Όταν μιλάμε για Μακεδονία υπό οθωμανική κατοχή, δηλαδή πριν την ελληνική απελευθέρωση του 1912, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας οτι διαβιούσε εκεί ενα μωσαϊκό εθνοτήτων. Στην παραλιακή ζώνη της Μακεδονίας (αυτή που πάνω κάτω ευρίσκεται εντός ελληνικών γεωγραφικών ορίων) καθώς και στα αστικά κέντρα κυριαρχούσε ο ελληνικός πληθυσμός. Στην ύπαιθρο της κεντρικής Μακεδονίας (η περιοχή των σημερινών Σκοπίων πάνω κάτω) αλλά και στην περιοχή του Πιρίν, σήμερα βουλγαρική επικράτεια, κυριαρχούσαν οι σλαβόφωνοι.

Από πού προέκυψαν λοιπόν οι Σλαβομακεδόνες; Η ίδια η Στρατιωτική Εγκυκλοπαίδεια της πρώην Γιουγκοσλαβίας κατατάσσει τους προγόνους των σημερινών κατοίκων της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως Σλάβους, ανθρώπους των πρώτων σλαβικών φυλών όπως οι Βερεζίτοι, οι Δραγουβίτοι, οι Σμόλιανοι, οι Ρίνχινοι, οι Βελεγιζίτοι και άλλοι, οι οποίοι εισήλθαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον 6ο και τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι τα μεσαιωνικά βουλγαρικά βασίλεια που τόσο ταλαιπώρησαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατείχαν την περιοχή των Σκοπίων πέρα από την σημερινή Βουλγαρία. Η πόλη μάλιστα Οχρίδα, η οποία σήμερα ανήκει στα Σκόπια, ήταν ένα από τα δύο μείζονα πολιτιστικά κέντρα της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ 990 και 1015 η Οχρίδα ήταν πρωτεύουσα και προπύργιο της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ενώ από το 990 ως το 1018 ήταν επίσης έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου. Μετά τη Βυζαντινή ανακατάληψη της πόλης το 1018 από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β´ το Βουλγαρικό Πατριαρχείο υποβαθμίστηκε σε Αρχιεπισκοπή και τέθηκε υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Η ερώτηση παραμένει: πότε εμφανίστηκαν οι Σλαβομακεδόνες ως ξεχωριστή εθνότητα, διαχωρισμένη από τους Βουλγάρους; Η απάντηση φαίνεται να ευρίσκεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Το 1870 η βουλγαρική Εξαρχία αποκόπτεται από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι λαοί ηταν χωρισμένοι στα θρησκευτικά “έθνη”, τα μιλλέτ. Στο ρουμ μιλλέτ ήταν εντεταγμενοι όλοι οι Ορθόδοξοι της Βαλκανικής με ανώτατη πνευματική αλλά και διοικητική σε πολλά σημεία εξουσία το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο βουλγαρικος εθνικισμός μάλιστα δεν στράφηκε τόσο εναντίον των Οθωμανών, όσο εναντίον της ελληνικής πολιτισμικής πρωτοκαθεδρίας στο ρουμ μιλλετ. Είναι σημαντικό εδώ να θυμόμαστε οτι ο χάρτης των εξαρχικων επισκοπων στην Βαλκανική θα ήταν το προζύμι για το επερχόμενο βουλγαρικό κράτος. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν ένα απλό σχέδιο: όσες περισσότερες “εξαρχικές” περιοχές στην Μακεδονία, τόσες περιοχές θα είναι διεκδικησιμες μελλοντικα. Με αυτό το σχέδιο εξαπέλυσαν την τρομοκρατία τους.
Η Ελλάδα από την άλλη είχε σημαντικά όπλα απέναντι σε αυτήν την τρομοκρατία. Πρώτον στα μάτια των Βαλκανικών λαών παρουσιαζόταν, παρά τα προβλήματα, ως ένα κράτος δυτικό με κοινοβουλευτικούς θεσμούς, το οποίο βάδιζε την οδό της οικονομικής ανάπτυξης. Ήταν δηλαδή υπόδειγμα ορθοδόξου δυτικού κράτους. Δεύτερον η ύπαρξη του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα παιδιά των κατοίκων των Βαλκανίων, πολλοί μη ελληνόφωνοι μάλιστα, έρχονταν στην Αθήνα σπούδαζαν φιλολογία και μετά ξεχυνονταν στα Βαλκάνια διδάσκοντας την Ελληνικότητα. Τρίτον η Ελλάδα, εμφανιζόταν (και είναι) ως η άμεση κληρονόμος της βυζαντινής κληρονομιάς. Ο Μακεδονικός Αγώνας εκτός από την ένοπλη πλευρά του έχει και την πνευματική με όλους αυτούς τους αφανείς ήρωες δασκάλους, οι οποίοι αποτελούσαν τον πρώτο στόχο των κομιτατζήδων.
Εκεί λοιπόν, στα τέλη του 19ου αιώνα παρατηρείται ενα σχίσμα στους Σλάβους καθώς ενα τμήμα τους συνεχίζει να είναι πιστό στον “Πατρίκ” (Οικουμενικός Πατριάρχης), όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Στρατής Μυριβήλης στο αυτοβιογραφικό έργο του “Η Ζωή εν Ταφω”. Η δράση των κομιτατζήδων μάλιστα οδήγησε αυτόν τον πληθυσμό στο να απομακρυνθεί από την Βουλγαρία και να βλέπει με μεγαλύτερη συμπάθεια την Ελλάδα (κατά Μυριβήλη πάντα). Ακόμα και η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ίδρυση 1893) για ένα διάστημα λίγο πριν την “Επανάσταση του Ιλιντεν” επιζητούσε μια αυτόνομη Μακεδονία που θα συμμετείχε ως ομόσπονδη δημοκρατία σε μια βαλκανική ένωση κρατών την οποία επιθυμούσαν τα μέλη της, και πως είχε αποκλειστεί πλέον η ιδέα της ένωσης με τη Βουλγαρία. Γι’αυτό το λόγο και άρχισε να εμπλουτίζεται και με μέλη άλλων εθνοτήτων της Μακεδονίας, πλην των Βουλγάρων. Στην συνέχεια βέβαια εξελίχθηκε σε όργανο τρομοκρατίας των Βουλγάρων.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ιδιαίτερα μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία οι ρευστής εθνικής συνείδησης σλαβόφωνοι θα βρεθούν ανάμεσα στην διάθεση βουλγαροποιησης εκ μέρους της Βουλγαρίας, στα επεκτατικά σχέδια της Σερβίας και στην ανάγκη της Ελλάδος για εγκατάσταση προσφύγων στα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας. Η θέση του τότε ΚΚΕ περί “μίας και αδιαίρετης Μακεδονίας” συνετέλεσε στο να υπάρξει σύνδεση σλαβιζόντων – κομμουνιστών στην αντίληψη του κόσμου. Επίσης αποξενωσε το ΚΚΕ από τους Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μια μεγάλη πηγή ψηφοφόρων λόγω της προλεταριοποίησης τους.
Στον Εμφύλιο (1946 – 1949), ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας θα συγκροτήσει ένοπλα τμήματα Σλαβομακεδόνων, τα ΝΟΦ. Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως κάποια στιγμή κατανόησε την επεκτατική πολιτική του Τίτο μέσω των Σλαβομακεδόνων. Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα άρθρου του Νικου Ζαχαριάδη στην εφημερίδα «Για σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία!», όργανο του Γραφείου Πληροφοριών των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, 1-8-1949. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», τεύχος 8, Αύγουστος 1949:
“Ο μεγαλοσερβικός σωβινισμός της κλίκας του Τίτο εκδηλώθηκε απέναντι στο κίνημα αντίστασης στην Ελλάδα απ’ τα 1943 κιόλας και παρουσιαζότανε με την παρακάτω θέση: Το ΚΚΕ ακολουθεί εσφαλμένη πολιτική, προδίνει τον αγώνα. Προδότης είναι και ο Ζαχαριάδης. Ο Λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου μπορεί να βρει την απελευθέρωση του μόνο στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας. Πρωταρχικό καθήκον για όλους του μακεδόνες πατριώτες μπαίνει η πάλη ενάντια στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ και η συνεργασία με το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Αυτή ήταν η θέση της κλίκας του Τίτο απ’ τα 1943 και δω. Αυτή τη γραμμή εφάρμοζε από τότε κιόλας, στη Μακεδονία του Αιγαίου, το πρωτοπαλίκαρο του Τιτο, ο Τέμπο (Μπουκμανοβιτς), αυτή τη γραμμή εφάρμοζε από τότε ο κύριος πράκτορας τους Γκότσε.”

Μεταπολεμικά, η “μακεδονική εθνότητα” προκαλούσε ένταση στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας – Ελλάδος. Άλλως τε στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας υπήρχε “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Και οι δύο χώρες υποβάθμισαν το θέμα στο πλαίσιο της υπογραφής της Συμφωνίας της Άγκυρας (28η Φεβρουαρίου 1953). Η προσέγγιση της Αθήνας, του Βελιγραδίου και της Αγκυρας δεν θα μπορούσε βέβαια να έχει επιτευχθεί αν η ρήξη Τίτο-Στάλιν το καλοκαίρι του 1948 δεν είχε οδηγήσει στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Cominform, αλλάζοντας τα διεθνή και βαλκανικά δεδομένα. Με παρότρυνση των ΗΠΑ εδημιουργείτο στην περιοχή μια ιδιότυπη συμμαχία ΝΑΤΟ – Βελιγραδίου. Η Γιουγκοσλαβία ενωνοταν έμμεσα με την Βορειοατλαντικη Συμμαχία. Με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θα προκύψει το κράτος των Σκοπίων.