Ελευθέριος Βενιζέλος: μια σύντομη ανασκόπηση

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός. Ήταν ένας ηγέτης που ήξερε όχι μόνο να διαχειρίζεται καταστάσεις αλλά και να τις διαμορφώνει. Μπορούσε με το κύρος του να επιταχύνει καταστάσεις ή να ελέγχει τις παρορμήσεις του λαού όταν έκρινε ότι αυτό επέτασσε το εθνικό συμφέρον.

Από το Θέρισο στην Βαλκανική Εποποιία

Ήδη ως νέος πολιτικός στην Επανάσταση στο Θέρισο (10 Μαρτίου 1905) με την μαχητική του στάση και τις απόψεις του έδωσε την αποφασιστική ώθηση για την ένωση της αυτόνομης Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Η Διεθνής επιτροπή που κατέφθασε στην Κρήτη το Φεβρουάριο του 1906 ανέλαβε την εξέταση του θέματος και την υποβολή έκθεσης.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν έπειτα από διαβουλεύσεις σε νέα ρύθμιση του Κρητικού Ζητήματος. Το οριστικό κείμενο το οποίο επιδόθηκε στον Πρίγκηπα Γεώργιο στις 23 Ιουλίου 1906 προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής με νέα σύσταση, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής με Έλληνες αξιωματικούς και την ανάκληση ξένων στρατευμάτων μετά την αποκατάσταση της εσωτερικής ειρήνης.Τα μέτρα της επιτροπής απέρρεαν από δύο βασικά πορίσματα: ότι καμία λύση δεν θα ήταν βιώσιμη, εκτός από την ένωση, και ότι η στάση του Πρίγκηπα Γεωργίου εμπόδιζε την ομαλή προσωρινή διαρρύθμιση της εσωτερικής πολιτικής ζωής στην Κρήτη. Βάσει αυτών των πορισμάτων εκχωρήθηκε και στον Έλληνα Βασιλιά το δικαίωμα να διορίζει τον ύπατο αρμοστή. Ως αποτέλεσμα του δικαιώματος αυτού, και σε εφαρμογή του, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ θα αντικαταστήσει τον δευτερότοκο γιο του με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.

Όταν μετεκλήθη στην Ελλάδα από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο για να αναλάβει την πρωθυπουργία της Χώρας θα αναγνωρίσει την ισχύ του Θρόνου και θα τον προστατεύσει. Όταν εκδηλώθηκε το Κίνημα στου Γουδή τη νύχτα της 14ης Αυγούστου προς 15η Αυγούστου του 1909, ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ τελικά συνεργάστηκε παρ’ όλο που οι κινηματιες επεδίωκαν την απομάκρυνση των πριγκηπων από το στράτευμα. Τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου εισακούστηκαν και οι εξοπλισμοί προχώρησαν. Την πολιτική οξύνοια του Γεωργίου του Α’ την είχε καταλάβει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος στο μεταξύ είχε κληθεί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο στην Ελλάδα. Στην πολιτική συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1910 όταν ο λαός θα φωνάζει για Συντακτική Εθνοσυνέλευση (με ορατό  κίνδυνο την κατάργηση της Βασιλείας), ο Βενιζέλος θα επιμείνει: Αναθεωρητική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βενιζέλος “απέκρουσε” Κρήτες αντιπροσώπους γιατί θεωρούσε ότι το Κρητικό Ζήτημα θα λυνόταν στο πλαίσιο της ευρύτερης διευθέτησης του Ανατολικού Ζητήματος. Είχαν καταφθάσει στην Αθήνα 44 Κρήτες βουλευτές.

Ο Βενιζέλος για να κερδίσει χρόνο ανέβαλε την έναρξη των εργασιών της Βουλής κατά ένα μήνα. Σε αυτό το διάστημα είχε συναντήσεις μαζί τους και προσπάθησε, μάταια, να τους μεταπείσει. Κατέστησε σαφές ότι «η Ελλάς επί του παρόντος αδυνατεί να τους δεχθεί ένεκα της πολεμικής ανεπαρκείας της», αντέκρουσε το επιχείρημα ότι ένας ενδεχόμενος ελληνοτουρκικός πόλεμος θα οδηγούσε στην ένωση και ήταν κατηγορηματικός: «Δεν είναι δίκαιον χάριν της επιμονής των Κρητών να ζημιωθή ούτω η Ελλάς».

Στις 19 Μαΐου 1912 οι Κρήτες αντιπρόσωποι επιχείρησαν να μετάσχουν στην εναρκτήρια συνεδρίαση της ελληνικής Βουλής αλλά απωθήθηκαν βιαίως από ισχυρές δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής. Ένας Κρητικός βουλευτής (Μιχαήλ Δασκαλάκης, Ρεθύμνης) πέτυχε να μπει στην αίθουσα συνεδριάσεων και να συμμετάσχει στην ορκωμοσία. Έγινε αντιληπτός όταν ζητωκραύγασε υπέρ της ένωσης, επιδοκιμαζόμενος μάλιστα από ορισμένους βουλευτές, και απομακρύνθηκε με εντολή του πρωθυπουργού. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των τυπικών διαδικασιών και την ανάγνωση δήλωσης του Βενιζέλου σχετικά με τη μη αποδοχή του αιτήματος των Κρητικών, η έναρξη των εργασιών της Βουλής αναβλήθηκε εκ νέου για τον Οκτώβριο. Η ελληνική Βουλή θα τούς δεχθεί την 1η Οκτωβρίου του 1912, παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.

Ακόμα όμως και η σύμπηξη της Βαλκανικής Συμμαχίας ήταν επίτευγμα του Βενιζέλου. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η σύμπραξη με τα βαλκανικά έθνη και ιδιαίτερα με τους Βουλγάρους δεν ήταν καθόλου αυτονόητη πριν το 1910. Για την ακρίβεια η διαφιλονικουμενη περιοχή της Μακεδονίας είχε οδηγήσει την ελληνική ελίτ στο να εκτιμά τον σλαβισμο ως το πιο επικίνδυνο εχθρό που απειλούσε βάσιμα τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Ακόμα και η συνεργασία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ανεκτή για να αντιμετωπιστεί ο σλαβισμος. Η συμπηξη αντισλαβικης συμμαχίας υποκινηθηκε από την Γερμανία ευρίσκοντας ευήκοα ώτα στον τότε διάδοχο του Θρόνου, πρίγκηπα Κωνσταντίνο (για την ανατολική πολιτική της Γερμανίας εδώ ).

Το γεγονός που καθόρισε αρκετά τις εξελίξεις ήταν η ιταλική επίθεση στην Λιβύη το 1911. Οι Οθωμανικές δυνάμεις αντεταξαν απρόσμενη αντίσταση κατά των Ιταλών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν το θέατρο των επιχειρήσεων στα Δωδεκάνησα. Οι Έλληνες Δωδεκανησιοι δέχθηκαν τον Αντιστράτηγο  Giovanni Ameglio ως απελευθερωτη. Στην συνέχεια οι Ιταλοί θα ακολουθήσουν πολιτική εξιταλισμου των Ελλήνων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι και η ελλαδική κοινή γνώμη παρακολουθεί με ανησυχία τα τεκταινόμενα. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που οι Έλληνες έβλεπαν με συμπάθεια τους Ιταλούς, όταν προσπαθούσαν να ενωθούν σε ένα κράτος!

Η κυβερνητική κρίση που προκλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα από τους Ιταλούς, έδωσε το έναυσμα στους Βαλκάνιους να κινηθούν. Με την αρχική ενθάρρυνση Ρώσων αντιπροσώπων το Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο. Ο κίνδυνος να βρεθεί η Ελλάδα έξω από το “μοίρασμα” των εδαφών της Μακεδονίας ήταν μεγάλος.

Με αυτήν την σκέψη ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος προχώρησε στην υπογραφή αμυντικής συμμαχίας με τη Βουλγαρία τον Μάιο του 1912. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι Βούλγαροι δέχονταν την συμμαχία με την Ελλάδα για δύο λόγους παρά το ανοικτό θέμα της Μακεδονίας. Πρώτον γιατί δεν είχαν αντιληφθεί ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν ήταν αυτός του 1897 και δεύτερον γιατί οι θαλασσοβατες Έλληνες διέθεταν κάτι σημαντικό, ισχυρό πολεμικό Στόλο. Η βουλγαρική Ηγεσία γνώριζε ότι χωρίς το Ελληνικό Ναυτικό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διεκπεραίωνε στρατό στην Βαλκανική και τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τις συμμαχικές δυνάμεις. Η κατίσχυση του Ελληνικού Ναυτικού ήταν καταλυτική στην συμμαχική νίκη, διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αναγκασμένη να μεταφέρει στρατεύματα από το απαρχαιωμένο και σε κακή κατάσταση χερσαίο και σιδηροδρομικό δίκτυο.

Αναλυτικότερα: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέτασσε στα ευρωπαϊκά της εδάφη 346.000 άνδρες, η Ελλάδα 105.000, η Βουλγαρία 305.000, η Σερβία 223.000 και το Μαυροβούνιο 35.000 άνδρες. Οι βαλκάνιοι σύμμαχοι παρέτασσαν συνολικά 668.000 άνδρες, ενώ, άλλως τε, η Ελλάδα είχε «ως αντικειμενικό σκοπό να καταστεί εξάπαντος κυρίαρχος του Αιγαίου και να διακόψει τις συγκοινωνίες μεταξύ Μικράς Ασίας και της ΕυρωπαΊκής Τουρκίας» (Στρατιωτική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, άρθρο 2, 22 Σεπτεμβρίου/ 5 Οκτωβρίου 1912).

Παρ’όλα αυτά η συμμαχία του Μαΐου του 1912 με την Βουλγαρία ήταν αμυντική. Προέβλεπε απλώς αμοιβαία βοήθεια αν ένα συμβεβλημένο μέρος δεχόταν επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, λόγω της Κρήτης, η Βουλγαρία θα τηρούσε ευμενή ουδετερότητα. Η συνθήκη δεν προέβλεπε τίποτα για διανομή της νοτίου ζώνης της Μακεδονίας. Αυτή η ασάφεια διατηρήθηκε σκοπίμως από τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να επιτευχθεί η υπογραφή της συμφωνίας.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου η βουλγαρική κυβέρνηση πληροφόρησε την ελληνική ότι είχε συναποφασίσει με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο να κηρύξουν πόλεμο κατά της ΟθωμανικήςΑυτοκρατορίας. Υπό την πίεση της Σόφιας υπογράφτηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1912 ελληνοβουλγαρική στρατιωτική συνθήκη. Είχαν προηγηθεί επιπλοκές του αλβανικού ζητήματος. Το καλοκαίρι του 1912 οι Αλβανοί του Κοσόβου εξεγέρθηκαν, με αίτημα να αποκτήσουν διοικητική αυτονομία τα βιλαέτια Ιωαννίνων, Σκόδρας, Κοσσόβου και Μοναστηρίου. Το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί, μετά την αυτονομία των βιλαετίων που αποδέχτηκε η οθωμανική κυβέρνηση, ανεξάρτητο αλβανικό κράτος έθιγε τη Σερβία, το Μαυροβούνιο αλλά και την Ελλάδα (απώλεια της Ηπείρου).

Στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1912 οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Σερβίας  απαίτησαν με ταυτόχρονες διακοινώσεις τους προς την Πύλη την άμεση εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προέβλεπε η συνθήκη του Βερολίνου (1878) και τη δέσμευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι θα εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις εντός εξαμήνου. Στις 3/16 Οκτωβρίου το διάβημα απορρίφθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση ως απαράδεκτο. Την ίδια μέρα ανακλήθηκαν οι Οθωμανοί πρεσβευτές από τη Σόφια και το Βελιγράδι και την επομένη η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την μεθεπόμενη μέρα (5/ 18 Οκτωβρίου 1912) η Ελλάδα ως μέρος του Βαλκανικού συνασπισμού κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Βαλκανική συμμαχία που προέκυψε ήταν:

Πρώτον ένα δημιούργημα των λαών της περιοχής χωρίς την προστασία κάποιου μεγάλου προστάτη εκτός από την επιρροή της Ρωσίας στην πρώτη προσέγγιση Βουλγαρίας – Σερβίας.

Δεύτερον μια ισχυρή δύναμη που υποχρέωσε τους Οθωμανούς σε πλήρη ήττα σε όλα τα μέτωπα.

Τρίτον ιδιότυπη και ασαφής καθ’ ότι δεν καθόριζε σαφώς τα γεωγραφικά όρια των τριών Βαλκανίων συμμάχων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) στην διαφιλονικουμενη Μακεδονία. Ίσχυε στην κυριολεξία “ο, τι κατακτά κάποιος, το κρατά”.

Τέταρτον εφήμερη καθώς η Βουλγαρία πολύ γρήγορα επιτέθηκε στους πρώην συμμάχους της. Παράλληλα μετά την λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου οι Μεγάλες Δυνάμεις ερχόμενες αντιμέτωπες με τετελεσμένα γεγονότα κινούνται προς προσεταιρισμο των Βαλκανικών κρατών.

Η ουσία όμως είναι μία.  Το Ανατολικό Ζήτημα του διαμελισμού των εδαφών  του “Μεγάλου Ασθενή” στα Βαλκάνια λύθηκε με την συμμαχία και επέμβαση των λαών της περιοχής. Στους Βαλκανικούς Πολέμους θα καθοδηγήσει πολιτικά την Χώρα και στον Β’ Βαλκανικό θα συγκρατήσει τον βασιλιά πλέον Κωνσταντίνο, ο οποίος συνέχιζε τις επιθέσεις του στην Βουλγαρία.

Εθνικός Διχασμός και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Μετά τους νικηφόρους για τον Eλληνισμό Βαλκανικούς Αγώνες, ξεκινά για την Ελλάδα η περίοδος της μεγάλης κρίσης. Η διάσταση απόψεων που ήδη υπήρχε μεταξύ βασιλέα Κωνσταντίνου και πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου οξύνθηκε, με αποτέλεσμα ολόκληρη η ελληνική κοινωνία να οδηγηθεί σε πόλωση, η οποία στην κορύφωσή της θα καταλήξει στον λεγόμενο Εθνικό Διχασμό. Τη δημιουργία, δηλαδή, στον ελλαδικό χώρο δύο κέντρων εξουσίας, του βασιλικού στην Αθήνα και του βενιζελικού στη Θεσσαλονίκη. Αυτός ο διχασμός θα οδηγήσει τους Αγγλογάλλους σε κατάφορες παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας και ο Eλληνισμός θα κινδυνεύσει να χάσει ό,τι κέρδισε ενωμένος λίγα χρόνια πριν.

Η διάσταση αυτή είχε φαινομενικά να κάνει με το αν η Ελλάδα θα έμπαινε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων (άποψη του Βενιζέλου) ή θα παρέμενε ουδέτερη (άποψη του Κωνσταντίνου). Εντούτοις, τα αίτια της πόλωσης στην κοινωνία ήταν βαθύτερα και είχαν να κάνουν με την αφομοίωση των πληθυσμών των λεγομένων Νέων Χωρών στον εθνικό κορμό. Με την προσάρτηση της υπόλοιπης Ηπείρου, καθώς και της Μακεδονίας, νέες παραγωγικές δυνάμεις εμφανίστηκαν, οι οποίες ενίσχυσαν την αστική τάξη της χώρας. Αυτό δημιούργησε αντίδραση στην παλαιά Ελλάδα και στους εκπροσώπους των παλαιών παραγωγικών δομών. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι με το κόμμα του Κωνσταντίνου τάχθηκαν και αρκετοί άνθρωποι χαμηλής οικονομικής τάξης, οι οποίοι θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ταχύτατες αλλαγές.

Αυτός ο διχασμός φάνηκε να κοπάζει όσο η Ελλάδα νικούσε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρά Ασία παρά τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από βενιζελικούς και τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου και του Παύλου Κουντουριώτη από φιλοβασιλικούς, δείγματα της έντασης που υπέβοσκε. Εντούτοις, θα επανέλθει μετά το 1922 δριμύτερος και θα ταλανίσει τη χώρα τουλάχιστον μέχρι το 1935.

Η περίοδος αυτή θα κλείσει με την καταστροφή της Σμύρνης και την παύση του Eλληνισμού της Ιωνίας, του οποίου η ύπαρξη μαρτυρείται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια. Με αυτό τον τραγικό τρόπο απενεργοποιείται η Μεγάλη Ιδέα και το ελληνικό κράτος θα αντιμετωπίσει το επιτακτικό πρόβλημα της ένταξης και αφομοίωσης των προσφύγων. Οι πρόσφυγες με την παρουσία τους θα τονώσουν οικονομικά και κοινωνικά το κράτος, αλλά παράλληλα, θα ενταθεί και το διχαστικό πνεύμα στην ελληνική κοινωνία, καθώς πολλοί από αυτούς θεωρούσαν τον Βενιζέλο ή τον Κωνσταντίνο υπεύθυνο για τη δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα.

Η διάσταση απόψεων μεταξύ πρωθυπουργού και βασιλιά σχετικά με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη κυβερνητική κρίση. Τον Φεβρουάριο του 1915, έγινε η πρώτη παραίτηση του Βενιζέλου. Στις εκλογές του Μαΐου 1915 (οι πρώτες εκλογές που ψηφίζουν και οι Θεσσαλονικείς) επικράτησε εκ νέου ο Βενιζέλος για να παραιτηθεί λίγο αργότερα. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1915, η Βουλγαρία κηρύξε επιστράτευση και εκδήλωσε τις αναθεωρητικές της βλέψεις (11 Οκτωβρίου 1915) με στρατιωτική επίθεση στη Σερβία.

Ο Βενιζέλος ενεργώντας αντισυνταγματικά, χωρίς να πάρει τη συναίνεση του βασιλιά και την έγκριση της Βουλής, κάλεσε βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις να αποβιβαστούν στη Θεσσαλονίκη για να εξαναγκάσουν την Ελληνική Κυβέρνηση να εγκαταλείψει την πολιτική της ουδετερότητας. Στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας συγκεντρώθηκαν 125.000 Γάλλοι και 100.000 Άγγλοι στρατιώτες. Η διοίκηση των γαλλοβρετανικών δυνάμεων ανατέθηκε στον στρατηγό Σαράιγ (Sarail).

Στα τέλη Δεκεμβρίου, γερμανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν συμμαχικές θέσεις, ενώ στις 26 Ιουνίου 1916, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατέλαβαν τα στενά και το οχυρό του Ρούπελ. Στη συνέχεια, εισχώρησαν στην ανατολική Μακεδονία. Ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη δριμεία μεταχείριση από τους Βουλγάρους.

Ο Σαράιγ αντέδρασε κηρύσσοντας τη Θεσσαλονίκη σε κατάσταση πολιορκίας και καταλαμβάνοντας το νησί της Θάσου. Στις 9 Ιουνίου του 1916, αγγλογαλλική διάσκεψη στο Λονδίνο αποφάσισε τον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας. Εκδόθηκε μάλιστα ανακοινωθέν που απαιτούσε την παραίτηση της κυβέρνησης, νέες εκλογές, ανάκληση της επιστράτευσης και την απομάκρυνση των στρατιωτικών και των πολιτικών ανώτερων διοικητικών στελεχών που ήταν εχθρικώς διακείμενοι προς την Αντάντ. Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι από την άλλη, κατέλαβαν το λιμάνι της Καβάλας κι έστειλαν την ελληνική φρουρά 8.000 ανδρών σε στρατόπεδα της Γερμανίας.

Στις 29 Αυγούστου του 1916, στη Θεσσαλονίκη εκδηλώθηκε το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης, το οποίο υποστηρίχθηκε από τον Σαράιγ. Ο Βενιζέλος επέστρεψε στην πατρίδα του, την Κρήτη, και από εκεί ανήγγειλε τη δημιουργία μιας προσωρινής κυβέρνησης με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου αποβιβάστηκε στις 9 Οκτωβρίου. Οι Σύμμαχοι αναγνώρισαν de facto την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, ενώ επέτειναν τις πιέσεις τους στην κυβέρνηση των Αθηνών. Άγγλοι και Γάλλοι αξιωματικοί πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο των σιδηροδρόμων, των ναυστάθμων και των οχυρώσεων της Αθήνας.

Την 1η Δεκεμβρίου, ο Γάλλος ναύαρχος Dartige du Fournet (Νταρτίζ ντι Φουρνέ) αποβίβασε 2.500 άνδρες για να ελέγξει την πρωτεύουσα. Γύρω από το Ζάππειο, τον Εθνικό Κήπο και στον λόφο του Φιλοπάππου έγιναν οδομαχίες μεταξύ των Γάλλων στρατιωτών και των λεγόμενων επιστράτων. Ο γαλλοβρετανικός στόλος άνοιξε πυρ και εξήντα τέσσερις οβίδες έπεσαν στην πόλη. Τις δύο επόμενες μέρες ξέσπασε απηνής διωγμός εναντίον των βενιζελικών. Στις 11 Ιουνίου 1917, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί επέδωσαν τελεσίγραφο στον Έλληνα πρωθυπουργό που απαιτούσε την παραίτηση του βασιλιά μέσα σε 24 ώρες, καθώς και τον αποκλεισμό του πρίγκιπα διαδόχου από τον θρόνο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτήθηκε κι έφυγε εξόριστος στην Ελβετία· τον αντικατέστησε ο μικρότερος γιος του, Αλέξανδρος ο Α΄ (1893-1920). Στις 27 Ιουνίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος γινόταν και πάλι πρωθυπουργός της Ελλάδος.

Στο πλαίσιο των πιέσεων των Συμμάχων της Αντάντ προς το Κράτος των Αθηνών, οι Γάλλοι κατέλαβαν τον ελαφρό Ελληνικό Στόλο, ενώ τα θωρηκτά, όπως ήδη αναφέρθηκε, παρέμεναν παροπλισμένα. Μετά την έξωση του βασιλιά, την επιστροφή του Βενιζέλου και την ενοποίηση της Ελλάδος, άρχισε η σύντονη προσπάθεια ανασυγκρότησης του Ναυτικού με ηγέτη, όπως και στους Βαλκανικούς Πολέμους, τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Τα πλοία και ο Ναύσταθμος επεστράφησαν στην Ελλάδα, αλλά σε κακή κατάσταση. Προτεραιότητα δόθηκε στο θωρακισμένο καταδρομικό Γεώργιος Ἀβέρωφ και στα λεγόμενα θηρία (Λέων, Ἱέραξ, Ἀετός, Πάνθηρ).

Με τη λήξη του πολέμου, η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στις νικήτριες δυνάμεις. Στον Μούδρο της Λήμνου υπεγράφη η ανακωχή μεταξύ των Συμμάχων της Αντάντ και της ηττηθείσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (17/30 Οκτωβρίου 1918). Το Γεώργιος Άβέρωφ κατέπλευσε με τη συμμαχική δύναμη στον Βόσπορο. Την 14η Νοεμβρίου του 1918 αγκυροβόλησε μπροστά στο σουλτανικό ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ, προκαλώντας ακράτητο ενθουσιασμό στους Έλληνες. Το Ελληνικό Ναυτικό ήταν παρόν στη σημαντικότερη στιγμή του Έθνους, όταν μετά από τόσους αιώνες οι Έλληνες έμπαιναν θριαμβευτές στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του Βυζαντίου.

Μικρασιατική Εκστρατεία

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήρθε η ώρα του διαμελισμού του μεγάλου ασθενή, όπως για πολλά χρόνια λεγόταν, σε ζώνες επιρροής των Συμμάχων. Η Μ. Βρετανία κατέλαβε τα Στενά των Δαρδανελίων, η Ιταλία, την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μ. Ασίας και τέλος, η Γαλλία, την περιοχή της αρχαίας Κιλικίας, στη Νοτιοανατολική Μ. Ασία με το σημαντικό λιμάνι της Αλεξανδρέττας.

Να σημειωθεί ότι ήδη από την αρχή της μικρασιατικής εμπλοκής της Ελλάδας στη Μ. Ασία, διαφαινόταν ένας ανταγωνισμός μεταξύ των Μ. Δυνάμεων. Αρχικά, μεταξύ Μ. Βρετανίας και Γαλλίας, καθόσον οι Βρετανοί φαίνεται ότι είχαν αποφασίσει τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το να ιδρυθούν στη θέση της μια σειρά από ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Από την άλλη, η Γαλλία φαινόταν διατεθειμένη να διατηρήσει την προπολεμική της χρηματιστική υπεροχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμη λόγω των πετρελαιοπαραγωγικών πηγών της περιοχής, η Γαλλία επιθυμούσε την δημιουργία ενός διάδοχου βιώσιμου τουρκικού κράτους, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια πιθανή επέλαση των Σοβιετικών στην Κεντρική Ασία.

Η Βρετανική Αυτοκρατορία ευνοούσε την ελληνική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και για τον πρόσθετο λόγο της  αποσυμφόρησης των στρατιωτικών δαπανών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Βενιζέλος κάλεσε νέα Βρετανική Αποστολή σε αντικατάσταση της αποστολής Brown  και το Βρετανικό Ναυαρχείο απάντησε θετικά, γιατί είχε σκοπό την αντικατάσταση του Βρετανικού Ναυτικού από το Ελληνικό στην περιοχή εκείνη. Η Μ. Βρετανία είχε ήδη αρχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση της περιστολής των στρατιωτικών δαπανών και η στρατιωτική ενίσχυση των Ελλήνων στην περιοχή έδειχνε να ταιριάζει με αυτή τη στροφή. 

Η Ιταλία από την ένωσή της άρχισε να διεκδικεί δυναμικά την δημιουργία μιας αποκλειστικής ζώνης ελέγχου στη Ανατολή. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένοι με αυτήν την ιταλική διάθεση επέκτασης. Αλλά και οι Αμερικανοί εμφανίζονται ιδιαίτερα ενοχλημένοι από τις ιταλικές θέσεις για την πόλη Φιούμε,  καθώς και με την διάθεσή τους να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα στην Ανατολή. Η κατάληψη των Αδάνων από τους Ιταλούς και η απόβασή τους στη Μαρμαρίδα οδήγησαν τους Συμμάχους στο να δώσουν εντολή στα ελληνικά στρατεύματα ν’ αποβιβαστούν στη Σμύρνη.

Τέλος, η Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε δεχθεί την συμμαχική εκστρατεία εναντίον της, κατευθύνθηκε σε μία προσέγγιση με τις δυνάμεις του Κεμάλ. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν την εκστρατεία των Συμμάχων στη Μ. Ασία ως μία ακόμη κίνηση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Εξάλλου, η Ελλάδα είχε εκστρατεύσει με σημαντικές δυνάμεις στην περιοχή της Ουκρανίας.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και παρά την Συνθήκη των Σεβρών που πραγματοποιούσε την Μεγάλη Ιδέα, νικητής αναδείχθηκε η “Ηνωμένη Αντιπολίτευσις”, ενώ ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που πριν λίγους μήνες η Βουλή τον είχε ανακηρύξει “άξιον της Ελλάδος ευεργέτην και σωτήρα της πατρίδος”, δεν εκλέχθηκε ούτε βουλευτής.

Με το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας ολοκληρώνεται μια σημαντική περίοδος της ύπαρξης του ελληνικού Κράτους. Η εποχή που θα ακολουθήσει θα είναι μία περίοδος αναδίπλωσης της ελληνικής πολιτικής, η οποία θα κινείται ανάμεσα στις Συμπληγάδες της οικονομικής ανάπτυξης και αφομοίωσης του μεγάλου ρεύματος των προσφύγων και της εξωτερικής πολιτικής των όμορων κρατών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα θα ακολουθήσει φιλειρηνική πολιτική στο πνεύμα της άρτι ιδρυθείσας Κοινωνίας των Εθνών.

Η τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου (1928 – 1932)

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας την 3η  Ιουλίου του 1928, αφού η κυβέρνηση συνεργασίας δεν άντεξε τις πιέσεις από τις απεργίες στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίες κατέληξαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό, αλλά και των παρεμβάσεων του ιδίου του Βενιζέλου.

Στην πρώτη περίπτωση, από τις συγκρούσεις αυτές υπήρξαν νεκροί και τραυματίες, ενώ ήταν φανερό ότι η επιρροή του Κ.Κ.Ε. συνεχώς αύξανε. Στην δεύτερη περίπτωση, όταν ο τότε ηγέτης της βενιζελικής παράταξης Γ. Καφαντάρης ανήγγειλε την ρύθμιση των πολεμικών χρεών μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας, ο Βενιζέλος την ίδια μέρα έστειλε στον Καφαντάρη επιστολή με την οποία τον επέκρινε για το σύνολο της ακολουθούμενης πολιτικής. Ο Βενιζέλος ιδίως καταφερόταν κατά της διευθέτησης του εκδοτικού προνομίου και χαρακτήριζε τις σχέσεις Εθνικής και Τράπεζας της Ελλάδος ως πολιτικό σκάνδαλο. Μετά την παρέμβαση αυτή, ο Καφαντάρης δήλωσε στον Ζαΐμη ότι παραιτείται οριστικά και αμετάκλητα, ενώ ο τελευταίος τηλεγράφησε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Παύλο Κουντουριώτη, που παραθέριζε στην Ύδρα την παραίτηση της κυβερνήσεως. Ο Π. Κουντουριώτης επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα και όρκισε νέα κυβέρνηση με πρόεδρο τον Ε. Βενιζέλο.

Οι εκλογές είχαν οριστεί για τις 19 Αυγούστου με το πλειοψηφικό σύστημα με στενή περιφέρεια, όπως στις εκλογές του 1923. Σκοπός του Βενιζέλου δεν ήταν απλώς να γίνει πρωθυπουργός, αλλά κυβερνήτης παντοδύναμος.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Βενιζέλος δέχθηκε στους συνδυασμούς του τους υποψηφίους των Παπαναστασίου, του Μιχαλακόπουλου και του Κονδύλη. Ο μόνος που παρέμεινε αποστασιοποιημένος ήταν ο Καφαντάρης, ο οποίος κατήρτισε τους δικούς του συνδυασμούς σε 25 εκλογικές περιφέρειες.

Ο Βενιζέλος σάρωσε στις εκλογές με τέτοιον τρόπο που ούτε ο ίδιος δεν το περίμενε ούτε οι αντίπαλοί του. Η κυβέρνηση Βενιζέλου διακρινόταν από μια σημαντική στροφή στην εξωτερική πολιτική, καθώς έβαζε σε δεύτερη μοίρα τις παραδοσιακές συμμαχίες με τη Μ. Βρετανία και τη Γιουγκοσλαβία και τόνιζε τη σύγκλιση με την Τουρκία και την Ιταλία. Στα ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης της χώρας, διακρίνεται για τα πολλά και παραγωγικά έργα. Τον Μάιο του 1929, άρχισε να λειτουργεί το Συμβούλιο της Επικρατείας με πρόεδρο  τον Κ. Ρακτιβάν.  Στον τομέα της Παιδείας, η κυβέρνηση Βενιζέλου με υπουργό Παιδείας τον Γ. Παπανδρέου προχωρά στην ανέγερση 3.167 νέων σχολικών κτηρίων, ενώ παράλληλα, προωθήθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο γυμνάσιο, ενώ κατήργησε τα «ελληνικά σχολεία» θεσπίζοντας τα εξατάξια δημοτικά και γυμνάσια. Εκεινή την περίοδο γίνονται πολλά αποστραγγιστικά, αντιπλημμυρικά αποξηραντικά έργα ιδίως στη Μακεδονία ενώ το 1929 ιδρύεται και η Αγροτική Τράπεζα, η οποία άρχιζε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 1930.

Οι μεγάλες αδυναμίες όμως, της κυβέρνησης Βενιζέλου εντοπίζονται στον κοινωνικό τομέα, όπου η άνοδος της εργατικής τάξης αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη δριμύτητα, καθώς επίσης και στην αδυναμία γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ βενιζελικών και αντι-βενιζελικών, το οποίο συνεχώς βαθαίνει λόγω της αδιάλλακτης στάσης του Έλληνα πρωθυπουργού. Στην πρώτη περίπτωση, αναφέρονται χαρακτηριστικά:

α) ο νόμος 4229 της 25ης  Ιουλίου 1929 που έμεινε γνωστός ως ιδιώνυμο,  με τον οποίο ουσιαστικά εγκαινιάζεται στη χώρα η εκτόπιση ατόμων ως διοικητικό μέτρο, χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση, πράγμα το οποίο άφηνε το όλο θέμα στις αστυνομικές αρχές, ενώ ήταν δεδομένο ότι το μέτρο θα επεκτεινόταν και σε πρόσωπα μη κομμουνιστικής ιδεολογίας και

β) ο νόμος 5060/1931 Περὶ τύπου καὶ περὶ κολασμοῦ καὶ ἐκδικάσεως τῶν διὰ καταχρήσεων τῆς ἐλευθεροτυπίας τελουμένων ἀδικημάτων. Με αυτό το μέτρο, ο Βενιζέλος επιχειρούσε να περιορίσει τον Τύπο, του οποίου μερίδα ασκούσε δριμύτατη κριτική σε στελέχη της κυβέρνησής του.

Στη δεύτερη περίπτωση, θα μπορούσαν να αναφερθούν διάφορες κινήσεις του Βενιζέλου, οι οποίες ερέθισαν τον αντι-βενιζελικό κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, ενόχλησε:

 πρώτον, η πρόθεση του Βενιζέλου να εκλεγεί ἀριστίνδην γερουσιαστής ο Ν. Πλαστήρας,  πράγμα το οποίο προκάλεσε την θυελλώδη αντίδραση των αντι-βενιζελικών λόγω του ότι τον θεωρούσαν πρωταίτιο της Δίκης των Εξ·

 δεύτερον, η επαναφορά στο Στρατό του στρατηγού Οθωναίου σε συνδυασμό με την απομάκρυνση από την κυβέρνηση των μετριοπαθών αντι-βενιζελικών στον ανασχηματισμό του 1929.

Δέον ακόμη να αναφερθεί ότι ο Βενιζέλος προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους κορυφαίους βενιζελικούς με διάφορες ενέργειές του, όπως την προτίμηση για Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Αλ. Ζαΐμη αντί του Καφαντάρη, όταν ο Παύλος Κουντουριώτης παραιτήθηκε λόγω γήρατος, αλλά και στα προαναφερθέντα νομοθετήματα του ιδιωνύμου και της περιστολής της ελευθεροτυπίας. Αυτό προκάλεσε διασπάσεις στον βενιζελικό κόσμο, ενώ εκείνη την περίοδο παρατηρείται η απομάκρυνση του Κονδύλη από τις βενιζελικές απόψεις και την στροφή του σε φιλοβασιλικές, πράγμα το οποίο θα παίξει σημαντικό ρόλο στην επαναφορά του βασιλέως.

Στα εθνικά θέματα, λόγω της προώθησης της σύγκλισης με την Ιταλία και την Τουρκία, οι εθνικές διεκδικήσεις μπήκαν σε τελείως δεύτερη μοίρα. Το επεισόδιο της Κέρκυρας (1923) είχε ήδη ξεχαστεί, για τα Δωδεκάνησα δεν γινόταν λόγος, ενώ οι πρόσφυγες από την Μ. Ασία έπρεπε να ξεχάσουν οριστικά το όνειρο επιστροφής στις εστίες τους.

Τέλος, ο Βενιζέλος αναμείχθηκε πολύ ενεργά στα θέματα ναυτικών εξοπλισμών, ερχόμενος σε αντίθεση με τις απόψεις των αξιωματικών του Ναυτικού. Αυτή η κατεύθυνση Βενιζέλου στους ναυτικούς εξοπλισμούς, θα οδηγήσει στην έλλειψη ναυτικών μονάδων όταν αυτές θα χρειαστούν περισσότερο, δηλαδἠ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τέλος

18 Μαρτίου 1936 και ώρα 10.30 το πρωί. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πεθαίνει στο Παρίσι. Η είδηση του θανάτου του μεταδίδεται αμέσως στην Ελλάδα, με έκτακτες εκδόσεις των αθηναϊκών φύλλων. Στο τραπεζάκι δίπλα του τα τελευταία του αναγνώσματα: Αισχύλος, Ιστορία της Ευρώπης και οι πιο πρόσφατες ελληνικές εφημερίδες που δεν είχε προλάβει να ανοίξει. Στο προσκέφαλό του η σύζυγός του, Έλενα Βενιζέλου, οι δύο γιοι του και ο προσωπικός του γιατρός.

Η κυβέρνηση, διά στόματος Ι. Μεταξά, που την εποχή εκείνη ήταν αντιπρόεδρος και υπουργός στρατιωτικών, αποφάσισε να αποδοθούν στον νεκρό τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία και επίσης να σταλούν στο Μπρίντεζι δύο αντιτορπιλικά να συνοδεύσουν τη σορό. Ήταν τα “Κουντουριώτης” και “Ψαρά”. Η σορός μεταφέρθηκε με τον “Κουντουριώτη” στην Αθήνα και από εκεί στα Χανιά. Με την συνοδεία πλήθος κόσμου μεταφέρθηκε στην τελευταία του κατοικία, το Ακρωτήρι Χανίων.