Στην παρούσα δημοσίευση θα γίνει μια προσπάθεια παρουσίασης της Συνθήκης που φάνηκε να εκπληρώνει τους πόθους των Ελλήνων για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Η Μεγάλη Ιδέα γαλούχησε κυριολεκτικά τον Ελληνισμό όλο τον 19ο αιώνα καθώς και τα πρώτα χρόνια του 20ου.

Οι προσπάθειες μάλιστα κάποιων ιστορικών να αποδείξουν ότι στην ελληνική δημόσια συζήτηση εκείνα τα χρόνια ευρισκοταν κάτι άλλο πέρα από την Μ.Ιδεα μάλλον έπεσαν στο κενό. Ο οποιοσδήποτε κοινωνικός ή εργασιακός συλλογισμός ήταν στο περιθώριο, όπως και το λεγόμενο “εργατικό κίνημα” για το οποίο προσπαθεί να μας πείσει ο κατά τα άλλα συμπαθής μας Κορδάτος. Το εργατικό κίνημα δεν υπάρχει στην Χώρα μέχρι και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 και από τότε άρχισε να υπάρχει χάρις στην Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης, ή Φεντερασιόν, ιδρυθεισα από τον Αβραάμ Μπεναρόγια, στην οποία όμως συμμετείχαν Εβραίοι Σεφαραδίτες καθώς και σοσιαλιστές βουλγαρικής και ρουμανικης προέλευσης. Η μόνη σοβαρή κινητοποίηση προέρχεται από το… αγροτικό κίνημα. Πρόκειται για την εξέγερση στο Κιλελέρ της Θεσσαλίας στις 6 Μαρτίου του 1910. Εκεί όμως επικρατούσαν εντελώς ιδιαζουσες συνθήκες.
Όλα οι Έλληνες τα έβλεπαν υπό το πρίσμα της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό που άλλαξε στην πορεία είναι ότι κάποια στιγμή σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι στους Ευρωπαίους. Και αυτό το τελευταίο όμως είχε τρεις όψεις: πρώτον η Ελλάδα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί για να αντιμετωπίσει την ισχυρότερη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεύτερον, η Ελλάδα έπρεπε να δείχνει στους Ευρωπαίους ως το τελευταίο οχυρό της πολιτισμένης Δύσης στην Ανατολή, το «πρότυπον Βασίλειον εν τη Ανατολή» διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο οι Ευρωπαίοι θα δέχονταν την αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το ελληνικό κράτος. Τρίτον και υπάρχον μέχρι σήμερα: οι Έλληνες στα μάτια των Ευρωπαίων είναι συνεχώς υπό εξέταση. Οι Έλληνες νιώθουν οτι πρέπει να είναι άξιοι απόγονοι των αρχαίων προγόνων, όπως όμως αυτοί είναι αντιληπτοί κάτω από το πρίσμα της Δυτικής κουλτούρας.
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν για να απαντήσουμε στο ερώτημα: έπρεπε να πάμε στην Μικρά Ασία; Γεωπολιτικά και στρατηγικά όχι. Το έχει αναλύσει ο Ιωάννης Μεταξάς. Εθνολογικά όμως το ερώτημα ήταν δυσβάσταχτα δύσκολο. Αυτό που πίεζε την Ελλάδα ήταν οι ακρότητες που διέπρατταν οι Νεότουρκοι που είχαν ως στόχο τον μεθοδικό αφανισμό των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.



Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη όριζε τα εξής: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, την Συρία και τον Λίβανο στην Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα και η υπαγωγή της Ανατόλιας στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.
Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτήθει στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακομα οτι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Λόγοι που δεν παρέμεινε ζωντανή η συνθήκη
Εθνολογικοι λόγοι. Ο χαρακτήρας της εισβολής στην Τουρκία των Ευρωπαίων έδωσε στον Κεμάλ την δυνατότητα να συνενώσει τα μουσουλμανικά στίφη σε εναν λαό. Κεντρικό σημείο στην εθνική συνείδηση των Τούρκων είναι η οθωμανική πατρίδα, η λεγόμενη vatan – ιδέα που αναπτύχθηκε από την οθωμανική ελίτ στις τελευταίες δεκαετίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν εμείς έχουμε ένα προσφυγικό ρεύμα, 1, 5 εκατομμυρίου ανθρώπων, στην Ανατολία κατέφθασαν πολλά κύματα μουσουλμάνων προσφύγων από τις περιοχές που έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις του 19ου και 20ου αιώνα. Πρόκειται για τους Muhacir ή Muhajir. Αυτοί ήταν πολλές εθνότητες (Αλβανοί, Κιρκάσιοι, Τατάροι της Κριμαίας, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βόσνιοι μέχρι και μουσουλμάνοι Έλληνες) και ο αριθμός τους εκτιμάται περί τα δέκα εκατομμύρια ανθρώπους.
Όταν αποβιβαστήκαμε στη Σμύρνη το 1919, όλος αυτός ο ετερόκλητος μουσουλμανικός πληθυσμός συσπειρώθηκε για να υπερασπιστεί την οθωμανική vatan και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε ο Κεμάλ να τους ενώσει. Αυτούς τους εθνολογικούς λόγους έβλεπε ο “στρατηγικός νους” Ιωάννης Μεταξάς, όταν προειδοποιούσε τον πρωθυπουργό Γούναρη ότι η εκστρατεία είχε αλλάξει χαρακτήρα και πλέον ήταν “πολιτική κατακτήσεως λαού µη εννοούντος να υποστή την κατάκτησιν”. Όποιος με άλλα λόγια κυνηγά χίμαιρες, αποτυγχάνει.
Διπλωματικοί λόγοι. Η επάνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν απλά η πρόφαση. Η Γαλλία είχε μεταστραφεί πλήρως, η Μ. Βρετανία ακολουθούσε επαμφοτερίζουσα στάση, η Ιταλία ήταν σαφώς εχθρική, ενώ τέλος η Σοβιετική Ένωση είχε υπογράψει με το κεμαλικό καθεστώς Σύμφωνο Φιλίας (Μάρτιος 1920), το οποίο διακανόνιζε το καθεστώς των Στενών χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους Δυτικούς, προσφέροντας παράλληλα στον Κεμάλ υλικοτεχνική βοήθεια. Για την Γαλλία αναφέρει ο Μαρκεζίνης: «Οι Γάλλοι με τον Κλεμανσώ στην εξουσία και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Ελλάδα, δεν ήταν δυσμενώς προδιατεθειμένοι. Εν τούτοις η γαλλική επιρροή στην Τουρκίαν είχεν αφήσει ζωηρά τα κατάλοιπά της, τα οποία έκαμνον πολλούς Γάλλους να εξακολουθούν να είναι τουρκόφιλοι. Εις τούτο συνέτεινε και ο οικονομικός παράγων, διότι τα 60% περίπου του οθωμανικού χρέους ευρίσκοντο εις γαλλικάς χείρας, καθώς και πέραν του ημίσεος των εις την Τουρκίαν ξένων επενδύσεων ανήκεν εις γαλλικά συμφέροντα. Αλλ’ όταν ο Κλεμανσώ, φθίνοντος του Ιανουαρίου του 1920, απώλεσε την εξουσίαν και ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Millerand, οι φιλότουρκοι ενισχύθησαν. Και όταν τον Νοέμβριον του ιδίου έτους ο Ελευθέριος Βενιζέλος απώλεσε την εξουσίαν και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος επανήλθεν εις τον θρόνον, οι φιλότουρκοι εύρον πλέον ουρανόπεμπτον πρόφασιν ίνα βαθμηδόν μεταβληθούν εις μισέλληνας». Οι Μπολσεβίκοι της Ρωσίας δεν ήταν δυνατό ποτέ να δουν θετικά την Ελλάδα, η οποία πριν λίγα χρόνια είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία των Συμμάχων στην Μεσημβρινή Ρωσία που σκοπό είχε την ανατροπή τους. Στην Ιταλία πάλι είχαν υποσχεθεί οι Σύμμαχοι την Σμύρνη.
Επιχειρησιακοι λόγοι. Ο Ελληνικός Στρατός, αν και στρατός βετεράνων και με την εκτίμηση των Συμμάχων, κλήθηκε να ελέγξει μια πολύ μεγάλη περιοχή. Το περιβάλλον ήταν εχθρικό, ενώ, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε κάποιο σοβαρό επιτελικό σχέδιο εναντίον του Κεμάλ. Υπήρχε η γενική άποψη κατάληψης της Άγκυρας με τον Κεμάλ πάντα να μπορεί να πάει ανατολικότερα. Εναλλακτικό σχέδιο άμυνας δεν υπήρχε, ενώ η συνήθης παρ’ ‘Ἕλλησι εναλλαγή των αξιωματούχων με την εκάστοτε αλλαγή πολιτικής εξουσίας έπαιξε τον ρόλο της. Ανώτατοι Αξιωματικοί που γνώριζαν το πεδίο αντικαταστάθηκαν.

Ο Δημήτριος Γούναρης και η σταδιακή του “πολιτική τύφλωση”
Ο Γούναρης δεν ήταν προνεωτερικός πολιτικός. Πίστευε βαθιά στον εκσυγχρονισμό του Κράτους και προώθησε στην πολιτική του καριέρα σημαντικά νομοθετήματα για τα δικαιώματα των εργατών και των γυναικών. Ανήκε στο εκσυγχρονιστικό κόμμα του Θεοτόκη και ήταν από τους πρωτεργάτες της πολιτικής κίνησης “των Ιαπώνων”.
Ως σπουδάσας στην τότε Γερμανία, ήταν θιασώτης του “ισχυρού Κράτους” που έρχεται να αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, πίστευε ότι ένα κράτος με κοινωνική πρόνοια μπορεί να αποτρέψει “σοσιαλιστικές εκτροπές”. Με την εμφάνιση του Βενιζέλου όμως, τάχθηκε με τους “παλαιοκομματικούς” σχεδόν αυτόματα.
Στον Εθνικό Διχασμό, ο Γούναρης ήταν υπέρ μιας συνετούς αναμονής στην εξωτερική πολιτική με σκοπό η Ελλάδα να ωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τις εξελίξεις – ή τουλάχιστον να μην χάσει ό, τι κέρδισε από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Δέον να υπενθυμιστεί σε αυτό το σημείο ότι οι Σύμμαχοι της Αντάντ ζητούσαν να δώσει η Ελλάδα την Καβάλα στην Βουλγαρία και να στείλει στρατό στα αυστριακοσερβικά σύνορα (άρα εξασθένιση των ελληνικών δυνάμεων στη Μακεδονία) και ως αντάλλαγμα έδιναν μια… υπόσχεση ένταξης στην συμμαχία.
Όσο ο Βενιζέλος παραιτείτο από πρωθυπουργός με τις βενιζελικές εφημερίδες να δυναμιτίζουν συνεχώς το κλίμα, ο Γούναρης τασσόταν σχεδόν οπαδικά όλο και περισσότερο με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Και, σε αυτό το σημείο ξεκινούν τα τραγικά του λάθη.
Πρώτον, θεωρούσε εσφαλμένα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει μια πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Τελικά, ως παραθαλάσσια χώρα, “υπετάχθη” στην Ναυτική Δύναμη! Πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αγγλογαλλική απόβαση στην Αθήνα; Δεύτερον, έκανε κέντρο όλης του της ύπαρξης με τρόπο εμμονικό την “κατάρριψη” του Βενιζέλου. Από ένα σημείο και ύστερα, η πολιτική του πορεία καθορίστηκε από το μίσος του προς τον πολιτικό του αντίπαλο. Τέλος, στην Μικρασιατική Εκστρατεία συνέχισε την βενιζελική πολιτική “άνευ Βενιζέλου”, ενώ ενστερνιζόμενος τις εισηγήσεις των στρατηγών του που υποστήριζαν την εύκολη νίκη επί του Κεμάλ, προχώρησε στην εκστρατεία προς την Άγκυρα. Ο μόνος που έβλεπε καθαρά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Ο Αχαιός πολιτικός σήκωσε σχεδόν ολοκληρωτικά το βάρος της ευθύνης της ήττας, εν πολλοίς άδικα καθώς οι προϋποθέσεις αυτής είχαν τεθεί αρκετά νωρίτερα.
Η Μεγάλη Ιδέα απενεργοποιειτο με πάταγο. Η ελληνική κυβέρνηση έκλεινε τα μάτια στα γεγονότα: το ξεκληρισμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Νομοσχέδιο που εισήγαγε για ψήφιση στη Βουλή την 31 Μαΐου 1922 έκλεινε προληπτικά την είσοδο στην Ελλάδα των αναμενόμενων προσφύγων. Στην εφημερίδα Εμπρός (φύλλο της 1ης Ιουνίου 1922) δημοσιεύτηκε το περιεχόμενο του νομοσχεδίου αυτού:
«Περί παρανόμου μεταφοράς προσώπων, ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής»
«Απαγορεύεται η εις την Ελλάδα αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εκ της αλλοδαπής, εφ’ όσον ταύτα δεν είναι εφοδιασμένα διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. Δ.(=βασιλικών διαταγμάτων)».
«Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβει όπως διευκολύνη ή δεχθή την εις την Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η απαγόρευσις προσώπων, τιμωρείται διά φυλακίσεως 6 τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από 3.000 – 10.000 δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον».
«Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος η καταδικαστική απόφασις δύναται να επιφέρη εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος. Αι υποθέσεις αύται εισάγονται δι’ απευθείας κλήσεως ενώπιον του αρμοδίου Πλημμελειοδικείου. Το ενεργήσαν παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον (=δεσμευμένο από το κράτος) διά την πληρωμήν της χρηματικής ποινής, της Λιμενικής αρχής υποχρεουμένης να μην επιτρέπη τον απόπλουν μέχρι της καταβολής της χρηματικής ποινής».
Χαρακτηριστικές της αλλοφροσύνης που επικρατεί είναι και οι δημοσιεύσεις της αντιβενιζελικης εφημερίδας Καθημερινή. Το άρθρο του Γεωργίου Βλάχου, ιδιοκτήτη και βασικού συντάκτη της εφημερίδας, «Οίκαδε» (14 Αυγούστου, 1922) στηλιτεύει, την κυβέρνηση και ζητά την επιστροφή των ελληνικών στρατευμάτων οίκαδε, δηλαδή πίσω στην πατρίδα. Όταν τελικά οι πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα η εφημερίδα κράτησε αντιπροσφυγικη στάση. Κατά την εφημερίδα οι πρόσφυγες απο την Μ.Ασια και τον Πόντο δεν θα έπρεπε να έχουν πολιτικά δικαιώματα. Ο Γ. Βλάχος θα υπογραμμίσει στο άρθρο του «Οί Πομερανοί»:
«…Τό αίμα τής ‘Ελλάδος δέν ρέει είς τάς φλέβας της διά νά χύνεται είς τήν άπωτά- την Μικρασίαν. Ρέει διά νά θερμάνη και νά κινήση είς δράσιν τήν ‘Ελλάδα, ύπέρ έαυτης και ύπέρ της ‘Ελλάδος τής αύριον.
Ό σιδηρους Γερμανός καγκελάριος είπε κάποτε:
— Ούτε ένα Πομερανόν διά τήν ‘Ανατολήν.
Και ή ‘Ελλάς δέν πρέπει νά δίδη πλέον τούς Πομερανούς της διά τήν πέραν τών βλέψεών της Άνατολήν.
Ούτε ένα εΰζωνον διά νέας περιπετείας» .


Έκτακτη ανάλυση και πολύ κατατοπιστική όπως πάντα
Σας ευχαριστώ πολύ κε Ιατρίδη!