Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος τη δεκαετία του 1930 και η Βαλκανική Συνεννόηση

Στα εξωτερικά ζητήματα την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Ελλάδα ακολουθούσε αναγκαστικά πολιτική φιλειρηνική και προσηλωμένη στις αρχές της Κοινωνίας των Εθνών. Χαρακτηριστικές αυτών των ειρηνικών διαθέσεων ήταν οι δύο συνθήκες που υπεγράφησαν, η μία με την Ιταλία και η άλλη με την Τουρκία. Με την Ιταλία, υπεγράφη το 1928 στη Ρώμη Συνθήκη φιλίας, συνδιαλλαγής και διακανονισμού πενταετούς ισχύος, παρόλο που οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν οξυνθεί κατά το 1923 εξαιτίας της δολοφονίας του στρατηγού Tellini και τις επιχειρήσεις των Ιταλών κατά της Κέρκυρας. Το 1930, υπεγράφη με την Τουρκία παρόμοια συνθήκη, η οποία  συνοδευόταν από Πρωτόκολλο  που αφορούσε στους ναυτικούς εξοπλισμούς και με το οποίο, το δύο κράτη ανελάμβαναν την υποχρέωση να μην προβούν σε παραγγελία, αγορά ή ναυπήγηση μονάδων Πολεμικού Ναυτικού χωρίς αμοιβαία ειδοποίηση  έξι μήνες νωρίτερα.

Αλλά, και με τα Βαλκανικά Κράτη, πλην Βουλγαρίας, η Ελλάδα  είχε συνδεθεί από το 1934 με το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης, στο οποίο συμμετείχαν, και η Ρουμανία, η Τουρκία και η Γιουγκοσλαβία. Το σύμφωνο αυτό  εγγυόταν τα βαλκανικά σύνορα έναντι κάθε επίθεσης από βαλκανικό κράτος ή από εξωβαλκανική δύναμη, η οποία ενδεχομένως να συνεργαζόταν με βαλκανικό κράτος.

Στο χάρτη με κίτρινο χρώμα εικονίζεται η “Βαλκανική Συνεννόηση” ή αλλιώς “Βαλκανική Αντάντ”. Στόχος ήταν η προστασία από τις αναθεωρητικές βλέψεις της Βουλγαρίας και της Ιταλίας.

Η Ελλάδα αυτήν την περίοδο πιέζεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, εντούτοις η ελληνική κοινωνία θα εξελιχθεί αφομοιώνοντας τους πρόσφυγες, η οικονομία θα ακολουθήσει τον δρόμο της προόδου και των μεταρρυθμίσεων και η πολιτική και κοινωνική συνείδηση των πολιτών θα ολοκληρωθεί.

Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο του 1933

Το 1932, η κατάσταση για τους βενιζελικούς ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι το 1928. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932, τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν σχεδόν ισοψηφήσει, ενώ όλα τα στρατιωτικά ερείσματα: Κονδύλης και Χατζηκυριάκος είχαν προσχωρήσει στο Λαϊκό Κόμμα. Από τους στρατιωτικούς μόνο ο Πλαστήρας συνέχιζε να υποστηρίζει τον Βενιζέλο.

Τα ξημερώματα της 6ης  Μαρτίου 1933, ήταν πλέον εμφανές κατόπιν των πρώτων εκλογικών αποτελεσμάτων, ότι η βενιζελική παράταξη θα έχανε τις εκλογές. Αυτό εξόργισε τον Πλαστήρα, ο οποίος αποφάσισε να διενεργήσει κίνημα για να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από το Λαϊκό Κόμμα του Π. Τσαλδάρη. Εντούτοις, ο Πλαστήρας δεν βρήκε υποστήριξη από τους άλλους σημαίνοντες στρατιωτικούς, τον στρατηγό Οθωναίο, τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού Κ. Μανέτα καθώς και τον υποναύαρχο Δεμέστιχα. Το κίνημα του Πλαστήρα και λόγω της αντίδρασης και απόστασης των παραπάνω στρατιωτικών οδήγησε σε στρατιωτική μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Οθωναίο για τέσσερεις μέρες και κατόπιν, δόθηκε η πρωθυπουργία στον Π. Τσαλδάρη, ο οποίος στις 10 Μαρτίου σχημάτισε την κυβέρνησή του. Σε αυτήν την κυβέρνηση συμμετείχαν ο Γ. Κονδύλης ως υπουργός Στρατιωτικών και ο Α. Χατζηκυριάκος ως υπουργός των Ναυτικών.

Όσον αφορά στο Ναυτικό, δεν υπήρχε σχεδόν καμία ανάμειξη στο κίνημα του 1933, εν τούτοις διώχθηκαν με πειθαρχικές ποινές διάφοροι αξιωματικοί του. Οι περισσότεροι από τους διωχθέντες θα αποτελέσουν τον πυρήνα του μετέπειτα κινήματος του 1935. Το κίνημα του 1933 ήταν ο προάγγελος του κινήματος του 1935, το οποίο θα ήταν το ουσιαστικό τέλος της αβασίλευτης δημοκρατίας.

Από το 1933 έως το 1935, γίνονται έντονες διεργασίες εντός του βενιζελικού κόσμου για διενέργεια κινήματος. Ο Ε. Βενιζέλος, όπως και στο κίνημα του 1933, δεν κρατά ξεκάθαρη στάση, ενώ η βενιζελική παράταξη έχει κατατμηθεί σε ομάδες και υποομάδες συμφερόντων . Σε αυτό το κλίμα, έγινε και η απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας στις 6 Ιουνίου του 1933.

Νέες εντάσεις προέκυψαν με την υπογραφή στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 ελληνοτουρκικού συμφώνου και με την συνακόλουθη υπογραφή στην Αθήνα του συμφώνου φιλίας και μη επίθεσης μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας. Η υπογραφή αυτού του συμφώνου υπαγορεύτηκε από τους εξοπλισμούς της Βουλγαρίας. Σε αυτό το σύμφωνο, υπήρχε και ένα μυστικό πρωτόκολλο, το οποίο προϋπέθετε δράση σε περίπτωση σύγκρουσης βαλκανικού κράτους εναντίον εξωβαλκανικού κράτους. Ο Βενιζέλος θεώρησε ότι αυτό στρεφόταν εναντίον της Ιταλίας και ανέτρεπε την πολιτική σύγκλισης που ο ίδιος είχε καταρτίσει. Έσπευσε στην Αθήνα και πέτυχε τη σύγκληση συμβουλίου όλων των πολιτικών αρχηγών, στην οποία αποκαλύφθηκε ότι όντως υπάρχει το σχετικό πρωτόκολλο.

Αν και η κυβέρνηση αρχικά συμφώνησε κατά τη ψήφιση του συμφώνου από τη Βουλή και τη Γερουσία να γίνει ερμηνευτική δήλωση ότι αποκλείεται στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδος εναντίον της Ιταλίας, στη συνέχεια, την 7η Απριλίου 1934, ο υπουργός Εξωτερικών, Δ. Μάξιμος, δήλωσε ότι το πρωτόκολλο συνεχίζει να είναι σε ισχύ με το επίμαχο άρθρο 3. Αυτή η δήλωση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους των βενιζελικών ενώ ο ίδιος ο Βενιζέλος εξαπέλυσε αρθρογραφική επίθεση στο Ελεύθερο Βήμα και τα οκτώ άρθρα του είχαν τόση απήχηση ώστε η κυβέρνηση αρνήθηκε τελικά να υπογράψει τις στρατιωτικές συμβάσεις του βαλκανικού συμφώνου.

Ο Δημήτριος Μάξιμος, οικονομολόγος, τραπεζίτης και πολιτικός. Η κατοικία του επί της Ηρώδου Αττικού κατέστη η πρωθυπουργική κατοικία της Ελλάδας.

Το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 ή Βαλκανικό Σύμφωνο Φιλίας ή Βαλκανικό Σύμφωνο Συνενόησης (σερβικά : Балкански пакт, τουρκικά : Balkan Antantı, ρουμανικά : Înțelegerea Balcanică) ήταν μια συνθήκη που υπογράφηκε από την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ρουμανία και την Γιουγκοσλαβία στις 9 Φεβρουαρίου 1934 στην Αθήνα, με στόχο τη διατήρηση του γεωπολιτικού στάτους κβο στην περιοχή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι παραπάνω χώρες πρακτικά περικύκλωναν την αναθεωρητική Βουλγαρία. Ήταν η ουσιαστική κατάργηση της φιλοιταλικης πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου καθώς προβλεπόταν η ενδεχόμενη σύμπραξη βαλκανικού κράτους με εξωβαλκανικο. Εξωβαλκανικο κράτος ήταν η Ιταλία.


Ο Παναγής Τσαλδάρης (κέντρο) στη Γενεύη το 1933. Ο Παναγής Τσαλδάρης καταγόμενος από το Καμάρι Κορινθίας (πλησίον Ξυλοκάστρου), ήταν ο αρχηγός του “Λαϊκού Κόμματος”, της αντιβενιζελικής παράταξης.

Ο Ιωάννης Μεταξάς θα προσπαθήσει να στηρίξει την ύπαρξη και λειτουργία της βαλκανικής συνεννόησης αναμένοντας την ιταλική επίθεση. Στις 10 Νοεμβρίου του 1938 πεθαίνει ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο Μεταξάς μεταβαίνει στην κηδεία. Σε συνεννόηση με τον Ινονού μένουν σύμφωνοι για την ιδιαίτερη σχέση των δύο κρατών μέσα στην Βαλκανική Συνεννόηση.

Ο Ιωάννης Μεταξάς και Κεμάλ Ατατούρκ κατά την επίσκεψη του πρώτου στην Άγκυρα το 1937.



Δυστυχώς, η ιστορία ως αδιάψευστος κριτής έδειξε το πόσο «όνειρα θερινής νυχτός» ήταν οι προσπάθειες για σύμπηξη κοινού βαλκανικού μετώπου. Η ίδια η Τουρκία θα ακολουθήσει επαμφοτερίζουσα στάση στην εξωτερική της πολιτική προσεγγίζοντας πότε την ναζιστική Γερμανία και πότε τους Συμμάχους, ενώ η Γιουγκοσλαβία επέδειξε αδράνεια, παράλληλα με το πραξικόπημα για την ανατροπή της φιλοναζιστικής κυβέρνησης, απέναντι στην γερμανική εισβολή. Η εισβολή των Γερμανών ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941 και μόλις μερικές μέρες μετά, στις 17 Απριλίου, επήλθε η παράδοση του γιουγκοσλαβικού βασιλικού στρατού.

Ο Ιωάννης Μεταξάς στην κηδεία του Κεμάλ Ατατούρκ στις 21 Νοεμβρίου 1938. Η επίσκεψη αυτή πρέπει να ερμηνευτεί λαμβάνοντας υπόψη την Βαλκανική Συνεννόηση (που συμμετείχε και η Τουρκία) προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αναθεωρητικές βλέψεις της Βουλγαρίας.