Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1861, ο δεκαοχτάχρονος φοιτητής της Νομικής Αριστείδης Δόσιος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας – ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος που αναμείχθηκε με την πολιτική μετά την έξωση του Όθωνα και η μητέρα του η Αικατερίνη Δόσιου – Μαυροκορδάτου καταγόμενη από την οικογένεια των Μαυροκορδάτων, μια από τις πιο μορφωμένες Ελληνίδες της εποχής – ξεκίνησε οπλισμένος από τα Εξάρχεια για να δολοφονήσει την βασίλισσα.
Γύρω στις 9 το βράδυ στην Πλατεία Συντάγματος, όταν η βασίλισσα Αμαλία είχε βγει για τον βραδινό της περίπατο, πυροβόλησε εναντίον της αλλά αστόχησε. Συνελήφθη και ομολόγησε χωρίς δισταγμό μπροστά στον έκπληκτο πρωθυπουργό Αθανάσιο Μιαούλη και το υπουργικό συμβούλιο ότι ήθελε να απαλλάξει την Χώρα από την τυραννία, ενώ δεν κατονόμασε συνεργούς.Για να κατανοηθεί το γεγονός πρέπει να αναλυθεί η περίοδος που οδήγησε στην έξωση του Όθωνα (1859 – 1862).
Η Ιταλία, η Αυστρία και… ο Όθων
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο τα τρια πολιτικά κόμματα (“τα λεγόμενα αγγλικόν, γαλλικόν, ρωσικόν”… τα κόμματα έλαβαν τα ονόματά τους από τους αντιπάλους τους) οδηγήθηκαν στην παρακμή δημιουργώντας ενα πολιτικό κενό. Παράλληλα η επαναστατική κατάσταση που επικρατούσε στην Ιταλία επηρέαζε και τους Έλληνες, οι οποίοι πίστευαν ότι μετά την νίκη τους επί της Αυστρίας, οι Ιταλοί θα κινούσαν για να απελευθερώσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Η διστακτικότητα του Όθωνα εκλήφθηκε από το λαό ως “φιλοαυστριακά αισθήματα”.
Ο Τύπος στρεφόταν ανοιχτά κατά του βασιλιά και στη Βουλή ενισχύθηκε η αντιπολιτευτική παράταξη. Ο Όθωνας διέταξε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Μιαούλη, η οποία διενήργησε εκλογές το 1859 και κέρδισε. Η αντιπολίτευση αντέδρασε για τις σκανδαλώδεις παρεμβάσεις υπέρ των κυβερνητικών υποψηφίων. Μετά από την απομάκρυνση πολλών βουλευτών και τις αναταραχές, ο Όθωνας τελικά διέλυσε τη Βουλή και έκανε εκλογές το 1861, στις οποίες τόσο ο Όθωνας, όσο και η κυβέρνηση χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να επικρατήσουν οι κυβερνητικοί. Παράλληλα ο Όθωνας συγκρούστηκε και με τους φοιτητές.
Τα “Σκιαδικά”
Τα “Σκιαδικά” αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση του πώς ένα άσχετο γεγονός μπορεί να οδηγήσει σε τριγμούς ένα καθεστώς. Ο υπουργός των Εξωτερικών Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής υποστήριξε ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή και έδωσε ως παράδειγμα τα ντόπια ψάθινα καπέλα (σκιάδια), τα οποία παράγονταν στη Σίφνο. Κατά την άποψή του οι Έλληνες θα έπρεπε να τα προτιμούν έναντι αυτών που παράγονταν στο εξωτερικό, τα οποία ήταν και ακριβότερα.
Ο γιος του Ραγκαβή, Κλέων, έπεισε τους συμμαθητές του να φορούν τα σιφνέικα “σκιάδια” στολισμένα με γαλανόλευκες κορδέλες κατά την διάρκεια των κυριακάτικων περιπάτων τους στο Πεδίο του Άρεως. Πολύ σύντομα τα σιφνέικα σκιάδια έγιναν σύμβολο των “προοδευτικών” νέων που ονομάστηκαν “Γαριβαλδινοί” έναντι των “καθεστωτικών” νέων που φορούσαν άσπρα ψηλά καπέλα και αποκαλούνταν “Αυστριακοί”.

Οι εισαγωγείς καπέλων δεν έμειναν άπραγοι αλλά έστειλαν ανθρώπους τους με κουρελιασμένα σκιάδια στο Πεδίο του Άρεως προκειμένου να διακωμωδήσουν τους νεαρούς (10 Μαΐου 1859). Ακολούθησε συμπλοκή και η Χωροφυλακή πήρε το μέρος των υπαλλήλων των εισαγωγέων. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επομένη ημέρα με πλήθος κόσμου να έχει συγκεντρωθεί στα Προπύλαια διενεργώντας πορεία προς το Υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας την παραίτηση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη. Ο υπουργός Κωνσταντίνος Προβελέγγιος υποσχέθηκε ότι θα εξετάσει το αίτημά τους αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε να τους δεχθεί, πράγμα το οποίο ώξυνε τα πνεύματα.
Οι νεαροί ξαναγύρισαν στα Προπύλαια αλλά ο φρούραρχος Αθηνών Μιχαήλ Σούτσος με στρατιωτική δύναμη τους επιτέθηκε και τους διέλυσε. Από αυτό μάλιστα προέκυψαν και οι πρώτες συζητήσεις περί “πανεπιστημιακού ασύλου” στην Ελλάδα. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης θεώρησε την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο, πράξη “κατά του ασύλου των επιστημών” και ανέπτυξε την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο “ως ναός του πνεύματος” πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες.

“Αυτά τα σκηνώματα της παιδείας ως και εκείνα της θρησκείας”, εξήγησε ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης, “εθεωρήθησαν πανταχού ιερά άσυλα, και ποτέ η ένοπλος δύναμις δεν συγχωρείται να εισβάλη εις αυτά διά να πολεμήση μάλιστα παιδάρια” (Κώστας Λάππας, «Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα», Αθήνα 2004, σ. 509).
Το απόγευμα της 11ης Μαΐου 1859 συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό Αθανάσιο Μιαούλη αποφασίζοντας την αποπομπή του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών και την απελευθέρωση των τριών συλληφθέντων μαθητών.

Ανήκοντας και ο ίδιος στην λεγόμενη «χρυσή νεολαία του Ναυτικού», έχοντας σπουδάσει το εξωτερικό, ανησυχούσε για τα χρονίζοντα προβλήματα του Βασιλικού Ναυτικού. Ο ίδιος μαζί με τους Γεράσιμο Ζωχιό, Δημήτριο Σαχτούρη και Νικόλαο Μιαούλη συγγράφουν το 1844 το «Υπόμνημα περί του Βασιλικού Ναυτικού», στο οποίο αναλύονται οι αδυναμίες σε όλους τους τομείς. Το παραπάνω πόνημα αποτελεί σπουδαία πηγή για την εικόνα του Πολεμικού Ναυτικού της περιόδου.
Από τις 13 Νοεμβρίου 1857 μέχρι τις 26 Μαΐου 1862 χρημάτισε Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Ο Αθανάσιος Μιαούλης επιδόθηκε σ’ ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων έργων που συνετέλεσαν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Κυριότερο, η διόρυξη και η γεφύρωση του πορθμού του Ευρίπου στην Χαλκίδα. Παρ’ όλα αυτά το 1862 θα καταστείλει με άγριο τρόπο την εξέγερση στο Ναύπλιο (ή Ναυπλιακά), γεγονός που τον οδήγησε και στην παραίτηση. Με την έξωση του Όθωνα εγκατέλειψε την Χώρα. Με την εκλογή του Γεωργίου Α’ ως νέου βασιλέα της Ελλάδος, ο Μιαούλης επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά δεν αναμίχθηκε στην πολιτική. Πέθανε στο Παρίσι το 1867.
Η πορεία προς την έξωση
Από τους πρώτους μήνες του 1862 άρχισαν να συμβαίνουν πολλά στασιαστικά κινήματα στην Ελλάδα με σκοπό την ανατροπή του Όθωνα. Τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην καταστολή αυτών των στάσεων. Στις 31 Ιανουαρίου, ξέσπασε η στάση στο Ναύπλιο, την οποία ακολούθησε άλλη στο Άργος. Και οι δύο αυτές στάσεις είχαν ευτυχές τέλος για τον βασιλιά, αφού στο Άργος ο κυβερνητικός στρατός νίκησε τους στασιαστές, ενώ το Ναύπλιο μετά από πολύμηνη πολιορκία, καταλήφθηκε από τον κυβερνητικό στρατό στις 8 Απριλίου. Στον ναυτικό αποκλεισμό του Ναυπλίου συμμετείχαν από το Ναυτικό τα Ἀμαλία, Ὄθων, Ἀριάδνη, Πάραλος, Σαλαμινία και Σφενδόνη.
Παράλληλα όμως με την πολιορκία του Ναυπλίου, ξέσπασε στις 28 Φεβρουαρίου άλλη επανάσταση, αυτή τη φορά στη Σύρο. Εκεί, ο επαναστάτης Λεωτσάκος, αφού κατέλαβε την Καρτερία της Ελληνικής Ατμοπλοΐας, την εξόπλισε με τέσσερα πυροβόλα και εφόδια. Σε αυτήν επιβιβάστηκε ο ίδιος μαζί με άλλους 60 επαναστάτες και μετέβηκαν στην Τήνο. Εκεί, παρέλαβαν άλλους 17 άνδρες και κατευθύνθηκαν προς την Κύθνο για να παραλάβουν τους πολιτικούς εξόριστους Δ. Καλλιφρονά και Λεωνίδα Δεληγεώργη (αδερφός του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη).
Μόλις η Κυβέρνηση πληροφορήθηκε τα γεγονότα, διέταξε την Ἀμαλία με κυβερνήτη τον Λ. Παλάσκα, αφού παραλάβει τον 4ο Λόχο υπό τον Λοχαγό Τσίρο (ή Τζίρο) από τον Πειραιά, να πλεύσει στη Σύρο. Τελικά, η Ἀμαλία συνάντησε το πλοίο των στασιαστών στην Κύθνο. Οι στασιαστές αποβιβάστηκαν στην Κύθνο, το ίδιο και ο κυβερνητικός στρατός υπό τον Τσίρο. Αμέσως ξεκίνησαν άγριες συμπλοκές. Ο κυβερνητικός στρατός μετά και από μία πετυχημένη βολή της Ἀμαλίας, την οποία διηύθυνε ο ίδιος ο Παλάσκας, περιόρισε τους στασιαστές και τους νίκησε. Οι αρχηγοί της στάσης Λεωτσάκος, Μωραϊτίνης και Σκαρβέλης πέθαναν κατά τη διάρκεια των μαχών.
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1862, οι βασιλείς αποφάσισαν να περιοδεύσουν την Ελλάδα με σκοπό την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών. Οι βασιλείς επιβιβάστηκαν στην «Ἀμαλία» και ξεκίνησαν την περιοδεία όταν κατά τη διάρκειά της, τον Οκτώβριο, ξέσπασαν στάσεις σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδος και τέλος, τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου, στην ίδια την Αθήνα. Όταν μάλιστα η Ἀμαλία εσπευσμένα έφτασε στον Πειραιά, επιβιβάστηκαν στο πλοίο ο αντιπλοίαρχος Δ. Σαχτούρης και ο ανθυποπλοίαρχος Δ. Κριεζής για να επιδώσουν στον Παλάσκα διαταγή του νέου υπουργού των Ναυτικών που είχε διορίσει η νέα προσωρινή Κυβέρνηση, Δ. Καλλιφρονά. Αυτή όριζε να παραδώσει ο Παλάσκας την κυβέρνηση της Ἀμαλίας άμεσα στον Δ. Σαχτούρη.
Ο Παλάσκας, όμως, δεν θέλησε να ανοίξει τον φάκελο, παρά έδιωξε τους αντιπροσώπους δίνοντάς τον στον Όθωνα. Στη συνέχεια, τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα με αποτέλεσμα την αποβίβαση των βασιλέων και την επιβίβασή τους σε βασιλική λέμβο μαζί με τον Παλάσκα. Καθώς η λέμβος κατευθυνόταν προς το αγγλικό πλοίο Σκύλλα, το πλήρωμα της Ἀμαλίας απέδωσε χαιρετισμό με τα πυροβόλα. Στο αγγλικό πλοίο ο κυβερνήτης απέδωσε βασιλικές τιμές στους βασιλείς.

