Οι προσπάθειες οργάνωσης του Ναυτικού από τον Πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια

Εισαγωγή

Από το 1828 έως το 1833 επικρατεί έντονη αστάθεια στην Ελλάδα. Η Επανάσταση είχε αφήσει καμένη γη. Τα χωράφια είχαν μείνει ακαλλιέργητα, πόλεις και χωριά είχαν ερημωθεί, ενώ η ανυπαρξία πολιτικών δομών δημιουργούσε όχι μόνο οικονομική καχεξία, αλλά και κοινωνικές ταραχές. Ο επί αιώνες εδραιωμένος τοπικισμός δρούσε πολλές φορές ανασταλτικά στην οργάνωση μιας κεντρικής διοίκησης. Αυτή η σύγκρουση θα επηρεάσει και το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.

Η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε τελειώσει, παρόλο που οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις είχαν καταλήξει στην δημιουργία κάποιου είδους ελληνικού κράτους. Πολλά προβλήματα εξακολουθούσαν να είναι άλυτα, όπως τα εδαφικά όρια του νεοσύστατου κράτους και η φύση του, αν θα είναι δηλαδή ανεξάρτητο ή αυτόνομο, καθώς στη δεύτερη περίπτωση, θα έπρεπε να πληρώνει φόρο υποτελείας στον σουλτάνο. Στην Ελλάδα, είχαν παραμείνει αρκετές οθωμανικές δυνάμεις και η εκκαθάρισή τους ήταν επείγουσα, γιατί όσες περιοχές περνούσαν στον ελληνικό έλεγχο, θα ήταν διεκδικήσιμες για το μελλοντικό κράτος.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα αποβιβαστεί στην Αίγινα στις 11 Ιανουαρίου του 1828 ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος, ο Ιωάννης Καποδίστριας. Εκεί τον ανέμεναν η Αντικυβερνητική Επιτροπή, η Βουλή, οι τοπικές αρχές και χιλιάδες λαού που του επιφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή . Ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε από λέμβο, στην οποία ήταν αναρτημένη  η Ελληνική Σημαία, ενώ παράλληλα οι τρεις πλοίαρχοι των ξένων πολεμικών που τον συνόδευαν, χαιρέτισαν με κανονιοβολισμούς τον Κυβερνήτη και για πρώτη φορά, και την Ελληνική Σημαία.

Η πολιτική Καποδίστρια

Ο Καποδίστριας έχοντας να αντιμετωπίσει όλη αυτήν την κατάσταση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να εφαρμόσει συγκεντρωτική διοίκηση  προκειμένου να επιλυθούν κατά το δυνατόν τα προβλήματα.  Έτσι,  αυτή η λογική θα χαρακτηρίζει όλες του τις μεταρρυθμίσεις, από το κυβερνητικό ζήτημα μέχρι και τα στρατιωτικά. Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη, ενώ υπήρχε και ένα γνωμοδοτικό όργανο το Πανελλήνιον. Στην επιλογή ανθρώπων για τις ανώτερες κυβερνητικές θέσεις ακολούθησε κριτήρια αξιολογικά, προσπαθώντας παράλληλα να συγκεράσει και τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων της Πελοποννήσου και των πλοιοκτητών της Ύδρας.  Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η αναβολή της Εθνοσυνέλευσης τον Απρίλιο του 1828.

Η οργάνωση του Ναυτικού

Την ανώτατη ηγεσία του Στρατού και του Στόλου ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας, ενώ η θέση του αρχιστράτηγου, η οποία είχε δημιουργηθεί από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, καταργήθηκε σιωπηρά και ο Τσωρτς (Church) τοποθετήθηκε διοικητής του Στρατού της Δυτικής Ελλάδος, διατηρώντας μόνο τυπικά τον τίτλο του αρχιστράτηγου.

Η ηγεσία του Στόλου, μετά την αποχώρηση του Κόχραν τον Δεκέμβριο του 1827, ρυθμίστηκε ως εξής: την αρχηγία της Μοίρας του Αιγαίου την είχε ο Μιαούλης και την αρχηγία του υπαγόμενου σε αυτήν Στολίσκου των Πυρπολικών ο Κανάρης· τη Μοίρα Ακτών Μεσσηνίας ανέλαβε ο Γεώργιος Σαχτούρης, ο οποίος επιφορτίστηκε και με τον θαλάσσιο αποκλεισμό από την Πρέβεζα ως την Κρήτη· την αρχηγία της Μοίρας Ευβοϊκού ανέλαβε ο Γεώργιος Σαχίνης, ενώ τη Μοίρα Κορινθιακού, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Μοίρα Δυτικής Ελλάδος, ανέλαβε ο πλοίαρχος Άστιγξ , μετά τον θάνατο αυτού ο Μπασάνος (ο Κορσικανός φιλέλληνας Antonio Bassano) και τέλος, ο Αντώνιος Κριεζής.

Ο φλογερός Βρετανός φιλέλληνας Frank Abney Hastings (Άστιγξ στα ελληνικά). Με δική του προτροπή αγοράστηκε από την ελληνική κυβέρνηση το “Καρτερία”, το πρώτο εθνικό ατμόπλοιο που έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις παγκοσμίως, έδωσε μέρος από την περιουσία του για τον εξοπλισμό του και ανέλαβε κυβερνήτης του. Θα πεθάνει στο λοιμοκαθαρτήριο Ζακύνθου τραυματισμένος κατά τις επιχειρήσεις ανακατάληψης του Μεσολογγίου.

Ο Καποδίστριας συγκρότησε τον Ιανουάριο του 1828 ένα νέο όργανο το Πολεμικό Συμβούλιο , το οποίο προΐστατο του Στρατού και του Στόλου. Σε αυτό, προήδρευε ο ίδιος ο Κυβερνήτης. Στη συνέχεια, συστάθηκε το Γενικό Φροντιστήριο, το οποίο υπαγόταν στο Πολεμικό Συμβούλιο και ασχολούταν με οικονομικές υποθέσεις. Υπεύθυνος για το Ναυτικό στην επιτροπή αυτή ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος,  ο οποίος ήταν και μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου. Ο Κυβερνήτης τοποθέτησε τον Μαυροκορδάτο για να δώσει προβάδισμα στην αγγλική επιρροή έναντι της γαλλικής. Υπεύθυνος του Στρατού ορίστηκε ο αδερφός του Κυβερνήτη, Βιάρος Καποδίστριας και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος υπεύθυνος των αποθηκευμένων στον Πόρο υλικών πολεμοφοδίων.

Τον Σεπτέμβριο του 1829, με το ΛΔ΄ ψήφισμα περί διοργανισμού του υπουργικού συστήματος  καταργήθηκαν τα τρία τμήματα του Πανελληνίου  , καθώς και το υπαγόμενο σε αυτό Γενικό Φροντιστήριο· δημιουργήθηκαν λοιπόν, έξι υπουργεία-Φροντιστήρια λέγονταν τότε-μεταξύ των οποίων και το επί των Στρατιωτικών και Πολεμικού Ναυτικού. Λίγο αργότερα το Φροντιστήριο αυτό μετονομάστηκε σε Γραμματεία  και διαχωρίστηκε την 1η Απριλίου του 1830 σε δύο ανεξάρτητες Γραμματείες, των Ναυτικών και των Στρατιωτικών. Γραμματέας επί των Ναυτικών παρέμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 1831 ο Βιάρος Καποδίστριας και στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Γλαράκη.

Η διοίκηση του Ναυτικού οργανώνεται το 1828. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο ιδρύεται η Υπηρεσία των Προσωρινών Διευθυντών των Ναυτικών Υποθέσεων του Πόρου με επικεφαλής τον Φραγκίσκο Άστιγξ, ενώ συνδιευθυντής ήταν ο Εμμανουήλ Τομπάζης. Η Υπηρεσία είχε προέλθει από την αναδιοργάνωση της παλαιότερης Επιτροπής επί των Ναυτικών Υποθέσεων, η οποία είχε συσταθεί στον Πόρο τον Μάρτιο του 1827 και για μικρό χρονικό διάστημα ονομαζόταν Ναυτική Επιτροπή.

Τον Μάρτιο του 1829 οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας διευρύνθηκαν  και έγινε ένα είδος ναυαρχείου με αρμοδιότητες που κάλυπταν αυτές ενός Αρχηγείου Στόλου και ενός ανωτάτου Ναυτικού Τεχνικού συμβουλίου, ενώ πριν από την διεύρυνση οι ασχολίες του αφορούσαν μόνο στη διοικητική μέριμνα. Η επίσημη συγκρότησή της έγινε τον Οκτώβριο του 1829 και υπεύθυνοι ορίστηκαν οι ναύαρχοι Γεώργιος Σαχτούρης από την Ύδρα, Γεώργιος Ανδρούτσος από τις Σπέτσες και ο Κωνσταντίνος Κανάρης από τα Ψαρά. Εκείνη την εποχή μετονομάστηκε σε Ναυτική Ὑπηρεσία τοῦ ἐν Πόρῳ Ναυστάθμου.

Ακόμα και μετά την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων αυτής, τα περιθώρια δράσης της  ήταν πολύ στενά. Η Ναυτική Υπηρεσία έκανε μόνο εκθέσεις προς την προϊστάμενη πολιτική αρχή, η οποία και αυτή με τη σειρά της τις προωθούσε στον Κυβερνήτη, καθώς αυτός ήταν ο μόνος αρμόδιος για να αποφασίσει.

Ο Εθνικός Στόλος της εποχής είχε τριών ειδών πλοία:

 πρώτον, αυτά τα οποία είχαν παραγγελθεί από το εξωτερικό και η παραλαβή τους είχε ξεκινήσει από τα μέσα του 1826. Τέτοια ήταν το Ελλάς και η Καρτερία.

 Δεύτερον, αυτά τα οποία περιέρχονταν στο ελληνικό κράτος από αγορές στο εσωτερικό, από καταλήψεις πολεμικών μετά από ναυμαχίες και από κατασχέσεις πειρατικών.

 Τρίτον, αυτά τα οποία είχαν ναυλωθεί ή παραχωρηθεί στην Κυβέρνηση από τους πλοιοκτήτες.

Οι δύο πρώτες κατηγορίες ονομάζονταν εθνικά πλοία, ενώ τα της τρίτης κατηγορίας ονομάζονταν πλοία σε εθνική υπηρεσία και ήταν όπως τα σημερινά επίτακτα. Δεν ήταν δυνατό να αλλάξει ο ιδιοκτήτης του ούτε να χρησιμοποιηθούν σε εμπορικές αποστολές άνευ της αδείας αυτού. Ο Εθνικός Στόλος είχε την ανάγκη αυτών των σκαφών λόγω των λίγων πλοίων που διέθετε εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Α. Μαυροκορδάτου στις Εθνοσυνελεύσεις του 1829, τα εθνικά πλοία της εποχής αποτελούνταν από τα τριάντα έξι που βρίσκονταν στον Πόρο (άχρηστα και εν μέρει χρήσιμα), ενώ σε ενέργεια βρίσκονταν πενήντα έξι.  Ο αριθμός εθνικών πλοίων την εποχή αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι μόλις είχαν εξουδετερωθεί οι πειρατές στις Βόρειες Σποράδες και στη Γραμβούσα.

Για να καλυφθούν οι κρατικές ανάγκες, η Κυβέρνηση αποφάσισε την αγορά πλοίων από τους αγωνιστές. Συγκεκριμένα, το βρίκι του Ν. Αποστόλη και εκείνα  των Μπόμπολη, Τσαμαδού και Γιαννίτσου, καθώς και την κορβέτα του Τομπάζη,. Τον Οκτώβριο του 1831 τα εθνικά πλοία μειώθηκαν σε 44  λόγω της καταστροφής στον Πόρο των πλοίων Σπέτσαι, Ελλάς και Ύδρα.

Όσον αφορά στην εσωτερική υπηρεσία, ο Καποδίστριας δεν επεδίωξε να θεσπίσει έναν γενικό οργανισμό του Ναυτικού, αλλά προτίμησε να επεμβαίνει συνεχώς σε περιορισμένης έκτασης ζητήματα, διότι υπήρχε ο φόβος ότι οι ριζοσπαστικές μεταβολές που θα επέφερε ένας γενικός οργανισμός Ναυτικού, θα προκαλούσε πολλές αντιδράσεις.

Δεν καθορίστηκε με κανονισμό ούτε η ιεραρχία, ούτε ο τρόπος εξέλιξης των αξιωματικών. Από το Διάταγμα της Μισθοδοσίας του Ιουνίου του 1830 φαίνεται ότι εκτός από τον βαθμό του ναυάρχου που είχε απονεμηθεί στον Μιαούλη, υπήρχαν ακόμα οι εξής βαθμοί:

 πλοίαρχοι α΄ και β΄ τάξεως,

 υποπλοίαρχοι α΄ και β΄ τάξεως,

 σημαιοφόρος και

 δόκιμος .

Σημασία όμως έχει το γεγονός ότι πλέον το κράτος είναι εκείνο που απονέμει τους βαθμούς και όχι οι δημογεροντίες των Νήσων. Οι βαθμοφόροι έπρεπε πλέον να αποκτούν τα αντίστοιχα κρατικά διπλώματα  ανάλογα με τον βαθμό και τη θέση τους, γεγονός που έδωσε την δυνατότητα στο κράτος να επιλέγει το προσωπικό του Ναυτικού. Αυτή η τακτική οδήγησε στην δραστική μείωση των αξιωματικών, ιδίως μετά τη στάση στον Πόρο. Έτσι, το 1831 υπήρχαν τρεις αντιναύαρχοι, δύο πλοίαρχοι α΄ τάξεως, εννέα δευτέρας και εκατόν πενήντα υποπλοίαρχοι και υπαξιωματικοί.

Το σύστημα αυτό της επιλογής βαθμοφόρων μέσω των κρατικών διπλωμάτων, προκάλεσε την αντίδραση των παλαιών ναυμάχων. Ο Καποδίστριας, για να τους ηρεμήσει, διέταξε τον Μάρτιο του 1831 την ίδρυση του Ναυτικού Ταξιαρχικού Σώματος, το οποίο δεν πρόφτασε να δημιουργηθεί γιατί μεσολάβησαν τα γεγονότα του Πόρου. Αυτό το Ναυτικό Ταξιαρχικό Σώμα  θα ήταν απλά μια τιμητική εφεδρεία και δεν θα ανήκε στο κυρίως σώμα του Ναυτικού. Τέλος, δεν υπήρξε νομοθετική ρύθμιση για την ναυτολογία.  Η Κυβέρνηση δεν είχε έλλειμμα πληρωμάτων, λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, απόρροια της οικονομικής κρίσης που είχε πλήξει τα νησιά.

Προσπάθειες καταστολής της πειρατείας

Το Ελληνικό Ναυτικό έπρεπε πια όχι μόνο να πολεμά τους εχθρούς, αλλά και να αστυνομεύει τις ελληνικές θάλασσες από τους πειρατές στο πλαίσιο της καταπολέμησης της αταξίας και της δημιουργίας νομιμότητας. Οι πειρατές είχαν δύο ορμητήρια, τις Βόρειες Σποράδες και τη Γραμβούσα της Κρήτης.

Η επιχείρηση καταστολής της πειρατείας στις Βόρειες Σποράδες ανατέθηκε από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος απέπλευσε στις 18 Φεβρουαρίου του 1828 από τον Πόρο με στολίσκο αποτελούμενο από την φρεγάτα Ελλάς, την κανονιοφόρο Φιλελληνίς και μια ένοπλη τράτα. Το κύρος του Ναυάρχου της Επανάστασης, καθώς και η δυνατότητα της συγχώρεσης που ακολούθησε, οδήγησαν τους πειρατές στο να παραδοθούν αμαχητί και να ενταχθούν στον Ελληνικό Στρατό αργότερα. Από τα 79 πλοιάρια που παραδόθηκαν, ο Μιαούλης βύθισε ή έκαψε 41 συνολικά, τα οποία δεν ήταν σε καλή κατάσταση, ενώ έστειλε 29 στον Πόρο για να χρησιμοποιηθούν από την Κυβέρνηση, ενώ 6 πήρε μαζί του.

Η καταστολή των πειρατών της Γραμβούσας ήταν πιο δύσκολη, γιατί το θέμα συνδεόταν με την αναζωπύρωση της Κρητικής Επανάστασης και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις αρχές του 1828, έπλευσαν στην Γραμβούσα ο Άγγλος μοίραρχος Τόμας Σταίηνς (Sir Thomas Staines) και ο Γάλλος Ρεβερσώ (Reverseaux) με 10 πολεμικά πλοία. Ο Μαυροκορδάτος, ως εκπρόσωπος του Κυβερνήτη, ζήτησε από τους Γραμβουσιανούς να παραδώσουν τα 8 πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι τους και θεωρούνταν πειρατικά. Μπροστά στον κίνδυνο να κανονιοβοληθούν από τα συμμαχικά πλοία δέχθηκαν, λέγοντας στον Μαυροκορδάτο, ότι είχαν σταματήσει την πειρατεία και ότι αγωνίζονταν εναντίον των Οθωμανών. Ο Σταίηνς όμως δεν τους πιστεψε και διέταξε στις 19 Ιανουαρίου τον κανονιοβολισμό τους χωρίς να τα βλάψει. Στη συνέχεια, τα κατέλαβαν οι σύμμαχοι.

Αμέσως μετά ο Μαυροκορδάτος επέστρεψε στην Αίγινα. Μαζί του ήρθαν δύο αντιπρόσωποι του Κρητικού Συμβουλίου, οι Γ. Καλλέργης και Κ. Κριτοβουλίδης (ο συγγραφέας της “Ιστορίας της Κρητικής Επαναστάσεως”). Στα τέλη Μαρτίου, διέταξε ο Καποδίστριας τον Αντιναύαρχο Σαχτούρη να πλεύσει στην Γραμβούσα και να στείλει εκπρόσωπο στο στρατόπεδο των Κρητών για να πληροφορηθεί τη στρατιωτική κατάσταση. Δυστυχώς όμως, την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα εκείνη την περίοδο δεν την ευνοούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Η πειρατεία προκαλούσε δυσμενή κριτική για το ελληνικό κράτος στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και η καταστολή της βοήθησε στο να καταδειχθεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει την νομιμότητα στην περιοχή της.

«Κρητικόν Πάνθεον», λαϊκή λιθογραφία με προσωπογραφία των ηρώων των κρητικών αγώνων, από το 1770, μέχρι την επανάσταση του 1897. Δεσπόζει η μορφή του Δασκαλογιάννη, ενώ αριστερά πάνω, στην πρώτη σειρά, απεικονίζονται αγωνιστές του 1821, όπως ο Βασίλειος Χάλης και ο Σήφακας.
Το «Πάνθεον» εκτυπώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Εμμανουήλ Μπλαζουδάκη και αντίτυπα υπάρχουν στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης και στο Μουσείο Βενιζέλου, του Δήμου Αθηναίων
(πηγή: Candiadoc).

Μεταξύ τοπικισμού και κεντρικής διοίκησης: η περίπτωση του Ναυτικού

Είναι γνωστή η σύγκρουση μεταξύ Υδραίων –  Μανιατών και Κυβερνήτη Καποδίστρια. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Ο πρώτος και ο βασικότερος ήταν το πέρασμα στην νεωτερικότητα. Οι Επαναστάτες του 1821 είχαν μόνο μια νεφελώδη αντίληψη του τι επρόκειτο να δημιουργηθεί.  Ένα συγκεντρωτικό εθνικό κράτος με μία πρωτεύουσα, στο οποίο ανισωτικές καταστάσεις δεν θα ήταν ανεκτές. Δεύτερον η πραγματική φτωχοποίηση της Ύδρας που φαίνεται από πολλά σημεία αλλά κυρίως: α) στην δραματική πτώση του tonnage των πλοίων και β) στα διατάγματα αλλά και τα λαχεία οικονομικής βοήθειας για το νησί που εκδίδονται επί εποχής Όθωνα και αργότερα.

Η σύγκρουση είναι γνωστό που κατέληξε. Στην δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και στο ατόπημα του Μιαούλη που ήταν να πυρπολήσει εθνικά πλοία. Η ταπεινή μου άποψη είναι ότι δεν πρέπει να επισκιάζεται η προσωπικότητα του Μιαούλη, ο οποίος για τις ικανότητες και επιτυχίες του εναντίον των Οθωμανών και Αιγυπτίων δίκαια μπορεί να ονομαστεί “ο Κολοκοτρώνης της Θάλασσας”. Χωρίς τον Τρινήσιο Στόλο (Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά) η Ελληνική Επανάσταση δεν θα επιβίωνε καθώς άμα τη εκρήξει της οι Οθωμανοί θα διενεργούσαν απόβαση στην Πελοπόννησο ακυρώνοντας κάθε πιθανότητα επιτυχούς έκβασης. Ο Τρινήσιος Στόλος ήταν αυτός που έκανε το Αιγαίο mare clausum για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένας στόλος που από εμπορικός έγινε άμεσα πολεμικός (τότε ένα εμπορικό πλοίο έχοντας κανόνια για τους πειρατές ήταν και πολεμικό) και κατέστη ένας από τους πιο αξιόμαχους της τότε Ευρώπης.

Για την εποχή της Αντιβασιλείας και του Όθωνα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα. Πρώτον από άποψης διοικητικών αρχών η Αντιβασιλεία και ο Όθων συνεχίζουν το έργο του Καποδίστρια. Σκοπός είναι η δημιουργία ενός νεωτερικού συγκεντρωτικού κράτους. Όσο αφορά στην παρέμβαση των Άγγλων δέον είναι να τονιστεί ότι και ο Όθωνας πλήρωσε με την πτώση του την αντιπαράθεση με την Μ. Βρετανία. Η Υπόθεση Πατσίφικο και η στάση της Ελλάδος στον Κριμαϊκό Πόλεμο (καθώς και άλλα ζητήματα) προκάλεσαν την μήνιν του Λόρδου Πάλμερστον. Ο πρέσβης της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα Sir Edmund Lyons θα πει χαρακτηριστικά: “Η Ελλάδα μπορεί να είναι είτε ρωσική είτε βρετανική. Ρωσική αποκλείεται να είναι”.

Σκοπός των παρακάτω παραγράφων είναι το να καταδείξει του πώς προχώρησε η ένταξη των Υδραίων στο νέο βασίλειο. Μετά την σύγκρουση επήλθε η ένταξη.  Στην οθωνική περίοδο παρατηρείται ότι οι Υδραίοι «εντάσσονται» στο επίσημο Βασιλικό Ναυτικό. Κατά πρώτον, αυτό φαίνεται από τους ανθρώπους που αναλαμβάνουν την ηγεσία της Γραμματείας επί των Ναυτικών και αργότερα του Υπουργείου. Συγκεκριμένα, από τους 30 που ανέλαβαν τη θέση, υδραίικης καταγωγής ήταν οι 13. Αυτοί ήταν οι Δ. Βούλγαρης (1833, 1847, 1847 ) Α. Κριεζής  (πέντε φορές: 1836, 1837, 1841, 1841, 1849), Γ. Κουντουριώτης (1848 ) και Αθ. Μιαούλης (1855, 1857, 1862 ). Οι εγγραφές συμπληρώνονται από τον Ι. Κωλέττη (Ήπειρος), Α. Μαυροκορδάτο (Κωνσταντινούπολη), Ι. Ρίζο Νερουλό (Κωνσταντινούπολη), Κ. Κανάρη (Ψαρά), Α. Μεταξά (Κεφαλλονιά), Δ. Καλλέργη (Κρήτη), Α. Ζυγομαλά (Σμύρνη), Δ. Μ. Μπότσαρη (Σούλι) και Ν. Μέξη (Σπέτσες). 

 Μια όμως ολοκληρωμένη εικόνα του Ναυτικού δίνεται με την κατάσταση προσωπικού του Βασιλικού Ναυτικού του 1833 (αρχείο Κωβαίου, Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο). Η συγκεκριμένη κατάσταση είναι άκρως διαφωτιστική, διότι περιέχει όλα τα ονόματα του προσωπικού του Ναυτικού, τον τόπο καταγωγής καθώς και σε ποια θέση υπηρετούσαν. Συγκεκριμένα, σε σύνολο δύναμης 155 ατόμων, οι Υδραίοι αποτελούν την πλειοψηφία του προσωπικού με 48 άτομα. Από αυτά, 26 έχουν τοποθετηθεί στον Ναύσταθμο, 17 στα πλοία, ένα στη διοίκηση και ένα στα συνεργεία. Δεύτερος τόπος καταγωγής έρχεται ο Πόρος με 39 στο σύνολο άτομα. Το τελευταίο εξηγείται από το γεγονός ότι ο πρώτος Ναύσταθμος του Πολεμικού Ναυτικού ιδρύθηκε στον Πόρο ήδη το 1828. Αυτοί είναι τοποθετημένοι ως επί το πλείστον στον Ναύσταθμο (29), ενώ πολύ λιγότεροι βρίσκονται  στα πλοία (10). Πρέπει να σημειωθεί ότι κάποιοι Ποριώτες που αναφέρονται στον κατάλογο φέρουν ονόματα που απαντώνται και στην Ύδρα. Συγκεκριμένα απαντούν τα Κριεζής (μία φορά), Πιπίνος (δύο φορές), Πάνος (δύο φορές) και Γκούμας (μία φορά). 

Κατάλογος μισθοδοσίας Ναυτικού 1833 (Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο)

Στην τρίτη θέση έρχονται οι Σπέτσες (στον κατάλογο αναγράφονται Πέτσα ή Πέτσαι), ενώ πολύ λίγοι είναι από τα Ψαρά, μόλις 13, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι στα πλοία. Άνδρες από άλλες περιοχές είναι 26 στο σύνολο, εκ των οποίων οι περισσότεροι εντοπίζονται στα συνεργεία και στη διοίκηση. Αυτό πιθανώς να οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά τα καθήκοντα είχαν τη λιγότερη σχέση με την θάλασσα. Στα ονόματα των διοικητικών υπαλλήλων συναντάμε δύο ονόματα: Σταμάτιος Δάρας και Δημ. Ησαΐας. Ο πρώτος από τη Χίο και ο δεύτερος από τη Σμύρνη. Και οι δύο ίσως να ανήκαν στους πρόσφυγες από τις παραπάνω περιοχές που είχαν συρρεύσει στην Ερμούπολη της Σύρου.

Σύμφωνα με έγγραφο της Δημογεροντίας της Ερμούπολης,  οι πρόσφυγες ανέρχονται περίπου στα 15.000 άτομα. Από αυτούς 4.500 ήταν από τη Χίο αλλά και 1.500 από τη Σμύρνη. Το χαρακτηριστικό επώνυμο Ησαΐας (από τη Σμύρνη) απαντάται πολλά χρόνια αργότερα, το 1922. Ο τελευταίος διευθυντής του Γραικικού Νοσοκομείου της Σμύρνης ήταν ο Μιχαήλ Ησαΐας. Τέλος, στην κατηγορία άλλες περιοχές πέρα από τη Χίο και τη Σμύρνη, βρίσκουμε εγγραφή από την Ήπειρο, καθώς και την Τήνο.

ΠεριοχήΝαύσταθμοςΠλοίαΔιοικητικοί ΥπάλληλοιΣυνεργείαΑπόμαχοιΣύνολο
Ύδρα261711348
Σπέτσες161210029
Ψαρά2830013
Πόρος291000140
Α.Π.5545726

Στον πίνακα αναγράφονται οι περιοχές με τις περισσότερες εγγραφές, δηλαδή η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και ο Πόρος. Η στήλη συμπληρώνεται με την κατηγορία «Άλλες Περιοχές» (Α. Π). Στο διάγραμμα οπτικοποιείται ο παραπάνω πίνακας.

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι το Ναυτικό δεν ήταν μόνο χώρος για τους ισχυρούς της Ύδρας, αλλά και ένας τρόπος βιοπορισμού για τους «απλούς Υδραίους» δεδομένου μάλιστα ότι η Ύδρα από οικονομικής άποψης είναι πια η σκιά από αυτό που ήταν πριν την Επανάσταση.  Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η σχέση της Ύδρας με την κεντρική διοίκηση πέρασε δύο φάσεις. Από τη σύγκρουση στην καποδιστριακή περίοδο, στην  ένταξη στην κρατική διοίκηση κατά την οθωνική. Δεν είναι τυχαίο ότι εξέχοντες Υδραίοι της εποχής διετέλεσαν αρκετές φορές πρόεδροι της Κυβερνήσεως, όπως ο Κριεζής και ο Γεώργιος Κουντουριώτης.