Η ίδρυση του Εθνικού Στόλου

Προς το τέλος του 1826, ως προοίμιο μιας νέας εποχής, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό αποκτά τα πρώτα εθνικά πλοία. Μέχρι τότε τα πλοία ήταν περιουσίες ιδιωτών. Αυτά τα εθνικά πλοία ήταν η φρεγάτα Ελλάς και το ατμοκίνητο (ατμήλατο) Καρτερία. Το μεν πρώτο είχε ναυπηγηθεί στην Αμερική, το δε δεύτερο στην Αγγλία. Το κόστος καλύφθηκε ως επί το πλείστον από τα χρήματα του πρώτου ελληνικού δανείου.

Η φρεγάτα Ελλάς κατέπλευσε στην Ελλάδα στα τέλη Δεκεμβρίου, τέθηκε υπό τις διαταγές του Μιαούλη και άρχισε άμεσα την πολεμική της δράση. Η πρώτη επιχείρησή της ήταν η είσοδός της μαζί με άλλα πλοία στον όρμο του Γρυπονησίου στον Ευβοϊκό, διακόπτοντας για αρκετό καιρό τις μεταφορές του Κιουταχή. Την απόκτηση του Καρτερία την οφείλουμε εν πολλοίς στη δράση ενός σπουδαίου Άγγλου φιλέλληνα, του Φραγκίσκου Άμπνευ Άστιγξ, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα από το 1822 και έλαβε μέρος σε αρκετές ναυτικές συγκρούσεις.

Ο θερμός φιλέλληνας Frank Abney Hastings (Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο)

Το 1824, ο Άστιγξ έκανε μια αναφορά στην ελληνική Κυβέρνηση για την ανάγκη απόκτησης ενός ατμοκίνητου πλοίου. Μετά από έντονες προσπάθειες, προσφέροντας και μέρος της ατομικής του περιουσίας, τελικά η Κυβέρνηση αποφάσισε να το αποκτήσει. Ο ίδιος ο φλογερός φιλέλληνας φρόντισε για τη ναυπήγησή της και ήταν ο κυβερνήτης της από την κάθοδο του πλοίου στην Ελλάδα μέχρι και τον θάνατό του. Το Καρτερία κατέπλευσε στο Ναύπλιο την 3η Σεπτεμβρίου.

Η κατάληψη του Μεσολογγίου οδήγησε τους Επαναστάτες στην αντίληψη ότι υπήρχε πλέον ανάγκη για δημιουργία τακτικών και οργανωμένων ενόπλων δυνάμεων προς αντιμετώπιση των Αιγυπτιακών, οι οποίες είχαν οργανωθεί και εκπαιδευθεί από Ευρωπαίους. Γι’ αυτόν τον λόγο, ανέθεσαν την Αρχιστρατηγία του Στρατού στον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του Ναυτικού στον ναύαρχο Αλεξάντερ Τόμας Κόχραν.

Στην λιθογραφία του Karl Krazaisen εικονίζονται τα πλοία του “Εθνικού Στόλου” φρεγάτα “Ελλάς” και το ατμόπλοιο “τροχήλατον” “Καρτερία”. Το “Καρτερία” ήταν το πρώτο εθνικό ατμόπλοιο που έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις παγκοσμίως! Την απόκτησή του την οφείλουμε στον θερμό Βρετανό φιλέλληνα Frank Abney Hastings, που οι Έλληνες έλεγαν “Άστιγγα”. Αυτός έπεισε την ελληνική κυβέρνηση για την αγορά της, έδωσε μέρος της περιουσίας του για την απόκτησή της, ενω βρήκε ηρωικό θάνατο στις επιχειρήσεις της Ελληνικής Επανάστασης (Εθνική Πινακοθήκη).

Ο Τσωρτς είχε καταταγεί από μικρός στον βρετανικό στρατό και είχε πολεμήσει στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια, μετείχε στην κατάληψη της Ζακύνθου από τον Βρετανικό Στρατό υπό τον στρατηγό Όσβαλντ. Κατά την περίοδο αυτή γνώρισε αρκετούς Έλληνες Επαναστάτες, όπως για παράδειγμα τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και δημιούργησε ένοπλα τμήματα από Σουλιώτες και Παργινούς. Αυτά τα τμήματα όμως διαλύθηκαν από την αγγλική Κυβέρνηση μετά τη δημιουργία της «Ιονίου Πολιτείας» υπό την επικυριαρχία της. Τότε ο Τσωρτς διαφώνησε και έφυγε για το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, όπου και τέθηκε υπό τις διαταγές του βασιλιά Φερδινάνδου. Από εκεί παρακολουθούσε την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης και το 1827 κατήλθε στην Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Στην προσωπογραφία εικονίζεται ο Ιρλανδός στρατηγός Richard Church (στις ελληνικές πηγές: Τσωρτς).

Ο Κόχραν από την άλλη, είχε λαμπρή σταδιοδρομία στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό με την αντιμετώπιση της πειρατείας, καθώς και εναντίον του Γαλλικού Στόλου. Στη συνέχεια, όταν αποστρατεύθηκε, ασχολήθηκε με την πολιτική και αναγκάστηκε να εκπατρισθεί και να φύγει για την Χιλή, όπου βοήθησε τους Νοτιοαμερικανούς Επαναστάτες να δημιουργήσουν αξιόμαχο στόλο εναντίον των Ισπανών. Με αυτόν τον στόλο, μάλιστα, κατέλαβε πολλά οχυρωμένα λιμάνια και πλοία των Ισπανών. Τον Μάρτιο του 1827, έφτασε στην Ελλάδα.

Στην προσωπογραφία εικονίζεται ο Thomas Cohrane (οι Έλληνες τον έλεγαν Κοχράνη). Ο Κόχραν υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.

Στην Γ’ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα τη 19η Μαρτίου, αποφασίστηκαν με ψηφίσματα τα εξής: πρώτον, η δημιουργία Εθνικού Στόλου και δεύτερον, ο διορισμός του Τσωρτς ως αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού και του Κόχραν ως στόλαρχου του Ελληνικού Ναυτικού. Το πρόβλημα που προέκυψε σε αυτήν την ανάθεση καθηκόντων ήταν η υπερβολική κυριαρχία που έδινε σε αυτούς τους δύο άνδρες. Ιδίως στην περίπτωση του Κόχραν, αυτό δημιούργησε αρκετά προβλήματα. Ακολούθησε η πτώση της Ακρόπολης των Αθηνών, εφόσον Κόχραν και Τσωρτς δεν ενστερνίστηκαν τις συμβουλές του Καραϊσκάκη. Συγκεκριμένα, ο Καραϊσκάκης πίστευε ότι ο Κιουταχής δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κατά μέτωπον επίθεση λόγω της έλλειψης ιππικού και τακτικού στρατού.

Μέρος της διακήρυξης των αποφάσεων της Γ’ Εθνοσυνέλευσης. Φαίνεται ξεκάθαρα η αναφορά στον “Εθνικό Στόλο” (Αρχείο Βιβλιοθήκης Βουλής των Ελλήνων).

Ο Τσωρτς και ο Κόχραν, ο οποίος στο μεταξύ είχε φτάσει ως επικεφαλής ναυτικής μοίρας 17 πλοίων -8 υδραίικων και ψαριανών, 7 σπετσιώτικων και των δύο νέων Ελλάς και Καρτερία – υποστήριζαν ότι έπρεπε να γίνει άμεση επίθεση κατά του εχθρού. Αυτή η άποψη των Τσωρτς και Κόχραν οδήγησε στην ήττα και την κατάληψη της Ακρόπολης από τον εχθρό τον Μάιο του 1827 (Μάχη του Αναλάτου).

Από την άλλη, ο Ιμπραήμ, ενώ το 1826 διενεργούσε λεηλασίες, ένα έτος μετά (1827) άλλαξε την τακτική του. Κατά τη διάρκεια της επιδρομής του στη δυτική Πελοπόννησο, άρχισε να προσέχει τους κατοίκους, να συγχωρεί όσους προσκυνούσαν, να πληρώνει για όσα προμηθευόταν για τον στρατό του, με αποτέλεσμα να κλονίζεται σταδιακά το ηθικό των Επαναστατών. Ο Κολοκοτρώνης όμως αντέδρασε άμεσα, διέταξε να πάρουν τα όπλα όλοι οι κάτοικοι ηλικίας από 15 έως 60 ετών και από τους προσκυνημένους εκτέλεσε τον πιο επιφανή, τον Νενέκο. Αν και το κακό κάπως περιορίστηκε, αργότερα αποβιβάστηκαν στο Ναυαρίνο 4.000 ακόμη στρατιώτες με μεταγωγικά συνοδεία 15 πολεμικών.

Στη συνέχεια, έγινε γνωστό ότι ο Ιμπραήμ σχεδίαζε επίθεση εναντίον των νήσων Σπετσών και Ύδρας. Αυτό προκάλεσε πανικό στους κατοίκους των Σπετσών, όπως ήταν αναμενόμενο και εύλογο, κι έτσι, αποφάσισαν να μετοικήσουν στην Ύδρα που εθεωρείτο πιο μια καλύτερα οχυρωμένη τοποθεσία. Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου έφτασε σε μεγάλη κρίση, διότι οι ελεύθερες περιοχές ήταν μόνο η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Σάμος, το Ναύπλιο και η Μάνη. Οι ελπίδες που είχαν στηριχθεί στους Κόχραν και Τσωρτς διεψεύσθησαν, το ηθικό των Ελλήνων έπεσε στο ναδίρ, ενώ συγχρόνως ο Ιμπραήμ σκόπευε να κατακτήσει την Ύδρα, την οποία αποκαλούσε Μικρά Αγγλία.

Οι «ηχηρές» αυτές «μεταγραφές», του Τσωρτς και του Κόχραν, διέψευσαν τις προσδοκίες των Ελλήνων. Στον επιχειρησιακό τομέα αναγνωρίστηκαν υπερβολικές εξουσίες σε αυτούς, ενώ αυτοί δεν συμμερίζονταν τις απόψεις των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει τον τρόπο μάχεσθαι μέσα στις ιδιαιτερότητες και περιορισμούς του αγώνα απέναντι σε μία οργανωμένη αυτοκρατορία. Η πτώση της Ακρόπολης τον Μάιο του 1827 (Μάχη του Αναλάτου) οφείλεται ακριβώς στο ότι Τσωρτς και Κόχραν δεν ενστερνίστηκαν τις συμβουλές του Καραϊσκάκη, ο οποίος πίστευε ότι ο Κιουταχής δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κατά μέτωπον επίθεση. Παρατίθεται χαρακτηριστικό απόσπασμα του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου :

«Οι ελληνικοί στολίσκοι ανεδείκνυον μεν πάντοτε την απαράμιλλον αυτών δεξιότητα και τόλμην αλλά τοσούτον επεκράτησε παρ’ αυτοίς η ιδέα ότι δια των μικρών αυτών πλοίων και πόρων ουδέν πλέον δύνανται καίριον να κατορθώσωσι κατά των στόλων του Ιμβραήμ πασά ώστε, καθώς ορθότατα λέγει ο ναύαρχος Jurien de la Gravière “η Ελλάς ήτις είχε τον Μιαούλην, τον Σαχτούρην, τον Κανάρην, άνδρας ναυτικούς οίους ολίγοι παρήγαγον αιώνες, κατήντησε να περιμένη την σωτηρία αυτής από του λόρδου Κόχραν”, όστις αφού απήτησεν ως μισθών των υπηρεσιών αυτού ημιόλιον εκατομμύριον φράγκων και έλαβεν ως προκαταβολή υπέρ τας 900.000, ουδέν επί τέλους λόγου άξιον έπραξεν».

Το ηρωικό τέλος του Άστιγγος

Τον Μάρτιο του 1828, ο Καποδίστριας διέταξε τον αρχιστράτηγο Δυτικής Στερεάς, Τσωρτς, να διενεργήσει αποκλεισμό του Μεσολογγίου. Παράλληλα  ο αρχηγός της Μοίρας του Κορινθιακού Φραγκίσκος Άστιγξ σχεδίαζε συντονισμένη επιχείρηση από ξηρά και θάλασσα εναντίον της Ναυπάκτου, του Ρίου, του Αντιρρίου και της Πάτρας με τελικό σκοπό την απελευθέρωση του Μεσολογγίου. Στα τέλη Απριλίου, ο Άστιγξ πήρε διαταγές από τον αρμόδιο για το Ναυτικό Μαυροκορδάτο να επαναπλεύσει στην Αίγινα για να πάρει νέες διαταγές από τον Κυβερνήτη. Αυτός θεώρησε  αναγκαίο πρωτίστως να πλεύσει προς το Βασιλάδι με το Καρτερία για να συζητήσουν με τον αρχιστράτηγο Τσωρτς την πορεία των επιχειρήσεων στην Ανατολική Στερεά. Τότε, οι δυο άνδρες κατέληξαν να πολιορκήσουν το Ανατολικό (Αιτωλικό) με συνδυασμένες τις δυνάμεις τους, γιατί αλλιώς ήταν αδύνατη η άλωσή του.

Το σχέδιο ήταν το ακόλουθο: θα γινόταν κανονιοβολισμός του Ανατολικού από κανόνι των 68 λίτρων, το οποίο μεταφέρθηκε σε οχύρωμα κατασκευασμένο από τους άνδρες του Τσωρτς στην ξηρά και αμέσως μετά, θα διεξαγόταν απόβαση του αγήματος του στρατηγού Ευμορφόπουλου και του χιλιάρχου Φωκά, οι οποίοι ανήκαν στις δυνάμεις του Τσωρτς, με 4 μίστικα υπό τις διαταγές του Υδραίου καπετάνιου Ανδρέα Παπαπάνου και με εξοπλισμένες βάρκες του Καρτερία. Στις 11 Μαΐου, μεταφέρθηκε το κανόνι στο οχύρωμα και αποβιβάστηκε και ο Άστιγξ για να διευθύνει τον κανονιοβολισμό. Στην συνέχεια, πλησίασε και ο στολίσκος στο Ανατολικό. Ο  Άστιγξ τότε παρατήρησε ότι ο στολίσκος είχε προχωρήσει στο σημείο όπου είχε οριστεί η απόβαση χωρίς όμως να πάρει προηγουμένως διαταγή. Τότε, ο ηρωικός φιλέλληνας έσπευσε με μια βάρκα στον στολίσκο για να διευθύνει την επιχείρηση. Τα μικρά ελληνικά πλοία όμως, παγιδεύτηκαν σε μια περιοχή κοντά στην ακτή που ήταν περιφραγμένη με πασσάλους από τους Οθωμανούς. Οι εχθροί εκμεταλλεύθηκαν την σύγχυση που επικράτησε στα ελληνικά πλοία και άρχισαν να πυροβολούν. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί ο Α. Παπαπάνος και να τραυματιστούν πολλοί μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Άστιγξ στον αριστερό βραχίονα.

Το τραύμα του Άστιγγος στην αρχή δεν θεωρήθηκε σοβαρό με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Καρτερία, η οποία έπλευσε αμέσως προς το Βασιλάδι. Το τραύμα όμως, μολύνθηκε και ο Άστιγξ μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο, όπου διαπιστώθηκε ότι ούτε με τον ακρωτηριασμό του αριστερού χεριού του μπορούσε να σωθεί. Έτσι, στις 20 Μαΐου, ο Άμπνευ Φραγκίσκος Άστιγξ πέθανε στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου. Ήταν μόλις 34 ετών και ο θάνατός του συγκλόνισε τους αγωνιζόμενους Έλληνες.