Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου…” – Ιστορία της Κύπρου (1821 – 1974)

Μέρος Πρώτο (1821 – 1950)

Σε αυτήν την δημοσίευση θα γίνει μια προσπάθεια να αναλυθεί διαχρονικά το Κυπριακό Ζήτημα, το ζήτημα δηλαδή της κυριαρχίας επί της νήσου Κύπρου. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να εντοπίσουμε τις αιτίες της σημερινής κατάστασης, η οποία με λίγα λόγια σημαίνει καθεστώς πολέμου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους, μια πηγή μόνιμης έντασης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας καθώς και την ύπαρξη της τελευταίας διαιρεμένης πόλης παγκοσμίως της Λευκωσίας.

Είναι σημαντικό για την ανάλυση του Κυπριακού Ζητήματος να έχουμε υπ’ όψη μας τον ρόλο της Εθναρχίας. Η Αρχιεπισκοπή Κύπρου (Εθναρχία) ήδη από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποκτά προνόμια, τα οποία θα διατηρήσει και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα πλαίσια του rum millet. Η Εθναρχία διαχρονικά στην Κύπρο έχει έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο.

Η Κύπρος κατελήφθη από τους Οθωμανούς, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα. Η κινητοποίηση των Κυπρίων για την Επανάσταση του 1821 ματαιώθηκε, όταν οδηγήθηκαν στην σφαγή οι προύχοντες και οι Αρχιερείς του Νησιού τον Ιούλιο του 1821. Η κυριαρχία των Οθωμανών διατηρήθηκε μέχρι το 1878.

Ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Κυπριανός. Στις 9 Ιουλίου του 1821 εκτελέστηκε από τους Τούρκους δι’ απαγχονισμού μαζί με άλλους τρεις επισκόπους που καρατομήθηκαν.

Στα παράπλευρα του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878) η Βρετανική Αυτοκρατορία  με την υπογραφή της «Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης» απέσπασε κρυφά την Κύπρο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με καθεστώς εκμίσθωσης. Με την υπογραφή της μετάβασης της Κύπρου στην Βρετανική Αυτοκρατορία, οι Βρετανοί δέχτηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 1856), η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε συνάψει μεγάλα δάνεια με την Αγγλία και Γαλλία, τα οποία αδυνατούσε να πληρώσει. Μπροστά στον κίνδυνο χρεοκοπίας, η Αγγλία -η οποία ήταν και εγγυητής των δανείων – αποδέχτηκε με το άρθρο 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, να παραδίδει το πλεόνασμα των εσόδων της Κύπρου στον Σουλτάνο. Οι Άγγλοι πάντως δεν είχαν σκοπό να αποδίδουν το δάνειο στον Σουλτάνο, αλλά να το χρησιμοποιούν  για τους τόκους του οθωμανικού δανείου για το οποίο είχαν εγγυηθεί. Για αυτό τον λόγο, ονόμασαν το πλεόνασμα των εσόδων ως «φόρο υποτέλειας». Το συνολικό ποσό ήταν 92 χιλιάδες στερλίνες, περίπου το μισό του προϋπολογισμού της Κύπρου.

Τα Βαλκάνια μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Το σημαντικό για τον Ελληνισμό ήταν ο δραστικός εδαφικός περιορισμός της Βουλγαρίας που με την προηγούμενη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) έφθανε μέχρι έξω από την Θεσσαλονίκη. Στη νότια Βουλγαρία εδημιουργείτο η Αν. Ρωμυλία, ενώ στην Ελλάδα δόθηκε η υπόσχεση παραχώρησης της Θεσσαλίας.

Η Κύπρος συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξάγοντας σιτηρά, όσπρια, αυγά, ξυλεία και άλογα. Ακόμη συμμετείχαν ως εθελοντές πολλές χιλιάδες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.  Οι Κύπριοι συμμετείχαν με ενθουσιασμό στον πόλεμο ευελπιστώντας ότι θα εφαρμοστεί και σε αυτούς η αρχή της αυτοδιάθεσης των Λαών. Η άσχημη οικονομική κατάσταση των αγροτών, οι οποίοι ήταν υπερχρεωμένοι σε πιστωτές και ο πόθος για ένωση με την μητέρα Ελλάδα δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα. Η είσοδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο των Οθωμανών με την πλευρά των Γερμανών, οδήγησε τους Βρετανούς στον να ανακηρύξουν το Νησί Βρετανική Αποικία. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων οι Ελληνοκύπριοι έκαναν τις πρώτες προσπάθειες προώθησης του ζητήματος της Ένωσης. Η ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου, τον οποίο είχαν προσεγγίσει, στις εκλογές του 1920 τερμάτισε αυτήν την προσπάθεια. Ο Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου Malcolm Stevenson είχε σκληρή στάση απέναντι στους αντιδρώντες Ελληνοκυπρίους. Απαγόρευσε στους Κύπριους να υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό (εκτός σε όσους είχαν διπλή υπηκοότητα), ενώ σε όσους είχαν διπλή υπηκοότητα απαγόρευσε να προσληφθούν σε δημόσια υπηρεσία. Πέρασε νόμους για να περιοριστούν οι εφημερίδες οι οποίες προπαγάνδιζαν υπέρ της Ένωσης. Ξέσπασαν ταραχές για τις οποίες θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

Η οικονομική κατάσταση των Κυπρίων αγροτών όλο και χειροτέρευε. Το 1922 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου όπου ενδιαφερόταν για οικονομικά – εργασιακά θέματα αδιαφορώντας για το ζήτημα της Ένωσης. Παράλληλα απ΄τις αρχές του 20ου αιώνα αναπτύσσεται στους κόλπους των τουρκοκυπρίων ο τουρκικός εθνικισμός. Ήταν το λεγόμενο «κρητικό σύνδρομο». Φοβούνταν ότι στην Κύπρο θα επαναληφθεί το σενάριο της Κρήτης. Στην συνέχεια γοητεύτηκαν από τον Κεμαλισμό.

Τον Οκτώβριο του 1931 το εκρηκτικό μείγμα στην Κύπρο σκάει. Το αποικιακό καθεστώς είχε επιβάλει βαριά φορολογία και ο λαός ζούσε υπό οικονομική ανέχεια. Το 1931 ο κυβερνήτης Ρόναλντ Στορς  (Sir Ronald Henry Amherst Storrs) προσπάθησε να επιβάλει την πολιτική του με νέους φόρους αλλά το νομοθετικό συμβούλιο δεν την ενέκρινε κάτι που κατάφερε με βασιλικό διάταγμα. Οι ενέργειες του και παρά τις προσπάθειες του να καταλαγιάσει την ένταση προκάλεσαν μεγάλες διαδηλώσεις έξω από το κυβερνείο πρωτόγνωρες για τη Κύπρο. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αποφασίζει να επιβάλει νέους φόρους αλλά με την ψήφο του μέλους του νομοθετικού συμβουλίου Τούρκου Νεγιατί Μπέη δεν εγκρίνονται, ωστόσο με διάταγμα παρακάμπτει την απόφαση του συμβουλίου. Ακολουθεί παραίτηση του Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά, μέλος του συμβουλίου, ο οποίος στις 18 Οκτωβρίου με λόγο του που αναγνώστηκε σε όλους τους ναούς ζητάει από τον Κυπριακό λαό τη συμφιλίωση και ένωση για τον κοινό σκοπό, την ένωση με την Ελλάδα.

Στιγμιότυπο από την εξέγερση του Οκτωβρίου 1931.

Στις 21 Οκτωβρίου παραιτούνται και οι υπόλοιποι Έλληνες βουλευτές σε κοινή απόφαση που έλαβαν σε εκδήλωση της Εμπορικής λέσχης Λευκωσίας. Μετά το τέλος της εκδήλωσης ξεκίνησε πορεία διαμαρτυρίας προς το κυβερνείο παρά τις παραινέσεις των βουλευτών να διαλυθούν ήσυχα. Η πορεία έφτασε ειρηνικά στο κυβερνείο, εκεί από άγνωστη αιτία άρχισε ο λιθοβολισμός του κτιρίου. Στον χώρο κατέφθασαν αστυνομικές δυνάμεις που προσπάθησαν να διαλύσουν τους διαδηλωτές ανεπιτυχώς και δέχτηκαν και αυτοί λιθοβολισμό ενώ οι διαδηλωτές έκαψαν και τρία οχήματα που μετέφεραν τους αστυνομικούς. Κάποιοι διαδηλωτές άναψαν ραβδιά και πετώντας τα στα παράθυρα του κυβερνείου το πυρπόλησαν. Η αστυνομία έβαλε με πραγματικά πυρά κατά του πλήθους καταφέρνοντας να διαλύσει την πορεία. Από τα πυρά της αστυνομίας σκοτώθηκε ένας 15χρονος . Την επόμενη μέρα ελήφθησαν αυστηρά μέτρα ασφαλείας με απαγόρευση κυκλοφορίας και λογοκρισία στα έντυπα, ενώ στις 23 Οκτωβρίου κατέφθασαν 4 πλοία με Βρετανούς στρατιώτες. Τις επόμενες μέρες συνελήφθησαν και αργότερα εξορίστηκαν ως υπαίτιοι της εξέγερσης, ο Μητροπολίτης Νικόδημος και άλλοι 5 Κύπριοι, μεταξύ των οποίων και οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Η παραπάνω εξέγερση ήταν καθοριστική για τον Λαό της Κύπρου και το πατριωτικό κίνημα στο Νησί καθώς για πρώτη φορά έβαζε σε πρώτο πλάνο την επαναστατική πρακτική.

Την επόμενη περίοδο η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται στο Νησί και οι Ελληνοκύπριοι θα συμμετάσχουν σωρηδόν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ελπίζοντας εκ νέου ότι η θυσία τους θα εκληφθεί υπ’ όψη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μ. Βρετανία όμως θεωρούσε την Κύπρο ως έναν σημαντικό κρίκο στην Αυτοκρατορία της. Ένωνε την Μεσόγειο με το πιο σημαντικό πετράδι του Στέμματος, την Ινδία. Ο Τσώρτσιλ θα δηλώσει ότι «υφίσταται ένας υπολογίσιμος μουσουλμανικός πληθυσμός στην Κύπρο, απόλυτα νομιμόφρων απέναντί μας, ο οποίος θα αισθανόταν πολύ δυσάρεστα υπό την ελληνική κυριαρχία» (Σβολόπουλος Κ. (2007), Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945 -1981, τομ. Β΄, σελ 81). Σύμφωνα με την άποψη του Αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού και Κυβερνήτη του υποβρυχίου «Παπανικολής» κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Μιλτωνα Ιατριδη, οι Βρετανοί δεν ήθελαν να λάβουμε ως επανόρθωση από τους Ιταλούς το καταδρομικό «Ευγένιος της Σαβοϊας» (μετέπειτα «Έλλη ΙΙ») λόγω και της Κύπρου (συνέντευξη στον υποφαινόμενο του Επίτιμου Προξένου της Ιταλίας στην Κέρκυρα Σταύρου Κοσμάτου).

Η πρώτη μεταπολεμική δεκαετία εύρισκε τον πλανήτη χωρισμένο σε δύο κόσμους, τον Ατλαντικό και τον Σοβιετικό. Η Ελλάδα ευρισκόταν στα σύνορα και αυτό επηρέαζε ακόμη και την τύχη της Κύπρου. Οι ενδείξεις για την διεθνοποίηση του θέματος της Κύπρου εκ μέρους της Ελλάδος ήταν κάθε άλλο παρά ευοίωνες. Ο Μαρκεζίνης, ο σοφός αυτός πολιτικός, δημιουργός της μεταπολεμικής οικονομικής ανόρθωσης της Χώρας δεν εισακούσθηκε στις προειδοποιήσεις του.

 

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης. Πολιτικός με σπάνια σοφία και νόηση.

Μέρος Δεύτερο (1950 – 1960)

Στην μεταπολεμική Ελλαδα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50 κυριαρχεί ο Στρατηγός Παπάγος. Ο Στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος ήταν ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού στον νικηφόρο Ελληνοϊταλικο Πόλεμο αλλά και στον πόλεμο εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Στα μάτια του μέσου Έλληνα Δεξιού είχε καταστεί ενα ζωντανό σύμβολο. Ήταν τέτοια η επιρροή του που όταν αποφάσισε να κατέβει στις εκλογές, το Παλάτι τον φοβήθηκε, θεωρώντας ότι είχε αποκτήσει η Ελλάδα “τον δικό της Φράνκο”.

Ο Βασιλιάς Παύλος διέταξε τον Αρχηγό Γ.Ε.Σ. Θρασύβουλο Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο, εντολή που εν τέλει δεν εκτελέστηκε. Η κυβέρνηση του “Ελληνικού Συναγερμού” ήταν μια καλή περίοδος για την Ελλάδα γενικά. Στο τιμόνι των οικονομικών ευρίσκεται ο Σπυριδων Μαρκεζίνης, ενώ η Χώρα βιώνει μια πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα ο Παπαγος με την καθοδήγηση των Αμερικανών έρχεται σε προσέγγιση με την Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία δημιουργώντας ενα περιβάλλον ασφάλειας απέναντι σε μια κομμουνιστική Βουλγαρία που προβάλλει και πάλι επικίνδυνη  όντας εκ νέου εξοπλισμένη. Όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η Αμερικανική Βοήθεια (εξοπλισμοί, ναυτικές μονάδες αλλά και ρευστό χρήμα) σταδιακά μειώνεται. Δεν είναι μάλλον τυχαίο, ότι την στιγμή που η Κυβέρνηση Παπάγου “αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της” ξεκινούν οι “στραβοτιμονιές” στο Κυπριακό.

Η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε την λεγόμενη “διεθνοποίηση” του Κυπριακού. Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε ο Γενικός Διευθυντής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πρέσβης Αλέξης Κύρου, που κατά την κυπριακή εξέγερση του 1931, υπηρετούσε στη Μεγαλόνησο ως Γενικός Πρόξενος. Η ελληνική προσφυγή υποβλήθηκε στις 24 Αυγούστου 1954 με επιστολή του Παπάγου προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ,  τον Σουηδό Νταγκ Χάμαρσκγιολντ (Dag Hammarskjöld). Με την επιστολή αυτή ο Ελληνας πρωθυπουργός ζητούσε να επιτραπεί στον λαό της Κύπρου να ασκήσει το δικαίωμά του για αυτοδιάθεση. Στην επιστολή γινόταν αναφορά σε δημοψήφισμα υπέρ της Ένωσης που είχε διενεργηθεί στην Κύπρο (15 και 22 Ιανουαρίου 1950. Το υποστήριξαν και η Εθναρχια και το ΑΚΕΛ, όπως είχε μετονομαστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου. Υπέγραψαν συνολικά 215.108 άτομα επί συνόλου 224.757 Ελλήνων της Κύπρου που είχαν δικαίωμα υπογραφής, ποσοστό 95,7%. Υπέρ υπέγραψαν και κάποιοι Τουρκοκύπριοι αν και η ηγεσία τους ήταν ενάντια στην προοπτική της Ένωσης), στην δημογραφική πραγματικότητα του Νησιού καθώς και στην  αρνητική στάση των Βρετανών να λάβουν υπ’ όψη τους την βούληση του Κυπριακού Λαού.

Ο διπλωμάτης Αλέξης Κύρου

Αν και η διεθνοποίηση θεωρήθηκε ότι πέτυχε καθώς υπερψηφίστηκε στον Ο.Η.Ε. ένα κείμενο που ικανοποιούσε την ελληνική πλευρά, τελικά οι αρνητικές συνέπειες που είχε προβλέψει ο Μαρκεζίνης επαληθεύτηκαν. Προκλήθηκε η εχθρότητα της Μ. Βρετανίας, η οποία άρχισε να “βάζει” την Τουρκία στο παιχνιδι. Παράλληλα η κίνηση της Ελλάδος δημιούργησε προβληματισμό στις Η.Π.Α. καθώς από την μία ήθελαν να υποστηρίξουν τις βρετανικές θέσεις αλλά από την άλλη δεν επιθυμούσαν να έρθουν σε σύγκρουση με το αντιαποικιακο κλίμα που επικρατούσε στην αμερικανική κοινή γνώμη. Και όλα αυτά ενώ οι Σοβιετικοί καραδοκούσαν.

Η φωτογραφία που τράβηξε ο Γεώργιος Σεφέρης, όταν επισκέφθηκε την Κύπρο, στο χωριό Άλωνα της Πιτσιλιάς.


Παράλληλα, στην Κυπρο ιδρύεται η Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών), με ηγέτη τον Γεώργιο Γρίβα. Ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955. Κατά τα έτη 1955 – 1959 η δράση των Ελληνοκυπρίων ανταρτών προκάλεσε πολλούς πονοκεφάλους στον Βρετανικό Στρατό. Οι Βρετανοί κατήγγειλαν την ΕΟΚΑ στον ΟΗΕ ως τρομοκρατική οργάνωση. Το αυτό έπραξε και η Τουρκία. Οι Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν την δική τους οργάνωση, την TMT (Türk Mukavemet Teskilati, ελληνικά: Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), η οποία υποστηριζόταν στρατιωτικά από την Τουρκία. Δημιουργήθηκε από τον Ραούφ Ντενκτάς και τον Τούρκο στρατιωτικό Ριζά Βουρουσκάν το 1958, ως αντιστάθμισμα στη δράση της ΕΟΚΑ. Παράλληλα στην Κωνσταντινούπολη την νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 διενεργήθηκε πογκρόμ κατά του ελληνικού στοιχείου της Πόλης. Ξεφύτρωσε και εκεί μια οργάνωση, η “Κύπρος είναι τουρκική” (Κιbrιs Türktür Cemiyeti). Η μαύρη νύκτα των Ελλήνων της Πόλης ονομάστηκε “Σεπτεμβριανά”

Ο Γεώργιος Γρίβας, ο “Διγενής” της Κύπρου

Ήρθε η ώρα ομως του τερματισμού της βρετανικής κυριαρχίας και η δημιουργία του ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους. Πρόκειται για τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου που υπεγραφησαν το 1959 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τόσο  η ένωση όσο και η διχοτόμηση απαγορεύονταν στο διηνεκές. Μέσω της “Συνθήκης Εγγυήσεως” Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία εγγυώντο την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία επίσης θα ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκης. Σε περίπτωση παραβίασης της Συνθήκης οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις θα έπρεπε να συμπράξουν για την αποκατάσταση του status quo και σε περίπτωση που η σύμπραξη ήταν αδύνατη, μπορούσαν να δράσουν μονομερώς για την αποκατάσταση, πάντα, των Συνθηκών. Οι συνθήκες δημιουργούσαν ένα “ανάπηρο” κράτος καθώς οι αντιδράσεις της τουρκικής πλευράς θα ήταν δεδομένες.

Ο τρόπος ολοκλήρωσης της συμφωνίας σαν να έδειχνε το ζοφερό μέλλον για τον Ελληνισμό της Κύπρου. Αφού όλα συμφωνήθηκαν, οι πρωθυπουργοί Καραμανλής και Μακμίλαν μετέβησαν σε νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές έπειτα από σοβαρό αεροπορικό ατύχημα λόγω πυκνής ομίχλης κατά την προσγείωση του αεροπλάνου που τον μετέφερε στο Λονδίνο. Εκεί οι τρεις τους υπέγραψαν το τελικό κείμενο. Ετσι, όπως χαρακτηριστικά καταλήγει ο Ρόμπερτ Χόλαντ (βιβλίο: Βρετανία και ο Κυπριακός αγώνας 1954-1959), “με μια προφητική ειρωνεία της τύχης, η ανεξάρτητη Δημοκρατία της Κύπρου γεννήθηκε τελικώς μέσα σε ένα νοσοκομείο” (πηγή για την υπογραφή των τελικών κειμένων στο νοσοκομείο: κείμενο  Δρ Αναστασίας Γιάγκου στην ηλεκτρονική έκδοση της Καθημερινής). Η δεκαετία του 60 ξημέρωνε δυσοίωνα για τον Ελληνισμό της Κύπρου.

Μέρος Τρίτο (1960 – 1974)

Στις 30 Νοεμβρίου του 1963 ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπέβαλε στον Αντιπρόεδρο δρα Φαζίλ Κιουτσούκ προτάσεις για βελτίωση της λειτουργίας του Συντάγματος, ενώ αυθημερόν υποβλήθηκαν και στις εγγυήτριες δυναμεις. Οι προτάσεις, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα του βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αγνόησε τις προειδοποιήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης εμπιστευομενος τις παροτρύνσεις του Βρετανού επιτρόπου Sir Arthur Clarke, θεωρώντας έτσι ότι έχει την υποστήριξη της Μ. Βρετανίας. Παράλληλα στην Ελλάδα από το 1963 ξεκινά η περίοδος της πολιτικής αστάθειας που θα οδηγήσει στην Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θεωρούσε ότιθα έχει στήριξη τόσο από την Μ. Βρετανία, όσο και από την Κυβέρνηση Παπανδρέου στην Ελλάδα. Ακόμη προσδοκούσε στρατιωτική στήριξη από την ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου. Αποβιβάστηκε στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου 1960 με την υπογραφή της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου στη Λευκωσία με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίστοιχα δημιουργήθηκε η ΤΟΥΡΔΥΚ).

Αποτέλεσμα ήταν ότι η ένταση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ανέβηκε κατακόρυφα τους επόμενους μήνες. Στις 21 Δεκεμβρίου 1963, ένας έλεγχος τουρκοκυπριακού οχήματος από Ελληνοκύπριους κατέληξε σε συμπλοκή με δύο νεκρούς Τουρκοκύπριους. Μετά από αυτό οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν αναγκάζοντας τον Διοικητή των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο Στρατηγό Peter Young να χαράξει πάνω στο χάρτη της Κύπρου με πράσινο μολύβι την λεγόμενη “Πράσινη Γραμμή”. Τότε δεν εκτεινόταν σε όλο το νησί, υπήρχε μόνο στη Λευκωσία και αργότερα εκει που υπήρχαν τουρκοκυπριακοί θύλακες. Από το 1964 δόθηκε η φύλαξή της στους Κυανοκρανους του Ο.Η.Ε. .

Η πολιτική κρίση στο Νησί συνεχίστηκε και τους πρώτους μήνες του 1964 με αποτέλεσμα η τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να αποφασίσει την αποστολή και εγκατάσταση στην Κύπρο μιας Μεραρχίας, πλήρους σύνθεσης και δύναμης 8.500 Αξιωματικών και Οπλιτών, εξοπλισμένης με άρματα και Πυροβολικό. Η πρόσθετη αυτή δύναμη σε συνδυασμό και με τα μόνιμα έργα, όπως πυροβολεία, ορύγματα κ.ά. τα οποία την ίδια περίοδο είχαν κατασκευασθεί, ιδίως στις ακτές της Κυρήνειας, Μόρφου, Αμμοχώστου κ.α., ενίσχυε σημαντικά τις αμυντικές δυνατότητες της Κύπρου και αποτελούσε σοβαρή εγγύηση όχι μόνο για την αποτελεσματική απόκρουση ενδεχόμενης Τουρκικής αποβατικής ενέργειας, αλλά και για την αποτροπή κάθε σκέψης για εισβολή- απόβαση στο Νησί.

Η κατάσταση στην Κύπρο τα επόμενα χρόνια συνέχιζε να είναι κρίσιμη, ενώ η Κυπριακή Κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει το χρονίζον θέμα της απαγόρευσης από τους Τουρκοκυπρίους των κινήσεων των αστυνομικών περιπόλων στα χωριά Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου, από τα οποία, το πρώτο κατοικείτο από Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους και το δεύτερο μόνο από Τουρκοκυπρίους. Υπήρχαν όμως διαφωνίες ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης, εάν δηλαδή θα επενέβαιναν μόνο ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις ή θα ενισχύονταν και με δυνάμεις της Εθνοφρουράς. Παράλληλα στην Δύση είχε δημιουργηθεί άσχημο κλίμα για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος λόγω συνομιλιών με τους Σοβιετικούς για θέματα  εξοπλισμών και της σύνδεσής του με το Κίνημα των Αδεσμευτων του προσέδωσαν το προσωνύμιο “Κάστρο της Μεσογείου”.

 

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Πρώτα με την παραλαβή βάσεων ρωσικών πυραύλων (Ιανουάριος 1965) και αργότερα οπλισμού από την Τσεχοσλοβακία (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1966) προκάλεσε νευρική κρίση στους Αμερικανούς που ονόμασαν την Κύπρο “Κούβα της Μεσογείου”.

 

Στις 31 Οκτωβρίου 1967 σε συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχε η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της Κύπρου, αποφασίσθηκε η επέμβαση της Αστυνομίας, ενισχυμένης με δυνάμεις της Εθνοφρουράς. Σε εκτέλεση της απόφασης τις 14 και 15 Νοεμβρίου 1967 με επέμβαση της Αστυνομίας, που είχε ενισχυθεί με δυνάμεις της Εθνοφρουράς, διεξήχθησαν επιχειρήσεις με ανθρώπινα θύματα σε Τουρκοκυπρίους και σοβαρές υλικές ζημιές στις περιουσίες τους.

 

Η παραπάνω συμπλοκή παρουσιάστηκε από τις ελληνικές εφημερίδες ως “μεγάλη μάχη” με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Τσαγλαγιαγκίλ επέδωσε στον Έλληνα Πρέσβη αυστηρή διακοίνωση της Τουρκικής Κυβέρνησης, ένα τελεσίγραφο. Μεταξύ των όρων της διακοίνωσης περιλαμβάνονταν απόδοση τιμών στην Τουρκική σημαία, αποζημιώσεις των παθόντων, απομάκρυνση του Έλληνα Στρατηγού Γρίβα, Αρχηγού της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Άμυνας Κύπρου, αποκατάσταση των ζημιών στα χωριά, αποχώρηση όλων των Ελληνικών στρατευμάτων και του οπλισμού των από την Κύπρο εντός 15 ημερών και διάλυση της Κυπριακής Εθνοφρουράς.

 

Η μεγέθυνση της κρίσης οδήγησε σε πολιτικές  επεμβάσεις του NATO, των Η.Π.Α. και του Ο.Η.Ε. . Ελήφθη η απόφαση οι δύο κυβερνήσεις (Ελλάδος και Τουρκίας) να λάβουν μέτρα, ώστε να αποκλείουν κάθε απειλή πολέμου και για αυτό  να απομακρυνθούν αμέσως οι Ελληνικές και οι Τουρκικές δυνάμεις, που σταθμεύουν στην Κύπρο, πέραν εκείνων που υπήρχαν το 1963. Μετά από συσκέψεις των μελών της Ελληνικής Κυβέρνησης έγιναν δεκτοί την 29η Νοεμβρίου 1967 οι όροι, μεταξύ των οποίων η αποχώρηση του προσωπικού της Μεραρχίας εντός δέκα πέντε ημερών και η μεταφορά του οπλισμού, πυρομαχικών και λοιπών υλικών εντός σαράντα πέντε ημερών. Ήταν το πρώτο  μεγάλο λάθος της Δικτατορίας στο Κυπριακό. Θα ακολουθούσαν και άλλα.

Η προσπάθεια ανατροπής του Μακαρίου από την Δικτατορία στις 15 Ιουλίου 1974 είχε ως πρόφαση την διενέργεια της Ένωσης με την Ελλάδα. Η Ένωση όμως είχε  εγκαταλειφθεί από τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου. Αυτό το οποίο θα συνέβαινε θα ήταν η διπλή ένωση, δηλαδή η διχοτόμηση. Είχε προηγηθεί απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου. Το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄ (παραστρατιωτικη οργάνωση ιδρυμένη  από τον Γεώργιο Γρίβα με διακηρυγμένο σκοπό την Ένωση). Και ο ίδιος  ο Μακάριος φέρει μια ευθύνη γιατί φαινομενικά στον Κυπριακό Λαό δεν είχε εγκαταλείψει το όραμα της Ένωσης.

Το πραξικόπημα δίχασε τον Κυπριακό Λαό και έδωσε την πρόφαση στην Άγκυρα να εισβάλει προβάλλοντας μάλιστα τον εαυτό της ως εγγυήτρια δύναμη. Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία εισέβαλε στο νησί, προφασιζόμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων. Οι τούρκικες δυνάμεις εντός τριών ημερών κατέλαβαν την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Κατόπιν εκεχειρίας ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, στις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους. Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση (“Αττίλας ΙΙ”) κατά την οποία κατέλαβε το 36,2% του νησιού και εκτόπισε 120 χιλιάδες Κύπριους (άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι. Η Ελλάδα έχοντας παραλύσει από ακυβερνησία δεν κατάφερε να αντιδράσει στην εισβολή.

Συμπερασματικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τόσο οι ελληνικές οσο και οι κυπριακές κυβερνήσεις δεν υπολόγισαν σωστά τον διεθνή παράγοντα: τόσο την Μ. Βρετανία όσο και την ψυχροπολεμικη πραγματικότητα. Σήμερα φαίνεται ότι έχουμε μάθει από  τα λάθη μας αξιοποιώντας τόσο την θέση του Νησιού οσο και τις ενεργειακές του πηγές.

Οι δύο μεγάλες προσωπικότητες της Κύπρου: Μακάριος και Γρίβας. Δυστυχώς δεν επικράτησε η ομόνοια μεταξύ τους για χάρη του εθνικού σκοπού.