Η Επανάσταση του 1922

Η Επανάσταση του 1922 ξεκίνησε από τρία χωριστά σημεία: τον Πλαστήρα στη Χίο, τον Γονατά στην Μυτιλήνη με την εισήγηση των αντισυνταγματαρχών Πρωτοσύγγελου, Μαμούρη και Μπότσαρη και τέλος, από την ομάδα των βενιζελικών στην Αθήνα. Η τελευταία απαρτιζόταν κυρίως από αποστράτους του Στρατού (Θ. Πάγκαλος, Γαργαλίδης, Μαζαράκης, Μανέτας, Τσερούλης) και του Ναυτικού (Χατζηκυριάκος, Κολιαλέξης, Δεμέστιχας, Γιαννηκώστας, Πετρόπουλος, Τσιριμώκος κ.α.).

Η ηγεσία της “Επανάστασης του 1922” Στρατηγοί Γονατάς (κέντρο), Πλαστήρας (δεξιά) και ο πολιτικός σύμβουλος της επανάστασης Γεώργιος Παπανδρέου ο πρεσβύτερος (αριστερά), κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου, Μουσουνίτσα.



Ο Πλαστήρας, ήδη αποφασισμένος για το κίνημα, δεν συμμορφώθηκε με τις εντολές του στρατηγού Φράγκου που τον έστελνε στην Μυτιλήνη και το καράβι Τῆνος τον μετέφερε στη Χίο. Το εύδρομο Ἀλφειός που το συνόδευε το κανονιοβόλησε χωρίς επιτυχία. Ο στρατός της Χίου προσχώρησε στο σχέδιο του Πλαστήρα, ενώ της Μυτιλήνης τάχθηκε με τον Γονατά. Στη Χίο, έπεσε νεκρός ο ταγματάρχης Τριανταφυλλίδης από τους ευζώνους του Πλαστήρα, επειδή, προέβαλε αντίσταση με μερικούς άλλους. Η δύναμη στρατού που συγκεντρώθηκε και στα δύο νησιά ήταν 14 συντάγματα πεζικού, 3 συντάγματα ευζώνων, 1 λόχος τηλεγραφητών, 1 λόχος σκαπανέων και τμήματα των μεραρχιών ΙV και V όπως και των συνταγμάτων 18ου και 31ου, συνολικά 12-13000 άνδρες. Παρ’ όλα αυτά για την ευόδωση του κινήματος απαραίτητη ήταν η συμμετοχή του Ναυτικού.

Το επιτελείο του Πλαστήρα στη Χίο είχε εγκατασταθεί στη βίλα το Κύμα του εφοπλιστή Ι. Λιβανού. Μέσω των υποπλοιάρχων Κ. Σκουφόπουλου και Ν. Βιτάλη, οι επαναστάτες ήρθαν σε επαφή και μύησαν συναδέλφους τους του θωρηκτού Λήμνος και άλλων επίτακτων πλοίων. Σημαντικές μυήσεις ήταν του υπάρχου του θωρηκτού Λήμνος αντιπλοιάρχου Πετροπουλάκη, καθώς και του ανθυποπλοιάρχου Λαμπρινόπουλου, ο οποίος ήταν και αυτός επί του ίδιου πλοίου.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας



Τα ξημερώματα της 11ης Σεπτεμβρίου, ομάδες αξιωματικών του Στρατού, 50 για το Λήμνος, 6 για το Νάξος, 2 για το Τένεδος και 10 για το Σφενδόνη οδηγούμενες από αξιωματικούς του Ναυτικού κατέλαβαν τα 4 πλοία και έθεσαν υπό κράτηση τους αξιωματικούς του Ναυτικού που δήλωσαν ότι αρνούνται να προσχωρήσουν στο κίνημα. Την ίδια ώρα, κατελήφθη η Ναυτική Διοίκηση Χίου και ο ναυτικός διοικητής αντιπλοίαρχος Δ. Φωκάς και ο πλωτάρχης Κ. Αλεξανδρής προσχώρησαν στο κίνημα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επέστρεψε από περιπολία και το Θύελλα, αλλά ο κυβερνήτης, αντιπλοίαρχος Ε. Καββαδίας, αρνήθηκε να προσχωρήσει και τέθηκε υπό κράτηση.

Ο αντιναύαρχος Δημήτριος Φωκάς. Είναι επίσης ο πατέρας της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού.



Παράλληλα, το Υπουργείο των Ναυτικών δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον ασύρματο του Λήμνος, διότι ο Πετροπουλάκης, ο οποίος με την κατάληψη του θωρηκτού είχε χρισθεί αρχηγός του επαναστατικού στόλου, τηλεγράφησε από το Νάξος ότι ο ασύρματος του Λήμνος είχε σοβαρή βλάβη και ότι οι επικοινωνίες θα έπρεπε να γίνονται μέσω του Νάξος. Το Νάξος δεν ακολούθησε τα πλοία προς Λαύριο αλλά έμεινε στη Χίο. Ο Σκουφόπουλος ανέλαβε κυβερνήτης του Σφενδόνη, ο υποπλοίαρχος Βιτάλης του Θύελλα και ο πλωτάρχης Κ. Αρβανίτης του Λήμνος. Το πρωί της 12 Σεπτεμβρίου, όλα τα πλοία ξεκίνησαν από τη Χίο και τη Μυτιλήνη με προορισμό την Αθήνα.

Ο Στυλιανός Γονατάς
Ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Θα αναμιχθεί ιδιαίτερα με την πολιτική αρχικά ως βενιζελικός και στην συνέχεια ως αντιβενιζελικός. Ως Υπουργός των Ναυτικών θα προσφέρει ιδιαίτερο έργο με την ουσιαστική ανάπτυξη του Υποβρύχιου Όπλου στην Ελλάδα (με την αγορά των υποβρυχίων και την εκπαίδευση του προσωπικού).



Στις 14 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε ο βασιλέας Κωνσταντίνος και ορκίστηκε ο Γεώργιος ο Β΄. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο τ. βασιλέας έφυγε από την Ελλάδα και πέθανε στο Παλέρμο στις 29 Δεκεμβρίου. Στις 14 Σεπτεμβρίου, μπήκαν στην Αθήνα τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα στην Αθήνα, ενώ την επομένη εισήλθε το κύριο σώμα στρατού 12.000 ανδρών περίπου, τους οποίους οι Αθηναίοι τους υποδέχθηκαν με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Την νύχτα της 14 Σεπτεμβρίου, συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν τα ηγετικά στελέχη της αντιβενιζελικής παράταξης (Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης, Στάης), την επομένη, οι Δούσμανης, Στρατηγός, Γούδας, Καλογερόπουλος, στις 27 του μηνός ο Χατζηανέστης και στις 11 Οκτωβρίου ο Μπαλτατζής. Μαζί με αυτούς συνελήφθησαν και 300 περίπου αντι-βενιζελικοί. Στις 16 Σεπτεμβρίου, σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Χαραλάμπη, ενώ την επομένη ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Σ. Κροκιδάς.

Ο Σωτήριος Κροκιδάς γεννημένος στη Σικυώνα (Κιάτο) Κορινθίας, διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτής Κορινθίας. Ο Κροκιδάς ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας στις 17 Σεπτεμβρίου 1922 αναλαμβάνοντας παράλληλα και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου εσωτερικών. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της δίκης των έξι. Παραιτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1922 γιατί διαφώνησε με την επικείμενη εκτέλεση των έξι.



Στις 20-22 Σεπτεμβρίου, έγινε η Διάσκεψη των Μουδανιών. Την τελευταία ημέρα της διάσκεψης, στις 22 του μηνός, ο ίδιος ο Πλαστήρας, οι συνταγματάρχες Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν και Πτολεμαίος Σαρηγιάννης, καθώς και ο διπλωμάτης Π. Οικονόμου-Γκούρας κλήθηκαν στο βρετανικό πλοίο Iron Duke και ο επικεφαλής των συμμαχικών αντιπροσωπειών βρετανός στρατηγός Charles Harington τούς ζήτησε να υπογράψουν την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον Έβρο. Η ανακωχή των Μουδανιών κυρώθηκε στις 14 Ιουλίου 1923 στη Λωζάνη.



Γενικά για την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα

Η “Επανάσταση”, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα της βίαιης αντίδρασης κατά της Μικρασιατικής Καταστροφής πολύ γρήγορα πέρασε σε μέτρα εκδίκησης προς την Αντιβενιζελικη Παράταξη. Απαγορεύτηκαν εφημερίδες, ενώ καταδιωχθηκαν επιφανή στελέχη του Αντιβενιζελισμου. Αποκορύφωμα βέβαια ήταν ο αποκεφαλισμος της Αντιβενιζελικης παράταξης με την λεγόμενη “Δίκη των Εξ”, η οποία προκάλεσε αλγεινή εντύπωση και στο εξωτερικό.

Στην Βενιζελικη παράταξη οφειλουμε την ομαλή ένταξη 1, 5 και πλεον εκατομμυρίου προσφύγων κυρίως στην Μακεδονία και την Θράκη συντελώντας ουσιαστικά στην ενίσχυση της εθνικής ομοιογένειας των περιοχών αυτών. Η συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών ήταν καίρια. Και αυτό ομως προκάλεσε αντιδράσεις. Οι πρόσφυγες, οι οποίοι θεωρούσαν ως υπαίτιους της καταστροφής τους τους Αντιβενιζελικους, τάχθηκαν με τους Βενιζελικους. Οι γηγενείς από την άλλη τάχθηκαν με τους Αντιβενιζελικους. Αυτό το παραπάνω απέκτησε και γεωγραφική διάσταση. Στις “Νέες Χώρες” κυριαρχούσαν οι Βενιζελικοι, στην “Παλαιά Ελλάδα” οι Αντιβενιζελικοι. Και οι δύο παρατάξεις δεν είχαν ξεχάσει τα δεινά που είχαν υποστεί από τους αντιπάλους τους. Τις απηνεις διώξεις που προχωρούσε η εκάστοτε παράταξη με το που “έπαιρνε το πάνω χέρι”. Συγκεκριμένα οι Αντιβενιζελικοι δεν ξεχνούσαν τα γαλλικά στρατεύματα που βομβάρδισαν και εισέβαλαν στην Αθήνα προκειμένου να ενταχθεί η χώρα στο πλευρό της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Βενιζελικοι από την άλλη έριχναν το ανάθεμα στους πολιτικούς τους αντιπάλους για την ήττα στην Μικρά Ασία.

Η Σύμβαση της Λωζανης (Ιανουάριος 1923) με την ανταλλαγή των πληθυσμών και η ψήφιση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας επετειναν τον διχασμό. Αυτό που έκανε τα πράγματα χειρότερα ήταν το σύμπλεγμα πολιτικών – στρατιωτικών. Οι πολιτικοί στηρίζονταν στους στρατιωτικούς για να διατηρήσουν την εξουσία, ενώ για τους στρατιωτικούς πιθανή απώλεια της εξουσίας από την πολιτική τους παράταξη σήμαινε δυσμενείς επιπτώσεις στην καριέρα τους, διώξεις και κίνδυνος για την ζωή αυτών και των οικογενειών τους. Η πόλωση αυτή καλύφθηκε κάτω απο το πολιτειακό ζήτημα: οι Βενιζελικοι Αξιωματικοί συγκροτούσαν τάγματα εφόδου εναντίον εκείνων που “απειλούσαν” την Αβασίλευτη Δημοκρατία, ενώ οι Αντιβενιζελικοι με το που κατελαβαν σταθερά την εξουσία από το 1935 και μετά επανέφεραν τον Βασιλιά με ενα εκπληκτικά νοθο δημοψήφισμα. Οι κυβερνήσεις πολλές φορές έπεφταν οταν έχαναν την στήριξη των στρατιωτικών. Ο μετριοπαθής Μιχαλακοπουλος παραιτήθηκε όταν έχασε την υποστήριξη του στρατιωτικού Κονδύλη. Τέλος οι στρατιωτικοί έγιναν ανεξέλεγκτοι με την δημιουργία παραστρατιωτικων οργανώσεων. Σε αυτό είχαν έφεση ιδιαίτερα οι Βενιζελικοι Αξιωματικοί. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από τα πολλά πραξικοπήματα. Άλλο χαρακτηριστικό είναι οι συνεχόμενες προσαρμογές του εκλογικού νόμου από την εκάστοτε κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει την υπεροχή στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Στην συλλογική μας μνήμη το κίνημα του 1935 με το οποίο λήγει αυτή η περίοδος έχει την θέση μιας μικρής συμπλοκής. Δεν είναι όμως έτσι. Οι Βενιζελικοι όταν εχασαν όλα τους τα εκλογικά ερείσματα προχώρησαν σε απόπειρα διχοτόμησης της Χώρας επιχειρώντας να φτιάξουν ένα νέο “κράτος Θεσσαλονίκης”. Το 1935 δεν ηταν όμως 1915. Το “Κίνημα της Εθνικής Αμύνης” το 1915 είχε επικρατήσει λόγω της αποφασιστικής συνδρομής των Γάλλων. Αυτό δεν υπήρχε το 1935 και ας φανταζόταν ο Πλαστήρας οτι είναι ο “Έλληνας Μουσολίνι”. Οι Αντιβενιζελικοι από την άλλη δεν δίστασαν να βομβαρδισουν ακόμη και το θωρηκτό “Γεώργιος Αβέρωφ” με αεροσκάφη που είχαν δανειστεί από την Γιουγκοσλαβία.

Η Δίκη των Εξ (31 Οκτωβρίου 1922 – 15 Νοεμβρίου 1922)

Η Δίκη των Εξ. Από αριστερά προς τα δεξιά: Ναύαρχος Μιχαήλ Γούδας, Γεώργιος Μπαλτατζής, Στρατηγός Ξενοφών Στρατηγός, Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης.

Καταδικάστηκαν σε θάνατο οι: Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης και Γ. Χατζηανέστης. Σε ισόβια δεσμά οι: Μ. Γούδας και Ξ. Στρατηγός. Αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ο Ναύαρχος Μεζεβίρης: “Δυστυχώς όμως η Επανάσταση δεν περιορίστηκε στο στρατιωτικό της έργο αλλά προχώρησε και σε ενέργειες που αντί να φέρουν την επιθυμητή ψυχική ενότητα διεύρυναν το χάσμα που υπήρχε. Με τα αιματηρά της μέτρα έφερε σε πολύ δύσκολη θέση εκείνους από τους στρατιωτικούς που, χωρίς να έχουν προσχωρήσει, πρόθυμα δέχτηκαν να την συνδράμουν στο έργο της ανασυγκρότησης των πολεμικών δυνάμεων. Όσο μεγάλα και αν ήταν τα λάθη που διαπράχθηκαν, για κανένα λόγο δεν αμφιβάλαμε για τον πατριωτισμό αυτών που κυβέρνησαν την Χώρα και του άτυχου Αρχιστράτηγου, στον οποίο την τελευταία στιγμή ανατέθηκε η αρχηγία, και που οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Χρειάστηκε να εξασκήσουμε μεγάλη πίεση στον εαυτό μας για να συνεχίσουμε να παρέχουμε τις υπηρεσίες μας μετά από αυτό το τραγικό γεγονός· ” (“Τέσσαρες δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού”, 1971).

“Παρά τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κατηγορουμένων για την Μικρασιατική καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους, με βάση το κατηγορητήριο αυτό, υπήρξαν πράξεις σκοπιμότητας∙ εθνικής σκοπιμότητας, όπως πολύ εύστοχα, παραδέχθηκε αργότερα τόσο ο Πάγκαλος όσο και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές ή μελετητές της εποχής εκείνης. (…) από κανένα στοιχείο της διαδικασίας αυτής δεν προέκυψε η έννοια του δόλου των κατηγορουμένων.” Βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (1978), 257-58.

Ο Βενιζέλος από την πλευρά του, είχε πολλές φορές μέχρι τη στιγμή εκείνη αρνηθεί να λάβει θέση στο ζήτημα της Δίκης των Εξ, επιμένοντας στη δήλωση που είχε κάνει αποδεχόμενος την εντολή εκπροσωπήσεως της Ελλάδος στο εξωτερικό, να μην αναμιχθεί πλέον στην ενεργό πολιτική και στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Στο τηλεγράφημά του τόνιζε και πάλι την απόφασή του αυτή, ενώ ειδοποιούσε την κυβέρνηση ότι η Αγγλία ήταν πραγματικά αποφασισμένη, σε περίπτωση εκτελέσεων, να ανακαλέσει τον πρεσβευτή της από την Αθήνα, και κατέληγε με τη φράση ότι θεωρεί καθήκον του να “ἐπισύρει τὴν προσοχήν τῆς κυβερνήσεως ἐπὶ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ θέσις τοῦ ἐνταύθα [στη Διεθνή Συνδιάσκεψη της Λοζάνης], θα καταστῆ δυσχερής”. Βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (1978), 259.

Η “Δίκη των Εξ” είναι ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο θα μάς διδάσκει αιώνια την ανάγκη αποτροπής της ανάμειξης της πολιτικής σκοπιμότητας και της λαικής δυσαρέσκειας στο έργο της Δικαιοσύνης. Ειδικά για το Μεσοπόλεμο, η Δίκη των Εξ στιγμάτισε την Αβασίλευτη Δημοκρατία με ένα έγκλημα, ενώ οι προκλήσεις ορθώνονταν τεράστιες: κυβερνήσεις εξαρτώμενες από στρατιωτικούς που διενεργούσαν συνεχώς πραξικοπήματα, 1, 5 εκ. και πλέον πρόσφυγες που έπρεπε να στεγαστούν και να φροντιστούν, οι εξωτερικές προκλήσεις από την Ιταλία και την Βουλγαρία καθώς και το μόνιμο δεδομένο της οικονομικής στενότητας.

Σταδιακά, πολλοί “δημοκρατικοί” στρατιωτικοί -Πλαστήρας, Κονδύλης, Χατζηκυριάκος, Παγκαλος- θα μεταλλαχθούν. Κάποιοι θα μεταπηδήσουν στο αντιβενιζελικό – βασιλικό στρατόπεδο (Χατζηκυριάκος, Κονδύλης), άλλος θα εγκαταστήσει δικτατορία (Πάγκαλος), ενώ ο Πλαστήρας – βενιζελικός ως το τέλος – θα διενεργήσει δύο αποτυχόντα κινήματα (1933, 1935) έχοντας ως πρότυπο τον Μουσολίνι. Το πολίτευμα δεν θα αντέξει. Στο “λαμπρό” δημοψήφισμα του 1935 ψήφισαν… και τα δέντρα και ο βασιλιάς επέστρεψε. Το 1936 θα αναλάβει ο Μεταξάς. Ένα είναι βέβαιο ιστορικά. Ο Ελληνικός Λαός, το 1940, κατάφερε να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή με θαυμαστή ενότητα που δεν συνάδει με το κλίμα διχασμού και ηθικής αποσύνθεσης που επικρατούσε τα προηγούμενα χρόνια.