Πρόλογος
Ο σκοπός της παρούσης μελέτης είναι το να εξετάσει την συμμετοχή της Ελλάδος στην Λατινική Νομισματική Ένωση (ΛΝΕ). Θα εξεταστεί η πορεία του ελληνικού νομισματικού συστήματος από την απελευθέρωση της Χώρας μέχρι την ένταξη στην Ένωση με σκοπό να κατανοηθούν τα αίτια και οι σκέψεις που οδήγησαν σε αυτή. Κατόπιν θα αναλυθεί η πορεία της Ελλάδας στην ΛΝΕ, ποιά προβλήματα ανέκυψαν για ποιούς λόγους και τελικά πώς διευθετήθηκαν (αν διευθετήθηκαν). Αυτή η ανάλυση θα συσχετισθεί με το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο και την εξέταση γενικά της ΛΝΕ καθώς και του διμεταλλικού νομισματικού συστήματος. Το θέμα, πέρα από το ευρύτερο οικονομικό ενδιαφέρον για τα νομισματικά συστήματα, ενέχει εξαιρετική σημασία για την εποχή μας, κατά την οποία τα ευρωπαϊκά κράτη αναζητούν την ευρωπαϊκή τους ολοκλήρωση και μία νομισματική ένωση έχει εκ νέου συντελεστεί.
Το ελληνικό νομισματικό σύστημα από τον Καποδίστρια μέχρι και την έξωση του Όθωνα
Βασικές επιδιώξεις της εισαγωγής ενός νομισματικού συστήματος σε νέο κράτος είναι δύο: πρώτον, η καθιέρωση του νομίσματος στις εσωτερικές συναλλαγές και στις πληρωμές του Δημοσίου Ταμείου ενώ, δεύτερον, η ένωση με τις διεθνείς αγορές ούτως ώστε να ωφελείται το εμπόριο του κράτους. Το πρώτο νόμισμα της Ελλάδος είναι ο φοίνικας, ο οποίος θεσπίστηκε από τον πρώτο κυβερνήτη, τον Καποδίστρια. Με κυβερνητική πράξη της 25ης Ιανουαρίου 1830 επιβλήθηκε η τήρηση των δημόσιων λογαριασμών σε φοίνικες και λεπτά, ενώ προτρέπονταν «οι έμποροι και λοιποί πολίται να συμμορφωθώσι και αυτοί με το παρόν νομισματικό σύστημα[1]». Συναφή μέτρα με το προηγούμενο ήταν και η ευρεία κυκλοφορία των χάλκινων υποδιαιρέσεων του νομίσματος, ούτως ώστε να έχει ευρεία διάδοση, καθώς και η σύνδεσή του με το ισπανικό δίστηλο[2].
Στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους στην ελληνική επικράτεια κυκλοφορούσαν πάρα πολλά ξένα νομίσματα, τα οποία πολλά εξ αυτών ήταν κίβδηλα ή ελλιποβαρή. Επίσης μεγάλο πρόβλημα υπήρχε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με μεγάλη κυκλοφορία νομισμάτων αμφιβόλου αξίας. Με ψήφισμα της 25ης Ιανουαρίου του 1830 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία όλων των ξένων χάλκινων νομισμάτων καθώς και των οθωμανικών αργυρών με έτος κοπής μετά το 1826, έτος κατά το οποίο άρχισαν οι αισθητές υποτιμήσεις του οθωμανικού νομίσματος με σκοπό την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών της Αυτοκρατορίας[3].Το εν λόγω ψήφισμα καθόριζε την ισοτιμία των σημαντικότερων ξένων νομισμάτων με τον φοίνικα, το ελληνικό νόμισμα, ενώ προσέθετε ότι μόνο τα αναφερόμενα σε αυτό νομίσματα θα γίνονταν δεκτά από το Δημόσιο.
Εν τούτοις το βάρος του κοπέντος «φοίνικα» (4,163 γραμμάρια από τα οποία 3, 747 καθαρός άργυρος) ήταν μικρότερο από το βάρος που είχε αναγγελθεί (4,408 γραμμάρια εκ των οποίων 4, 029 καθαρός άργυρος), ενώ η σχέση του προς το ισπανικό δίστηλο ήταν μικρότερη από την καθορισμένη αντιπροσωπεύοντας μόνο το 93% του ορισθέντος 1/6[4]. Το ελλιποβαρές του νομίσματος σε σχέση με την νομισματική του βάση αποτέλεσε το αίτιο για την μετάβαση στην δραχμή.
Τον Ιούνιο του 1831 η κυβέρνηση ανάγκασε την τράπεζα[5] να τυπώσει 3.000.000 φοίνικες σε τραπεζογραμμάτια επιβάλλοντας μία οιονεί αναγκαστική κυκλοφορία[6][7]. Στο εξής, τα δημόσια ταμεία θα έκαναν τις πληρωμές τους κατά τα δύο τρίτα σε ασημένια ή χρυσα (ξένα) νομίσματα και το ένα τρίτο σε φοίνικες. Αντίστοιχα όσοι είχαν υποχρεώσεις προς το Δημόσιο μπορούσαν να καταβάλουν το 1/3 του ποσού σε χάρτινους φοίνικες. Επειδή όμως οι φοίνικες δεν είχαν αποκτήσει την εμπιστοσύνη της εσωτερικής αγοράς, τον Ιανουάριο του 1832 η Συνέλευση του Ναυπλίου καθιέρωσε την αναγκαστική κυκλοφορία του τραπεζογραμματίου για το σύνολο των συναλλαγών και ανεξαρτήτως ποσού. Τα δημόσια ταμεία θα διενεργούσαν τις πληρωμές σε φοίνικες και θα το δέχονταν για όλες τις εισπράξεις τους. Ακόμη η συνέλευση εξουσιοδότησε τον Κυβερνήτη να εκποιήσει εθνικά κτήματα με σκοπό να υπάρξει κάποτε και πάλι η δυνατότητα εξαργύρωσης του τραπεζογραμματίου[8].
Το ελλιποβαρές του φοίνικα, το γεγονός ότι τα μισά ελληνικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην επικράτεια ήταν μικρής αξίας χάλκινα αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο νόμισμα, επέβαλαν την άμεση αλλαγή του νομισματικού συστήματος. Η δραχμή καθορίστηκε ως η νέα νομισματική μονάδα του κράτους με το Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833[9] Αποτέλεσε μία από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις της Αντιβασιλείας. Έτερο διάταγμα μάλιστα εξέθεσε τις αδυναμίες του φοίνικα[10]. Αναφέρονται ως τέτοιες: το ελλιποβαρές του φοίνικα, η μηδαμινή τύπωση αργυρών νομισμάτων καθώς και μεταξύ άλλων η εισαγωγή στην ελληνική αγορά ξένων κίβδηλων και ελλιποβαρών νομισμάτων. Το διάταγμα εξέφραζε ως στόχο την κοπή αργυρών νομισμάτων εξαλείφοντας μία βασική αδυναμία του καποδιστριακού νομίσματος.
Με το διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου καθιερώθηκε η δραχμή με περιεκτικότητα 4,029 γραμμάρια καθαρού αργύρου και 0,448 χαλκού. Ο τίτλος καθαρότητας του πολύτιμου μετάλλου ήταν δηλαδή 900‰. Η αντιστοιχία της δραχμής σε χρυσό, σύμφωνα με τα οριζόμενα για την κοπή εικοσάδραχμων και σαραντάδραχμων, ήταν 0,2888 του χρυσού και 0,02885 χαλκού. Ο τίτλος καθαρότητας και των χρυσών νομισμάτων ήταν 900‰. Καθορίστηκε επίσης η κοπή χρυσών εικοσαδράχμων και σαρανταδράχμων με την προαναφερθείσα αναλογία πολύτιμου μετάλλου. Από αυτά τα στοιχεία συνάγεται ότι η ανταλλακτική σχέση του χρυσού με τον άργυρο ήταν 1/15,5, η οποία συμφωνούσε με τα διεθνή πρότυπα[11]. Η δραχμή ακολουθεί τον διμεταλλισμό αφού σύμφωνα με το άρθρο 6 του διατάγματος της 8ης Φεβρουαρίου η νομισματική βάση είναι ο άργυρος αλλά καθορίζεται η κοπή χρυσών νομισμάτων με την ίδια αναλογία πολύτιμου μετάλλου[12].
Η δραχμή ακολουθώντας τον φοίνικα συνδέθηκε και πάλι με το ισπανικό δίστηλο, του οποίου αποτελεί και πάλι το 1/6. Και η οθωνική δραχμή είχε μικρότερη περιεκτικότητα σε άργυρο από ότι το δίστηλο με καλύτερη όμως αναλογία από τον φοίνικα. Η σύνδεση με το ισπανικό δίστηλο απηχεί τις προσδοκίες της οθωνικής ηγεσίας να συνδεθεί το νέο νόμισμα με ένα άλλο, το οποίο έχει μεγάλη απήχηση στο μεσογειακό εμπόριο. Από την άλλη όμως το ισπανικό δίστηλο όντας προορισμένο για τις αποικίες της Ισπανίας στην Λατινική Αμερική ήταν εύκολο να νοθευτεί και να παραχαραχθεί. Αυτή η ίδια η σύνδεση λοιπόν με το δίστηλο υπονόμευε το κύρος της δραχμής.
Στην ελληνική αγορά συνέχιζαν να κυκλοφορούν ξένα νομίσματα, τα οποία άλλως τε κάλυπταν ανάγκες καθ’ όσον επικρατούσε ανασφάλεια λόγω των χαμηλών δυνατοτήτων του κρατικού μηχανισμού να κόψει ικανό αριθμό νομισμάτων. Στο δεύτερο αναφερθέν διάταγμα[13] εξετέθησαν οι ισοτιμίες αυτών με το ελληνικό νόμισμα. Εδώ μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, τα ξένα νομίσματα συγκρίνονται με το ελληνικό μόνο ως προς την ονομαστική τους αξία και όχι ως προς την περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο (χρυσό και άργυρο) και, δεύτερον, δεν υπολογίστηκε στην ισοτιμία το κόστος κοπής του ελληνικού νομίσματος και δεύτερο δεν αναφέρονται καθόλου τα οθωμανικά νομίσματα[14]. Από αυτό το τελευταίο συνάγεται ότι αποσύρονται από την κυκλοφορία, πράγμα το οποίο δεν συνέβη[15].
Σημαντικό πρόβλημα για το οθωνικό νόμισμα ήταν η διατίμηση, όπως ήδη έχει αναφερθεί, των ξένων νομισμάτων σε σχέση με την δραχμή, όχι με βάση την πραγματική τους αξία αλλά την ονομαστική. Τα ξένα νομίσματα αν και φθαρμένα και ελλιποβαρή έδιωξαν τα ελληνικά σύμφωνα με τον απαράβατο νόμο ότι «το κακό νόμισμα διώχνει το καλό». Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αποτέλεσμα το 1856 να απαγορευτεί νομοθετικά η αποδοχή των ξένων νομισμάτων για πληρωμές, προκειμένου να προστατευθεί το εμπόριο[16]. Συναφές πρόβλημα με το προηγούμενο είναι ότι η δραχμή είχε την ίδια περιεκτικότητα μετάλλου και για τα μεγαλύτερης και για τα μικρότερης αξίας αργυρά νομίσματα, παρ’ όλο που τα τελευταία φθείρονταν πιο εύκολα και απαιτούσαν μεγαλύτερα κατασκευαστικά έξοδα.[17]
Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η προσωρινή αποδοχή με το διάταγμα του Φεβρουαρίου του 1833 των ξένων νομισμάτων για πληρωμές στο Δημόσιο να καταστεί μόνιμη με την προσθήκη μάλιστα στον κατάλογο και άλλων νομισμάτων αμφιβόλου κύρους. Από την άλλη, όπως ήδη έχει αναφερθεί, το ισπανικό δίστηλο, με το οποίο ήταν συνδεδεμένη η δραχμή, ήταν συχνά αντικείμενο παραχάραξης λόγω της ευρείας κυκλοφορίας του. Τελικά η δραχμή φυγαδεύτηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό για να μετατραπεί σε πιο συμφέροντα ξένα νομίσματα[18]. Το οθωνικό νόμισμα δεν κατάφερε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του εμπορικού κόσμου. Δείγμα της αποτυχίας του νομισματικού συστήματος είναι η διενέργεια εκτεταμένων κοπών χάλκινων νομισμάτων. Αυτό δείχνει ότι υπήρχε κατεύθυνση από την ηγεσία να διεισδύσει στις καθημερινές συναλλαγές. Από την άλλη όμως καταδεικνύει την αδυναμία στήριξης του νομισματικού συστήματος[19].
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ηγεσία του ελληνικού κράτους διαπνεόταν από οικονομικό φιλελευθερισμό και αυτό φαίνεται στην διάθεσή του να συνδεθεί το ελληνικό νόμισμα με το διεθνές οικονομικό σύστημα. Η επιδιωκόμενη σύνδεση θα είχε ευεργετικές συνέπειες στην ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου. Ήδη ο φοίνικας συνδέθηκε με το ισπανικό δίστηλο και ακολούθησε και η οθωνική δραχμή. Τέλος δέον να αναφερθεί ότι ο επιδεικνυόμενος οικονομικός φιλελευθερισμός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον πολιτικό δεσποτισμό που κυριαρχεί σε αυτά τα πρώτα χρόνια του κράτους.
Η Ελλάδα και η Λατινική Νομισματική Ένωση (ΛΝΕ)

Στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα ίσχυσαν δύο νομισματικά συστήματα. Το ένα που βασιζόταν στον κανόνα χρυσού και τον είχε υιοθετήσει η Μ. Βρετανία και το δεύτερο, ο διμεταλλισμός που ίσχυσε στην Γαλλία. Ο διμεταλλισμός στηριζόταν από την θέσπιση από την πολιτεία μίας σταθερής ισοτιμίας μεταξύ χρυσού και αργύρου, γεγονός το οποίο έθετε το εν λόγω νομισματικό σύστημα σε κρίση λόγω εξωγενών παραγόντων, όπως η ανακάλυψη μεταλλείων χρυσού ή αργύρου ή η δημιουργία νέων τεχνικών εξόρυξης[20]. Τα παραπάνω δημιουργούσαν αυξομειώσεις στην προσφορά και την ζήτηση των πολύτιμων μετάλλων επηρεάζοντας το σύστημα.

Η κυκλοφορία ξένων ελλιποβαρών και μειωμένης καθαρότητας νομισμάτων στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης δημιουργούσε προβλήματα τόσο στις εγχώριες, όσο και στις διασυνοριακές συναλλαγές, ενώ από την άλλη προκαλούσε δημοσιονομικά προβλήματα στις χώρες που τα αποδέχονταν, διότι έχαναν έσοδα από το προνόμιο κοπής (seigniorage)[21]. Η εξέλιξη αυτή έκανε επιτακτική ανάγκη την δημιουργία νομισματικού διακανονισμού μεταξύ των κρατών με αποτέλεσμα την συγκρότηση της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης (ΛΝΕ) το 1865. Το 1865 συμμετείχαν η Γαλλία, η Ελβετία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Το 1868 ενετάχθησαν στην ένωση η Ελλάδα και η Ισπανία, ενώ το 1889 η Ρουμανία, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Βενεζουέλα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Σαν Μαρίνο και το Παπικό Κράτος[22].
Η Ελλάδα ενετάχθη στην ΛΝΕ επί πρωθυπουργίας του φιλελεύθερου Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και αυτό πρέπει να συνδυαστεί πρώτον με τις προσπάθειες του οικονομικού μετασχηματισμού του κράτους που είχε ήδη ξεκινήσει καθώς και με την επιτάχυνση της διείσδυσης του ομογενειακού κεφαλαίου στην Ελλάδα[23]. Παράλληλα συνεχίζεται η αγωνία της ηγεσίας για συμμετοχή της χώρας σε διεθνή οικονομικά συστήματα[24]. Η συμμετοχή σε φερέγγυα νομισματικά συστήματα θα βελτίωνε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ενώ το ελληνικό εμπόριο θα εντασσόταν στα διεθνή δίκτυα. Από την πλευρά όμως της ΛΝΕ η ένταξη της Ελλάδος είναι απόρροια κυρίως πολιτικών λόγων παρά οικονομικών. Σχετίζεται με την ηγεμονία της Γαλλίας στην ΛΝΕ και την επιθυμία της να επιβληθεί στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο. Το παραπάνω δέον είναι να συσχετιστεί και με τις γαλλικές επενδύσεις στον ελλαδικό χώρο, πράγμα το οποίο φαίνεται και από την εισαγωγή γαλλικής τεχνογνωσίας στη χώρα κατά τον 19ο αιώνα.
Η νέα δραχμή που υιοθετήθηκε από το ελληνικό Βασίλειο το 1867 ήταν βαρύτερη από την προηγούμενη. Καθορίστηκε νομοθετικά ότι θα ζυγίζει 5 γραμμάρια αργύρου τίτλου καθαρότητας 900‰, δηλαδή 4,5 γραμμάρια καθαρού αργύρου και 0,5 χαλκού[25]. Το νομισματικό σύστημα που ακολουθήθηκε είναι ο διμεταλλισμός ενώ η κύρια νομισματική μονάδα ήταν το αργυρό πεντάδραχμο[26]. Τέλος υιοθετήθηκε και το δεκαδικό σύστημα. Το νέο νομισματικό σύστημα συμφωνούσε καθ’ όλα με τις αρχές της ΛΝΕ. Επιπροσθέτως τα ελληνικά νομίσματα θα παρέμεναν σε κυκλοφορία μόνο στα όρια του ελληνικού Βασιλείου -χωρίς να είναι αποδεκτά στα άλλα κράτη-μέλη μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1872, οπότε θα αποσύρονταν από την κυκλοφορία οι παλαιές δραχμές. Ο ίδιος νόμος όριζε ότι τα νομίσματα των κρατών μελών γίνονταν αποδεκτά πλήρως στις πληρωμές, ενώ για τα νομίσματα αυτών που δεν συμμετείχαν στην ΛΝΕ διατιμήθηκαν, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο, με βάση πάντα με την νέα νομισματική μονάδα και με έκπτωση της αξίας τους λόγω φθοράς και εξόδων κοπής, τουλάχιστον 1% για τα αργυρά και 0,5% για τα χάλκινα τόσο για τις ιδιωτικές συναλλαγές όσο και για τις υποχρεώσεις προς το Δημόσιο. Τέλος απαγορεύονταν εξ ολοκλήρου η κυκλοφορία στην επικράτεια των συμπληρωματικών αργυρών και χάλκινων νομισμάτων των ξένων χωρών πλην εκείνων της ΛΝΕ.
Με τον ίδιο νόμο καθοριζόταν ότι η νομισματική μεταρρύθμιση θα ξεκινούσε την 1η Ιανουαρίου του 1869 αλλά η εκτέλεσή της μετατέθηκε λόγω της Κρητικής Επανάστασης. Οι πολεμικές δαπάνες οδήγησαν το 1868 στην άρση της μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων μεταθέτοντας την νομισματική μεταρρύθμιση για την 1η Ιανουαρίου του 1871. Η μετατρεψιμότητα επανήλθε το 1870[27], για να καταργηθεί και πάλι το 1877 λόγω των αμυντικών δαπανών της χώρας κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Το νέο νομισματικό σύστημα δεν εισήχθη παρά τον Νοέμβριο του 1882[28]. Η νέα δραχμή προκάλεσε πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, διότι οι τιμές των προϊόντων στο λιανικό εμπόριο δεν προσαρμόστηκαν στην νέα αξία της δραχμής[29], ενώ και οι φορολογούμενοι έπρεπε να πληρώνουν τους φόρους τους σε νέες δραχμές[30].
Ουσιαστικά η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΛΝΕ ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1885 με το διάταγμα[31] της άρσης της αναγκαστικής κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί από το 1877. Με την επαναφορά της μετατρεψιμότητας άρχισε η μαζική εξαργύρωση τραπεζογραμματίων με αποτέλεσμα να αρχίσει η εκροή μεταλλικού αποθέματος από την Εθνική Τράπεζα[32]. Τα μεταλλικά νομίσματα κατευθύνονταν προς το εξωτερικό, ενώ σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που ξέσπασε, λόγω και της μείωσης της τιμής του σημαντικότερου εξαγώγιμου προϊόντος, της σταφίδας, είχε ως συνέπεια την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και την σύναψη νέου δανείου προς κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών. Τελικά η αναγκαστική κυκλοφορία επεβλήθη εκ νέου στα τέλη του 1885[33]. Ο υπερδανεισμός του Δημοσίου από το εξωτερικό, η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων σε συνδυασμό και με την πτώση των εξαγωγών της σταφίδας το 1892[34] προς τη Γαλλία οδήγησαν στην κήρυξη πτώχευσης το 1893, ενώ μετά την ανεπιτυχή πολεμική απόπειρα του 1897 θα επιβληθεί στη χώρα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.
Πέρα όμως από την ελληνική περίπτωση και για την ΛΝΕ ανέκυψαν σημαντικά προβλήματα. Πρώτον. Η ανακάλυψη νέων μεταλλείων αργύρου στην δεκαετία του 1870 οδήγησε σε πτώση της εμπορευματικής αξίας του μετάλλου. Αυτό οδήγησε σε επανεμφάνιση των αργυρών νομισμάτων των 5 φράγκων και την εξαφάνιση των χρυσών. Τα κέρδη της Ιταλίας από την κοπή αργυρών νομισμάτων ήταν υπερβολικά, πράγμα το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις στις άλλες χώρες[35]. Εν τούτοις οι χώρες δεν είχαν την πρόθεση να αποχωρήσουν από την ΛΝΕ γιατί αυτό πρακτικά θα σήμαινε ότι θα έμεναν στην διάθεσή τους αργυρά νομίσματα ιταλικής κοπής, των οποίων η πραγματική αξία θα ήταν μικρότερη της πραγματικής (δηλαδή της περιεκτικότητάς τους σε άργυρο). Μια άλλη αδυναμία της Ένωσης ήταν η μη ύπαρξη φραγμών στην αναγκαστική κυκλοφορία τραπεζογραμματίων. Λόγω δημοσιονομικών προβλημάτων η Ιταλία προχώρησε σε άρση της μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων το 1866, ενώ ακόμη και η ίδια η Γαλλία προχώρησε σε αυτό το μέτρο λόγω του γαλλοπρωσσικού πολέμου του 1871.
Τα παραπάνω προκάλεσαν την ανάγκη σύσκεψης, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1874. Σε αυτήν αποφασίστηκε να διατηρηθεί ο διμεταλλισμός αλλά να περιοριστεί η κοπή αργυρών νομισμάτων 5 φράγκων. Αυτό ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή της πορείας προς τον χρυσό κανόνα[36]. Αυτήν την σύσκεψη ακολούθησαν άλλες το 1875 και το 1876 με αντικείμενο τον περιορισμό κοπής αργυρών νομισμάτων. Το 1876 οι χώρες αποφάσισαν την διακοπή κοπής νέων νομισμάτων παρά την αποδοχή κυκλοφορίας του υπάρχοντος αποθέματος, ενώ αποφασίστηκε και η εγκατάλειψη του διμεταλλισμού. Αποφασίστηκε ακόμη η παράταση της Ένωσης μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1886 με απόρριψη όμως της προτάσεως της Γαλλίας για την θέσπιση υποχρέωσης της εκάστοτε αποχωρούσας χώρας να ανταλλάσσει με χρυσά νομίσματα όσα αργυρά της νομίσματα κυκλοφορούσαν στις υπόλοιπες χώρες-μέλη[37]. Από το 1885 και μετά η ΛΝΕ προσπαθεί να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία με το χρυσό των αργυρών νομισμάτων των 5 φράγκων που είχαν εκδοθεί σε μεγάλες ποσότητες πριν το 1878, ενώ συνέχιζε να υπάρχει γιατί οι χώρες μέλη δεν μπορούσαν να διακανονιστούν σχετικά με τις υποχρεώσεις τους σε περίπτωση λήξης της. Η Ένωση διαλύθηκε και τυπικά το 1926.
Επίλογος
Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι ιθύνοντες του ελληνικού κράτους ήδη από την ίδρυσή του ενστερνίστηκαν τον οικονομικό φιλελευθερισμό και επιθυμούσαν διακαώς την σύνδεση του ελληνικού νομισματικού συστήματος με το διεθνές. Η Ελλάδα από το 1833 είχε επιλέξει το διμεταλλικό σύστημα, το οποίο παρά τις αδυναμίες του το είχαν υιοθετήσει οι περισσότερες χώρες με εξαιρέσεις την Μ. Βρετανία και την Πορτογαλία που ακολουθούσαν τον χρυσό κανόνα. Η ένταξη της χώρας σε αυτό το σύστημα διευκόλυνε τις διεθνείς εμπορικές της συναλλαγές, ενώ επέτρεπε την αύξηση της συνολικής κυκλοφορίας χρήματος μέσω της παράλληλης κυκλοφορίας νομισμάτων άλλων χωρών της Ένωσης. Παράλληλα, έθεσε κανόνες στην κοπή των νομισμάτων με αποτέλεσμα να σταματήσει η Ελλάδα να είναι αποδέκτης ελλιποβαρών και φθαρμένων νομισμάτων. Τελικά, η Ελλάδα άργησε να υλοποιήσει την νομισματική μεταρρύθμιση λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων με τις συνεχείς πολεμικές προσπάθειες, των οικονομικών υφέσεων καθώς και των πολιτικών αντιδράσεων. Οι αντίπαλοι της νομισματικής μεταρρύθμισης υποστήριζαν ότι το νέο οικονομικό σύστημα οδηγούσε στην οικονομική καταστροφή[38].
Γιατί απέτυχε η Λατινική Νομισματική Ένωση; Με λίγα λόγια απέτυχε για συστημικούς λόγους. Το ίδιο το διμεταλλικό σύστημα ήταν πολύ ευάλωτο σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η ανακάλυψη μεταλλείων αργύρου. Επιπρόσθετα, η ΛΝΕ αδυνατούσε να επιβάλει ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο με αποτέλεσμα η κάθε χώρα «να κάνει ό,τι θέλει» σε θέματα κοπής νομισμάτων αλλά και κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων. Η ένταξη των ευρωπαϊκών χωρών και στο διμεταλλικό σύστημα αλλά και στην ΛΝΕ είχε να κάνει με τις οικονομίες δικτύου. Αυτό το οποίο επιθυμούσαν ήταν να μην απομονωθούν οικονομικά, οπότε ήταν διατεθειμένες να ακολουθήσουν αυτό το σύστημα, όσο λειτουργούσε καλά. Αντίθετα, η ΛΝΕ για αρκετό καιρό «φυτοζωούσε» και δεν διαλυόταν, γιατί οι χώρες δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν την διάλυσή της.
Σήμερα η ΛΝΕ είναι ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας για το οποίο δεν γίνεται ιδιαίτερα λόγος. Ακόμα και η νομισματική κρίση του 1885 περνάει φευγαλέα από τη συλλογική μας μνήμη παρά τη σημασία της. Εν τούτοις η ΛΝΕ άφησε τα σημάδια της στη γλώσσα, όταν χρησιμοποιούμε την λέξη φράγκο στις καθημερινές μας συναλλαγές είτε αυτούσια είτε ως παράγωγο[39]. Ακόμα και στην λογοτεχνία γίνονται αναφορές[40] αλλά και σε τοπικές εφημερίδες, πράγμα που δείχνει την διάδοση της λέξεως «φράγ(ν)κο» στην καθομιλουμένη[41]. Ολοκληρώνοντας την σύντομη αυτή εξέταση. Ένα τελευταίο πρέπει να τονιστεί. Οι αποτυχίες δίνουν σημαντικότερα διδάγματα από τις επιτυχίες. Στην σημερινή εποχή τα διδάγματα αυτά έχουν εξαιρετική σημασία στο πλαίσιο της «ηνωμένης» – οικονομικά – Ευρώπης.
[1] Γενική Εφημερίς της Ελλάδος 1830, Ψήφισμα Γ΄/ 25 Ιανουαρίου 1830, φύλλο 11, 5 Φεβρουαρίου 1830.
[2] Κοκκινάκης Ι., Νόμισμα και Πολιτική στην Ελλάδα, 1830-1910,Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999, σελ 71-72.
[3] Το 1826 είναι εποχή μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο σουλτάνος Μαχμούτ κατήργησε τον άχρηστο πια θεσμό των γενιτσάρων, διέλυσε την αριστοκρατία κρατικών λειτουργών, κάλεσε ξένους για να οργανώσουν στρατό κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα κ.τ.λ. . Εν τούτοις στα τέλη της βασιλείας του η Οθωμανική Αυτοκρατορία ευρισκόταν στο χείλος της κατάρρευσης. Driault. E., Το Ανατολικό Ζήτημα. Από τις αρχές έως τη συνθήκη των Σεβρών., Ιστορητής, Αθήνα 1997, σελ 296- 300. «Το από του 1826 έτους χαραχθέντων και εις κυκλοφορίαν εμβάντων τουρκικών νομισμάτων ως και των ξένων χάλκινων νομισμάτων η κυκλοφορία εις την Ελληνικήν Επικράτειαν απαγορεύει αυστηρώς» Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος 1830, Ψήφισμα Ε΄ / 28 Ιανουαρίου 1830, φύλλο 531.
[4] Μπρέγιαννη Κ., Νεοελληνικό Νόμισμα, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2011, σελ 86.
[5] Την Εθνική Χρηματιστηριακή Τράπεζα που ίδρυσε ο Καποδίστριας τον Φεβρουάριο του 1828. Το πρώτο κεφάλαιό της ήταν 1.000 τάλληρα που έδωσε ο ίδιος ο Κυβερνήτης, εισφορές του Ελβετού φιλέλληνα Εϋνάρδου καθώς και τα 50.000 φράγκα του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος, Παπαζήσης, Αθήνα 2005, σελ 215.
[6] Δερτιλής Γ. Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ 190-191.
[7] «Με την στενή έννοια του όρου, λέγοντας αναγκαστική κυκλοφορία του χρήματος εννοούμε ότι τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από μία τράπεζα παύουν να είναι πληρωτέα επί τη εμφανίσει τους, και με την ευρεία, ότι όχι μόνο παύουν να είναι πληρωτέα επί τη εμφανίσει τους, αλλά ότι δεν εκδίδονται πλέον μόνο για εμπορικές εργασίες, όπου συνήθως είναι ίσης αξίας με τις εμφανιζόμενες συναλλαγματικές, αλλά εκδίδονται απεριόριστα και αφορούν και τις δαπάνες. Δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια εξομοιώνονται τώρα με τα χαρτονομίσματα.» Δεμαθάς Ζ., Καλαφάτης Θ., Σακελλαρόπουλος Θ., Νομισματικές Κρίσεις και η Κρατική Διαχείρισή τους στην Ελλάδα 1880-1930, Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σελ 12. Τα τραπεζογραμμάτια στην περίπτωση του φοίνικα είχαν εξομοιωθεί με χαρτονομίσματα.
[8] Αρχεία της Εθνικής Παλλιγενεσίας, 1821-1832. Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, τ. Γ΄, Ε΄, εν Άργει και Ναυπλίω, Δ΄ κατ’ επανάληψιν, Δ΄ κατά συνέχειαν , Ψήφισμα Δ΄ της Ε΄Εθνοσυνέλευσης, 4 Ιανουαρίου 1832, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 1972, σελ 39.
[9] «Περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ. 2, Ναύπλιον 22 Φεβρουαρίου 1833.
[10] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ.3, Ναύπλιον 28 Φεβρουαρίου 1833. Στο ίδιο φύλλο καθορίζονται οι ισοτιμίες με τα ξένα νομίσματα (αργυρά και χρυσά) που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα.
[11] Μπρέγιαννη Κ., Νεοελληνικό Νόμισμα. Κράτος και Ιδεολογία από την Επανάσταση έως τον Μεσοπόλεμο, Ακαδημία Αθηνών σελ 99. Κοκκινάκης Ι., Νόμισμα και Πολιτική στην Ελλάδα, 1830-1910, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999, σελ 73.
[12] Βλέπε και Μπρέγιαννη Κ., Νεοελληνικό Νόμισμα. Κράτος και Ιδεολογία από την Επανάσταση έως τον Μεσοπόλεμο, Ακαδημία Αθηνών, σελ 100.
[13] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ.3, Ναύπλιον 28 Φεβρουαρίου 1833. Στο ίδιο φύλλο καθορίζονται οι ισοτιμίες με τα ξένα νομίσματα (αργυρά και χρυσά) που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα.
[14] Η κυκλοφορία τουρκικών νομισμάτων απαγορευόταν, επειδή η κυκλοφορία τους μόνο ζημιά μπορούσε να αποφέρει στους συναλλασσόμενους, καθώς ο προσδιορισμός οποιασδήποτε τιμής ήταν αδύνατος,λόγω της συνεχούς αλλαγής της εσωτερικής τους αξίας. Γεωργιόπουλος Γ., Το Νεοελληνικό Νόμισμα από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα., σελ 132.
[15] Το καταδεικνύει το διάταγμα «Περί απαγορεύσεως τουρκικών νομισμάτων», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ. 25, Ναύπλιον, 21 Αυγούστου 1833.
[16] Μπρέγιαννη Κ., σελ 134.
[17] ο.π., σελ 135.
[18] Κεχαγιάς Ε., Το νέον νομισματικόν σύστημα, Αθηναι, 1875, σελ 8.
[19] Μπρέγιαννη Κ., σελ 138 και «Η από το 1836 λειτουργία του Νομισματοκοπείου των Αθηνών εγκαινιάζει τη δεύτερη περίοδο νομισμάτων του Όθωνος που διαρκεί έως το 1841 με κοπή μόνο χάλκινων νομισμάτων. Γεωργιόπουλος Γ., Το Νεοελληνικό Νόμισμα από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα., σελ 133.
[20] Το επίχειρημα υπέρ του διμεταλλισμού ήταν ότι η σχέση μεταξύ χρυσού και αργύρου λειτουργούσε σταθεροποιητικά σε περίπτωση πτώσης των τιμών των πολύτιμων μετάλλων. Όταν υπήρχε μεγάλη προσφορά χρυσού το γαλλικό νομισματοκοπείο παραλάμβανε ποσότητα χρυσού και έτσι σταματούσε η πτώση στην τιμή του. Όταν η προσφορά αργύρου μεγάλωνε μεγάλες ποσότητες μετάλλου οδηγούνταν στο γαλλικό νομισματοκοπείο μειώνοντας την διεθνή προσφορά του μετάλλου, ενώ οι κερδοσκόποι γνωρίζοντας ότι σε πρίπτωση πτώσης της αγοραίας τίμης του αργύρου κάτω από την τιμή που καθιστούσε επωφελή την μεταφορά του αργύρου από τρίτη χώρα προς τη Γαλλία, το γαλλικό νομισματοκοπείο θα απορροφούσε την προσφορά, προέβαιναν σε προκαταβολική αγορά αργύρου στηρίζοντας την τιμή του. Αυτό το σύστημα όμως τελικά δεν λειτούργησε λόγω της λειτουργίας του νόμου ότι το κακό χρήμα διώχνει το καλό. Τα καλής ποιότητας νομίσματα αποσύρονται για τήξη και κυκλοφορούν τα κατώτερης ποιότητας. Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 282,283.
[21] «Τα καθαρά έσοδα από κάθε αρχή που τυπώνει χρήμα» McPherson, Malcom F., Seigniorage in Highly Indebted Developing Countries, Harvard Institute for International Development, Development Discussion Papers no. 696, April, Harvard University. Σπανός Λ., Έσοδα Εκδοτικού Προνομίου (Seigniorage) και Προβλήματα Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Πληθωρισμού. Βλέπε και Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 285.
[22] Ένας άλλος επιδιωκόμενος στόχος της ΛΝΕ ήταν ο έλεγχος και η αντιμετώπιση των συνεπειών από την διακύμανση της τιμής του αργύρου.
[23] Μπρέγιαννη Κ., σελ 144
[24] Η μόνη χώρα που εκδήλωσε επίσημα επιθυμία για ένταξη στην ΛΝΕ ήταν η Ελλάδα. Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 284.
[25] Νόμος ΣΔ΄, «Περί νομισματικού συστήματος», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ. 21, 12 Απριλίου 1867.
[26] «Η ούτω συγκροτουμένη νέα νομισματική μονάς παρίσταται εις μόνον το πενταπλάσιον αυτής (της μονάδος ) νόμισμα, ήτοι το πεντάδραχμον» Νόμος ΣΔ΄/ 1867.
[27] Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 294.
[28] «Περί εφαρμογής του νέου νομισματικού συστήματος», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ.145, 26 Οκτωβρίου 1882.
[29] Η μία νέα δραχμή ισοδυναμούσε με 1,12 παλαιές δραχμές. Οι φόροι ουσιαστικά αυξήθηκαν κατά 12%.
[30] Στην πατραϊκή εφημερίδα Άρατος διαβάζουμε «Το έθνος θέλει την κατάργησιν του Νέου Νομίσματος και την επαναφοράν της παλαιάς δραχμής, διότι το νέον σύστημα είναι γενική εξάντλησις και γενικήν καταστροφήν εις τον τόπον!», Έτος Α΄, Αρ.1, 17 Ιουλίου 1886.
[31] «Περί άρσεως της αναστολής της εξαργυρώσεως και της αναγκαστικής κυκλοφορίας των τραπεζικών γραμματίων της Εθν. Τραπέζης της Ελλάδος και της Ιονικής.», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Αρ. 505, 31 Δεκεμβρίου 1884.
[32] Μειώθηκε κατα 47 εκ.δρχ τον Ιανουάριο του 1885 και 23 εκ. δρχ τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 295.
[33] Η νομισματική κρίση του 1885. Πολύ σημαντική κρίση στο ότι απέρριψε ένα νομισματικό μοντέλο καθολικής αποδοχής (τον χρυσό κανόνα-η ΛΝΕ είχε ήδη εγκαταλείψει τον διμεταλλισμό) αλλά και στο ότι είναι επίκαιρη αφού και σήμερα στην Ελλάδα έχουν υιοθετηθεί νομσματοπιστωτικές ρυθμίσεις που έχουν διαμορφωθεί σε ξένο περιβάλλον. Βλέπε και Δεμαθάς Ζ., Καλαφάτης Θ., Σακελλαρόπουλος Θ., Νομισματικές Κρίσεις και η Κρατική Διαχείρισή τους στην Ελλάδα 1880-1930, Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σελ 23.
[34] Διαβάζουμε στο Σκριπ (Αρ. 4., 12 Σεπτεμβρίου 1893) «Ερωτά ο Ροϊδης: – Είνε αλήθεια ότι εις τας Πάτρας έγινε στάσις;-Βέβαια.-Μα γιατί;-Ο κόσμος πεινά…Δεν επούλησαν την σταφίδα τους…-Μα τότε ας την φάνε να τους παύσ’ η πείνα.»
[35] Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 286.
[36] ο.π., σελ 286.
[37] ο.π, σελ 287.
[38] «Η οικονομική της χώρας κατάστασις είναι οικτρά, γιγαντιαίοις δε βήμασι βαίνομεν προς τον όλεθρον. Αδύνατον ίσως να διαφύγωμεν την χρεωκοπίαν […], η δε το βάρος των συνεπειών επαράτου οικονομικού συστήματος… Ερμής, Έτος Δ΄, Αρ.7, 10 Φεβρουαρίου 1885. Βλέπε και Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 299.
[39] «Πόσα φράγκα βγάζεις;» αλλά και «αυτός είναι φραγκάτος».
[40] Στην Τιμή και το Χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη η σιόρα Επιστήμη διαπραγματεύεται αγορά παράνομης ζάχαρης από τον Ανδρέα. Τελικά συμφωνούν στα «εξήντα-δύο φράνκα» αλλά τελικά στον Ανδρέα προσφέρονται «χαρτονομίσματα». Βλέπουμε δύο πράγματα: και την ΛΝΕ αλλά και την επιβολή της αναγκαστικής κυκλοφορίας. Βλέπε την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Κοκκινάκη Γ., Η Χρήση του Νομίσματος στην Νεοελληνική Πεζογραφία.Μερικές πρώτες αξιολογήσεις.
[41] «Βράζει τον καφέ του με τραπεζικά πεντακοσάφραγκα…» Ακρόπολις, έτος Δ΄, Αρ. 600, 1 Νοεμβρίου 1883.