Στις 31 Αυγούστου 1923, ιταλικός στόλος αποτελούμενος από τρία θωρηκτά, δύο βαρέα και δύο ελαφρά καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα και υποβρύχια ζήτησε με τελεσίγραφο την άμεση παράδοση του νησιού από τον νομάρχη Ευριπαίο. Παρόλο που οι Ιταλοί είχαν ενημερωθεί ότι στα ανοχύρωτα φρούρια είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες, όταν ο Έλληνας νομάρχης αρνήθηκε, τα ιταλικά πλοία απάντησαν με πυρά επί 25 λεπτά, με αποτέλεσμα να πεθάνουν 15 άμαχοι και να τραυματιστούν 35. Ο Μουσολίνι με αυτήν την ενέργεια ήθελε να αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει υψηλή αποζημίωση για τη δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Tellini στην ελληνική Ήπειρο, ο οποίος ευρισκόταν εκεί λόγω των διαδικασιών χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων.

Η Ελλάδα και η Αλβανία είχαν συμφωνήσει για τον καθορισμό των συνόρων τους από διεθνή επιτροπή, την Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 1920 από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με σκοπό να διευθετηθούν οι εθνικές διαφορές που προέκυψαν από την εφαρμογή των συνθηκών ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου. Η υπόθεση παρουσίασε εμπλοκή όταν η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς, η οποία ευρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα εξέφρασε τις σοβαρές αντιρρήσεις της, φέρνοντας ως επιχείρημα την ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Παράλληλα, με την Ελλάδα διαφώνησε και η Γιουγκοσλαβία, η οποία ζητούσε επανεκτίμηση των δικών της συνόρων με την Αλβανία. Η Διάσκεψη όμως, εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913 και όρισε ως τέτοια τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς, αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, όπως όριζε το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913 με αποτέλεσμα να παραχωρηθούν στην Αλβανία 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν μέχρι τότε στην Ελλάδα.

Στις 27 Αυγούστου, ευρέθησαν δολοφονημένοι στον δρόμο των Ιωαννίνων προς Κακαβιά ο Tellini, ο ταγματάρχης Corti, ο υπασπιστής λοχαγός Bonaccini, ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας διερμηνέας. Ο Μουσολίνι, χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των ανακρίσεων που είχε διατάξει η ελληνική πλευρά, επέδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά αποζημίωση 50.000.000 λιρετών. Έτσι, στις 31 Αυγούστου, η Πρεσβευτική Διάσκεψη κάλεσε την ελληνική πλευρά να ενεργήσει με ταχύτητα για να βρεθούν οι ένοχοι.
Η Ελλάδα με τη σειρά της, προσπαθώντας να δείξει καλή θέληση, ζήτησε από τη Διάσκεψη να συστήσει ειδική επιτροπή για τη διεξαγωγή ερευνών. Αυτό αποτελούσε μια άστοχη ενέργεια από την πλευρά της Ελλάδας, γιατί αναίρεσε τη δυνατότητα προσφυγής της ελληνικής κυβέρνησης στην Κοινωνία των Εθνών για την κατάληψη της Κέρκυρας, αφού θεωρήθηκε ότι απειλούσε τη διεθνή ειρήνη. Ο Μουσολίνι επωφελήθηκε από την αστοχία αυτή για να υποστηρίξει ότι η Διάσκεψη ήταν υπεύθυνη για τη λύση της διαφοράς και όχι, η Κοινωνία των Εθνών, καθώς οι πολλές ψήφοι των μικρών χωρών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δυσμενή απόφαση για την Ιταλία.

Τελικά, η Διάσκεψη αγνοώντας την έκθεση της επιτροπής, η οποία είχε αποκλείσει την οποιαδήποτε ευθύνη της ελληνικής πλευράς στις δολοφονίες, και την κατάθεση ενός λήσταρχου ονόματι Κώτσου Μέμου, που ισχυρίστηκε ότι αυτός είχε δολοφονήσει τους Ιταλούς επί πληρωμή για λογαριασμό της αλβανικής αστυνομίας του Αργυρόκαστρου, αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αποζημιώσει την Ιταλία με το ποσό των 50.000.000 λιρετών.
Την 1η Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα κατέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά στις 5 του ίδιου μηνός, ο Ιταλός αντιπρόσωπος απάντησε ότι η επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών απορρίπτεται, γιατί η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί την απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης. Ο Έλληνας αντιπρόσωπος απάντησε ότι η Ελλάδα δεν είχε προσφύγει στη Διάσκεψη, αλλά ότι είχε απευθυνθεί σε αυτήν για τη διενέργεια ανακρίσεων και ότι θα δεχόταν το πόρισμα αυτών. Η Κοινωνία των Εθνών άφησε την υπόθεση στη Διάσκεψη. Στις 10 Σεπτεμβρίου, ανακοινώθηκε από τον Έλληνα αντιπρόσωπο ότι η ελληνική πλευρά θα δεχθεί το σύνολο των αποφάσεων της Διάσκεψης.

Η απόφαση αυτή της Ελλάδας επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη στάση των Μ. Δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία εισέπραξε μόνο τα αρνητικά σχόλια κάποιων κρατών μελών της Κοινωνίας των Εθνών. Η Μ. Βρετανία, λόγω της εκκρεμότητας της ελληνικής προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών, έπεισε την Ιταλία να αποσυρθεί από την Κέρκυρα. Δυστυχώς όμως, η Κοινωνία των Εθνών επέδειξε σοβαρότατη αδυναμία να επιβληθεί, καθώς υπάκουσε στα κελεύσματα των Μεγάλων Δυνάμεων να απέχει από την ελληνοϊταλική διαφορά. Η Γαλλία, η οποία θεωρούσε ως βασικό κίνδυνο τη Γερμανία, προσπαθούσε να κρατήσει την Ιταλία μακριά από τη Γερμανία, με αποτέλεσμα να πιστεύει ότι η Ιταλία έπρεπε να παραμείνει στην Κοινωνία των Εθνών. Η Μ. Βρετανία από την άλλη, επιθυμούσε να διατηρήσει το status quo και γι’ αυτό, προτίμησε μια συμφωνία που θα ενοχλούσε λιγότερο τον ισχυρότερο από τους δύο παλιούς συμμάχους της. Σημαντική επιρροή στην βρετανική στάση απετέλεσε και η στάση της Γαλλίας.
Η επιθετική πολιτική της Ιταλίας με την κατάληψη της Κέρκυρας έδειξε βαθύτατα τις αναθεωρητικές τάσεις αυτού του κράτους. Επιπρόσθετα φάνηκε καθαρά και η αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών να διατηρήσει την στη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης. Εξάλλου, η πολιτική του Μουσολίνι στην Ανατολική Μεσόγειο δεν διέφερε από την πολιτική που είχε ακολουθήσει Ιταλία από το 1911 με τον ιταλο-οθωμανικό πόλεμο. Βέβαια, οι στόχοι της ιταλικής επεκτατικής πολιτικής της Ιταλίας θα φανούν ακόμα πιο καθαρά σε λίγα χρόνια μέλλον, όταν το 1940 θα επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας.