Η αναδιοργάνωση και η μάχη του Πολεμικού Ναυτικού στην εξορία εναντίον του Άξονα (1941 – 1944)

Το Πολεμικό Ναυτικό στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έπρεπε να αναδιοργανωθεί από την αρχή ως σύστημα. Ελάχιστα έγγραφα νομοθετικής ή διοικητικής φύσης είχαν παραληφθεί από το ΓΕΝ. Αυτά τα έγγραφα στάθηκε τις περισσότερες φορές αδύνατο να βρεθούν σε άλλες διοικητικές αρχές του Κράτους, όπως την πρεσβεία και τα προξενεία. Χρειάστηκε λοιπόν ή να αναζητηθούν από τις αντίστοιχες αρχές άλλων χωρών ή να εκδοθούν νέες διαταγές για να ευρύ φάσμα θεμάτων.

Παράλληλα τα ελληνικά πλοία είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής τους και έπρεπε γρήγορα ο Ελληνικός Στόλος να ενισχυθεί με νέα πλοία. Τέλος η Αλεξάνδρεια, αν και φαινόταν ασφαλές λιμάνι σε σχέση με άλλες εναλλακτικές, όπως αυτή της Μάλτας, δεν έπαυε να είναι εμπόλεμη ζώνη. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί ήταν συχνοί και το θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ συνέβαλε στην αντιμετώπισή τους με τα ισχυρά αντιαεροπορικά του όπλα.

Από την άλλη στην Αλεξάνδρεια υπήρχε ακμάζουσα ελληνική κοινότητα, πράγμα το οποίο ήταν ανακουφιστικό για τα στελέχη του Ναυτικού. Πρέπει να σκεφτόμαστε ότι η αιγυπτιώτικη ελληνική ομογένεια ήταν οικονομικά αναπτυγμένη, με επιχειρήσεις, σχολεία, εκκλησίες και ιδρύματα. Σε πολλές περιοχές η ελληνική γλώσσα ομιλούταν περισσότερο από τα αραβικά. Η ελληνική ομογένεια υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τους ήρωες από την Ελλάδα. Όλοι άνοιξαν τα σπίτια τους.Ταχύτατα όλοι μέχρι τον τελευταίο ναύτη βρήκε κάποιο σπίτι να τον «υιοθετήσει».

Στην αρχή το Υπουργείο των Ναυτικών με Υπουργό τον Υποναύαρχο Σακελλαρίου αλλά και το Αρχηγείο Στόλου με Αρχηγό τον Υποναύαρχο Ε. Καββαδία εγκαταστάθηκαν στο θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ. Στην συνέχεια, τον Ιούνιο το Υπουργείο εγκαταστάθηκε στο κτήριο του ελληνικού Λιμενικού Προξενείου και τέλος επί της οδού Σαάντ Ζαγκλούλ δίπλα στο Δημαρχείο της Αλεξάνδρειας. Τέλη Αυγούστου άφησε οριστικά το θωρηκτό και το Αρχηγείο Στόλου, το οποίο εγκαταστάθηκε στο κτήριο του ελληνικού Ναυτικού Ομίλου Αλεξάνδρειας.

Ο Ναυτικός Όμιλος Αλεξανδρείας, όπου εγκαταστάθηκε το Αρχηγείο Στόλου.

Οργανώθηκε η μισθοδοσία του προσωπικού, τα επιδόματα ειδικοτήτων, υπηρεσίας υποβρυχίων με γνώμονα την αντιμετώπιση των αναγκών της διαβίωσης στο εξωτερικό. Παράλληλα οργανώθηκαν οι οικονομικές υπηρεσίες, η επιμελητεία και ο έλεγχος των δαπανών του Πολεμικού Ναυτικού με προσωπικό που προέρχονταν από τους εγγράμματους άνδρες των πληρωμάτων των πλοίων ή από τους αιγυπτιώτες Έλληνες που κατετάγησαν ως εθελοντές. Το εγχείρημα της οικονομικής οργάνωσης του Ναυτικού γινόταν ακόμη πιο δύσκολο λόγω της έλλειψης οικονομικών Αξιωματικών διότι αυτοί, εκτός από αυτούς που ευρίσκονταν στα πλοία, δεν είχαν κατέλθει στην Αλεξάνδρεια. Στις 23 Ιουνίου του 1941 συνεστήθη η Υπηρεσία Ελέγχου του Υπουργείου Ναυτικών, η οποία ανέλαβε τον εφοδιασμό των πλοίων με χρήματα, την λογιστική κίνηση των χρημάτων, τον έλεγχο των δαπανών σε μισθούς, την τροφοδοσία του προσωπικού καθώς και την προμήθεια ιματισμού και υλικών επισκευών των πλοίων. Την 8η Δεκεμβρίου ιδρύθηκε η Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία του Ναυτικού με αποστολή τον χρηματικό εφοδιασμό των πλοίων και τον προέλεγχο των δαπανών τους. Τέλος τον Φεβρουάριο του 1942 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Επιμελητείας για τα κάθε είδους υλικά, ιματισμό και τρόφιμα.

Λόγω αντιπειθαρχικών κρουσμάτων που σημειώθηκαν στο Γεώργιος Αβέρωφ, στο Πάνθηρ και στο Ήφαιστος ενεργοποιήθηκε Ναυτοδικείο, όπως και Ναυτοφυλακή επί του επιτάκτου «Ιωνία». Από την άλλη η Υπηρεσία Διευθύνσεως Πληρωμάτων, η οποία στεγαζόταν και αυτή στο Ιωνία, πέτυχε υπό τον Πλοίαρχο Γολέμη την οργάνωση του κατωτέρου προσωπικού. Για να μην συγχρωτίζονται μάλιστα τα καλά πληρώματα με τα φθοροποιά, τον Δεκέμβριο του 1941 το Ναυτοδικείο και η Ναυτοφυλακή εγκαταστάθηκαν σε ένα νοικιασμένο από το Ναυτικό κτήριο στην Αλεξάνδρεια.

Το προσωπικό του Ναυτικού συνεχώς αυξάνεται. Το προσωπικό του κατά τον κατάπλου στην Αλεξάνδρεια αποτελείται από 200 Αξιωματικούς και 2500 περίπου Υπαξιωματικούς και Ναύτες. Την 1η Ιανουαρίου του 1942 η δύναμη του Ναυτικού ανήλθε στους 250 Αξιωματικούς και 3500 Υπαξιωματικούς και Ναύτες. Την 1η Μαϊου του 1942 η δύναμη ανήλθε στους 300 Αξιωματικούς και 4500 Υπαξιωματικούς και ναύτες και τέλος την 31η Δεκεμβρίου 1942 σε 350 Αξιωματικούς και 5500 Υπαξιωματικούς και Ναύτες .

Όσο αφορά στην υγειονομική υπηρεσία το Πολεμικό Ναυτικό έλαβε την αποκλειστική διαχείριση ενός παραρτήματος του Κοτσικείου Νοσοκομείου της ελληνικής κοινότητας στην Αλεξάνδρεια. Επιπρόσθετα ιδρύθηκε το Αναπαυτήριον Αλεξανδρείας, όπου αποστέλλονταν τα σε μακρά άδεια στελέχη του Στόλου, δεδομένου ότι δεν είχαν οικογένειες και συγγενείς να τους περιθάλψουν. Τέλος δημιουργήθηκε τάξη «εξαιρετικών προσόντων». Με αυτό το μέτρο δίνονταν προνόμια τιμητικής διάκρισης και παραπάνω μισθοδοσία σε όλους τους ικανούς και ηθικά άμεμπτους του κατώτερου προσωπικού.

Στις αρχές του 1942 αποφασίστηκε η συστηματική λειτουργία της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στο Γεώργιος Αβέρωφ. Τον Μάρτιο προκηρύχθηκαν στην Αλεξάνδρεια εισαγωγικές εξετάσεις. Υποψήφιοι ήταν νέοι που είχαν διαφύγει από την Ελλάδα. Πέρασαν πέντε, οι οποίοι μαζί με άλλους πέντε που είχαν στο μεταξύ συγκεντρωθεί στην Αλεξάνδρεια, ταξίδεψαν στην Βομβάη, όπου είχε καταπλεύσει το πλοίο και με άλλους τέσσερεις δοκίμους που εκπαιδεύονταν ήδη εκεί αποτέλεσαν τους μαθητές της Σχολής.

Η Σχολή άρχισε την λειτουργία της στις 17 Μαϊου του 1942 με 14 δοκίμους σε δύο τάξεις. Τριτοετείς ήταν η τάξη του 1939 και πρωτοετείς οι πέντε καινουργιοι. Τα διοικητικά και καθηγητικά καθήκοντα είχαν ανατεθεί σε αξιωματικούς του πλοίου. Η εκπαιδευτική περίοδος διήρκεσε πέντε μήνες και κατόπιν εξετάσεων οι δόκιμοι προβιβάστηκαν στην επόμενη τάξη. Η Σχολή στο Γεώργιος Αβέρωφ διέκοψε την λειτουργία της τον Οκτώβριο γιατί άρχισε να λειτουργεί η Σχολή στην Αλεξάνδρεια. Οι δόκιμοι αποβιβάστηκαν στο Σουέζ και παρουσιάστηκαν την 14η Νοεμβρίου στη νέα Σχολή.

Η οργάνωση και η διοίκηση της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στην Αλεξάνδρεια ανελήφθη από τον Πλοίαρχο Κωνσταντίνο Κοντογιάννη. Στεγαζόταν σε μία και στην συνέχεια δύο επαύλεις που είχαν νοικιαστεί στην οδό Μαλέκα Φαρίντα της περιοχής Ζιζίνια. Ένα γειτονικό οικόπεδο χρησιμοποιήθηκε ως γήπεδο αθλοπαιδιών. Τον Αύγουστο του 1942 προκηρύχθηκαν εξετάσεις για την κατάταξη 25 δοκίμων. Πέτυχαν 21, στους οποίους προσετέθηκαν πέντε μήνες αργότερα άλλοι 12 μετά από νέες εξετάσεις. Πέντε αγγλομαθείς εστάλησαν στη Βρετανική Ναυτική Σχολή. Εκεί, μετά από παρέμβαση του διαδόχου Παύλου, είχαν παραχωρηθεί ισάριθμες θέσεις για Έλληνες υποτρόφους.
Τον πρώτο χρόνο η Σχολή είχε 55 δοκίμους, οι οποίοι αποτελούνταν από τους δοκίμους της Σχολής του Γεώργιος Αβέρωφ, τους δοκίμους που είχαν διαφύγει από την Ελλάδα και τους νεοεισελθόντες. Το επιτελείο της αποτελούνταν από δέκα αξιωματικούς και το διδακτικό προσωπικό από οκτώ αξιωματικούς και έξι ιδίωτες καθηγητές. Φαίνεται ότι τα προβλήματα ξεπεράστηκαν γρήγορα. Ο Αρχηγός του Στόλου Υποναύαρχος Αλεξανδρής θα την χαρακτηρίσει «υποδειγματική ».

Στις 30 Ιουνίου του 1943 ολοκληρώθηκε το εκπαιδευτικό έτος και στις 10 Ιουλίου έγινε η ορκωμοσία των νέων σημαιοφόρων, 15 μαχίμων και 5 μηχανικών της τάξης του 1939. Ήταν οι πρώτοι απόφοιτοι της Σχολής ναυτικών Δοκίμων στην Αλεξάνδρεια. Από τις 15 Ιουλίου μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου οι δόκιμοι επιβιβάστηκαν στο Γεώγιος Αβέρωφ στο Πορτ Σάιδ για θερινή εκπαίδευση, η οποία περιελάμβανε πρακτικά μαθήματα και πλόες με αντιτορπιλικά που εκτελούσαν συνοδείες νηοπομπών στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάθε δευτεροετής συμπλήρωσε είκοσι ημέρες πλου. Παράλληλα έγιναν νέες εισαγωγικές εξετάσεις στην Αλεξάνδρεια, στις οποίες πέτυχαν άλλοι πέντε δόκιμοι, ενώ άλλοι πέντε αγγλομαθείς εστάλησαν στην Βρετανική Ναυτική Σχολή.
Η λειτουργία της Σχολής συνεχίστηκε απρόσκοπτα μέχρι το τέλος του Πολέμου. Μοναδική παραφωνία ήταν η κατάληψή της στις 4 Απριλίου του 1944 από στασιαστές στα πλαίσια της στάσης των πληρωμάτων του Πολεμικού Ναυτικού που είχε εκδηλωθεί την ίδια περίοδο. Την 21η Απριλίου οι στασιαστές παραδόθηκαν άνευ όρων. Πρέπει να αναφερθεί ότι στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων συγκεντρώθηκαν όλοι οι αξιωματικοί του Ναυτικού για να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες της σχεδιαζόμενης καταστολής της στάσης στα πλοία του Ναυτικού από άγημα εμβολής. Στο άγημα έλαβαν μέρος εθελοντικά 16 δόκιμοι εκ των οποίων ένας τραυματίστηκε σοβαρά από ριπή οπλοπολυβόλου.

Ναυτικοί Δόκιμοι και Αξιωματικοί στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στην Αλεξάνδρεια το 1944 (φωτ. αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού).

Όσο αφορά στην εκπαίδευση του προσωπικού, προέκυψε μεγάλο ζήτημα με την απόκτηση νέων πλοίων. Έπρεπε να μεταφραστεί ένα μεγάλο πλήθος αγγλικών εγχειριδίων, περιγραφών και οδηγιών, ενώ οι αγγλομαθείς που θα μπορούσαν να τα μεταφράσουν πολύ λίγοι. Ακόμη υπήρχε μεγάλο πρόβλημα με την συνεννόηση , η οποία είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στα χέρια βρετανικών ομάδων σηματωρών, ασυρματιστών και κρυπτογράφων, που επέβαιναν των ελληνικών πλοίων με αποτέλεσμα το ελληνικό προσωπικό να λησμονεί τα ελληνικά σήματα, χωρίς όμως παράλληλα να μαθαίνει τα βρετανικά, με τα οποία γινόταν η συνεννοήση μεταξύ των πλοίων . Για την λύση των παραπάνω ζητημάτων άρχισαν να αποστέλλονται εκ περιτροπής Υπαξιωματικοί σε ειδικά βρετανικά σχολεία στο βρετανικό προγυμναστήριο στην Αλεξάνδρεια HMS Canopus.

Μέχρι τέλους του 1943 πάνω από 600 υπαξιωματικοί και ναύτες είχαν περάσει από τα σχολεία αυτά. Παράλληλα ο αριθμός των νεοκατατασσομένων, οι οποίοι προέρχονταν από ανθρώπους που είχαν διαφύγει από την Ελλάδα αλλά περισσότερο από αυτούς που στρατολογούνταν στη Μ. Ανατολή, αυξανόταν συνεχώς. Για αυτόν τον σκοπό παραχωρήθηκε από τους Βρετανούς το στρατόπεδο Καμπρίτ, το οποίο είχε μετονομαστεί σε Β.Π. Ελλη. Επίπρόσθετα επειδή ανάμεσα στους πρόσφυγες από την Ελλάδα υπήρχαν και αρκετοί παίδες, ως επί το πλείστον ορφανοί, οι οποίοι συστεγάζονταν με τους ναύτες, εκπαιδευόμενοι ως ναυτόπαιδες σε μη ανάλογες συνθήκες, ελήφθη η απόφαση να συσταθεί Σχολή Ναυτοπαίδων σε πιο κατάλληλη θέση. Με την βοήθεια των Ελλήνων ομογενών στην Αλεξάνδρεια βρέθηκε θέση σε οίκημα μακριά από το κέντρο της πόλης και με εκτεταμένο γήπεδο. Η διοίκηση της ανατέθηκε στο Αντιπλοίαρχο Α. Τριανταφυλλίδη . Τέλος οι σχολές ειδικεύσεως των κληρωτών και των νεοκατατασσομένων εγκαταστάθηκαν επί του Γεώργιος Αβέρωφ που ήταν τότε αγκυροβολημένο στο Πορτ Σάϊδ.

Ο Ελληνικός Στόλος κατά τον κατάπλου του στην Αλεξάνδρεια ευρισκόταν σε οικτρή κατάσταση όσο αφορά το υλικό. Σχεδόν όλα τα μάχιμα πλοία ήταν παλαιά και καταπονημένα. Ως εκ τούτου ήταν αναγκαία η άμεση επισκευή τους. Σε συνεργασία με τους Βρετανούς αποφασίστηκε, αφού δεν ήταν δυνατή η επισκευή των πλοίων στην Αίγυπτο λόγω της ανεπάρκειας δεξαμενών αλλά και τεχνιτών, τα ελληνικά αντιτορπιλικά να πλεύσουν εκ περιτροπής στην Ινδία για μετασκευή και επισκευές, ενώ για τα υποβρύχια και τα μικρότερα πλοία να χρησιμοποιηθεί το λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας Πορτ Σουδάν. Σε αυτό το λιμάνι θα κατέπλεαν το Γεώργιος Αβέρωφ και το Ήφαιστος, το μεν πρώτο για να μην εκτίθεται άσκοπα στους εχθρικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, ενώ το δεύτερο για να συμβάλει στην επισκευή των υποβρυχίων και των τορπιλοβόλων. Παράλληλα το Γεώργιος Αβέρωφ θα συμμετείχε σε συνοδείες στον Ινδικό Ωκεανό.

Στα ελληνικά αντιτορπιλικά στην Καλκούτα ή στην Βομβάη θα γινόταν εγκατάσταση ανθυποβρυχιακών συσκευών, αφαίρεση ενός ή δύο (για τα τύπου Πάνθηρ) πυροβόλων και μιας ομάδος τορπιλοσωλήνων, εγκατάσταση ενός Α/Α πυροβόλου των 3΄΄ (εκτός πλοίων τύπου Πάνθηρ), δύο πολυβόλων Oerlicon, δύο βομβιδοβόλων και τριών στο σύνολο αφετήρων με φορτίο 30 – 50 βομβών επί του καταστρώματος αναλόγως του τύπου του πλοίου.

Τα ελληνικά υποβρύχια ήταν σε κακή κατάσταση. Τα Κατσώνης και Παπανικολής είχαν ανάγκη μακράς γενικής επισκευής και ιδίως για το πρώτο γίνονταν σκέψεις περί παροπλισμού του. Τα Νηρεύς και Τρίτων είχαν καταπονηθεί μεν αλλά με επισκευές και δεξαμενισμούς θα μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν. Το Γλαύκος τέλος είχε αποπλεύσει βεβιασμένα από την Ελλάδα και είχε υποστεί στον μέχρι Αλεξάνδρεια πλου σοβαρές βλάβες. Για αυτόν τον λόγο τα υποβρύχια εξετέλεσαν ασκήσεις στην Αλεξάνδρεια.

Παρ’ όλες τις αντιξοότητες κυβερνήτες και πληρώματα δεν το έβαλαν κάτω και ωθώντας τα παλαιά τους πλοία στα όρια κατόρθωσαν το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να γίνει ο πολυτιμότερος σύμμαχος των Βρετανών. Τα ελληνικά υποβρύχια με τις συνεχείς τους περιπολίες δημιουργούσαν σοβαρά πλήγματα στον εχθρό, ενώ τα ελληνικά αντιτορπιλικά προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην συνοδεία νηοπομπών κυρίως στην Μεσόγειο αλλά και σε όλες τις θάλασσες του κόσμου – το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό κατέστη παγκόσμιο. Ήταν μάλιστα τέτοια η εκτίμηση και ο θαυμασμός των Συμμάχων που από το 1942 δίνουν πλοία επιφανείας και υποβρύχια επί δανεισμώ στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό  ούτως ώστε αυτό να διατηρήσει την επιχειρησιακή του δράση σε υψηλά επίπεδα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού μαθαίνουν και εθίζονται στην χρήση νέων μηχανημάτων. Μετά το τέλος του πολέμου το Πολεμικό Ναυτικό θα βγει ισχυρότερο και εκσυγχρονισμένο.

Μέρος του πληρώματος του Γεώργιος Αβέρωφ επί του καταστρώματος. Στην μέση ο αρχιμανδρίτης του Στόλου Δ. Παπανικολόπουλος (φωτ.αρχείο Θ/Κ Αβέρωφ).

Οι μεγαλύτεροι φόροι αίματος του Πολεμικού Ναυτικού στον αγώνα του στην εξορία

Υποβρύχιο Γλαύκος

Το ελληνικό υποβρύχιο ευρισκόταν στην Μάλτα για επισκευή, όταν, στις 27 Φεβρουαρίου του 1942, κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού βρήκαν τον θάνατο ο κυβερνήτης του Πλωτάρχης Β. Αρσλάνογλου και ο Ανθυποπλοίαρχος, Ι. Κωστάκος, οι οποίοι ευρίσκονταν στις αποβάθρες του ναυστάθμου έξω από το καταφύγιο. Ο ελαφρά τραυματισμένος ύπαρχος Υποπλοίαρχος Δανιόλος ανέλαβε κυβερνήτης του υποβρυχίου. Οι απώλειες των βρετανικών πλοίων λόγω των συνεχόμενων βομβαρδισμών ήταν μεγάλες.

Μέχρι την 4η Απριλίου, το Γλαῦκος είχε διαφύγει τον κίνδυνο και ενώ ο κυβερνήτης, Υποπλοίαρχος Δανιόλος ανέμενε τα αποτελέσματα δοκιμών στους κινητήρες για να αποπλεύσει το ταχύτερο δυνατόν. Εκείνη όμως την ημέρα, κατά τις 11:30’, γερμανικά αεροσκάφη έβαλαν βόμβες κατά του ελληνικού υποβρυχίου. Τρεις έπεσαν πάνω στο σκάφος, το οποίο βυθίστηκε μέσα σε δύο λεπτά. Δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα καθώς το προσωπικό είχε διαταχθεί να αποσυρθεί στο πλησίον καταφύγιο μετά την αεροπορική επίθεση του πρώτου κύματος.

Το υποβρύχιο Γλαύκος (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)
Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου Γλαύκος Βασίλειος Αρσλάνογλου (Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)

Το ηρωικό τέλος του υποβρυχίου Τρίτων

Στα τέλη του 1942, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ιθα έχανε άλλο ένα υποβρύχιο, το Τρίτων, το οποίο έπεσε ηρωικά μετά από μάχη με γερμανικό καταδιωκτικό. Το υποβρύχιο με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Κοντογιάννη απέπλευσε από το Πορτ Σάιδ το μεσημέρι της 10ης  Νοεμβρίου για περιπολία στο Αιγαίο και συγχρόνως την αποβίβαση πέντε Ελλήνων πρακτόρων και υλικού στην νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας. Στις 16/11, ενώ ευρισκόταν στο στενό του Καφηρέως,  επικρατούσε έντονος κυματισμός. Για το λόγο αυτό και ο κυβερνήτης αποφάσισε να αναβάλει την αποβίβαση και να συνεχίσει την περιπολία του. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, κατά τις 16:00’, ο κυβερνήτης του  εντοπίζει νηοπομπή αποτελούμενη από ένα πετρελαιοφόρο, ένα φορτηγό 9.000 τόνων, συνοδευόμενα από ένα αντιτορπιλικό καθώς και δύο ανθυποβρυχιακά καταδιωκτικά. Σύμφωνα με την έκθεση του κυβερνήτη του γερμανικού ανθυποβρυχιακού καταδιωκτικού  που βύθισε το Τρίτων αυτά ήταν το πετρελαιοφόρο Cereno, το ατμόπλοιο Alba Julia, το αντιτορπιλικό Hermes (το κάποτε ελληνικό αντιτορπιλικό Β. Γεώργιος, το οποίο το είχαν καταλάβει οι Γερμανοί)  καθώς και τα ανθυποβρυχιακά καταδιωκτικά 2101 και 2102.

Το ελληνικό υποβρύχιο κατά τις 16:30’, έβαλε κατά του τελευταίου πλοίου της νηοπομπής μία τορπίλη από απόσταση 5.500 μέτρων. Ο Έλληνας κυβερνήτης αναφέρει ότι αυτή έπληξε το φορτηγό Alba Julia αλλά η έκθεση του κυβερνήτη του γερμανικού καταδιωκτικού 2102 δεν αναφέρει κάτι σχετικό. Από εκεί και πέρα αρχίζει η απηνής δίωξη του ελληνικού υποβρυχίου από ένα από τα 2 το γερμανικά ανθυποβρυχιακάπου κράτησε πεντέμιση ολόκληρες ώρες κατά τις οποίες ερίφθησαν κατά του ελληνικού υποβρυχίου 49 συνολικά βόμβες βυθού. Μετά την τέταρτη ή πέμπτη  επίθεση του γερμανικού ανθυποβρυχιακού, το Τρίτων ανέβηκε σε περισκοπικό βάθος και με τον διώκτη του στα 400 μέτρα ερχόμενο με ορμή έβαλε εναντίον του τορπίλη την οποία το γερμανικό πλοίο απέφυγε. Οι αλλεπάληλες επιθέσεις είχαν προκαλέσει στο ελληνικό υποβρύχιο σοβαρές και καίριες ζημιές με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον δυνατότητα χειρισμού. Ανάμεσα σε άλλα αχρηστεύθηκαν τα πηδάλια βάθους και διευθύνσεως, τα βαθύμετρα, οι αντλίες, η γυροσκοπική πυξίδα και χαλάρωσαν οι σφιγκτήρες των καθόδων.

Στις 21:00 το Τρίτων ανήλθε σε περισκοπικό βάθος με σκοπό να προσανατολιστεί, καθώς χωρίς πυξίδα είχε χάσει το ακριβές στίγμα του. Την στιγμή αυτή αντελήφθη το ανθυποβρυχιακό να κατευθύνεται εναντίον του με μεγάλη ταχύτητα. Καταδύθηκε τότε και πάλι σε βάθος 30 μέτρων όπου δέχτηκε μια ακόμα επίθεση με 9 βόμβες βυθού. Από την επίθεση αυτή αχρηστεύθηκε ο δεξιός κινητήρας του υποβρυχίου, κατέπεσε ο άξονας της αριστερής μηχανής, έσπασαν οι κοχλίες στήριξης των μηχανών, σφηνώθηκαν τα πρυμναία πηδάλια βάθους και άρχισε να εκλύεται χλώριο από τις βρεγμένες συστοιχίες. Για τον κυβερνήτη του Τρίτων στην δυσμενή αυτή θέση υπήρχαν δυο επιλογές: να αναδυθεί και να παραδοθεί ειρηνικά ή να αναδυθεί και να πολεμήσει. Προτίμησε την δεύτερη. Με τη βολή όμως της τορπίλης και με τις ζημιές στο υλικό που είχαν προέλθει από τις προηγούμενες επιθέσεις, το υποβρύχιο ανέβηκε ακυβέρνητο στα 8 μέτρα με αποτέλεσμα να βάλλεται από το πυροβόλο του γερμανικού καταδιωκτικού. Στις 22.00 το ελληνικό υποβρύχιο αναδύθηκε για να αντιμετωπίσει με το πυροβόλο το γερμανικό πλοίο. Ο ίδιος ο κυβερνήτης πήδηξε έξω από τον πυργίσκο και με το περίστροφο στα χέρια άρχισε να βάλει κατά του εχθρικού πλοίου που στο μεταξύ σάρωνε το υποβρύχιο με τα πυροβόλα του. Στη συνέχεια, αφού άδειασε το περίστροφό του ο κυβερνήτης προσπάθησε να πηδήξει προς το πυροβόλο. το οποίο  Τότε το γερμανικό καταδιωκτικό εμβόλισε το Τρίτων με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης να εκτιναχθεί στην θάλασσα. Εν τω μεταξύ, η ομοχειρία του πυροβόλου υπό τον Ανθυποπλοίαρχο Άννινο προσπάθησε να το ενεργοποιήσει το πυροβόλο  αλλά λόγω του καταιγιστικού εχθρικού πυρός από το γερμανικό καταδιωκτικό, οι περισσότεροι πέφτουν νεκροί. Την ίδια τύχη είχαν και τα μέλη του πληρώματος που προσπάθησαν να ανέβουν στο κατάστρωμα.

Επειδή το υποβρύχιο δεν σταμάτησε τα πυρά, το γερμανικό καταδιωκτικό το εμβόλισε και δεύτερη φορά. Πάνω στο Τρίτων πολλοί από του πληρώματος έβαλλαν με πολυβόλα και φορητά όπλα κατά του εχθρού, ενώ άλλοι ευρίσκονταν στην θάλασσα. Παράλληλα, ο κυβερνήτης κολυμπώντας προσπαθούσε να ανέβει στο υποβρύχιο για να ανοίξει τα εξαεριστικά του υποβρυχίου για να το βυθίσει πιο γρήγορα. Ο Υποπλοίαρχος Σολιώτης, ο οποίος είχε παραμείνει μέσα στο υποβρύχιο εκτέλεσε τους αναγκαίους χειρισμούς ώστε να επιταχύνει την βύθιση του υποβρυχίου. Όταν ολοκλήρωσε τις διαδικασίες ανέβηκε τελευταίος στο κατάστρωμα και με το περίστροφο στα χέρια έπεσε στην θάλασσα. Ενώ κολυμπούσε, είδε ένα δίοπο τραυματία στα κύματα, στον οποίο παραχώρησε το σωσίβιό του και λίγο πιο πέρα άλλον ένα τραυματία, τον Υποκελευστή Δ. Κακανδρή. Ο Σολιώτης τότε παραιτήθηκε από οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής. Βοήθησε τον τραυματία, που είχε με το κομμένο πόδι κρατηθεί στην επιφάνεια και τον οδήγησε προς την γερμανική λέμβο που περισυνέλεγε τους ναυαγούς. Το υποβρύχιο στο μεταξύ βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του τις σωρούς των νεκρών του. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να ανεύρουν επί του ελληνικού υποβρυχίου ούτε ένα μυστικό έγγραφο.

Από το πλήρωμα του Τρίτων απωλέσθησαν  συνολικά 19  μεταξύ των οποίων ο Πλωτάρχης Αντ. Δανιόλος, ο Υποπλοίαρχος Κ. Άννινος και ο Ανθυποπλοίαρχος Β. Σταράκης. Σκοτώθηκαν επίσης ο Ανθυπίλαρχος Γ. Παπανικολάου και ο ιδιώτης Α. Αθανασόπουλος, που ανήκαν στην ομάδα που θα αποβιβαζόταν στην Εύβοια, όπως επίσης και δύο Άγγλοι, ο Ανθυποπλοίαρχος Κάρτερ και ο Υποκελευστής τηλεγραφητής Κολ. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης 30 άτομα, μεταξύ αυτών και ο κυβερνήτης Κοντογιάννης, και ο Υποπλοίαρχος Σολιώτης καθώς και, ο  Ανθυπίλαρχος Σ. Πετρόπουλος και ο Λοχίας Β. Τζαβάρας, που ανήκαν στο προς αποβίβαση τμήμα. Τέλος, κατάφεραν να διαφύγουν ο Αρχικελευστής Μαρουλάς και ο Δίοπος Δ. Παπαδημητρίου, οι οποίοι κατάφεραν να φθάσουν κάτω από το χωριό Θυμιανή, όπου και περισυνελέγησαν από τους κατοίκους. Στην συνέχεια διέφυγαν στην Μ. Ανατολή για να συνεχίσουν τον αγώνα.

Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου Τρίτων Επαμεινώνδας Κοντογιάννης
Η επιστροφή της πολεμικής σημαίας του υποβρυχίου Τρίτων. Παρέμεινε στα χέρια του κυβερνήτη του «2102», Πλωτάρχη Κλάινερ ως ενθύμιο ως τις 20 Σεπτεμβρίου 1972, όταν την παρέδωσε στον Πλωτάρχη Ι. Μανιάτη στο Κίελο της Γερμανίας, όπου ο τελευταίος είχε πάει να παραλάβει το νέο (τότε) υποβρύχιο Τρίτων II, που ναυπηγήθηκε εκεί κατά παραγγελία της Ελλάδας από τη σύμμαχη πλέον Δ. Γερμανία. Η σημαία αυτή συντηρήθηκε από την Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού σε συνεργασία με τα ΑΤΕΙ Ιονίων Νήσων και τώρα ευρίσκεται στο γραφείο του Διοικητού Υποβρυχίων.

Το ηρωικό τέλος του υποβρυχίου Κατσώνης

Σύμφωνα με την αναφορά του υπάρχου του Κατσώνης(κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Λάσκος), Η. Τσουκαλά, το υποβρύχιο απέπλευσε από την Βηρυτό το απόγευμα της 5/9/1943 για το βορειοδυτικό Αιγαίο. Αμέσως παρουσιάστηκαν πολλές βλάβες στο γηραιό υλικό του, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν μετά από επίπονη προσπάθεια του πληρώματος. Ο αριστερός ηλεκτροκινητήρας, αν και προσωρινώς έδειξε κάποια βελτίωση στη συνέχεια, παρουσίασε και πάλι κακή μόνωση, με αποτέλεσμα η περιπολία να συνεχιστεί με έναν κινητήρα.

Λόγω των καθυστερήσεων, το υποβρύχιο αποβίβασε τον συνταγματάρχη Φραδέλο στο προκαθορισμένο σημείο των νοτιοανατολικών ακτών της Εύβοιας 24 ώρες αργότερα. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, απομακρύνθηκε και κατά το μεσονύκτιο συνάντησε ανοικτά της Σκύρου δύο μικρά ιστιοφόρα. Με βολές πυροβόλου, το Κατσώνης τα ανάγκασε να κρατήσουν. Τα πληρώματα έδωσαν τις εξής πληροφορίες: πρώτο·στο ορμίσκο της Σκιάθου λιμενιζόταν την νύχτα γερμανικό ναρκαλιευτικό εκτοπίσματος 1.000 τόνων και δεύτερο· από τον λιμένα Θεσσαλονίκης επρόκειτο να αποπλεύσει το μεγάλο γαλλικό μεταγωγικό Simfra, επιτεταγμένο από τους Γερμανούς.

Αν και στις 4 το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου έλήφθη διαταγή για αλλαγή της περιπολίας, να πλεύσει δηλαδή βόρεια της Ικαρίας για την παρεμπόδιση αποστολής γερμανικών ενισχύσεων στην Σάμο μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, ο κυβερνήτης Βασίλειος Λασκος αποφάσισε να παραμείνει σε περιπολία στο βόρειο άκρο της Σκιάθου αναμένοντας το Simfra. Όλη η 14η /9 αναλώθηκε σε άκαρπη περιπολία. Κατά το μεσημέρι φάνηκαν επιπλέουσες δύο νάρκες που είχαν αποσπασθεί από συμμαχικό ναρκοπέδιο, το οποίο απέφυγε το υποβρύχιο. Κατά τις 19:30’, το Κατσώνης σταμάτησε ιστιοφόρο από το οποίο έλαβε την πληροφορία ότι ο καπνός που φαινόταν στον ορίζοντα προερχόταν από μεγάλο μεταγωγικό που ερχόταν από την Θεσσαλονίκη.

Κατά τη διάρκεια της κατάδυσης όμως, παρουσιάστηκε βλάβη και στον δεξιό ηλεκτροκινητήρα προερχόμενη από εμπλοκή των χειριστικών μοχλών. Για αυτό αποφασίστηκε, μετά από πρόχειρη επισκευή του δεξιού ηλεκτροκινητήρα, να χρησιμοποιηθεί χωρίς περιορισμό ο αριστερός ηλεκτροκινητήρας. Ήταν 8 το βράδυ και από το περισκόπιο δεν φαινόταν τίποτα και διενήργησε ανάδυση πλέοντας ολοταχώς εν επιφανεία και με τις δύο μηχανές εναντίον των εχθρών, ενώ η ομοχειρία πυροβόλου κατέλαβε την θέση της. Ενώ το υποβρύχιο ευρισκόταν σε απόσταση 2.000 μέτρων από το εχθρικό πλοίο, αυτό εξέπεμψε σήμα αναγνωρίσεως. Δεν ήταν το αναμενόμενο εμπορικό αλλά γερμανική κορβέτα. Διετάχθη άμεσα ταχεία βύθιση σε περισκοπικό βάθος, ενώ ο κυβερνήτης έσπευσε να ζητήσει πληροφορίες για την θέση του κοντινού ναρκοπεδίου. Είχε ήδη νυχτώσει και το έντονο σεληνόφως δεν επέτρεπε περισκοπική παρατήρηση.

Η γερμανική κορβέτα εκτοπίσματος 1.000 τόνων υπό τον υποπλοίαρχο Friedrich Vollheim πλησίασε κι έβαλε πάνω από το υποβρύχιο τρεις δέσμες βομβών με ελάχιστη χρονική διαφορά μεταξύ τους. Οι βόμβες εξαρράγησαν δίπλα στο υποβρύχιο προκαλώντας μεγάλες ζημιές. Τότε ο κυβερνήτης διέταξε γενική δίωξη και ανάδυση. Το υποβρύχιο ανέβηκε κανονικά στην επιφάνεια αλλά το άνοιγμα της καθόδου του πυργίσκου παρουσίασε εμπλοκή και χρειάστηκε η χρήση σιδηρού μοχλού για να κατορθώσουν να ανέβουν στη γέφυρα ο κυβερνήτης, οι αξιωματικοί και η ομοχειρία. Οι άνδρες του υποβρυχίου με το πυροβόλο άρχισαν να βάλουν επιτυχώς κατά της κορβέτας, ενώ οι Γερμανοί, αφού στην αρχή σάστισαν από το ελληνικό θάρρος, ανταπέδωσαν με σφοδρό πυρ κατά του υποβρυχίου. Πληγώθηκε βαριά ο υποκελευστής Χαρίδης καθώς και ο σημαιοφόρος Λαμπρινούδης, ο οποίος ήταν εγγονός του Παύλου Κουντουριώτη. Ο σκοπευτής του πυροβόλου κελευστής Στάμου θερίστηκε και τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ στο πυροβόλο έσπευσε και ο ίδιος ο κυβερνήτης. Ένα εχθρικό βλήμα σκοτώσε τον ηρωικό κυβερνήτη, ενώ έπεσε και ο υποπλοίαρχος Τρουπάκης.

Ο ύπαρχος Τσουκαλάς ευρισκόταν στο εσωτερικό του σκάφους προσπαθώντας να κινήσει τις μηχανές. Διετάξε εγκατάλειψη πλοίου και οι λίγοι άνδρες που είχαν απομείνει επιχείρησαν να βγουν. Οι τέσσερεις τελευταίοι από αυτούς σφηνώθηκαν στην κάτω δίοδο του πυργίσκου και παρά τις προσπάθειες, δεν κατέστη δυνατόν να απελευθερωθούν. Ο ύπαρχος προσπαθούσε απελπισμένα να απελευθερώσει τους φυλακισμένους, αλλά μην κατορθώνοντάς το, έλαβε τα τελευταία μέτρα για την ταχύτερη βύθιση του υποβρυχίου. Μέσα στο σκοτάδι και τον αποπνικτικό καπνό, συνάντησε τον Βρετανό σύνδεσμο και τους υποκελευστές Αναστόπουλο και Σελάκη που είχαν επισης αποκλειστεί μέσα στο σκάφος. Παλεύοντας απεγνωσμένα κατάφεραν να απελευθερώσουν την κάθοδο των αξιωματικών από την οποία εξήλθαν στο κατάστρωμα τελευταίοι και έπεσαν στην θάλασσα λίγο πριν το υποβρύχιο βυθιστεί εντελώς. Οι απολεσθέντες ανερχονται σε 32, ενώ 15 συνελήφθησαν από τους Γερμανούς. Ο ύπαρχος υποπλοίαρχος Τσουκαλάς, καθώς και οι υπαξιωματικοί Τσίγγρος και Αντωνίου κατόρθωσαν κολυμπώντας να φτάσουν στην Σκιάθο και από εκεί να κατευθυνθούν προς την Μ. Ανατολή.
Δέον είναι να παρατεθούν αποσπάσματα της αναφοράς του υποπλοιάρχου Horgan, ο οποίος ήταν ο Βρετανός σύνδεσμος στο υποβρύχιο.

Πρώτο· η αναγνώριση από τον εχθρό:

“Ἀνεκρίθην ὑπὸ τοῦ Κυβερνήτου Πλωτάρχου Vollheim καὶ τοῦ Ὑπάρχου, ὅστις ἦτο τραυματισμένος. Οὖτοι εἶχον ἀποκομίσει μεγάλην ἐκτίμησιν ἀπὸ τὴν μάχην τὴν ἀναληφθείσαν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀπέδωσαν φόρον τιμῆς εἰς τὴν ἡγεσίαν καὶ τὸ θάρρος τοῦ Κυβερνήτου Λάσκου. Ἕνα ἀπὸ τὰ βλήματὰ μας ἔθεσεν ἐκτός μάχης τὸ πρυμναῖον τοὺς πυροβόλον φονεύσαν ἕναν ἄνδρα τοῦ πληρώματος καὶ τραυματίσαν πλείστους ἄλλους, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Ὑπάρχου”.

Δεύτερο· η αναγνώριση από τον σύμμαχο:

“Θεωρῶ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Υ/Β Κατσώνης μετὰ τοῦ Κυβερνήτου, τῶν Ἀξιωματικῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὴν μεγαλυτέραν ἀπώλειαν τὴν ὁποίαν ὑπέστη τὸ Ἑλληνικόν Ναυτικόν. Ὁ Κυβερνήτης Λάσκος, ἔπεσεν ὄπως τὸ ἐπεθύμει, πολεμῶν ἐναντίον τῶν ἐπιδρομέων τῆς λατρευτῆς τοῦ πατρίδας. Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βραχείας ὑπηρεσίας μου ὑπὸ τὰς διαταγάς του, ἐσχημάτισα μίαν ὑψίστην ἐκτίμησιν διὰ τὴν ἰκανότητα ἠγεσίας καὶ τὴν ἀνωτερότητὰ του. Οἱ Ἀξιωματικοί καὶ οἱ ἄνδρες με ἔκαμναν να αἰσθάνομαι τελείως ὡς εὐρισκόμενον μεταξύ ἰδικῶν μου καὶ μου ἧσαν πολύτιμοι βοηθοί. Ἡ μόνη μου λύπη εἶναι ὅτι εἶχα μίαν τόσον βραχείαν γνωριμίαν μετ’ αὐτῶν, μετὰ δυσκολίας δύναμαι να διαμνημονεύσω τοὺς Ἀξιωματικούς κατ’ ὄνομα, ὄμως αἰσθάνομαι ὅτι με τὸν θάνατο τοῦ Στεφάνου (Τρουπάκη) καὶ τοῦ Παύλου (Λαμπρινούδη) ἔχασα ὄχι μόνο συναδέλφους Ἀξιωματικούς, ἀλλὰ καὶ προσωπικούς φίλους”

Ο κυβερνήτης Βασίλειος Λάσκος μαζί με μέλη του πληρώματος επί του Κατσώνη (φωτ. αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού)

Το αντιτορπιλικό Βασίλισσα Όλγα

To Β. Όλγα συμμετείχε στις επιχειρήσεις που διενήργησαν οι Σύμμαχοι στην περιοχή των Δωδεκανήσων αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Το ελληνικό αντιτορπιλικό μαζί με τα βρετανικά Faulknor και Eclipse διενήργησε πολεμική περιπολία στο στενό της Καρπάθου με σκοπό την καταστροφή γερμανικής νηοπομπής. Πραγματοποιήθηκε η συνάντηση και ύστερα από μικρή συμπλοκή τα γερμανικά πλοία βυθίστηκαν. Μετά την επιχείρηση αυτήν το Β. Όλγα με δύο βρετανικά αντιτορπιλικά μετέφεραν την 22/9/1943 στρατό και πολεμικό υλικό στη Λέρο, η οποία είχε πρόσκαιρα καταληφθεί από τους Συμμάχους. Την 25η Σεπτεμβρίου απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια μαζί με το βρετανικό αντιτορπιλικό Intrepid. Μετά από επιθετική περιπολία στο στενό της Κάσου, έφθασε το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου στην Λέρο και προσορμίστηκε στο Πόρτο – Λακκί. Λίγα λεπτά κατόπιν σμήνη εχθρικών αεροσκαφών επιτέθηκαν κατά του Β. Όλγα και του βρετανικού πολεμικού. Τα αεροσκάφη ήταν πολυάριθμα ενώ τα Α/Α πυροβόλα του νησιού που ήταν επανδρωμένα από Ιταλούς έβαλαν αραιά και αναποτελεσματικά.

Πρώτα εβλήθη το Intrepid, το οποίο έπαθε σοβαρές ζημιές με αποτέλεσμα την βύθιση του λίγο αργότερα. Κατόπιν το ελληνικό αντιτορπιλικό δέχθηκε δέσμη βομβών με αποτέλεσμα να κοπεί το σκάφος στα δύο. Ο Κυβερνήτης Πλωτάρχης Γεώργιος Μπλέσσας κατευθυνόμενος στην γέφυρα του πλοίου δίδοντας διαταγές βρήκε το θάνατο από ριπή πολυβόλου. Ο Ύπαρχος του πλοίου, Υποπλοίαρχος Μιχαήλ Γρηγορόπουλος, ενώ διηύθυνε την βολή του Α/Α πυροβόλου, σκοτώθηκε μαζί με όλη την ομοχειρία από έκρηξη βόμβας. Την ζωή τους πέρα από τον κυβερνήτη και τον ύπαρχο έχασαν την ζωή τους 4 αξιωματικοί, 15 υπαξιωματικοί και 50 άνδρες του πληρώματος.

Ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Βασίλισσα Όλγα, Γεώργιος Μπλέσσας (φωτ. αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού)



Για την απώλεια των ελληνικών πλοίων το Βρετανικό Ναυαρχείο απεύθυνε στο Υπουργείο Ναυτικών το ακόλουθο συλλυπητήριο τηλεγράφημα:

«Η σκληρά απώλεια ην το Ελληνικόν Ναυτικόν υπέστη εκ της βυθίσεως της Β. Όλγας και του Κατσώνη μας ελύπησε βαθύτατα. Αμφότερα τα πλοία ταύτα έχουν εις το ενεργητικόν των διακεκριμένας υπηρεσίας υπέρ του Συμμαχικού Αγώνος και αι επιτυχίαι των ανακλούν υψίστην τιμήν εις τους Κυβερνήτας και τα πληρώματα των καθώς και εις το Ελληνικόν Ναυτικόν»,
ενώ για το Β. Όλγα ο Άγγλος Αρχηγός Στόλου έστειλε το ακόλουθο σήμα:

«Η απώλεια του λαμπρού τούτου πλοίου, το οποίον είχε καταστή περίφημον καθ’ όλην την Μεσόγειον θα γίνη βαθύτατα αισθητή εις όλους όσοι συνυπηρέτησαν μαζί του».

Το αντιτορπιλικό Βασίλισσα Όλγα (φωτ. αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού)