Οι ιταλικές προκλήσεις είχαν ξεκινήσει πολύ πιο πριν από τον επαίσχυντο τορπιλισμό της Έλλης. Στις 3 Ιουνίου του 1940 κατέπλευσε στην Μήλο χωρίς προηγούμενη αίτηση ιταλικός στολίσκος βοηθητικών πλοίων αποτελούμενος από το αλιευτικό Cirene, μια αυτοκίνητη φορτηγίδα, δύο ρυμουλκούμενα σάτια και ένα σκάφος με μικρό γερανό . Αυτή η δύναμη διοικούταν από Ιταλό υποπλοίαρχο εξ εμποροπλοιάρχων, ο οποίος ανέφερε ψευδώς στον Αρχηγό Στόλου Επ. Καββαδία ότι ενώ ταξίδευε από Τάραντα προς Λέρο, αναγκάστηκε να ποδίσει λόγω θαλασσοταραχής (ο καιρός ήταν πολύ καλός). Απέπλευσε την επομένη και εμφανίστηκε πάλι στην περιοχή το εσπέρας της 9/6 παραμένοντας για κάποιες ώρες. Ήταν ολοφάνερα μια πράξη κατασκοπείας.

Οι επόμενες προκλητικές ενέργειες των Ιταλών ήταν η αεροπορική επίθεση εναντίων του πλοίου φάρων Ὠρίων και του αντιτορπιλικού Ὕδρα. Στις 12 Ιουλίου, το βοηθητικό πλοίο φάρων Ὠρίων, εβλήθη από τρία αεροσκάφη ενώ εφοδίαζε τον φάρο της Γραμβούσας. Αμέσως μόλις ενημερώθηκε, ο Αρχηγός του Στόλου διέταξε το Ὕδρα να αποπλεύσει. Τα εχθρικά αεροσκάφη επιτέθηκαν και στο Ὕδρα, εκτελώντας δύο διαδρομές χωρίς επιτυχία. Στην δεύτερη διαδρομή των αεροσκαφών ήταν το αντιαεροπορικό πυροβολικό του Ὕδρα που απέτρεψε την πιθανότητα εύστοχης βολής καθώς διέλυσε τον σχηματισμό τους. Ο κυβερνήτης του Ὕδρα, αντιπλοίαρχος Θεόδωρος Πεζόπουλος, αναφέρει ότι ένα τουλάχιστον αεροσκάφος εβλήθη και κατέπεσε. Τα διακριτικά των αεροσκαφών ήταν συγκεχυμένα, εντούτοις τα θραύσματα βλημάτων που κατέπεσαν στο κατάστρωμα του πλοίου αναγνωρίστηκαν ως ιταλικός χάλυβας.
Ακολούθησε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Β. Γεωργίου, του Β. Ὄλγα και υποβρυχίων αγκυροβολημένων στην Ναύπακτο. Τα δύο αντιτορπιλικά ευρίσκονταν υπό τις διαταγές του ανώτερου διοικητή αντιτορπιλικών (Α.Δ.Α.) πλοιάρχου Μεζεβίρη. Η αεροπορική επίθεση διενεργήθηκε την 30η Ιουλίου του 1940 και ήταν τόσο αιφνιδιαστική που δεν υπήρξε απάντηση από τα ελληνικά πλοία. Μετά τρεις ημέρες, βομβάρδισαν και την ακτοφυλακίδα Α5 εντός του Σαρωνικού μεταξύ Λαγούσας και Αίγινας.
Η κορύφωση όμως των ιταλικών προκλήσεων υπήρξε ο τορπιλισμός του Έλλη στην Τήνο την 15η Αυγούστου του 1940 . Στις 06.25 το πρωί της 15ης Αυγούστου το Έλλη είχε αγκυροβολήσει σε απόσταση 550 μέτρων του λιμενοβραχίονος Τήνου. Είχε διαταχθεί να καταπλεύσει στην Τήνο για να λάβει μέρος στον επικείμενο εορτασμό, λαμβάνοντας μέτρα ετοιμότητας. Τήρησε τα στεγανά κλειστά, τον έναν λέβητα με πλήρη πίεση, τα μέσα εξαντλήσεως έτοιμα, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα έτοιμα και σε επαγρύπνηση. Εκτός από την φυλακή και το άγημα, το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος αναπαυόταν.

Στις 08:25 ισχυρή δόνηση τάραξε το πλοίο. Το σκάφος είχε χτυπηθεί από τορπίλη προερχόμενη από άγνωστης προελεύσεως υποβρύχιο στο ύψος του 2ου λεβητοστασίου προκαλώντας την έκρηξη του λέβητα που ευρισκόταν εν λειτουργία. Από την έκρηξη πετάχτηκαν στην θάλασσα οι περισσότεροι από αυτούς που ευρίσκονταν στο κατάστρωμα. Πάρα πολλοί τραυματίστηκαν από τους οποίους δύο υπαξιωματικοί θανάσιμα ενώ μέσα ή δίπλα στο λεβητοστάσιο βρήκαν τον θάνατο ένας υπαξιωματικός και πέντε ναύτες . Το κατάστρωμα μεταξύ των δύο καπνοδόχων και πάνω από το λεβητοστάσιο ανατινάχθηκε και μέρος του πρωραίου ιστού κατέπεσε. Το πλοίο έφερε κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά και είχε κατά πάσα πιθανότητα κοπεί στα δύο. Πήρε κλήση 10ο -15ο αριστερά και το κατάστρωμα καλύφθηκε από ατμό, πετρέλαιο, νερό, συντρίμματα και με τραυματίες που βογκούσαν.
Ο μόνος εν λειτουργία λέβητας είχε καταστραφεί και το πλοίο δεν διέθετε ούτε τα ατμοκίνητα αλλά ούτε και τα ηλεκτροκίνητα μέσα εξαντλήσεως. Το πλοίο όμως βυθιζόταν αρκετά αργά λόγω της στέρεας κατασκευής του και υπήρχε ελπίδα να επιτευχθεί η προσάραξή του. Ο κυβερνήτης έστειλε τάχιστα αξιωματικό για να καλέσει ατμόπλοια του λιμένος για να το ρυμουλκήσουν. Εν τω μεταξύ λέμβοι και βενζινάκατοι από την στεριά έσπευσαν να περισυλλέξουν τους ανθρώπους που είχαν πεταχτεί στη θάλασσα βοηθούμενοι και από λέμβους του πλοίου.

Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά, δέκα λεπτά μετά την πρώτη έκρηξη ακολούθησαν δύο αλλεπάλληλες εκρήξεις στην πλευρά της στεριάς. Επρόκειτο για άλλες δύο τορπίλες, από τις οποίες η πρώτη διέλυσε πλήρως τμήμα του λιμενοβραχίονα εκτοξεύοντας πέτρες και νερό σε μεγάλο ύψος, ενώ η δεύτερη εξερράγη πλησίον της πρώτης με μικρότερα αποτελέσματα. Οι τορπίλες αυτές δεν είχαν ως στόχο το πλοίο, αλλά το στόμιο του λιμένα, όπου ευρίσκονταν τα ατμόπλοια Ἕλλη και Ἕσπερος. Αυτά τα δύο πλοία ήταν γεμάτα με επιβάτες, ανάπηρους και ασθενείς, οι οποίοι θα παρακολουθούσαν από εκεί τη λιτανεία. Από τις εκρήξεις στον λιμενοβραχίονα σκοτώθηκε μία γυναίκα και τραυματίστηκαν πολλοί, ενώ πανικοβλήθηκαν και οι επιβάτες των ατμόπλοιων, οι οποίοι άρχισαν σε πανικό να αποβιβάζονται.

Ο κυβερνήτης, πλοίαρχος Α. Χατζόπουλος, δεν κατόρθωσε να κόψει την αλυσίδα της άγκυρας και άρχισε να εκκενώνει το πλοίο του, όταν μάλιστα πλησίασε το Ἕσπερος σε βοήθεια απέστειλε τα ρυμούλκια και αποχαιρέτησε τους αξιωματικούς του λέγοντας ότι επιθυμούσε να μείνει με το Ἕλλη. Οι αξιωματικοί τού απάντησαν ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να παραμείνει στο πλοίο κι επειδή εκείνος απάντησε αρνητικά κανένας αξιωματικός δεν δέχθηκε να κατέβει από την κλίμακα αν δεν ερχόταν και αυτός μαζί τους. Ο κυβερνήτης έκανε πως συμφώνησε. Όταν όμως άρχισαν να κατέρχονται την κλίμακα με σειρά αρχαιότητας, διεπίστωσαν ότι ο κυβερνήτης είχε παραμείνει στο πλοίο. Ο γιγαντόσωμος σημαιοφόρος, Χ. Λεβαντίνος, ανέβηκε ξανά στο πλοίο, τον άρπαξε και τον ανάγκασε να επιβιβαστεί στην λέμβο.

Το Ἕσπερος, βοηθούμενο από ένα μικρό βενζινόπλοιο, προσπάθησε να σύρει το Ἕλλη με την άγκυρά του. Τότε εμφανίστηκαν φλόγες και στο δεύτερο φουγάρο. Είχαν αναφλεγεί τα πετρέλαια και σειρά είχαν τα πυρομαχικά. Το πλοίο είχε γείρει ακόμα περισσότερο με την πλώρη να έχει βυθιστεί και το νερό είχε φτάσει ως τα φινιστρίνια. Τα ρυμούλκια έσπασαν ενώ και δεύτερη προσπάθεια ρυμούλκησης από το Ἕσπερος είχε την ίδια κατάληξη. Το πλοίο βυθίστηκε 1 ώρα και 55 λεπτά μετά τον τορπιλισμό του.
Ο Ιταλός ναυτικός ακόλουθος αρνήθηκε κάθε ευθύνη για το συμβάν και ζήτησε στο εξής να ενημερώνεται για κάθε μετακίνηση πλοίου και να μην πραγματοποιηθεί νεώτερη κίνηση, παρά αφού ειδοποιήσει το Επιτελείο του. Παρόλα αυτά, η περισυλλογή των τεμαχίων των τορπιλών κατέδειξαν την ενοχή των Ιταλών καθώς υπήρχαν επάνω τους τα αρχικά R.M. (Regia Marina). Με εντολή του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά προς τον αρχηγό του Στόλου, η εθνικότητα του υποβρυχίου διατηρήθηκε μυστική.
Την επομένη του τορπιλισμού του Ἕλλη πραγματοποιήθηκε αεροπορικός βομβαρδισμός από δύο ιταλικά αεροσκάφη εναντίων των αντιτορπιλικών Β. Γεώργιος και Β. Ὄλγα, τα οποία έπλεαν προς την Τήνο για να συνοδεύσουν από εκεί προς τον Πειραιά τα πλοία των προσκυνητών που επέστρεφαν, παρ’ όλο που είχε ενημερωθεί σχετικά ο Ιταλός ναυτικός ακόλουθος στην Αθήνα .
Μετά τον τορπιλισμό του Ἕλλη κι επειδή πλέον οι διαθέσεις της Ιταλίας ήταν ήδη φανερές, το ΓΕΝ προέβη στην ταχύτερη δυνατή συμπλήρωση των προκαταρκτικών φάσεων της κινητοποίησης και σε συνεννόηση με το ΓΕΣ προχώρησε στην μεταφορά στη Θράκη των στρατιωτικών σωμάτων που ευρίσκονταν στα ανατολικά νησιά, διότι υπήρχε ο εύλογος φόβος ότι η τεράστια ναυτική και αεροπορική ισχύς της Ιταλίας θα καθιστούσε αδύνατη την μεταφορά τους μετά την έναρξη του πολέμου.
