Οι Σύμμαχοι μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας άρχισαν τις επιχειρήσεις στα Δωδεκάνησα, οι οποίες δεν είχαν ευτυχές τέλος, κυρίως λόγω της αναποφασιστικότητας των Ιταλών. Αν και πολλά από τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις, δεν κατέστη δυνατόν να κρατηθούν επειδή η Ρόδος, το κλειδί της περιοχής παρέμενε υπό γερμανικό έλεγχο. Ανεξάρτητα από αυτά τα πληρώματα των ελληνικών αντιτορπιλικών έπραξαν πραγματικά ό,τι ήταν δυνατό με πολύ ζήλο έχοντας την σκέψη ότι πλέον πολεμούν για την απελευθέρωση της δουλωμένης πατρίδας με άμεσο τρόπο.
Το αντιτορπιλικό Κουντουριώτης (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Ε. Μπαλτατζής), στις 13 Σεπτεμβρίου αποβίβασε στο Καστελλόριζο 90 άνδρες βρετανικού τάγματος, καθώς και στρατιωτικό υλικό 10 περίπου τόνων. Οι κάτοικοι του νησιού ήταν τρομοκρατημένοι, διότι είχαν προφανώς βώσει τι παθαίνει κανείς όταν εκδηλώνει τα πραγματικά του συναισθήματα. Ο κυβερνήτης του πλοίου, μαζί με δύο αξιωματικούς, βγήκε στην στεριά και συναντήθηκε με τον ιερέα και τους προκρίτους του νησιού. Ο κυβερνήτης παρέδωσε στον ιερέα την ελληνική Σημαία για να την ανεβάσει, όταν αυτό θα ήταν δυνατό. Τα γερμανικά αεροσκάφη αντελήφθησαν την ύπαρξη του ελληνικού πλοίου και προέβησαν σε ανελέητο βομβαρδισμό ισοπεδώνοντας τον οικισμό.

Την 16η Σεπτεμβρίου, το Κουντουριώτης αποβίβασε άλλους 115 Βρετανούς υπό έναν αντισυνταγματάρχη και 6 αξιωματικούς καθώς και υλικό περίπου 15 τόνων στο Καστελλόριζο. Παράλληλα διενεργούνταν αποβάσεις βρετανών κομάντος αλλά και τμημάτων του Ιερού Λόχου στην Κω, στη Λέρο, στην Αστυπάλαια, τη Σύμη και την Ικαρία, οι οποίες κατελήφθησαν μέχρι και τη 10η Σεπτεμβρίου. Τελικά, κατελήφθη και η Σάμος, η Ρόδος όμως παρέμενε στα χέρια του εχθρού. Η συντήρηση του αποβιβασθέντων τμημάτων από το Ναυτικό ήταν μία πολύ δύσκολη υπόθεση καθώς η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από αεροδρόμια του εχθρού. Όταν μάλιστα οι Γερμανοί κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κω, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για τους Συμμάχους.
Το αντιτορπιλικό Μιαούλης με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Ε. Μπουντούρη απέπλευσε για περιπολία στα Δωδεκάνησα. Την νύχτα της 17ης Οκτωβρίου μαζί με το αντιτορπιλικό Hursley περιπολώντας κατά μήκος των παραλιών Καλύμνου και Κάπαρη (Ψέριμος) εισέπλευσε εντός των μικρών ορμίσκων της ΝΑ ακτής της Καλύμνου, όπου κρύβονταν εχθρικά πλοία, ένα εξοπλισμένο πλοίο 1.000 περίπου τόνων, μία τορπιλάκατος (E – BOAT) και ένα σκάφος απόβασης (F – BOAT). Κατά τη συμπλοκή, εβλήθη το βρετανικό αντιτορπιλικό, αλλά το Μιαούλης δεν υπέστη καποια ζημιά. Στη συνέχεια όμως, τα δύο πλοία φωτίστηκαν από φωτιστικά βλήματα προφανώς ρηφθέντα από εχθρικό αεροσκάφος με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να βγούν από τον λιμένα. Στη συνέχεια, υπέστησαν τρεις ανεπιτυχείς αεροπορικές επιδρομές. Τα δύο συμμαχικά πολεμικά κατέφυγαν σε τουρκικό όρμο, όπου ευρισκόντουσαν ήδη τα βρετανικά ααντιτορπιλικά Jervis και Penn. Κατόπιν κατά τις 20.00 απέπλευσαν και πάλι προς Κάπαρη για έρευνα των ορμίσκων, ενώ κατά τις 23.00 διενήργησαν βομβαρδισμό του εσωτερικού λιμένα της Κω από απόσταση 5.000 υαρδών. Στο πυρ των δύο συμμαχικών πλοίων, ο εχθρός απάντησε με μία μόνο βολή. Μετά από αυτά, έλαβαν πορεία προς την Αλεξάνδρεια από το στενό της Ρόδου.

To αντιτορπιλικό Β. Ὄλγα συμμετείχε στις επιχειρήσεις που διενήργησαν οι Σύμμαχοι στην περιοχή των Δωδεκανήσων αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Το ελληνικό αντιτορπιλικό μαζί με τα βρετανικά Faulknor και Eclipse διενήργησε πολεμική περιπολία στο στενό της Καρπάθου, με σκοπό την καταστροφή γερμανικής νηοπομπής. Πραγματοποίηθηκε η συνάντηση και ύστερα από μικρή συμπλοκή τα γερμανικά πλοία βυθίστηκαν. Μετά την επιχείρηση αυτήν, το Β. Ὄλγα με δύο βρετανικά αντιτορπιλικά μετέφεραν την 22/9 στρατό και πολεμικό υλικό στη Λέρο, η οποία είχε πρόσκαιρα καταληφθεί από τους Συμμάχους. Την 25η Σεπτεμβρίου, απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια μαζί με το βρετανικό αντιτορπιλικό Intrepid. Μετά από επιθετική περιπολία στο στενό της Κάσου, έφθασε το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου στην Λέρο και προσορμίστηκε στο Πόρτο – Λακκί. Λίγα λεπτα κατόπιν σμήνη εχθρικών αεροσκαφών επετέθηκαν κατά του Β. Ὄλγα και του βρετανικού πολεμικού . Τα αεροσκάφη ήταν πολυάριθμα ενώ τα Α/Α πυροβόλα του νησιού που ήταν επανδρωμένα από Ιταλούς έβαλαν αραιά και αναποτελεσματικά.
Πρώτα εβλήθη το Intrepid, το οποίο έπαθε σοβαρές ζημιές με αποτέλεσμα την βύθιση του λίγο αργότερα. Κατόπιν το ελληνικό αντιτορπιλικό δέχθηκε δέσμη βομβών με αποτέλεσμα να κοπεί το σκάφος στα δύο. Ο κυβερνήτης Γεώργιος Μπλέσσας κατευθυνόμενος στην γέφυρα του πλοίου δίδωντας διαταγές βρήκε το θάνατο από ριπή πολυβόλου. Ο ύπαρχος του πλοίου, υποπλοίαρχος Γρηγορόπουλος, ενώ διηύθυνε την βολή του Α/Α πυροβόλου, σκοτώθηκε μαζί με όλη την ομοχειρία από έκρηξη βόμβας. Την ζωή τους πέρα από τον κυβερνήτη και τον ύπαρχο έχασαν την ζωή τους 4 αξιωματικοί, 15 υπαξιωματικοί και 50 άνδρες του πληρώματος.
Για την απώλεια των ελληνικών πλοίων (του Β. Όλγα και του υποβρυχίου Κατσώνης) το Βρετανικό Ναυαρχείο απεύθυνε στο Υπουργείο Ναυτικών το ακόλουθο συλλυπητήριο τηλεγράφημα:
“Ἡ σκληρά ἀπώλεια ἥν τὸ Ἑλληνικόν Ναυτικόν ὑπέστη ἐκ τῆς βυθίσεως τῆς Β. Ὄλγας καὶ τοῦ Κατσώνη μας ἐλύπησε βαθύτατα. Ἀμφότερα τὰ πλοῖα ταῦτα ἔχουν εἰς τὸ ἐνεργητικόν τῶν διακεκριμένας ὑπηρεσίας ὑπὲρ τοῦ Συμμαχικοῦ Ἀγῶνος καὶ αἱ ἐπιτυχίαι τῶν ἀνακλοῦν ὑψίστην τιμήν εἰς τοὺς Κυβερνήτας καὶ τὰ πληρώματα τῶν καθώς καὶ εἰς τὸ Ἑλληνικόν Ναυτικόν”.
ενώ για το Β. Ὄλγα ο Άγγλος Αρχηγός Στόλου έστειλε το ακόλουθο σήμα:
“Ἡ ἀπώλεια τοῦ λαμπροῦ τούτου πλοίου, τὸ ὁποῖον εἶχε καταστῆ περίφημον κάθ’ ὅλην τὴν Μεσόγειον θα γίνη βαθύτατα αἰσθητή εἰς ὅλους ὅσοι συνυπηρέτησαν μαζί του”.


Στα νερά της Δωδεκανήσου όμως, επέπρωτο να γραφτεί μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Πρωταγωνιστές το πλήρωμα του αντιτορπιλικού Αδρίας και ο κυβερνήτης του αντιπλοίαρχος Ι. Τούμπας. Λίγο μετά το μεσονύκτιο της 21ης /10, το ελληνικό αντιτορπιλικό απέπλευσε μαζί με τα βρετανικά αντιτορπιλικά Jervis, Pathfinder και Hurworth με προορισμό τα Δωδεκάνησα. Κατά τον πλου, σηναντήθηκαν με τα αντιτορπιλικά Μιαούλης και Aurora και όλα μαζί συνέχισαν τον πλου προς την περιοχή των Δωδεκανήσων. Κατά τις 20:00΄, τα αντιτορπιλικά Ἀδρίας και Hurworth απεσπάστηκαν και έπλευσαν προς τους ορμίσκους της Καλύμνου με σκοπό την καταστροφή τυχόν εχθρικών πλοίων.
Αφού η έρευνα των δύο πλοίων απέβη άκαρπη, αυτά έστρεψαν με σκοπό να συναντηθούν στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης με τα υπόλοιπα πλοία. Κατά τη διάρκεια του πλου όμως, δέχθηκαν απανωτές αεροπορικές επιδρομές. Τα συμμαχικά πλοία απέφευγαν τους βομβαρδισμούς και τους πολυβολισμούς με ελιγμούς. Το Ἀδρίας, λόγω της εγγύτητας πτώσης των βομβών στο πλοίο, υπέστη μικροζημιές, ενώ τρεις από το πλήρωμα τραυματίστηκαν ελαφρά. Μετά την διάβαση του στενού της Κω, τα Ἀδρίας και Hurworth κατέπλευσαν ομαλά σε μικρασιατικό όρμο, όπου ευρίσκονταν και τα υπόλοιπα πλοία του στολίσκου. Κατά τη 19:15’ της 22ας /10, τα άλλα δύο βρετανικά αντιτορπιλικά απέπλευσαν για την Λέρο για να εκφορτώσουν εφόδια, ενώ τα Ἀδρίας και Hurworth απέπλευσαν για την Κάλυμνο για να διενεργήσουν αντιπερισπασμό βομβαρδίζοντας τους όρμους Βαθύ και Ακτή. Ενώ τα δύο συμμαχικά πολεμικά σκάφη έπλεαν προς τον προορισμό τους, το Αδρίας επέπεσε σε νάρκη. Ο κυβερνήτης του ελληνικού αντιτορπιλικού από την έκρηξη εκτινάχθηκε και τραυματίστηκε αλλά πάρα τον τραυματισμό του διέκρινε την τραγική εικόνα. Η πλώρη του πλοίου είχε αποκοπεί, νεκροί και τραυματίες κείτονταν, πυρκαγιά είχε ξεκινήσει απο βραχυκύκλωμα, ενώ διαρροή υπήρχε στον μεσόδομο των αξιωματικών και το διαμέρισμα χαμηλής τάσης. Οι μηχανές όμως και οι λέβητες ήταν εντάξει και ο κυβερνήτης ξεκίνησε τις ενέργειες για την διάσωση του πλοίου απαντώντας αρνητικά στην δύο φορές ειπωμένη διαταγή του Άγγλου διοικητή επί του Hurworth περί εγκατάλειψης και βύθισης του πλοίου.
Ο κυβερνήτης Ι. Τούμπας το μόνο που δέχθηκε ήταν το να αποβιβάσει στο βρετανικό αντιτορπιλικό αυτούς τους άνδρες του πληρώματος που δεν ήταν αναγκαίοι για την κίνηση του πλοίου. Ενώ λοιπόν το Hurworth χείριζε για να τους παραλάβει, επέπεσε και αυτό σε νάρκη με αποτέλεσμα την έκρηξη και την βύθισή του. Ακολούθησε ανάφλεξη του εκχυθέντος πετρελαίου πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και ενυπάρχοντος του κινδύνου της μετάδοσης της πυρκαγιάς και στο ελληνικό πολεμικό, το Αδρίας απομακρύνθηκε σε απόσταση περίπου 500 υαρδών. Κατόπιν, πλησίασε πάλι για περισυλλογή των ναυαγών αλλά όσο περνούσε η ώρα, η κατάσταση του ελληνικού αντιτορπιλικού γινόταν περισσότερο κρίσιμη. Αφού το Αδρίας έριξε σωσίβια στην περιοχή για να χρησιμοποιηθούν από τυχόν επιζώντες, κίνησε για τις τουρκικές ακτές. Όλο το πληρώμα συγκεντρώθηκε στη πρύμνη για να ισορροπήσει το πλοίο αλλά και για να αποφευχθεί – όσο το δυνατόν – απώλεια ανδρών σε περίπτωση νέας πρόσκρουσης σε νάρκη. Το ελληνικό πολεμικό κατόρθωσε, μετά από πολύ δύσκολο πλου 16 μιλίων που διήρκεσε 2 ώρες και 50 λεπτά, να προσορμστεί στον όρμο του Γκιουμουσλούκ (Gumishlu) της αρχαίας Μύνδου.
Εδώ αξίζει να εκτεθεί μία παράγραφος από την αναφορά του κυβερνήτη αντιπλοιάρχου Ι. Τούμπα για να δειχθεί εναργώς το ηθικό του πληρώματος:
“Εὐθύς κατόπιν ἐπεσκέφθην τοὺς τραυματίας εἰς τοὺς ὁποίους παρεῖχεν τὰς βοήθειὰς του ὁ ἰατρός, ὁμολογῶ δὲ ὅτι με ἐξαιρετικήν ὑπερηφάνειαν εἶδον ὅτι δεν ὑπῆρχε οὐδεὶς λόγος να τοὺς ἀπευθύνω ἐνθαρρυντικούς λόγους. Ὡς παράδειγμα σημειῶ ἐνταύθα ὅτι παρέστην τὴν στιγμήν ἐκείνην εἰς τὴν ἀποκοπήν τῆς ἀριστεράς χειρός ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος τοῦ διόπου μηχανικοῦ ΠΑΠΑΦΡΑΝΤΖΕΣΚΟΥ, ὁ ὁποῖος μόλις με εἶδεν με ζωηρόν τόνον μου λέγει «Δὲν με νοιάζει διόλου διὰ τὸ χέρι μου, Κύριε Κυβερνήτα. Τὶ εἶναι ἕνα χέρι διὰ τὴν πατρίδα; Τίποτε»”.
Ο απολογισμός των απωλειών στο πλήρωμα του Αδρίας είναι ο ακόλουθος: 18 νεκροί, 3 εξαφανισθέντες και 24 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο κυβερνήτης. Αφού το ελληνικό αντιτορπιλικό διενήργησε μικροεπισκευές στο Γκιουμουσλούκ και κρατήθηκαν ως πλήρωμα μόνο οι αναγκαίοι για την κίνησή του (9 αξιωματικοί και 46 υπαξιωματικοί και ναύτες), το πλοίο κίνησε για την Αλεξάνδρεια με την συνοδεία τριών βρετανικών κανονιοφόρων. Ο πλους ήταν δύσκολος, γιατί έπρεπε να αποφύγει τον εντοπισμό από τις γερμανικές ναυτικές μονάδες αλλά και τα επάκτια παρατηρητήρια, πλέοντας παράλληλα προς τα πρόσω επειδή ήταν αδύνατο να κυβερνηθεί κινούμενο με την πρύμνη με τις μηχανές ανάποδα. Έτσι, το πλοίο εμφάνιζε έμπρωρη διαγωγή και η στάθμη των υδάτων ανέβαινε.
Η χειροτέρευση του καιρού όμως, δυσχέραινε τον πλου προκαλώντας μια ανησυχητική κατάσταση. Το πλοίο κινδύνευε να βυθιστεί. Τότε, το ελληνικό αντιτορπιλικό ρυμουλκήθηκε από βρετανικό ρυμουλκό υπό την κάλυψη των βρετανικών αντιτρορπιλικών Jervis και Penn και των κανονιοφόρων, ενώ από αέρος κάλυπτε η βρετανική αεροπορία. Στην συνέχεια, επειδή η ρυμούλκηση ήταν δύσκολη το Ἀδρίας άρχισε να πλέει αυτόνομα από την Κύπρο προς την Αλεξάνδρεια υπό την παρακολούθηση των Βρετανών.
Το ελληνικό αντιτορπιλικό κατόρθωσε να φτάσει στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από όλα τα πλοία στο λιμάνι. Οι Βρετανοί είχαν θαυμάσει την επιμονή, το θάρρος αλλά και την ναυτοσύνη των Ελλήνων ναυτικών. Το βρετανικό Ναυαρχείο τηλεγράφησε στον Έλληνα Αρχηγό Στόλου:
“Παρακαλῶ διαβιβάσατε τὰ συγχαρητηρια τῶν Λόρδων τοῦ Ναυαρχείου πρὸς τὸν κυβερνήτην τοῦ ἀντιτορπιλικοῦ Ἀδρίας, χάρις εἰς τὴν τόλμην καὶ ἐπιδεξιότητα τοῦ ὁποίου κατέστη δυνατόν να φθάσῃ τὸ πλοῖον τοῦ ἀσφαλῶς εἰς τῆν Ἀλεξάνδρειαν”.
Ενώ ο Άγγλος Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου ανέφερε σε σήμα:
“Παρηκολούθησα μετὰ θαυμασμοῦ τὸν πλήρη ἀποφασιστικότητος τρόπον, με τὸν ὁποῖον ὁ κυβερνήτης του κατέστησε τὸ βεβλαμμένον πλοῖον τοῦ ἰκανόν πρὸς πλοῦν καὶ τὸ ἐανέφερεν ἐπὶ τόσα μίλια καί με τόσας δυσχέρειας. Ἐλπίζω ὅτι οἱ γενναῖοι ἀξιωματικοί καὶ ἄνδρες του θα εὕρουν ταχέως ἐν ἄλλο πλοῖον, με τὸ ὁποῖον να συνεχίσουν τὸν ἀγώνα καὶ ὅτι ὁ Ἀδρίας θα εἶναι καὶ πάλιν μίαν ἡμέραν ἔτοιμος δι’ ὑπηρεσίαν ἐν τῶ ΒΝ”.



Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό στα τέλη του 1943 εμφανίζεται ως ένας σημαντικός σύμμαχος του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Λόγω αυτής της εκτίμησης και του θαυμασμού των Βρετανών, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ενισχύεται με νέες ναυτικές μονάδες. Αυτή η ενίσχυση οδηγεί σε ακόμη ενεργότερη συμμετοχή στις συμμαχικές επιχειρήσεις. Πέρα από τα προαναφερθεισες δράσεις των ελληνικών πολεμικών, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το 1943 από τα 41 πλοία που χρησιμοποιούνταν για τις συμμαχικές συνοδείες, τα 27 ήταν βρετανικά, 3 ήταν γαλλικά και τα υπόλοιπα 11 ελληνικά. Όταν αργότερα το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, τα ελληνικά πολεμικά πλοία αντιπροσώπευαν το ένα τρίτο της όλης δύναμης των συνοδειών.