στοιχεία, ελεγχόμενα για το κύρος τους».12 Στο δεύτερο μέρος θα αναδειχθεί η καθοριστική συμβολή του από την έναρξη της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα, μέχρι και τις διαβουλεύσεις πριν ακριβώς την έναρξη της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας του Θεμιστοκλή: Από την παιδική του ηλικία έως το 482 π. Χ.
Ο Θεμιστοκλής (c. 527-5 π.Χ.) ήταν γιος του Νεοκλή,13 που ανήκε στο αρχαίο αττικό γένος των Λυκομιδών, και καταγόταν από τον δήμο των Φρεαρρίων. Ωστόσο, καθώς η μητέρα του, η Ευτέρπη, δεν ήταν Ατθίδα (γνήσια Αθηναία), αλλά καρικής καταγωγής (πιθανότατα από την Αλικαρνασσό), ο Θεμιστοκλής δεν πληρούσε, σύμφωνα με τους νόμους της Αθήνας, τις προϋποθέσεις του τέλειου πολίτη. Για τον λόγο αυτό δεν είχε το δικαίωμα να συμμετέχει στις ασκήσεις των νέων στις παλαίστρες, την Ακαδημία και το Λύκειο, αλλά φοιτούσε στο Κυνόσαργες.14 Λόγω της υποτίμησης που βίωσε ως γιος μιας μετοίκου, είχε ως βασική επιδίωξη να γκρεμίσει τις αντιλήψεις των Αθηναίων περί καταγωγής και προσόντων. Για το σκοπό αυτό επιδίωκε –με επιτυχία μάλιστα– να έχει φιλικές σχέσεις και έπειθε να γυμνάζονται μαζί του στο Κυνόσαργες αρκετούς γνήσιους Αθηναίους.15 Βέβαια το 508/7 π.Χ., χάρη στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, ο Θεμιστοκλής έγινε νεοπολίτης, απέκτησε δηλαδή το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη, όπως και όλοι οι ελεύθεροι μη γνήσιοι Αθηναίοι άρρενες κάτοικοι της πόλης.16 Ωστόσο, η χρόνια αυτή υποτίμηση από τους συμπολίτες του, είχε επίδραση στον ψυχισμό του και καθόρισε πολλές πτυχές του αμφιλεγόμενου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, χαρακτήρα του.
Από μικρός ξεχώρισε ανάμεσα στους συνομηλίκους του, καθώς υπερτερούσε σε οξύνοια, πνευματική διαύγεια, ταχύτητα και ευστοχία στις κρίσεις του. Στα μαθήματα που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του μυαλού και ταυτόχρονα είχαν πρακτική χρησιμότητα ήταν επιμελής, σε αντίθεση με εκείνα που συνδέονταν κυρίως με την πνευματική καλλιέργεια. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου είναι το ακόλουθο παράδειγμα: όταν παιδιά αριστοκρατικών οικογενειών του επισήμαιναν ότι υστερούσε κυρίως στη μουσική, ο ίδιος αμυνόμενος απαντούσε ότι παρόλο που δεν μπορεί να κουρδίσει μια λύρα ή να ψάλει, μπορεί να πάρει μια μικρή και ασήμαντη πόλη και να την κάνει δυνατή και δοξασμένη. Όπως αναφέρει και ο Πλούταρχος, η καθημερινή του ενασχόληση με τη συγγραφή, τη μελέτη και την απαγγελία λόγων, ώθησαν έναν από τους δασκάλους του να του να πει ότι κάποτε θα γίνει κάτι μεγάλο, είτε καλό είτε κακό, πάντως σε καμία περίπτωση κάτι το μέτριο. Η ιστορία τελικά επιβεβαίωσε την πρόβλεψη του δασκάλου του, μιας και ο Θεμιστοκλής έμελλε να διαδραματίσει έναν από τους πιο καθοριστικούς ρόλους για την τύχη όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων. Οι δύο βασικοί του δάσκαλοι ήταν ο Αναξαγόρας και ο Μνησίφιλος ο Φρεάρριος, ο οποίος, αν και δεν ήταν ρήτορας ή γνωστός φιλόσοφος, του δίδαξε τη σύνεση· τον Μνησίφιλο μάλιστα τον κράτησε και μετέπειτα κοντά του, όταν επέλεξε να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή, για να τον συμβουλεύεται.17
Από πολύ μικρή ηλικία μπορούσε κανείς να διακρίνει την υπέρμετρη φιλοδοξία του Θεμιστοκλή, καθώς και την άσβεστη ανάγκη του να ξεχωρίσει και να γίνει το επίκεντρο της προσοχής των συνομηλίκων του. Έτσι αναφέρεται ότι είχε προσκαλέσει τον διάσημο κιθαρωδό Επικλή από την Ερμιόνη –τον οποίο οι Αθηναίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα– να του παραδίδει μαθήματα μουσικής στο σπίτι, με σκοπό να δείχνει ότι έχει υψηλές γνωριμίες κι έτσι να γίνει περιζήτητος και δημοφιλής.18 Επιπλέον ήταν οξύθυμος και πολλές φορές γινόταν βίαιος, κάτι που όσο μεγάλωνε κατάφερε να τιθασεύσει. Πολλοί επίσης τον χαρακτήρισαν φιλοχρήματο και μικροπρεπή, κάτι που σε συνδυασμό με την έντονη φιλοδοξία του τον έκανε στα μάτια των συμπολιτών του να φαντάζει προκλητικό. Μάλιστα επιδίωκε με επιτακτικό τρόπο να του προσφέρουν δώρα και τιμές. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, όταν ο Διφιλίδης αρνήθηκε να του δώσει ένα πουλάρι που του ζήτησε, εκείνος τον απείλησε ότι θα ξεσήκωνε τους συγγενείς του για να τον σύρουν στα δικαστήρια. Βέβαια κατηγορήθηκε ότι πουλούσε τα δώρα που του έφερναν για να μπορεί να μαζεύει χρήματα. Πάντως πολλοί που τον υποστήριζαν, τον δικαιολογούσαν λέγοντας ότι χρειαζόταν οπωσδήποτε χρήματα όποιος ήθελε να ασχοληθεί με την πολιτική. Επίσης τον κατηγορούσαν ότι ξόδευε πολλά χρήματα, καθώς ήθελε να συναγωνιστεί άτομα προερχόμενα από εύπορες οικογένειες. Έτσι, όταν βρέθηκε στην Ολυμπία για τον εορτασμό των Ολυμπιακών αγώνων (479 π.Χ.), βασική του επιδίωξη ήταν να συναγωνιστεί τον αριστοκρατικής καταγωγής Κίμωνα όσον αφορά στην πολυτέλεια των δείπνων και των καταλυμάτων. Για τις ενέργειές του αυτές του ασκήθηκε έντονη κριτική, καθώς δεν άρμοζαν στην ταπεινή καταγωγή του.19
Βέβαια, άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του και πολλές από τις ικανότητές του τον έκαναν συμπαθή στους συμπολίτες του, όπως για παράδειγμα ότι θυμόταν τα ονόματα όλων και απευθυνόταν σε αυτούς με οικειότητα, ενώ ταυτόχρονα ήταν αμερόληπτος κριτής στις ιδιωτικές τους διαφορές.20 Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ο Θεμιστοκλής ήδη από μικρή ηλικία είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτική. Βέβαια, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο πατέρας του είχε προσπαθήσει εξαρχής να τον αποτρέψει από την πολιτική· έτσι μια μέρα του έδειξε ορισμένες καταστραμμένες και ξεβρασμένες στην ακτή τριήρεις, λέγοντας του ότι όσο ψηλά και αν σε αναδείξει ο λαός (ο οποίος είναι ευμετάβλητος) στο τέλος πάντοτε έχει την τάση να σε πετάει σαν σαπιοκάραβο.21 Παρόλα αυτά οι προσπάθειές του πατέρα του δεν καρποφόρησαν, καθώς το πάθος του για την πολιτική είναι άσβεστο. Γρήγορα αναδείχθηκε ως ηγέτης του δημοκρατικού κόμματος και το 493 π.Χ. εκλέχθηκε άρχων,22 γεγονός που έφερε στην επιφάνεια την έχθρα του με τον Αριστείδη, ο οποίος ήταν αρχηγός των ολιγαρχικών· βέβαια, φημολογούνταν ότι η έχθρα αυτή είχε τη ρίζα της στο ότι αμφότεροι είχαν ερωτευθεί τον όμορφο νεαρό Στησίλεο από την Κέα.23
Το 490 π.Χ. ο Θεμιστοκλής έλαβε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα. Παρά τη μεγάλη νίκη, εκείνος κλείστηκε στον εαυτό του και απομακρύνθηκε από όλους. Όταν οι φίλοι του απορημένοι θέλησαν να μάθουν την αιτία της ξαφνικής μεταστροφής του τρόπου ζωής του, εκείνος τους αποκάλυψε ότι είχε χάσει τον ύπνο του αναλογιζόμενος το τρόπαιο του Μιλτιάδη και τη μεγάλη δόξα που είχε κερδίσει.24
Μετά τη συντριβή των Περσών στον Μαραθώνα, οι περισσότεροι πίστεψαν ότι ο κίνδυνος πέρασε και ότι ο πόλεμος τερματίστηκε οριστικά. Αντίθετα ο Θεμιστοκλής, χάρη στη διορατικότητα που τον διακατείχε εκτίμησε ότι αυτή η ήττα των Περσών ήταν η αρχή του μεγάλου αγώνα. Περιμένοντας λοιπόν τη νέα περσική εκστρατεία, άρχισε να προετοιμάζει την Αθήνα ως επερχόμενη ναυτική δύναμη.25 Βέβαια, γνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι από τους συμπολίτες του ως κοντόφθαλμοι δεν θα ενδιαφερθούν να λάβουν μέτρα για έναν κίνδυνο που είτε θεωρούσαν ανύπαρκτο είτε πολύ μακρινό, κατέφυγε σε διάφορα τεχνάσματα. Έτσι το 483 π.Χ. γνωρίζοντας καλά τις αδυναμίες του αθηναϊκού πεζικού και στοχεύοντας να μετατρέψει την πόλη του σε ναυτική υπερδύναμη, κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους, παρά τις διαφωνίες των ολιγαρχικών, να κατασκευάσουν εκατό τριήρεις από τα κέρδη των μεταλλείων του Λαυρίου, εκμεταλλευόμενος το μίσος τους για τους Αιγινήτες, των οποίων τον ισχυρό στόλο ήθελαν διακαώς να συντρίψουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ναυπηγηθούν τότε οι τριήρεις με τις οποίες οι Αθηναίοι έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.26 Ταυτόχρονα άρχισαν να αλλάζουν οι ισορροπίες δυνάμεων αφενός μεταξύ των πόλεων, καθώς η Αθήνα αποκτούσε ισχύ στο Αιγαίο, αφετέρου στο εσωτερικό της ίδιας της Αθήνας, λόγω της ισχυροποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος που προκλήθηκε από την ενίσχυση των προερχόμενων από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα κωπηλατών, οι οποίοι πλέον απέκτησαν ένα σημαντικό πολιτικό προβάδισμα έναντι των οπλιτών.27
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Θεμιστοκλής μετά τους Περσικούς Πολέμους, αποσκοπώντας να πετύχει την πλήρη εκμετάλλευση των λιμανιών της πόλης και τη στροφή των Αθηναίων στη θάλασσα, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο το δημοκρατικό πολίτευμα, κατάφερε να πείσει την Εκκλησία του Δήμου- παρά τις αντιδράσεις των αριστοκρατών- να ολοκληρώσουν την οχύρωση στο λιμάνι του Πειραιά (η οποία είχε ξεκινήσει πριν την εκστρατεία των Περσών, όταν εκείνος ήταν επώνυμος άρχοντας), καθώς μέχρι τότε είχε δοθεί έμφαση στην οχύρωση του Φαλήρου, το οποίο όμως ούτε μεγάλο, ούτε τόσο κατάλληλο λιμάνι ήταν.28
Βέβαια ο Θεμιστοκλής δεν ήταν ο μοναδικός που ανέμενε μια νέα εκστρατεία των Περσών. Την ίδια πρόβλεψη είχε κάνει και ο Αριστείδης. Ωστόσο οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι είχαν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη για το πως θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Συγκεκριμένα ο Θεμιστοκλής, όπως προαναφέρθηκε, πίστευε ότι έπρεπε να χτυπήσουν τους Πέρσες στη θάλασσα, ενώ ο Αριστείδης, επηρεασμένος από τη νίκη στο Μαραθώνα, πίστευε ότι αυτό θα έπρεπε να γίνει στην ξηρά· γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο διαφώνησε με την ενίσχυση του αθηναϊκού στόλου. Εξάλλου ως συντηρητικός εύρισκε επικίνδυνη κάθε πολιτικο-κοινωνική αλλαγή και θεωρούσε ότι οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν με μιας να στραφούν στη θάλασσα, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν γεωργοί, ενώ οι έμποροι και οι ναυτικοί ήταν σαφώς λιγότεροι. Επιπλέον υποστήριζε ότι η οικονομική δυνατότητα της Αθήνας δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος της δημιουργίας της μεγάλης θαλάσσιας δύναμης που ο Θεμιστοκλής οραματιζόταν.29
Ένα σημαντικό ζήτημα που προβλημάτιζε επίσης τον Αριστείδη ήταν αυτό της στρατολόγησης του πληθυσμού· συγκεκριμένα θεωρούσε αδύνατο να στρατολογηθεί τόσο μεγάλος αριθμός πολιτών που πρότεινε ο Θεμιστοκλής για να επανδρώσει τον Αθηναϊκό στόλο. Η πολιτική αντιπαράθεσή τους έφτασε σε τέτοιο σημείο όξυνσης, που λέγεται ότι ο Αριστείδης πρότεινε στους Αθηναίους να γκρεμίσουν τον ίδιο και τον Θεμιστοκλή σε ένα βάραθρο αν ήθελαν να σωθούν.30 Βέβαια ο φιλόδοξος Θεμιστοκλής δεν μπορούσε να ανεχθεί κανένα εμπόδιο στα σχέδιά του. Έτσι, μετά το θάνατο του Μιλτιάδη (489 π.Χ.) και καθώς είχε την πλειοψηφία του λαού με το μέρος του, μεθόδευσε (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) τον εξοστρακισμό των πολιτικών του αντιπάλων, δηλαδή του Αλκμαιωνίδη Μεγακλή (486 π.Χ.), του Ξάνθιππο (484 π.Χ.) και τέλος του ίδιου του Αριστείδη (482 π.Χ.).31
Η καταλυτική συμβολή του Θεμιστοκλή στην εξέλιξη των γεγονότων πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Μετά το θάνατο του Δαρείου (486 π.Χ.) στον περσικό θρόνο ανέβηκε σε ηλικία 35 ετών ο Ξέρξης,32 ο οποίος είχε την επιθυμία να αναλάβει προσωπικά την υποταγή της Ευρώπης. Οι προετοιμασίες για τη νέα πολεμική αναμέτρηση διήρκεσαν τέσσερα χρόνια (484 π.Χ. – 481 π.Χ.), κατά τη διάρκεια των οποίων συγκεντρώθηκαν στρατεύματα από όλη την Αυτοκρατορία.33 Όπως σημειώνει ο Χ. Πελεκίδης, το «σχέδιο του Μεγάλου Βασιλέως ήταν σχετικά απλό: η συντριβή της κυρίως Ελλάδος με τον όγκο των περσικών δυνάμεων σε μία συνδυασμένη ενέργεια στρατού και στόλου. Ο στρατός του θα προχωρούσε σαν οδοστρωτήρας κατά μήκος των παραλιακών οδών, ενώ ο στόλος θα τον παρακολουθούσε, για να εμποδίζει πιθανές εχθρικές ενέργειες του ελληνικού στόλου, να εξασφαλίζει τον ανεφοδιασμό και να διενεργεί αποβάσεις στρατού πίσω από την κύρια αμυντική γραμμή των Ελλήνων».34
Κατά την έναρξη της εκστρατείας ο Ξέρξης θέλησε να αποφύγει το δύσκολο πλου του Άθω. Έτσι έδωσε διαταγή να κατασκευαστεί γέφυρα, με σκοπό την ασφαλή διαπεραίωση του αναρίθμητου στρατού του μέσω της ζεύξης της ασιατικής με την ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ωστόσο, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ξέσπασε καταιγίδα που κατέστρεψε τη γέφυρα. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Ξέρξη, ο οποίος διέταξε να μαστιγώσουν τον Ελλήσποντο (!) τριακόσιες φορές και να ρίξουν ένα ζευγάρι χειροπέδες στα ανοιχτά.35 Η ενέργεια αυτή του Ξέρξη θεωρήθηκε υβριστική· χαρακτηριστικά επί του προκειμένου σχολιάζει ο Σεφέρης:
«Ὁ Ξέρξης, μᾶς λέει ὁ παλιὸς μῦθος, νικήθηκε γιατί ἦταν ὑβριστής, γιατί ἔκαμε αὐτὴ τὴν ὑπέρογκη πράξη: μαστίγωσε τὴ θάλασσα. Γι’ αὐτὸ βρῆκε στὴ θάλασσα τὸν ὄλεθρό του.»36
Τελικά κατασκευάστηκαν με επιτυχία δύο νέες γέφυρες, πλωτές αυτή τη φορά, που αποτελούνταν από 360 και 314 πλοία αντίστοιχα37. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Κ. Π. Καβάφης στο ποίημά του «Ἡ ναυμαχία» (που αποτελεί «παρωδία χορικού από τους Πέρσες του Αισχύλου»38) με υπαινικτικό τρόπο (μέσω της λέξης «κουβανοῦμε») ειρωνεύεται τα –βάσει αποτελέσματος– μάταια «επιδεικτικά», όπως υπογραμμίζει ο Γ. Π. Σαββίδης, «κατορθώματα των τεχνικών του Ξέρξη: σύζευξη του Ελλησπόντου, γέφυρα του Στρυμόνα και διώρυγα στον Άθω»:39
«Τί ἐγυρεύαμεν ἐκεῖ στὴν Σαλαμῖνα
στόλους νὰ κουβανοῦμε καὶ νὰ ναυμαχοῦμε.» (στ. 5-6)40
Οι προθέσεις του Ξέρξη έγιναν φανερές όταν ένας απεσταλμένος του διερμηνέας μαζί με Πέρσες, έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε γη και ύδωρ.41 Ο Θεμιστοκλής πρότεινε στους Αθηναίους τη θανάτωσή του με την πρόφαση ότι τόλμησε να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα για βαρβαρική διαταγή. Επιπλέον τους συμβούλεψε να γράψουν στον κατάλογο των ατίμων τον Άρθμιο από τη Ζέλεια και τους απογόνους του, καθώς εκείνος ως απεσταλμένος των Περσών επιχείρησε να δωροδοκήσει ελληνικές πόλεις για να μηδίσουν. Εξάλλου ο Θεμιστοκλής την κρίσιμη στιγμή δεν δείλιασε, όπως οι περισσότεροι, αλλά αποφάσισε να βγει μπροστά. Έτσι, όταν οι περισσότεροι παραιτήθηκαν από τη στρατηγία φοβούμενοι τους Πέρσες, εκείνος έθεσε υποψηφιότητα να ηγηθεί για τη συλλογική άμυνα των ελληνικών πόλεων. Ωστόσο, όλα έδειχναν ότι την ψηφοφορία θα κέρδιζε ο Επικύδης, ένας φιλοχρήματος και πολύ φιλόδοξος δημαγωγός. Ο Θεμιστοκλής, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν επιζήμιο για την Αθήνα και όχι μόνο, αποφάσισε να εξαγοράσει τον Επικύδη κι έτσι πήρε εκείνος τη στρατηγία. 42
Το 481 π.Χ. διεξήχθη Συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου, στο οποίο συμμετείχαν δια των αντιπροσώπων τους οι πόλεις-κράτη που ήθελαν να αντιμετωπίσουν την περσική επίθεση, προκειμένου να σχεδιάσουν την κοινή αμυντική τους στάση. Όπως αναφέρει ο Χ. Πελεκίδης, η «πρώτη απόφαση, που πήρε το συνέδριο ύστερα από πρόταση του Θεμιστοκλ[ή] και του Χίλεου του Τεγεάτη, ήταν η γενική συμφιλίωση, η ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων· σαν πρώτο βήμα αποκαθιστούν φιλικές σχέσεις οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες. Κατόπιν, τριάντα μία ελληνικές πόλεις αποφασίζουν αμυντική συμμαχία εναντίον των Περσών».43 Στο Συνέδριο έστειλαν αντιπροσώπους και οι Θεσσαλοί, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια των υπόλοιπων πόλεων, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαστούν να μηδίσουν. Το αίτημα των Θεσσαλών έγινε δεκτό κι έτσι στρατοπέδευσαν στα Τέμπη περίπου δέκα χιλιάδες βαριά οπλισμένοι στρατιώτες μαζί με το ιππικό των Θεσσαλών. Στρατηγός των Λακεδαιμονίων ήταν ο Ευαίνετος, και των Αθηναίων ο Θεμιστοκλής. Ωστόσο μετά τις προειδοποιήσεις των Μακεδόνων για τη βέβαιη ήττα στα Τέμπη από τον ισχυρό περσικό στρατό και αφού πληροφορήθηκαν ότι υπάρχει κι άλλο πέρασμα για τη Θεσσαλία (από το οποίο όντως λίγο αργότερα εισέβαλε ο Ξέρξης), οι συμμαχικές πόλεις αποφάσισαν να αποσύρουν πίσω στον Ισθμό της Κορίνθου τον στρατό. Έτσι οι Θεσσαλοί, βλέποντας ότι έχουν εγκαταλειφθεί από όλους, μήδισαν αμαχητί, ανοίγοντας τον δρόμο στον Ξέρξη προς την κεντρική Ελλάδα. 44
Στον Ισθμό οι ελληνικές πόλεις πήραν κοινή απόφαση να φρουρήσουν τα στενά των Θερμοπύλων. Παράλληλα έστειλαν τον στόλο στο Αρτεμίσιο για να φυλάξει τα στενά και να ανακόψει την προέλαση του στόλου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 271 τριήρεις και 9 πεντηκοντόρους. Αναλυτικότερα παραχωρήθηκαν 127 τριήρεις από την Αθήνα (κατά ένα μέρος τα πλοία αυτά τα συμπλήρωσαν οι Πλαταιείς), 40 από την Κόρινθο, 20 από τα Μέγαρα, 18 από την Αίγινα, 12 από τη Σικυώνα, 10 από τη Σπάρτη, 8 από την Επίδαυρο, 7 από την Ερέτρια, 5 από την Τροιζήνα, 2 από τα Στύρα, 2 από την Κέα· επιπλέον οι Αθηναίοι προσέφεραν άλλες 20 τριήρεις που επανδρώθηκαν με πληρώματα από τη Χαλκίδα, ενώ διατέθηκαν 2 πεντηκοντόροι από την Κέα και 7 από τους Οπουντίους Λοκρούς.45
Τότε τέθηκε το ζήτημα της αρχηγίας. Οι Αθηναίοι, καθώς διέθεταν περισσότερα πλοία από όσα όλοι οι σύμμαχοι μαζί, θεώρησαν υποτιμητικό να τεθούν κάτω από τις διαταγές άλλων.46 Ωστόσο, οι υπόλοιπες πόλεις της συμμαχίας απείλησαν ότι αν ο ναύαρχος δεν είναι Λακεδαιμόνιος, θα διαλύσουν το στράτευμα.47 Τότε ο Θεμιστοκλής, παραμερίζοντας μπροστά στον κίνδυνο τις προσωπικές του φιλοδοξίες, παραχώρησε οικειοθελώς την αρχηγία στον Ευρυβιάδη, λέγοντας στους συμπολίτες του ότι αν διακριθούν στον πόλεμο κατά των Περσών, τότε όλες οι ελληνικές πόλεις θα τους παραχωρούν για πάντα στο μέλλον πρόθυμα την αρχηγία. Ο Πλούταρχος, που δεν διστάζει να ασκήσει συχνά σκληρή κριτική στον Θεμιστοκλή, αναφερόμενος στην ενέργειά του αυτή, εκφράζει τον θαυμασμό του, λέγοντας ότι γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεμιστοκλής θεωρείται ως ο βασικός συντελεστής της σωτηρίας της Ελλάδος και ταυτόχρονα της δόξας που κέρδισε η Αθήνα.48
Ωστόσο, ο Ευρυβιάδης, βλέποντας το τεράστιο μέγεθος του περσικού στόλου που είχε φτάσει στις Αφετές, πανικοβλήθηκε και θέλησε να αποσύρει εσπευσμένα τον ελληνικό στόλο πίσω στην Πελοπόννησο, όπου βρισκόταν το πεζικό.49 Τότε οι Ευβοείς τον παρακάλεσαν να παραμείνει εκεί ο στόλος μέχρι να μεταφέρουν τα παιδιά και τους σκλάβους τους σε ασφαλές έδαφος. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος αρνήθηκε και έτσι οι Ευβοείς, γνωρίζοντας ότι ο Θεμιστοκλής ήταν φιλοχρήματος, τον δωροδόκησαν με 30 τάλαντα με αντάλλαγμα για να φροντίσει ώστε τα ελληνικά πλοία να παραμείνουν στην ακτή της Εύβοιας και να ναυμαχήσουν στο Αρτεμίσιο. Ο Θεμιστοκλής τότε για να το πετύχει αυτό, κράτησε –χωρίς φυσικά να γίνει γνωστό– τα 21 τάλαντα για τον εαυτό και παράλληλα έδωσε:
- 5 τάλαντα στον Ευρυβιάδη, λέγοντάς του τάχα ότι του κάνει προσωπικό δώρο·
- 3 τάλαντα στον Αδείμαντο τον Κορίνθιο, συνοδευμένα με τον όρκο ότι θα του δώσει μεγαλύτερα δώρα από τον Ξέρξη·
- 1 τάλαντο στον τριήραρχο Αρχιτέλη, μαζί με ένα σημείωμα που περιλάμβανε την απειλή πως αν δεν ξοφλήσει τους μισθούς του πληρώματός του, θα πει σε όλους ότι χρηματίστηκε από τους Πέρσες.
Χάρη στις παρασκηνιακές αυτές ενέργειες του Θεμιστοκλή ο στόλος έμεινε στην Εύβοια και ναυμάχησε με τους Πέρσες στο Αρτεμίσιο.50
Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας στο Αρτεμίσιο, αν και ο Ευρυβιάδης είναι τυπικά ο ναύαρχος, ο Θεμιστοκλής ήταν ο πραγματικός ηγέτης και διοικητής του ελληνικού στόλου.51 Χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες, τα ελληνικά πλοία αποδείχθηκαν ένας σκληρός αντίπαλος για τον τεράστιο σε μέγεθος περσικό στόλο, προκαλώντας του σημαντικές απώλειες.52 Την τρίτη ημέρα της ναυμαχίας και ενώ το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο, ο Αθηναίος Αβρώνιχος με μια τριακοντόρο κατέφθασε στο Αρτεμίσιο φέρνοντας την είδηση της ήττας στις Θερμοπύλες και τον θάνατο του Λεωνίδα, καθώς και όλων των στρατιωτών (300 Σπαρτιατών, 700 Θεσπιέων και –χωρίς τη θέλησή τους– 400 Θηβαίων)53 που είχαν παραμείνει στα στενά, μετά από προδοσία του Εφιάλτη. Τότε ο ελληνικός στόλος αναχώρησε από την Εύβοια, με τα πλοία των Κορινθίων να προπορεύονται και των Αθηναίων τελευταία ως οπισθοφυλακή.54
Ο Θεμιστοκλής βέβαια δεν έμεινε άπραγος και κατά την αποχώρηση. Συγκεκριμένα, εκτελώντας ψυχολογικές επιχειρήσεις κατά του αντιπάλου, διέταξε τα ταχύτερα αθηναϊκά πλοία να σταματούν στα σημεία που υπήρχε πόσιμο νερό και να χαράζουν στους βράχους μηνύματα προς τους Ίωνες, με τα οποία αφενός τους υπενθύμιζαν ότι είχαν την ίδια καταγωγή με τους Αθηναίους και ότι για χάρη τους άρχισαν οι διενέξεις με τους Πέρσες, αφετέρου τους προέτρεπαν είτε να αυτομολήσουν στο ελληνικό στρατόπεδο, είτε να κρατήσουν ουδέτερη στάση (πείθοντας ταυτόχρονα και τους Κάρες να πράξουν το ίδιο), είτε στην επόμενη σύγκρουση να πολεμήσουν χωρίς ζήλο. Ο Θεμιστοκλής με αυτόν τρόπο φιλοδοξούσε να πετύχει, αν όχι τη λιποταξία ή την πολεμική τους ουδετερότητά, τουλάχιστον την εξαίρεσή τους από τις πολεμικές συγκρούσεις, εξαιτίας της πιθανής πρόκλησης δυσπιστίας των Περσών απέναντι τους.55
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο ελληνικός στόλος στη συνέχεια αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα, κάνοντας δεκτό το αίτημα των Αθηναίων, οι οποίοι ήθελαν να εκκενώσουν την πόλη τους πριν την έλευση των Περσών.56 «Μια επιγραφή όμως, που βρέθηκε το 1959 στην αρχαία Τροιζήνα με το ψήφισμα για την εκκένωση της Αθήνας, εμφανίζει μια διαφορετική κατάσταση. Η επιγραφή αυτή, η οποία σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, είναι αντίγραφο του 4ου αιώνα π.Χ. του ψηφίσματος της βουλής και του δήμου, αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι με εισήγηση του Θεμιστοκλή, αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της Αθήνας, πριν από τη ναυμαχία του Αρτεμισίου […]. Ο Θεμιστοκλής όμως δεν κατόρθωσε να πείσει όλους τους συμπολίτες του να εκκενώσουν την πόλη. Ο Πλούταρχος τον παρουσιάζει απογοητευμένο σε τέτοιο σημείο ώστε να επιζητήσει τη λύση με την εφαρμογή ενός τεχνάσματος».57 Συγκεκριμένα, αφού διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να πείσει ορισμένους με τη λογική, κατέφυγε στα τεχνητά θεϊκά σημάδια και στις προφητείες. Αρχικά, έβαλε τους ιερείς του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολή να διαδίδουν την εξαφάνιση του ιερού φιδιού που φώλιαζε στο ναό, γεγονός που έδειχνε ότι ήταν το ιερό σημάδι της Θεάς Αθηνάς για να δείξει ότι ή ίδια εγκατέλειψε την πόλη, ώστε να οδηγήσει τους Αθηναίους να στραφούν προς τη θάλασσα για να σωθούν.58 Στη συνέχεια, με δική του παραίνεση προσαρμόστηκε «ιδιοφυώς η ερμηνεία του χρησμού»,59 που οι Αθηναίοι είχαν ήδη προνοήσει να πάρουν από το μαντείο των Δελφών, «στα στάδια υλοποίησης του δικού του στρατηγικού σχεδίου (εκκένωση της πόλης και αναζήτηση της σωτηρίας στη ναυτική υπεροχή […])»,60 υποστηρίζοντας ότι αφενός τα «ξύλινα τείχη» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι ξύλινες τριήρεις της Αθήνας , αφετέρου η Σαλαμίνα χαρακτηρίζεται ως θεϊκή, γιατί το νησί αυτό μέλλεται να συνδεθεί με μία μεγάλη επιτυχία των Ελλήνων. Έτσι καταφέρνει να πείσει το μεγαλύτερο μέρος των συμπολιτών του να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά κυρίως στην Τροιζήνα, στη Σαλαμίνα και την Αίγινα.61 Ταυτόχρονα ο Θεμιστοκλής την κρίσιμη ώρα και μπροστά στο κοινό συμφέρον , έβαλε για άλλη μια φορά στην άκρη τον εγωισμό του. Έτσι βλέποντας από τη μια ότι οι Αθηναίοι επιθυμούσαν την επιστροφή του εξοστρακισμένου Αριστείδη και φοβούμενος από την άλλη μήπως εκείνος οργισμένος μηδίσει, κατέθεσε ψήφισμα –το οποίο αμέσως υπερψηφίστηκε– για την ανάκληση των εξόριστων.62 Έτσι ο Αριστείδης έλαβε μέρος τόσο στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας όσο και στη μάχη των Πλαταιών, όπου μάλιστα διακρίθηκε ως στρατηγός των Αθηναίων.63
Όταν οι Πέρσες έφτασαν στην Αθήνα, τη βρήκαν σχεδόν έρημη. Μόνο στην Ακρόπολη είχαν οχυρωθεί οι ιερείς του ναού, οι άποροι, ορισμένοι ηλικιωμένοι και όσοι διαφώνησαν με την ερμηνεία που ο Θεμιστοκλής έδωσε στο χρησμό της Πυθίας, εκλαμβάνοντας τη φράση «ξύλινα τείχη» με την κυριολεκτική τους σημασία. Αν και ολιγάριθμοι, οι εναπομείναντες Αθηναίοι αντιστάθηκαν γενναία. Οι Πέρσες αρχικά από τον Άρειο Πάγο, ρίχνοντας βέλη με φλεγόμενα στουπιά, πυρπόλησαν το ξύλινο τείχος της Ακρόπολης και στη συνέχεια μερικοί στρατιώτες τους κατόρθωσαν από ένα απόκρημνο σημείο να αναρριχηθούν στον ιερό βράχο. Εκεί έσφαξαν όλους τους Αθηναίους, έκλεψαν τους θησαυρούς του ναού της Αθηνάς και έκαψαν την Ακρόπολη.64 Βέβαια αρκετά από τα αρχαϊκά γλυπτά δεν καταστράφηκαν, καθώς οι Αθηναίοι τα είχαν θάψει στον αποθέτη των Περσών, ήτοι σε τάφρους στο χώρο της Ακρόπολης, όπου και έμειναν μέχρι την ανακάλυψή τους από την αρχαιολογική σκαπάνη τον 19ο αιώνα.65
Ενώ οι Πέρσες κατέστρεφαν την Αθήνα, στη Σαλαμίνα ο Ευρυβιάδης συγκάλεσε συμβούλιο και ζήτησε από τους αρχηγούς του στόλου να προτείνουν την καταλληλότερη κατά τη γνώμη τους τοποθεσία για τη διεξαγωγή της νέας ναυμαχίας με τους Πέρσες. Οι περισσότεροι τάχθηκαν υπέρ της μετακίνησης του στόλου στον Ισθμό της Κορίνθου, καθώς έτσι θα προστάτευαν την Πελοπόννησο· επιπλέον αν ηττούνταν στη Σαλαμίνα και πολιορκούνταν εκεί, δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει κανείς, ενώ αντίθετα αν συνέβαινε αυτό στον Ισθμό, θα μπορούσαν ευκολότερα να βρουν καταφύγιο.66 Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στο περσικό στρατόπεδο δεν υπήρχε απόλυτη ομοφωνία σχετικά με το μέρος διεξαγωγής της ναυμαχίας· συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Αρτεμισία εξέφρασε έντονα τη διαφωνία της στον Μαρδόνιο, τονίζοντάς του ότι τα στενά της Σαλαμίνας ήταν ακατάλληλος τόπος για ναυμαχία με τους Έλληνες.67 Βέβαια, στο ελληνικό στρατόπεδο οι αντιπαραθέσεις ήταν εντονότερες. Μάλιστα μόλις έφτασε στη Σαλαμίνα η είδηση περί της καταστροφής της Αθήνας, πολλοί έλληνες πανικόβλητοι επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και ετοιμάστηκαν να ανοίξουν πανιά, ενώ όσοι έμειναν στο συμβούλιο ψήφισαν υπέρ της διεξαγωγής της ναυμαχίας στον Ισθμό.68
«Εάν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να διατηρηθεί στη μνήμη των μεταγενεστέρων η δράση του Θεμιστοκλή, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την προσπάθειά του να παραμείνουν οι Έλληνες στα στενά της Σαλαμίνας και να δώσουν εκεί τον αγώνα εναντίον του περσικού στόλου. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος αποδίδει την ιδέα της διεξαγωγής της ναυμαχίας στον Μνησίφιλο […]. Ο Πλούταρχος […] στο δοκίμιο του Περὶ τῆς Ἡροδότου κακοηθείας θεωρεί το περιστατικό με τον Μνησίφιλο επινόημα του Ηροδότου για να πλήξει τον Θεμιστοκλή (Πλούτ. Ἠθικά 869d-f)».69 Με την άποψη ότι το εν λόγω περιστατικό δεν συνέβη στην πραγματικότητα συντάσσεται και η σύγχρονη έρευνα· συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι αποτελεί κατασκεύασμα των πολιτικών αντιπάλων του Θεμιστοκλή, οι οποίοι στόχευαν να τον μειώσουν αποδίδοντας την ιδέα σε ένα –κατά πάσα πιθανότητα– εκπρόσωπο των Αθηναίων προσφύγων.70
Ο Θεμιστοκλής σε κάθε περίπτωση εναντιώθηκε με σθένος στη μεταφορά του στόλου στον Ισθμό. Έτσι έπεισε τον Ευρυβιάδη να συγκαλέσει δεύτερο συμβούλιο.71 Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, εκείνος που εξαρχής διαφώνησε εντόνως με τον Θεμιστοκλή δεν ήταν ο Ευρυβιάδης, αλλά ο Αδείμαντος ο Κορίνθιος, ο οποίος τασσόταν υπέρ της μεταφοράς του στόλου στον Ισθμό.72 Μάλιστα προσπάθησε να του αφαιρέσει τον λόγο, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει δικαίωμα να μιλάει, μιας και δεν έχει πια πόλη· τότε ο Θεμιστοκλής απάντησε ότι οι Αθηναίοι έχουν την ισχυρότερη και μεγαλύτερη χώρα: τα πλοία τους «πόλις δ’ ἡμῖν ἔστι, μεγίστη τῶν Ἑλληνίδων, αἱ διακόσιαι τριήρεις»73, τα οποία υπερέχουν κατά πολύ σε αριθμό σε σχέση με εκείνα των υπόλοιπων συμμάχων, τους οποίους αν θελήσουν μπορούν να συντρίψουν.74 Ας σημειωθεί ότι εδώ ενσωματώνεται ένα –αν και πιθανότατα πλαστό– ιστορικά ανέκδοτο, που η κατάληξή του είναι διάσημη: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, πριν ο Ευρυβιάδης ενημερώσει τους υπόλοιπους αρχηγούς για τον λόγο που συγκάλεσε το νέο συμβούλιο, ο Θεμιστοκλής από την αγωνία του πήρε αμέσως τον λόγο· τότε ο Αδείμαντας τον ειρωνεύτηκε λέγοντάς του ότι στους αγώνες όποιος αθλητής ξεκινάει πριν δοθεί το σύνθημα μαστιγώνεται και εκείνος του απάντησε πως όσοι αργούν να ξεκινήσουν δεν κερδίζουν ποτέ έπαθλο.75 Ο Πλούταρχος, όμως, υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος διάλογος σημειώθηκε ανάμεσα στον Ευρυβιάδη και τον Θεμιστοκλή και πως η παραπάνω απάντηση του δεύτερου εξόργισε τον Λακεδαιμόνιο ναύαρχο, με αποτέλεσμα να σηκώσει το ραβδί του για να τον χτυπήσει· τότε ο Θεμιστοκλής του είπε: πάταξον μέν, ἄκουσον δε. Ο Ευρυβιάδης θαύμασε την ψυχραιμία του Θεμιστοκλή και του επέτρεψε να μιλήσει.76
Στο λόγο που εκφώνησε ο Θεμιστοκλής77 ανέσυρε «από τη φαρέτρα του όλες τις μεθόδους πειθούς: τη λογική και το συναίσθημα, τη συγκατάβαση αλλά και τις απειλές».78 Αναλυτικότερα, απευθυνόμενος σε β΄ ενικό πρόσωπο στον Ευρυβιάδη, έκανε σύγκριση των αντιτιθέμενων προτάσεων για το μέρος διεξαγωγής της ναυμαχίας. Αρχικά τον προειδοποίησε ότι στον Ισθμό-καθώς η σύγκρουση αναγκαστικά θα πραγματοποιείτο στην ανοικτή θάλασσα- ο ελληνικός στόλος θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση έναντι του περσικού, καθόσον διέθετε πολύ λιγότερα και πιο αργά πλοία. Επιπλέον του τόνισε ότι και σε περίπτωση νίκης των Ελλήνων στον Ισθμό, θα είχαν χαθεί ήδη η Σαλαμίνα, τα Μέγαρα και η Αίγινα- με το επιχείρημα αυτό και ειδικότερα με την έντονα συγκινησιακά φορτισμένη λέξη (σε β΄ ενικό) ἀπολέεις (8.60)- ήθελε να υπενθυμίσει στον Ευρυβιάδη ότι είναι ναύαρχος όλων των συμμαχικών πόλεων και έτσι να τον θέσει προ των ευθυνών του, λέγοντας του εμμέσως πλην σαφώς ότι είναι ανεπίτρεπτο να αφήσει αβοήθητα μέλη της συμμαχίας και να ρίξει το βάρος του αποκλειστικά στην Πελοπόννησο. Στο δεύτερο μέρος του λόγου του πρόβαλε τέσσερα πλεονεκτήματα του σχεδίου με τα δύο πρώτα και το τελευταίο να βρίσκονται στον αντίποδα των προαναφερθέντων μειονεκτημάτων:
- Η ναυμαχία θα διεξαχθεί σε στενό πέρασμα κι έτσι ο ελληνικός στόλος θα έχει πλεονέκτημα έναντι του περσικού.
- Θα σωθεί η Σαλαμίνα, στην οποία έχουν μεταφέρει πολλοί Αθηναίοι τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
- Το σημαντικότερο για τις συμμαχικές πόλεις της Πελοποννήσου είναι ότι όχι μόνο θα υπερασπιστούν τον τόπο τους εξίσου καλά στη Σαλαμίνα και στον Ισθμό, αλλά στην περίπτωση νίκης εκεί, οι Πέρσες θα τραπούν σε άτακτη φυγή και δεν θα προχωρήσουν κάτω από την Αττική· έτσι ο πόλεμος δεν θα χρειαστεί να μεταφερθεί στην Πελοπόννησο, η οποία θα μείνει στο απυρόβλητο.
- Θα σώζονταν, μαζί με τη Σαλαμίνα, τα Μέγαρα και η Αίγινα, όπου οι Έλληνες, σύμφωνα με τον χρησμό, θα κατάφερναν να νικήσουν τους εχθρούς τους.79
Κλείνοντας το λόγο του ο Θεμιστοκλής απείλησε ευθέως τον Ευρυβιάδη ότι αν ο στόλος αποχωρήσει από τη Σαλαμίνα, τότε οι Αθηναίοι θα επιβιβάσουν στα πλοία τις οικογένειές τους και θα φύγουν για την Ιταλία. Η απειλή αυτή έκανε τον Ευρυβιάδη να αλλάξει γνώμη, καθώς φοβήθηκε μήπως χάσει έναν από τους ισχυρότερους συμμάχους του.80 Ο Πλούταρχος παραδίδει ένα ιστορικό ανέκδοτο που συνέβαλε στο να πειστούν και οι υπόλοιποι σύμμαχοι για την παραμονή του στόλου στη Σαλαμίνα· συγκεκριμένα αναφέρει ότι ξαφνικά εμφανίστηκε μια κουκουβάγια, η οποία πέταξε στη δεξιά πλευρά των πλοίων και τελικά κάθισε στο κατάρτι του πλοίου του Θεμιστοκλή, την ώρα που εκείνος αγόρευε πάνω στο κατάστρωμα, γεγονός που ερμηνεύθηκε ως καλός οιωνός.81
Παρά, λοιπόν, την απόφαση που λήφθηκε στο συμβούλιο για τη διεξαγωγή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα, οι Πελοποννήσιοι όταν αντίκρισαν τον περσικό στόλο να πλησιάζει, δείλιασαν και θέλησαν εκ νέου να αποπλεύσουν για τον Ισθμό. Αφού, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι δεν μπορεί να κρατήσει πλέον τους συμμάχους να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα, κατέφυγε σε ένα δόλιο και αρκετά ριψοκίνδυνο σχέδιο: έστειλε έναν έμπιστο δούλο του, τον Σίκιννο, στον Ξέρξη, για να του πει ψευδώς ότι ο Θεμιστοκλής ελπίζει τον πόλεμο να κερδίσουν οι Πέρσες και γι’ αυτό το λόγο τον συμβουλεύει να μην αφήσει τους Έλληνες να διαφύγουν στον Ισθμό, αλλά να τους αποκλείσουν στα στενά της Σαλαμίνας, όπου και θα τους συντρίψουν εύκολα, καθώς λόγω των εσωτερικών διαφωνιών τους δεν θα αντισταθούν, ενώ ταυτόχρονα όσοι κρυφά υποστηρίζουν τους Πέρσες θα επιτεθούν στους υπόλοιπους συμμάχους τους. Ο Ξέρξης, θεωρώντας ότι έχει μπροστά του έναν νέο Εφιάλτη, έπεσε στην παγίδα και αμέσως με συντονισμένες ενέργειες κινήθηκε για να εγκλωβίσει τον ελληνικό στόλο στα στενά της Σαλαμίνας. Το σχέδιο παραπλάνησης του αντιπάλου είχε πετύχει, προδιαγράφοντας της εξέλιξη των πραγμάτων υπέρ των ελλήνων και του Θεμιστοκλή, ο οποίος (πολύ ορθά όπως αποδείχτηκε) επιζητούσε να δοθεί η Ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας, καθώς εκεί θα απομειώνονταν τα πλεονεκτήματα των περσών και θα εξαλείφονταν τα μειονεκτήματα των ελλήνων. Αν και το αποτελεσματικό αυτό τέχνασμα του Θεμιστοκλή παραδίδεται τόσο από τον Ηρόδοτο όσο και από μεταγενέστερους ιστοριογράφους και βιογράφους,82 οι σύγχρονοι ερευνητές διαφωνούν για το αν αυτό συνέβη στην πραγματικότητα.83
Οι διοικητές του ελληνικού στόλου, αγνοώντας τις προθέσεις του Ξέρξη, συνέχιζαν να διαφωνούν για τον τόπο που τελικά θα ναυμαχούσαν με τους Πέρσες. Τότε έφτασε από την Αίγινα ο Αριστείδης, ο οποίος μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο παραμέρισε την προσωπική του έχθρα με τον Θεμιστοκλή, τον οποίο μάλιστα ενημέρωσε ότι οι Πελοποννήσιοι μάταια επιδίωκαν να αποπλεύσουν για τον Ισθμό, καθώς οι Πέρσες τους είχαν ήδη περικυκλώσει. Ο Θεμιστοκλής του αποκάλυψε ότι εκείνος ήταν ο υπαίτιος για τις κινήσεις των Περσών και τον παρακίνησε να ενημερώσει τους υπόλοιπους για όσα είδε, καθώς κατευθυνόταν στη Σαλαμίνα. Πράγματι, εκείνος πήγε στο συμβούλιο και ενημέρωσε τους αρχηγούς· ωστόσο η καχυποψία ήταν τόσο μεγάλη στο ελληνικό στρατόπεδο, που πολλοί δεν πίστεψαν ούτε τον Αριστείδη τον επονομαζόμενο λόγω του ήθους του, «Δίκαιο».84 Τα λόγια, όμως, του Αριστείδη ήρθε να επιβεβαιώσει μια τριήρης από την Τήνο που αυτομόλησε στο ελληνικό στρατόπεδο. Η μαρτυρία αυτή εξάλειψε κάθε αμφιβολία κι έτσι όλοι αναγκαστικά άρχισαν να προετοιμάζονται για τη μεγάλη αναμέτρηση στα στενά της Σαλαμίνας.85
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ
Nepos, C. (1904), CorneliNepotisvitae, (κριτ. εκδ.: Winsted, E. O.), Oxford: Oxford University Press.
Αισχύλος (1955), Aeschyli: Septem Quae Supersunt Tragoediae (κριτ. εκδ.: Murray, G.), Oxford: Oxford University Press.
Διόδωρος Σικελιώτης (1935), Library of History (επιμ.: Oldfather, C. H.), Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press.
Ηρόδοτος, Herodoti Historiae (κριτ. έκδ.: Hude, C.), Oxford: Oxford University Press.
Θουκυδίδης, Thucydides Historiae (κριτ. έκδ.: Jones, H. S. – Powell, J. E.), Oxford: Oxford University Press.
Καβάφης, Κ. Π. (2013), Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923 (φιλ. επιμ.: Σαββίδης, Γ. Π.), Αθήνα: Ίκαρος.
Πλούταρχος (1920), Lives: Themistocles and Camillus. Aristides and Cato Major. Cimon and Lucullus (επιμ.: Perrin, B.), vol. 2, Loeb Classical Library, Cambridge: Harvard University Press.
Ρίτσος, Γ. (1998), Ποιήματα 1963-1972, τ. Ι΄, Αθήνα: Κέδρος.
Σεφέρης, Γ. (1985), Ποιήματα (φιλ. επιμ.: Σαββίδης, Γ. Π.), Αθήνα: Ίκαρος.
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ
Dover, K. J. (1989), Greek Homosexuality, Cambridge – Massachusetts: Harvard University Press.
Garland, (2018), Η Αθήνα στις φλόγες: Η περσική εισβολή στην Ελλάδα και η εκκένωση της Αττικής, Αθήνα: Ψυχογιός.
Green, P. (2004), Οι Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι, (μτφρ.: Αλαβάνου, Α., επιμ.: Παπαϊωάννου, Α.), Αθήνα: Τουρίκης.
Hanson, V. D. (2006), «A Stilborn West? Themistocles at Salamis, 480 BC», in Tetlock, P. E., – Parker, G. (eds), Unmaking the West: “What-If?” Scenarios That Rewrite World History, Michigan: University of Michigan Press, pp 47-89.
Hanson, V. D. (2014), «The strategic thought of Themistocles», in Murray, W. – Sinnreich, R. H. (eds.), Successful Strategies: Triumphing in War and Peace from Antiquity to the Present, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 17-37.
Holland, T. (2005), Persian Fire, The First World Empire and the Battle for the West, New York: Anchor Books.
Lindenlauf, A. (1997), «Der Perserschutt auf der Athener Akropolis», in Hoepfner, W. (ed.), Kult und Kultbauten auf der Akropolis, International Symposium, 7-9 July 1995, Berlin, Berlin: Archölogisches Seminar der Freien Universität Berlin, pp. 46-115.
Martin, H. (1961), «The Character of Plutarch’s Themistocles», TAPhA 92: 326-39.
Moles, J. (2002), «Herodotus and Athens», in Bakker, E. J. – de Jong, I. J. F. –Van Wees, H. (eds.), Brill’s Companion to Herodotus, Leiden: Brill, pp. 33-52.
Musnick, L. J. (2008), A historical commentary on Cornelius Nepos life of Themistocles, PhD Thesis, University of Cape Town.
Olmstead, A. T. (2002), Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας (επιμ. – μτφρ. Παππά, Ε.), Αθήνα: Οδυσσέας.
Pelling, C. (2006), «Speech and narrative in the Histories», in Dewald, C. –Marincol, J. (eds.), The Cambridge Companion to Herodotus, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 103-21.
Mossé, C. – Schnapp-Gourbeillon, A. (2012), Επίτομη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2000 – 31 π.Χ.) (μτφρ.: Στεφάνου, Λ.), Αθήνα: Παπαδήμας.
Munson, R. V. (2006), «An alternate world: Herodotus and Italy», in Dewald, C. –Marincol, J. (eds.), The Cambridge Companion to Herodotus, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 257-73.
Rankov, B. (2012), Trireme Olympias, the final report, Sea Trials 1992–4 Conference Papers 1998, Oxford: Oxford Books.
Rankov, B. (2017), «Ancient naval warfare, 700 BC –AD 600», in Whitby, M. – Sidebottom, H. (eds.), The encyclopedia of Ancient Battles, 1rstVolume, John Wiley & Sons, pp. 1-39.
Stadter, P. (2006), «Herodotus and the cities of mainland Greece», in Dewald, C. –Marincol, J. (eds.), The Cambridge Companion to Herodotus, Cambridge: Cambridge University Press, pp. 242-56.
Strauss, B. S. (2004), The Battle of Salamis: The Naval Encounter That Saved Greece – and Western Civilization, New York: Simon & Schuster
Καραγεωργίου, Τ. (2019), «Ηρόδοτος και Παλατινή Ανθολογία. Έμμετρα κείμενα – παρεμβολές στην ηροδότεια ιστορία», στο Μαστραπάς, Α. Ν. – Στεργιούλης, Μ. Μ. (επιμ.), Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων. Σεμινάριο 44: Ηρόδοτος ο πατέρας της Ιστορίας, Αθήνα: Κοράλλι, σσ. 88-94.
Καστρινάκη, Α. (2009), «Ελένη, κόρη του σκεπτικισμού (Ο Σεφέρης και το πρόβλημα του νεκρού αδελφού)», Κονδυλοφόρος 8: 111-29.
Μαστραπάς, Α. Ν. (2019), «Ο Θεμιστοκλής στο έργο του Ηροδότου», στο Μαστραπάς, Α. Ν. – Στεργιούλης, Μ. Μ. (επιμ.), Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων. Σεμινάριο 44: Ηρόδοτος ο πατέρας της Ιστορίας, Αθήνα: Κοράλλι, σσ. 67-78.
Παπαδόπουλος, Ν. (1961), Η ναυμαχία της Σαλαμίνας: Η αληθινή ιστορία της – Τα προηγηθέντα της μάχης και τα καθέκαστα, Αθήνα: Εστία.
Πελεκίδης, Χ. (1971), «Οι Μεγάλοι εθνικοί πόλεμοι: Από τον Μαραθώνα στις Θερμοπύλες στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σσ. 278-357.
Σαββίδης, Γ. Π. (2013), «Σημειώσεις του επιμελητή», στο Καβάφης, Κ. Π., Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923 (φιλ. επιμ.: Σαββίδης, Γ. Π.), Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 139-195.
1 Hanson (2001) 46-59.
2 Strauss (2004).
3 Για τον καθοριστικό ρόλο της νίκης στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας για την αναχαίτιση της περσικής προέλασης, βλ. Hanson (2006) 58-63.
4 Σεφέρης (1985) 263-5.
5 Βλ. ενδεικτικά: Καστρινάκη (2009) 113, 123-4.
6 Ρίτσος (1998) 59.
7 Αναλυτικά για τη στρατηγική του Θεμιστοκλή, βλ. Hanson (2014) 17-37.
8 Για το βίο του Θεμιστοκλή που έγραψε ο Κορνήλιος Νέπωτας, βλ. Musnick (2008), όπου περιλαμβάνεται και αναλυτικός από ιστορική σκοπιά σχολιασμός του (σελ. 11-150).
9 Cornelius Nepos, Themistocles, 4-5. Ακολουθώ την κριτική έκδοση του E. O. Winsted (1904). Για την άποψη της σύγχρονης έρευνας σχετικά με τον αν και κατά πόσο η νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον Θεμιστοκλή, βλ. Hanson (2006) 63 κ.ε.
10 Μετάφραση: Νίκος Καγκελάρης, υποψήφιος διδάκτωρ Φιλολογίας.
11 Αναλυτικά για τον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί ο Πλούταρχος το χαρακτήρα του Θεμιστοκλή, βλ. Martin (1961) 326-39.
12 Μαστραπάς (2019) 67.
13 Για τα ονόματα Θεμιστοκλής και Νεοκλής και τις σημασιολογικές συνδηλώσεις τους, βλ. Moles (2002) 44-5.
14 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 1. Όπως διευκρινίζει ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής, 1), το Κυνόσαργες ήταν το γυμναστήριο για τους μη γνήσιους Αθηναίους, βρισκόταν έξω από τις πύλες της πόλης και ήταν αφιερωμένο στον Ηρακλή, γιατί και εκείνος δεν ήταν γνήσιος θεός, αλλά είχε το στίγμα της θνητής μητέρας του.
15 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 1.
16 Για τους νεοπολίτες, βλ. Mossé – Schnapp-Gourbeillon (2012) 228.
17 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 2.
18 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 5.
19 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 5.
20 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 5.
21 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 2. Βέβαια το ιστορικό αυτό ανέκδοτο πιθανότατα να είναι πλαστό και να χρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο ως προσήμανση του εξοστρακισμού του Θεμιστοκλή από τους αγνώμονες συμπολίτες του.
22 Hanson (2014) 21.
23 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 3. Για την ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, βλ. Dover (1989).
24 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 3.
25 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 3.
26 Ηρόδοτος, 7.144, Θουκυδίδης 1.14.3, Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 4. Περισσότερα για την προσανατολισμένη στη ναυτική ισχύ στρατηγική του Θεμιστοκλή για την αντιμετώπιση των Περσών, βλ. Hanson (2014) 22.
27 Mossé – Schnapp-Gourbeillon (2012) 240.
28 Θουκυδίδης 1.93, Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 19, Cornelius Nepos, Themistocles, 6· βλ. επίσης Musnick (2008) 98-9.
29 Παπαδόπουλος (196) 15-9.
30 Παπαδόπουλος (1961) 22.
31 Mossé – Schnapp-Gourbeillon (2012) 239.
32 Olmstead (2002) 360.
33 Ηρόδοτος 7.19-20.
34 Πελεκίδης (1971) 315.
35 Ηρόδοτος 7.33-5.
36 Σεφέρης (1981) 257.
37 Ηρόδοτος 7.36.
38 Σαββίδης (2013) 170.
39 Σαββίδης (2013) 171.
40 Καβάφης (2013) 79.
41 Πλούταρχος,Θεμιστοκλής, 6.
42 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 6.
43 Πελεκίδης (1971) 316.
44 Ηρόδοτος 7.172-175.
45 Ηρόδοτος 8.1.
46 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 7.
47 Ηρόδοτος 8.2.
48 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 7.
49 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 7.
50 Ηρόδοτος 8.4-5, Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 7.
51 Διόδωρος, 11.12.
52 Ηρόδοτος 8.7-20.
53 Ηρόδοτος, 7.222· για τον αριθμό των στρατιωτών των Σπαρτιατών, των Θεσπιέων και των Θηβαίων, βλ. Ηρόδοτος, 7.202.
54 Ηρόδοτος 8. 21.
55 Ηρόδοτος 8.22. Άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι τέχνασμα αυτό του Θεμιστοκλή αποτελεί κατασκεύασμα του Ηροδότου και άλλοι παρατηρούν ότι ακόμα κι αν οι πληροφορίες του αρχαίου ιστορικού είναι αληθείς, υπάρχουν προβλήματα ως προς την αποτελεσματικότητα του τεχνάσματος, βλ. Μαστραπάς (2019) 70, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία.
56 Ηρόδοτος 8.40.
57 Μαστραπάς (2019) 70-1, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία.
58 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 10.
59 Καραγεωργίου (2019) 90.
60 Καραγεωργίου (2019) 90. Ολόκληρο το χρησμό έχει καταγράψει ο Ηρόδοτος (7.141). Ας σημειωθεί ότι ο χρησμός αυτός είναι ο δεύτερος που έδωσε η Πυθία στους αντιπροσώπους των Αθηναίων· ο αρχικός χρησμός ήταν δυσοίωνος κι έτσι οι Αθηναίοι παρακάλεσαν να γίνει ανασκευή του, βλ. Ηρόδοτος 7.140-1.
61 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 10. Βλ. και Ηρόδοτος 8.41.
62 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 10.
63 Cornelius Nepos, Aristides, 2.
64 Ηρόδοτος 8.52-3. Περισσότερα για την πυρπόληση της Αθήνας από τους Πέρσες, βλ. Garland (2018).
65 Βλ. ενδεικτικά: Lindenlauf (1997) 45–115.
66 Ηρόδοτος 8. 49.
67 Ηρόδοτος 8. 68.
68 Ηρόδοτος 8.56.
69 Μαστραπάς (2019) 71.
70 Garland (2018) 131.
71 Ο Garland (2018: 133) θεωρεί το περιεχόμενο των συζητήσεων στο συμβούλιο πλαστό, καθώς από τη μια δεν τηρούνταν πρακτικά και από την άλλη είναι αμφίβολα αν ζούσαν οι παραβρισκόμενοι σε αυτό όταν ξεκίνησε την έρευνά του ο Ηρόδοτος· έτσι υποστηρίζει ότι πιθανότατα η πηγή του Ηροδότου πρέπει να ήταν ευνοϊκά διακείμενη στον Θεμιστοκλή.
72 Ο Ηρόδοτος φαίνεται εδώ να αφηγείται το συμβάν από τη σκοπιά των Αθηναίων, μειώνοντας τους Κορίνθιους, βλ. Stadter (2006) 253.
73 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 11. Μετάφραση: «η πόλη μας είναι η μεγαλύτερη από τις ελληνικές, οι διακόσες τριήρεις» (μτφρ.: Νίκος Καγκελάρης, υποψήφιος διδάκτωρ Φιλολογίας).
74 Ηρόδοτος 8.61, Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 11.
75 Ηρόδοτος 8.59.
76 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 11.
77 Δεν είναι τυχαίο ότι παρατίθεται σε ευθύ λόγο, καθώς ο Ηρόδοτος επιλέγει τη συγκεκριμένη αφηγηματολογική τεχνική σε κρίσιμες ιστορικά στιγμές, βλ. Pelling (2006) 104.
78 Μαστραπάς (2019) 72.
79 Ηρόδοτος 8.60.
80 Ηρόδοτος 8.62-3. Για περαιτέρω σχολιασμό της εν λόγω απειλής, βλ. Moles (2002) 46, Munson (2006) 267-8.
81 Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 12.
82 Ηρόδοτος 8.75-6, Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 12, Διόδωρος 11.17, Cornelius Nepos, Themistocles, 6. Ας σημειωθεί επίσης ότι υπαινικτική αναφορά κάνει στο τέχνασμα αυτό και ο Αισχύλος στους Πέρσες (στ. 353 κ.ε.).
83 Green (2004) 315, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία.
84 Pelling (2006) 112.
85 Ηρόδοτος 8.78-83.