Η αναποτελεσματικότητα του Στρατού και του Στόλου κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897 συγκλόνισε βαθύτατα τους Αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς και του Πολεμικού Ναυτικού, οι οποίοι σταδιακά προσανατολίζονταν σε μία πιο μαχητική διεκδίκηση των θέσεών τους, που δεν ήταν άλλες από τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων σε όλους τους τομείς και την απομάκρυνση των πριγκίπων από την ηγεσία του στρατεύματος. Αυτές οι απόψεις των στρατιωτικών συνδυάζονταν και εναρμονίζονταν με τις απόψεις της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αναζητούσε μεταρρυθμίσεις, τις οποίες οι βασιλοκινούμενες κυβερνήσεις δεν έπαιρναν. Οι πολιτικοί άνδρες της εποχής εκείνης αδυνατούσαν να υψώσουν το ανάστημά τους στο Στέμμα αν και κάποιοι είχαν ειλικρινείς διαθέσεις για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό (λ.χ. ο Θεοτόκης).

Ενώ η ελληνική κοινή γνώμη ευρίσκεται σε αναβρασμό, το 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδηλώθηκε από αξιωματικούς του Οθωμανικού Στρατού το Κίνημα των Νεότουρκων. Οι αξιωματικοί αυτοί στην αρχή προέβαλαν την αρχή της ισότητας για όλα τα έθνη της Αυτοκρατορίας και ζήτησαν συνταγματικό πολίτευμα. Με την εκδήλωσή του κινήματος αυτού, όσα κράτη είχαν εκκρεμείς διαφορές με την Αυτοκρατορία, φρόντισαν να κινηθούν πριν την εγκατάσταση και ισχυροποίηση του νεοτουρκικού καθεστώτος: η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τις μέχρι τότε αυτόνομες επαρχίες της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, η Βουλγαρία αποτίναξε την επικυριαρχία του σουλτάνου και ο βασιλιάς της ανακηρύχθηκε Τσάρος των Βουλγάρων στη μεσαιωνική πρωτεύουσα της Βουλγαρίας Τύρνοβο και τέλος, η Κρήτη κατήργησε το καθεστώς της αρμοστείας και κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα. Οι Νεότουρκοι με πρόσχημα αυτά τα γεγονότα αποκάλυψαν το πραγματικό τους πρόσωπο που δεν ήταν άλλο από τον αναδυόμενο τουρκικό εθνικισμό.
Στις 14 Αυγούστου του 1909, εκδηλώθηκε στην Ελλάδα από αξιωματικούς του Στρατού και του Ναυτικού το Κίνημα στου Γουδή. Η κίνηση αυτή των αξιωματικών υπήρξε οργανωμένη και αναίμακτη και ανάγκασε τις αδύναμες κυβερνήσεις να κάνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις και στην κοινωνία. Επίσης, από την αρχή ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος (το όργανο των συμμετεχόντων στρατιωτικών στο Κίνημα) επεδίωξε κοινοβουλευτικές λύσεις και μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα καλέσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος με την πολιτική του παρουσία θα οδηγήσει την Ελλάδα στον εκσυγχρονισμό και το έπος των Βαλκανικών Πολέμων.

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος από την αρχή επιμελήθηκε τον εκσυγχρονισμό του Στόλου. Συγκεκριμένα απαιτούσε:
1/αγορά ενός θωρηκτού 10.000 τόνων τουλάχιστον και οκτώ τορπιλοβόλων των 150 τόνων τουλάχιστον.
2/επισκευή των τριών υπαρχόντων θωρηκτών και βελτίωση του πυροβολικού τους με αντικατάσταση των γεμιστήρων από κοινής πυρίτιδος με άκαπνο.
3/αντικατάσταση των παλαιών πλοίων με νέα.
4/αγορά τορπιλοφόρων πλοίων
5/εκσυγχρονισμός του στολίσκου του Αμβρακικού
6/βελτίωση του Ναυστάθμου για να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού.
7/απαλλαγή από τα άχρηστα πλοία και υλικά και περιορισμό των βασιλικών θαλαμηγών σε μία και
8/μετάκληση ξένων οργανωτών για τον Στόλο.

Οι αξιωματικοί του Ναυτικού όμως, θεώρησαν ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν προωθούσε όπως έπρεπε τις μεταρρυθμίσεις στο Ναυτικό κι έτσι, στις 15 Οκτωβρίου με ηγέτη τον υποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Τυπάλδο οργάνωσαν αντικίνημα στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και κατέλαβαν τα εκεί αντιτορπιλικά. Τα δυο κύρια αιτήματα που υπέβαλαν στον υπουργό των Ναυτικών ήταν:
1/ να αποστρατευτούν με την κατάργηση των θέσεων τους όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί που δεν ήταν απόφοιτοι της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων εκτός από τους Πλοιάρχους Π. Κουντουριώτη, Μ. Γκίνη, Ι. Δαμιανό και Ι. Μιαούλη και
2/ να πραγματοποιηθεί μετάκληση ξένων οργανωτών για την οργάνωση του Ναυτικού.

Το αντικίνημα κατέληξε σε συμπλοκή μεταξύ των αντιτορπιλικών και των τριών θωρηκτών με ήττα των αντικινηματιών, ενώ υπήρξαν και ανθρώπινες απώλειες. Το ατυχές αυτό αντικίνημα έδειχνε τον πόθο των αξιωματικών του Ναυτικού για εκσυγχρονισμό του Όπλου.

