Εκατό χρόνια ολοκληρώνονται από την υπογραφή της συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης που υπεγράφη στις 24 Ιουλίου 1923. Η συνθήκη αυτή ήρθε να λύσει δια παντός μια πληθώρα ζητημάτων (εδαφικά – μειονοτικά – οικονομικά), τα οποία προέκυπταν με τον ολοκληρωτικό ενταφιασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μόνιμη επωδός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η λεγόμενη “αποστρατικοποίηση” των νήσων του Αιγαίου. Το Άρθρο 12 επικυρώνει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου εκτός των νησιών Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών νήσων και επιπρόσθετα “αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν”. Σύμφωνα με το Άρθρο 13 για την Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Το Άρθρο:
“Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέργερσιν οχυρωματικού τινος έργου.
2. Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοίαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Οθωμανική (τουρκική) Κυβέρνησις, θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοϊαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
3. Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ΄ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην”.
Βλέπουμε ήδη εδώ ότι η Τουρκία παραβιάζει κατά κόρον το εδάφιο 2 αφού τουρκικά αεροσκάφη υπερίπτανται στον εναέριο χώρο των νησιών αυτών.
Το Άρθρο 14 είναι όμως ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. “Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσι υπό τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαυώσιν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελουμένης εκ τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν ιθαγενή πληθυσμόν δι’ ό,τι αφορά εις την τοπικήν διοίκησιν και την προστασίαν των προσώπων και των περιουσιών. Η διατήρησις της τάξεως θα εξασφαλίζηται εν αυταίς δι’ αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως υπό τας διαταγάς της οποίας θα διατελή”.
Άλλως τε το Άρθρο 38 προβλέπει ότι “η Τουρκική Κυβέρνησις αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να παρέχη εις πάντας τους κατοίκους της Τουρκίας πλήρη και απόλυτον προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτών αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας”.
Η διατήρηση των μειονοτήτων στην Ελλάδα και την Τουρκία υποτίθεται ότι θα δημιουργούσε μια ισορροπία. Η διατήρηση της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα συνεπαγόταν σεβασμό της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Εν τούτοις η Τουρκία σταδιακά ανέτρεψε την ισορροπία ιδιαίτερα μετά τον φόρο περιουσίας (Varlik Vergisi) που επέβαλε στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς τα χρόνια 1942-1944 και το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Πόλης το 1955. Η ελληνοτουρκική μορφωτική συμφωνία του 1968 ήρθε να προστεθεί στην σειρά των υποχωρητικών ενεργειών της ελληνικής πλευράς. Με αυτήν αυξήθηκε η διδασκαλία των τουρκικών μαθημάτων και η διείσδυση Τούρκων μετακλητών εθνικιστών δασκάλων στα σχολεία των Μουσουλμάνων της ελληνικής Θρακης. Η Τουρκία απάντησε με το κλείσιμο της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971.
Παράλληλα ο τουρκικός Τύπος υποκινούσε το μίσος των Τούρκων προς στους Έλληνες των νησιών Ίμβρου και Τενέδου επειδή την δεκαετία του 1950 το ελληνικό στοιχείο ηταν συμπαγές παρουσιάζοντας αύξηση. Η Τουρκία πέρασε σε μεθοδευμένες ενέργειες αφελληνισμού των νησιών.
Στην πρωτεύουσα της Ίμβρου Παναγία ιδρύθηκε διδασκαλείο – οικοτροφείο για σπουδαστές από την Τουρκία. Στην συνέχεια δημιούργησε στρατόπεδο χωροφυλακής αλλά και τέμενος (1971). Κατόπιν προχώρησε σε πρόγραμμα εποικισμού χιλιάδων Τούρκων προσφύγων από την Βουλγαρία και Τούρκων Λαζών από τον Πόντο. Συνακόλουθα δημιουργήθηκαν συνοικισμοί, ενώ παραχωρήθηκε γη στους εποίκους.
Η Τουρκία διέκοψε την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα νησιά δημεύοντας παράλληλα όλα τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία. Το ελληνικό ημιγυμνάσιο της Ίμβρου μετατράπηκε σε οικοτροφείο για σπουδαστές από την Τουρκία (1966). Το μοναδικό μειονοτικό σχολείο στην Τένεδο έκλεισε και αυτό.
Το μέτρο όμως που εξόντωσε τον Ελληνισμό της Ίμβρου ήταν η δημιουργία ανοικτής αγροτικής φυλακής (Σχοινούδι) για βαρυποινίτες, οι οποίοι προέρχονταν από την ηπειρωτική Τουρκία. Για την δημιουργία της φυλακής απαλλοτριώθηκαν χιλιάδες στρέμματα Ελλήνων ενώ το μέτρο των απαλλοτριώσεων θα συνεχίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στα επόμενα χρόνια. Τέλος στην δεκαετία του 1980 το υπουργείο Γεωργίας της Τουρκίας χαρακτήρισε χιλιάδες στρέμματα βοσκοτόπων του νησιού δάση ή αναδασωτέες περιοχές με συνέπεια οι Έλληνες να στερηθούν και τα έσοδα της κτηνοτροφίας. Οι Έλληνες της Ίμβρου αναγκάστηκαν να δώσουν τις περιουσίες τους σε εξευτελιστικές τιμές, τις οποίες αγόρασαν Τούρκοι.
Για την Λήμνο και την Σαμοθράκη και πάλι η Τουρκία παρουσιάζει όψιμες αντιρρήσεις. Η αποστρατικοποίηση των παραπάνω νησιών μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών, αρχικώς προβλεπόταν από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, ωστόσο καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936, η οποία, όπως ρητώς μνημονεύεται στο προοίμιό της, αντικατέστησε στο σύνολό της την προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάννης.
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, σύμφωνα και με την επιστολή που απηύθυνε στον έλληνα Πρωθυπουργό στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Roussen Esref, κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συμβάσεως του Montreux, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, με τις εξής δηλώσεις του: “Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα” (Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, τεύχος 12, Ιούλιος 31/1936, σελ. 309).
Τέλος, όσο αφορά στα Δωδεκάνησα, αυτά περιέρχονται στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων (Απρίλιος 1947). Το σημαντικό εδώ είναι ότι η Ελλάδα ανέλαβε την κυριαρχία των Δωδεκανήσων ως διάδοχο κράτος της Ιταλίας. Ό, τι συνθήκη είχε υπογραφεί μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας ισχύει και για την Ελλάδα που διαδέχθηκε την Ιταλία.
Η Ιταλοτουρκική σύμβαση του 1932 που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου 1932 από τον Ιταλό πληρεξούσιο πρέσβη Πομπέο Αλόιζι και τον τούρκο υπουργό εξωτερικών Τεβφίκ Ρουστού Αράς οριοθέτησε τα χωρικά ύδατα μεταξύ των ακτών της Ανατολίας και του Καστελλόριζου, που ήταν ιταλική επικράτεια από το 1921. Άρα η Τουρκία έχει αποδεχθεί ότι το Καστελλόριζο είναι κομμάτι των Δωδεκανήσων.
Σε ένα Προσάρτημα που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι δύο χώρες συμφώνησαν να επεκτείνουν τη σύμβαση ώστε να οριοθετηθούν τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των ακτών της Ανατολίας και των υπόλοιπων ιταλικών Δωδεκανήσων. Αυτό έγινε με τον καθορισμό τριάντα πέντε σημείων που ισαπείχαν μεταξύ της ιταλικής και τουρκικής επικράτειας. Το προσάρτημα αυτό επανήλθε στο προσκήνιο πολλά χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της κρίσης στο Αιγαίο το 1996, μετά την κρίση των Ιμίων. Η τουρκική κυβέρνηση το απέρριψε ως νομικά άκυρο, με την αιτιολογία ότι δεν είχε κατατεθεί στην Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη.
Σχετικά με το θέμα της αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων δέον να σημειωθεί ότι η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη του 1947, η οποία, επομένως, αποτελεί “res inter alios acta” γι’ αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, “μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες” εκτός των συμβαλλομένων.
Το θέμα της αποστρατικοποίησης των νήσων προέκυψε από την αντίδραση της τότε Σοβιετικής Ένωσης που τό έθεσε ως όρο για να συμφωνήσει στην παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Η έννοια ωστόσο των “αποστρατικοποιημένων περιοχών” ξεπεράστηκε εν τοις πράγμασι από τις εξελίξεις. με την δημιουργία του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας που απαιτούσαν στρατιωτική συμμετοχή από τις εμπλεκόμενες χώρες. Το καθεστώς της αποστρατικοποίησης έπαψε να εφαρμόζεται για τα ιταλικά νησιά Panteleria, Lampedusa, Lampione και Linosa, καθώς και για τη Δ. Γερμανία από τη μια πλευρά, και τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Αν. Γερμανία, Ουγγαρία και Φιλανδία από την άλλη πλευρά.
Πέρα όμως των παραπάνω, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για μια πραγματική πολεμική απειλή από τα ανατολικά και διατηρεί το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας ως κυρίαρχο κράτος. Οι συνεχόμενες απειλές που εκφέρονται από κορυφαία στελέχη των τουρκικών κυβερνήσεων διαχρονικά, οι συνεχείς υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών, η εργαλειοποίηση του προσφυγικού – μεταναστευτικού και κυρίως η ύπαρξη της Στρατιάς του Αιγαίου (Ege Ordusu) στη Σμύρνη δεν αφήνουν περιθώρια για σκέψεις ανάπτυξης σχέσεων ειρήνης και εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες.
