Α΄ Φάση (1912 – 1914)
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ενώ ήταν ξεκάθαρη η σημασία της ύπαρξης ενός ισχυρού στόλου για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων, καθώς και η ένταξη στη «Βαλκανική Συμμαχία» αλλά και η νίκη στους Βαλκανικούς Πολέμους χρωστούσαν πολλά στο Ελληνικό Στόλο, εν τούτοις στην συνέχεια οι ελληνικές Κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτική αποδυνάμωσης του Ναυτικού. Ως ένας σημαντικός λόγος για αυτήν την πολιτική πρέπει να θεωρηθεί η περικοπή των κονδυλίων. Ο Βενιζέλος σύναψε δάνειο 25.000.000 λιρών για την ανάπτυξη της διπλασιασμένης χώρας και ο εξοπλισμός του Ναυτικού πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ήδη από το 1911 παραγγείλει ένα υπέρ-ντρέντνοτ (dreadnought) από την Αγγλία, το Ρεσαδιέ, 23.000 τόνων, 21 μιλίων, ενώ η ελληνική Κυβέρνηση με υπουργό τον Νικόλαο Στράτο προχώρησε το 1912 στην παραγγελία ενός θωρηκτού μάχης στα γερμανικά ναυπηγεία Vulkan μαζί με τα τορπιλοβόλα τύπου Αίγλη. Θα ήταν εκτοπίσματος 13.000 τόνων με 8 πυροβόλα των 35εκ. και 6 των 15εκ. Ήταν το περίφημο Σαλαμίς, το οποίο έμελε να εξελιχθεί σε αληθινό εξοπλιστικό «Βατερλώ» για το Πολεμικό Ναυτικό.

Άλλη περίπτωση ήταν και αυτή του Ρίο ντε Τζανέϊρο, ντρέντνοτ το οποίο ναυπηγούταν στην Αγγλία και βρέθηκε απροσδόκητα διαθέσιμο, καθώς η Βραζιλία, για την οποία προοριζόταν, άλλαξε γνώμη και το αγόρασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετονομάζοντάς το σε Sultan Osman-i Evvel. Πρέπει να σημειωθεί ότι Έλληνες αξιωματικοί του Ναυτικού είχαν προτείνει στην τότε πολιτική ηγεσία την αγορά του πανίσχυρου αυτού πλοίου. Ο Ναύαρχος Μεζεβίρης αναφέρει σχετικά: “Το τελευταίον τούτο ζήτημα (σ.σ η ναυτική ενίσχυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το Ρίο ντε Τζανέιρο και το έτοιμο να αποπερατωθεί Ρεσαδιέ) προεκάλεσε μεγάλην συγκίνησιν, μεταξύ των ναυτικών, ιδία, κύκλων και προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως, η Ελληνική κυβέρνησις προέβη εις αγοράν δύο, σχετικώς παλαιών Αμερικανικών θωρηκτών, των μόνων προσφερομένων προς πώλησιν, του Κιλκίς και της Λήμνου. Η πρόσκτησις αύτη, ουδόλως, βεβαίως, θα έλυε το πρόβλημα, εις την περίπτωσιν, που τα δύο, υπό ναυπήγησιν, βαρέα πλοία θα περιέρχοντο εις την κατοχήν της Τουρκικής κυβερνήσεως, πριν καταπλεύση εις την Ελλάδα η Σαλαμίς” (Τέσσαρες δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού – εκδ. 1971).
Με αυτόν τον τρόπο και λόγω της ολιγωρίας της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρ’ όλο που είχε ηττηθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ανέκτησε την ναυτική υπεροπλία. Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης μη αντέχοντας να βλέπει την απαξίωση των όσων είχε καταφέρει, πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση του υποβρυχίου Ξιφίας ή κάποιου μικρού αντιτορπιλικού για να τορπιλίσει το Ρίο ντε Τζανέϊρο στα Στενά του Γιβραλτάρ, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου, ώστε να το αιφνιδιάσει. Εννοείται ότι θα θεωρούταν ότι ο Κουντουριώτης δρούσε αυτοβούλως και αν επιβίωνε της καταδρομικής ενέργειας και επέστρεφε στην Ελλάδα, θα είχε ήδη αποκηρυχθεί από την ελληνική Κυβέρνηση, η οποία θα τον καθαιρούσε, θα τον συνελάμβανε, θα τον δίκαζε και θα τον φυλάκιζε όπως αρμόζει σε έναν πειρατή. Ο Βενιζέλος όμως αρνήθηκε. Τέλος εξετάστηκε ακόμη και ο αποκλεισμός των Στενών των Δαρδανελλίων με μια ενδεχόμενη κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης για να εμποδιστεί ο κατάπλους των θωρηκτών. Τελικά δεν πραγματοποιήθηκε κανένα σχέδιο διότι η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τα θωρηκτά αυτά στα αγγλικά ναυπηγεία, τα οποία κατασχέθηκαν από τους Άγγλους για τις δικές τους ανάγκες.
Παρ’ όλα αυτά επειδή η ανησυχία στην ελληνική κοινή γνώμη είχε διογκωθεί λόγω της επικείμενης ενίσχυσης του Οθωμανικού Στόλου, η πολιτική ηγεσία της χώρας αγόρασε 6 καινούργια τορπιλοβόλα τύπου Δωρίδος, τα οποία όμως ήταν ήδη ξεπερασμένης τεχνολογίας (125 τόνων, 24 Knots με τρεις τορπιλοσωλήνες). Ο Βενιζέλος όμως διαβεβαίωσε την ανήσυχη ελληνική παροικία στο Παρίσι ότι το Ναυτικό με αυτά τα 6 τορπιλοβόλα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το ενισχυμένο Οθωμανικό Ναυτικό. Στη συνέχεια το Πολεμικό Ναυτικό προχώρησε σε άστοχες αγορές όπως τα δύο αμερικάνικα θωρηκτά Ιντάχο και Μισισιπή (ναυπηγήθηκαν το 1907), τα οποία ονομάστηκαν Κιλκίς και Λήμνος. Κύρια μειονέκτηματά τους ήταν η μικρή ταχύτητα και ότι ήταν χαμηλά για ωκεανοπλοΐα. Νεωτερισμός σε αυτά ήταν η ευρεία χρήση ηλεκτροκίνητων μηχανημάτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα κατέβαλε για αυτά 3.130.000 λίρες έναντι των 2.700.000 με τις οποίες προσφερόταν το Ρίο ντε Τζανέϊρο. Σαν να μην έφθαναν αυτά, στη συνέχεια αγοράστηκε πάλι από τις ΗΠΑ το εύδρομο Έλλη, 2100 τόνων, 20 Knots, με πανάρχαιο πυροβολικό, το οποίο είχαν παραγγείλει οι Κινέζοι αλλά μετά το απέρριψαν. Το Έλλη βυθίστηκε από τους Ιταλούς στην Τήνο στις 15 Αυγούστου 1940.

Παράλληλα η υπόθεση του Σαλαμίς πήρε τραγική τροπή. Στα τέλη του 1912 διατυπώθηκαν απόψεις ότι έπρεπε η Ελλάδα να αποκτήσει ένα πραγματικό ντρέντνοτ και οι εργασίες ανεστάλησαν μέχρι να ολοκληρωθούν τα νέα χαρακτηριστικά του αναβαθμισμένου πλοίου. Οι εργασίες ξανάρχισαν για να σταματήσουν και πάλι τον Δεκέμβριο του 1914, λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά η ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε το πλοίο και οι οικονομικές διαφορές με τα γερμανικά ναυπηγεία τακτοποιήθηκαν πολύ αργότερα, το 1932, με σοβαρή οικονομική ζημία για το ελληνικό δημόσιο, αφού έπρεπε να πληρωθούν άλλες 30.000 λίρες εκτός από την προκαταβολή των 450.000 λιρών, που είχε ήδη καταβληθεί.
Με δεδομένη την επέμβαση των Συμμάχων στα εσωτερικά της Ελλάδας, τον Σεπτέμβριο του 1916 οι Γάλλοι κατέλαβαν τον ελαφρό Ελληνικό Στόλο, δηλαδή την Έλλη, 14 αντιτορπιλικά, 5 τορπιλοβόλα, 2 υποβρύχια και 8 βοηθητικά. Τα θωρηκτά Κιλκίς και Λήμνος καθώς και το θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ είχαν παροπλιστεί στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηρούσαν μόνο το ένα τρίτο των πληρωμάτων τους, ενώ τους είχαν αφαιρεθεί τα κλείστρα των πυροβόλων, οι τορπίλες και τα πυρομαχικά.

Ενώ λοιπόν το Ελληνικό Ναυτικό υστερεί καταφανώς, το Οθωμανικό ενδυναμώνεται με δύο ακόμη πλοία. Τα δύο γερμανικά θωρηκτά Goeben (τύπου Magdeburg) και Breslau (τύπου Moltke) με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εισβάλλουν στην ανατολική Μεσόγειο, φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη και τον Αύγουστο του 1914 παραδίδονται στο Οθωμανικό Ναυτικό και ονομάζονται το μεν πρώτο Yavuz Sultan Selim και το δεύτερο Midili.


Β΄ Φάση (1928 – 1932)
Αυτή την περίοδο σημειώνεται διάσταση απόψεων μεταξύ του Βενιζέλου και των αξιωματικών του Ναυτικού σχετικά με τον επικείμενο εξοπλισμό του Στόλου. Οι αξιωματικοί του Ναυτικού εκτιμούσαν ότι ο Στόλος έπρεπε να αποκτήσει βαρέα σκάφη ενώ ο Βενιζέλος πίστευε ότι θα έπρεπε να έχει μόνο αντιτορπιλικά, υποβρύχια και αεροσκάφη προορισμένα μόνο για άμυνα. Ο Ναύαρχος Μεζεβίρης αναφέρει:
“Κατά την περίοδο αυτή τέθηκαν και οι βάσεις ενός ναυτικού προγράμματος κατασκευών που έλαβε την οριστική του μορφή με νόμο του 1931. Η σύνθεση του Ναυτικού αποτέλεσε το αντικείμενο μακρών συζητήσεων διότι μεγάλη μερίδα αξιωματικών είχε κηρυχθεί υπέρ των βαρέων σκαφών, ενώ ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως υποστήριζε σύνθεση με ελαφρά μόνο σκάφη. Αυτή η τελευταία άποψη επικράτησε τελικά γιατί την υποστήριξαν και οι επόμενες κυβερνήσεις”.
Παράλληλα οι εξοπλισμοί του Ναυτικού εντάσσονται και υποτάσσονται στο πολιτικό και κυρίως διπλωματικό επίπεδο πολιτικής του Βενιζέλου. Το διπλωματικό επίπεδο είχε δύο άξονες: ελληνοτουρκική και ελληνοϊταλική προσέγγιση. Ο Έλληνας πρωθυπουργός εκτός των άλλων, θέλοντας πιθανώς να δείξει την ειλικρινή του πίστη στην ελληνοτουρκική φιλία, αποφάσισε τον παροπλισμό των θωρηκτών «Κιλκίς» και «Λήμνος», των οποίων μόλις είχε ολοκληρωθεί η αντί 80.000 λιρών επισκευή των μηχανών και λεβήτων και την ολοκληρωτική απόρριψη του «Σαλαμίς» με σημαντική επιβάρυνση του Δημοσίου. Από την άλλη όμως ο Ελληνικός Στόλος έπεσε θύμα της οικονομικής στενότητας.
Για το θέμα του Σαλαμίς ο Ναύαρχος Καββαδίας αναφέρει: “εγένετο τρίτη πραγματογνωμοσύνη (σ.σ. η ελληνική πλευρά υποστήριζε ότι το πλοίο ήταν ξεπερασμένο από τις πολεμικές εξελίξεις) υπό ενός Νορβηγού Ναυάρχου, όστις απεφάνθη ότι το πλοίον είναι ισχυρότατον, άξιον να αντιπαραταχθή κατά παντός μεταπολεμικού Θωρηκτού και ότι η Ελλάς είναι υποχρεωμένη να το πάρη. Ο κ. Βενιζέλος συνεκάλεσε το Α.Ν.Σ. (σ.σ. Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο) και τούς έθεσε ωμά το ζήτημα. Το πλοίον πρέπει να απορριφθή διότι αυτός δεν θέλει Θωρηκτά αλλά μόνον ελαφρόν Στόλον δια να μην θίξωμεν την Τουρκίαν, νυν φίλη μας… και ας πληρώσωμεν” (Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940, όπως τον έζησα – εκδ. 1950). Επιπροσθέτως σε τρία άρθρα στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνικός Κύρηξ» των φύλλων 6,7 και 8 Φεβρουαρίου 1948, ο Ναύαρχος Δ. Οικονόμου υποστηρίζει ότι η απόρριψη του πλοίου έγινε προς ικανοποίηση της Ιταλίας και ότι η Τουρκία χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα.
Στο ίδιο διπλωματικό πλαίσιο παραγγέλθηκαν και αποκτήθηκαν από τα ιταλικά ναυπηγεία Ansaldo τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου Dardo: «Κουντουριώτης», «Σπέτσαι», «Ύδρα», «Ψαρά». Η αγορά αυτή που εξυπηρετούσε διπλωματικούς σκοπούς θεωρείται γενικά ως αποτυχημένη, όσον αφορά την ποιότητα των πλοίων . Στη συνέχεια αγοράστηκαν δύο τορπιλάκατοι από το Thornycroft στην Αγγλία, οι οποίες ονομάστηκαν απλά «Τ1» και «Τ2». Ήταν δύο ασήμαντες και άστοχες αγορές. Και οι δύο βυθίστηκαν το 1941 από τους Γερμανούς.

Αυτή η πολιτική εξοπλισμών, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κόστισε σε επιχειρησιακή δυναμική στο Πολεμικό Ναυτικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν τούτοις η ευψυχία των αξιωματικών και των πληρωμάτων θα εξισορροπήσει τις ελλείψεις σε υλικό και αξιόμαχες ναυτικές μονάδες.