Το εθνικό ζήτημα κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο μέσα από τις εφημερίδες «Αθηνά» και «Αιών»

Εισαγωγή

Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την ύπαρξη και επιβίωση ενός νεότευκτου κράτους είναι η συγκρότηση της «εθνικής ιδέας» του, δηλαδή του αυτοπροσδιορισμού του κυρίαρχου έθνους, τόσο σε σχέση με τα στοιχεία που αποτελούν αυτό το ίδιο, όσο και σε σχέση με τα άλλα έθνη. Αυτός ο αυτοπροσδιορισμός είναι σημαντικό να αναλυθεί γιατί εν πολλοίς καθορίζει την συμπεριφορά των μελών του τόσο στα εσωτερικά ζητήματα του κράτους όσο και στα εξωτερικά.

            Υπάρχουν διάφορες ιστορικές πηγές στις οποίες μπορεί να ανατρέξει ένας ιστορικός μελετητής προς άντληση πληροφοριών και εξαγωγή συμπερασμάτων για το εν λόγω θέμα. Εν τούτοις η πηγή, η οποία ευρίσκεται εγγύτερα στην «κοινή γνώμη» της εποχής είναι οι εφημερίδες. Πράγματι οι εφημερίδες ευρίσκονται εγγύτερα στις κυρίαρχες απόψεις ενός λαού από ότι ένα σύγγραμμα λογίου, το οποίο απευθύνεται σε ένα περιορισμένο αριθμό αναγνωστών. Στην ελληνική κοινή γνώμη όλον τον 19ο αιώνα αλλά και τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου κυριαρχούν τα εξωτερικά ζητήματα του έθνους λόγω των ακόλουθων ιδιαζόντων χαρακτηριστικών της ελληνικής περίπτωσης.

            Πρώτον. Το ελληνικό κράτος που επισήμως η αρχή της ανεξαρτησίας του τοποθετείται το 1830, αποτελεί το πρώτο προκύπτον εθνικό κράτος με πλήρη απόσχιση, έχοντας δηλαδή πλήρη ανεξαρτησία, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή ακριβώς η ιδιομορφία που προκύπτει από τους πολλούς αιώνες διαβίωσης των πληθυσμών του νέου Βασιλείου σε ένα περιβάλλον προνεωτερικό και σε ένα αυτοκρατορικό σύστημα οργάνωσης του λαού σύμφωνα με την θρησκεία, θα επηρεάσει σημαντικά την εθνική ιδέα του νέου κράτους[1].

            Δεύτερον. Το κομμάτι γης, το οποίο τελικά απελευθερώθηκε και κατείχε το νεαρό ελληνικό βασίλειο, ήταν μόνο ένα μικρό μέρος από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που διαβιούσαν Έλληνες ή πληθυσμοί οι οποίοι, κατά την άποψη των οικούντων στην Ελλάδα, θα μπορούσαν να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος. Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με την κοινή πεποίθηση ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρακμάζει, οδηγούσε τους Έλληνες στο να θεωρήσουν ότι θα μπορούσαν αυτοί να δημιουργήσουν μία νέα αυτοκρατορία στα ερείπια της παλαιάς και τρίτον, η άκρα αντίθεση ανάμεσα στην εμβέλεια των πόθων και των υφιστάμενων χαμηλών στρατιωτικών ικανοτήτων του κράτους οδήγησε τους Έλληνες στο να προσδοκούν την ανάμειξη των Μ. Δυνάμεων για την ευόδωση των εθνικών στόχων.

            Στο παρόν πόνημα εξετάζεται η εθνική ιδέα των Ελλήνων κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1854) μέσα από τις εφημερίδες «Αιών» και «Αθηνά». Πραγματικά οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο, ο οποίος για την Ελλάδα τέλειωσε πριν καν ξεκινήσει με την γαλλική κατοχή του Πειραιά το 1854, λόγω και της μεγάλης του σημαντικότητας για τα ευρωπαϊκά πράγματα, συμπυκνώνουν  όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προϋπήρχαν και είχαν ήδη εκδηλωθεί σε προηγούμενες διεθνείς κρίσεις. Αυτά είναι ο μεγαλοϊδεατισμός αλλά και η ανοικτή σύγκρουση μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης» στην Ελλάδα. Στην τότε ελληνική κοινωνία υπήρχαν δύο αντιλήψεις: η μία ήθελε την Ελλάδα κράτος ευρωπαϊκό δυτικού τύπου, ενώ η δεύτερη έναν Ελληνισμό ενσωματωμένο στην ανατολική ορθόδοξη οικογένεια. Η πρώτη έθετε ως στόχο τον εκσυγχρονισμό του κράτους, ενώ ή δεύτερη έβλεπε παντού απειλές κατά της Ορθοδοξίας εκπορευόμενες από τον Πάπα ή τους προτεστάντες. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος από τους θιασώτες του ανατολικού πνεύματος θα ειδωθεί ως μία απροκάλυπτη επίθεση της Δύσης στην ορθόδοξη Ανατολή, της οποίας υπερασπιστής είναι η Ρωσία. Οι εφημερίδες «Αιών» και «Αθηνά»[2] λόγω των θέσεων που εκφράζουν αλλά και της εμβέλειας και της διάρκειάς τους θεωρήθηκαν ως οι πιο αντιπροσωπευτικές των δύο αυτών τάσεων της ελληνικής κοινωνίας. Ο «Αιών» αντιπροσωπεύει την ανατολική τάση ενώ η «Αθηνά» την δυτική.

            Πριν την ανάλυση αυτού ακριβώς του εθνικού συναισθήματος των Ελλήνων κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία ιστορική αναδρομή της πορείας και εξέλιξης της ελληνικής εθνότητας στους αιώνες της διαβίωσής της μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν καταστεί πολιτικά έθνος, πριν αποκτήσει δηλαδή το δικό της εθνικό κράτος, ενώ στη συνέχεια θα δοθούν κάποια γενικά στοιχεία για τα πολιτικά κόμματα την εποχή του Όθωνα. Με το πρώτο θα γίνουν αντιληπτές κάποιες όψεις του ελληνικού εθνικού ζητήματος, οι οποίες εμφανίζονται αυτούσιες το 1853, όπως η έννοια της οικουμενικότητας του Ελληνισμού και η πάλη Δύσης και Ανατολής, ενώ το δεύτερο θα έχει την λειτουργία περικειμένου φωτίζοντας όψεις της ελληνικής κοινωνίας της οθωνικής εποχής, οι οποίες θα βοηθήσουν στην λυσιτελέστερη κατανόηση των θέσεων των δύο εφημερίδων.

Η διαδρομή και η εξέλιξη της ελληνικής εθνότητας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: η διάσταση της οικουμενικότητας

Ως μεθοδολογικό εργαλείο κατανόησης της ελληνικής εθνικής ιδέας προτείνεται η έννοια των φαντασιακών κοινοτήτων του Μπένεκτικτ Άντερσον[3]. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι σημαντικό στοιχείο για την συγκρότηση της θρησκευτικής φαντασιακής κοινότητας είναι η ιερή γλώσσα, όπως για παράδειγμα τα λατινικά της καθολικής εκκλησίας[4].

            Στην ελληνική περίπτωση τα «ελληνικά των Ευαγγελίων» αποτελούν την ιερή γλώσσα, η οποία, ως μη κατανοητή από την πλειοψηφία των ελληνοφώνων (καθώς ομιλούσαν την «χυδαία» ρωμαίικη γλώσσα), λειτουργούσε ως ιερή γλώσσα, ως κάτι το απρόσιτο με συμβολική σημασία[5].

            Η παραπάνω διάσταση της ελληνικής γλώσσας πρέπει να συνδυαστεί με την ανάκτηση της οικουμενικότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα πλαίσια του συστήματος των θρησκευτικών εθνών (μιλλέτ)[6]. Έτσι λοιπόν γίνεται λόγος για το «Γένος», το οποίο στους κόλπους του περιέχει όλους τους χριστιανούς ορθοδόξους της οθωμανικής επικράτειας[7].

            Μέσα σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η εντυπωσιακή οικονομική πρόοδος που σημείωσαν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα[8]. Λόγω των έντονων εμπορικών σχέσεων με την Δύση άρχισαν να διαδίδονται και στην Ανατολή τα διδάγματα του Διαφωτισμού και του εθνικισμού.

            Η ελληνική πνευματική ελίτ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη ελληνική γλώσσα και την διάδοσή της. Ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης στον πρόλογο του ελληνοβλαχοβουλγαροαλβανικού λεξικού του προσκαλεί τους Ορθοδόξους που δεν μιλούσαν ελληνικά να εξελληνιστούν γλωσσικά  και πολιτισμικά με το επιχείρημα ότι αυτή η μεταμόρφωση θα άνοιγε λεωφόρους κοινωνικής κινητικότητας[9]. Ο Νεόφυτος Δούκας γράφοντας από την Βιέννη το 1815 στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο ς΄ του ζητεί να αναλάβει μία νέα πολιτισμική σταυροφορία[10]. Σύμφωνα με τον Δούκα η διάδοση της ελληνικής γλώσσας έπρεπε να αποτελεί το πρώτο μέλημα όλων των επισκόπων της Εκκλησίας.

            Γίνεται εμφανές ότι «ανήκουν» στο ελληνικό «έθνος», όσοι είναι γλωσσικά και πολιτισμικά Έλληνες. Αυτοί που δεν μιλούν ελληνικά και δεν φέρονται ελληνικά δεν ανήκουν αλλά θα μπορούσαν να ενταχθούν. Αυτό ενισχυόταν και από το γεγονός της υπεροχής της ελληνικής εμπορικής τάξης. Προϋπόθεση για την ένταξη και ανάδειξη σε αυτήν την εμπορική τάξη ήταν η «ελληνοποίηση»[11]. Έτσι λοιπόν ο «Έλληνας» (ή Γραικός) έχει αποκτήσει πέρα από την θρησκευτική σημασία και μία ταξική, αυτή του εμπόρου. Οι ανώτερες τάξεις των αλλόγλωσσων ελληνοποιούνται, ενώ οι κατώτερες μένουν στην αφάνεια, όποια γλώσσα και αν μιλούν.

            Στην εποχή του Διαφωτισμού το «έθνος» θα ταυτιστεί με το «ορθόδοξο γένος» αλλά παράλληλα θα αποκτήσει γλωσσική και ιστορική υπόσταση. Η στροφή προς την αρχαιότητα επιβάλλει να προέρχεται από το αρχαίο «έθνος» των Ελλήνων, το οποίο φαίνεται και από τις ελληνικές (ρωμαίικες) διαλέκτους, οι οποίες αν και καταδικάζονται ως χυδαίες, εν τούτοις αποδεικνύουν τη συνέχεια του[12][13].

            Ανάμεσα στις δύο αυτές παραδόσεις, την κλασική και τη βυζαντινή, θα υποβόσκει μία διαμάχη κυρίως σε θέματα που άπτονται στο χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχει το ελληνικό κράτος καθώς και σε θρησκευτικά ζητήματα. Στην κλασική παράδοση υπήρχαν οι δυτικές ιδέες που επέτασσαν ένα ελληνικό βασίλειο δυτικού τύπου με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ενώ στη βυζαντινή θα κυριαρχεί η θρησκευτική ενότητα της ορθόδοξης Ανατολής. Αυτός όμως ο «εθνικός» Ελληνισμός αλλά και ο «εκκλησιαστικός» Ελληνισμός[14] συμφωνούσαν στην αποστολή του Ελληνισμού. Έπρεπε να επεκταθεί, να περιλάβει όλες τις περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί και να εκπολιτίσει την Ανατολή. Υπήρχε η πεποίθηση μάλιστα ότι στις περιοχές, όπου υπήρχαν εγκατεστημένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί, αυτοί θα ήθελαν να ενταχθούν στην νέα κρατική οντότητα, θα αναγνώριζαν την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού και τελικά θα φιλοδοξούσαν να ενταχθούν σε αυτόν. Σε αυτόν τον τομέα το μόνο, στο οποίο διαφωνούσαν, ήταν στο τί πρέπει να γίνει κάθε φορά προς επίτευξη αυτού του σκοπού, αν θα έπρεπε δηλαδή  να ακολουθήσουν μία επιθετική τακτική σε διάφορες ευκαιρίες που παρουσιάζονταν (ή νόμιζαν ότι παρουσιάζονταν) ή να υιοθετήσουν μία πιο συγκρατημένη εξωτερική πολιτική με σκοπό την μακροχρόνια ευόδωση της αποστολής.

Ελληνική χωροφυλακή την εποχή του Όθωνα

Πολιτικά κόμματα στην εποχή του Όθωνα

Ξεκινώντας την μικρή αναφορά προς τα κόμματα στην εποχή της Βασιλείας του Όθωνα είναι πολύ χρήσιμο να γίνουν τρεις παρατηρήσεις. Πρώτον, τα ελληνικά κόμματα άρχισαν να δημιουργούνται την εποχή της Επανάστασης, «ανδρώθηκαν» στην εποχή του Καποδίστρια και συνέχισαν την δράση στην εποχή του Όθωνα. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά «κουβαλούν μέσα τους» στοιχεία προνεωτερικά, όπως είναι οι πελατειακές σχέσεις και οι σχέσεις προστασίας[15].

            Δεύτερο, το κάθε κόμμα είχε ταυτίσει την ευόδωση των εθνικών υποθέσεων σε μία Μεγάλη Δύναμη. Αυτό το δημιούργησε η εμπειρία της Επανάστασης. Οι Έλληνες είδαν καθαρά ότι οι Μ. Δυνάμεις, αν το ήθελαν, μπορούσαν να επέμβουν δυναμικά και να καθορίσουν τις εξελίξεις κάτι το οποίο έγινε στην ναυμαχία του Ναβαρίνου. Θα ήταν όμως λάθος να ταυτίσουμε τα κόμματα με απλούς εντολοδόχους των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς οι Έλληνες επιζητούσαν την επέμβαση των προστατιδών Μεγάλων Δυνάμεων[16].

            Τα τρίτο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας συνέχιζε να ζει με έναν προνεωτερικό τρόπο. Για τον απλό χωρικό η θρησκεία συνέχιζε να είναι κάτι πολύ σημαντικό, όπως και οι παραδοσιακές αξίες. Ήταν δηλαδή μία προνεωτερική κοινωνία στην οποία γινόταν η προσπάθεια εγκατάστασης ενός σύγχρονου Βασιλείου. Αυτή η σύγκρουση θα φανεί στα εκκλησιαστικά ζητήματα και στο Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Το «λεγόμενον αγγλικόν κόμμα»[17] υποστήριζε ότι σύμφωνα με τις αρχές συγκρότησης ενός σύγχρονου δυτικού κράτους η εκκλησία έπρεπε να ακολουθήσει τον δρόμο του διαχωρισμού από την Κωνσταντινούπολη και ότι δεν μπορούσε να υπάρχει σχέση υποταγής με έναν θεσμό που υφίσταται σε μία άλλη κρατική οντότητα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το «ρωσικό» κόμμα από την άλλη υποστήριζε την ενότητα του «ορθόδοξου κόσμου», της οποίας η διασάλευση θα έβλαπτε μακροπρόθεσμα τα ελληνικά συμφέροντα. Όλα γίνονται για τα ελληνικά συμφέροντα και πως ο καθένας βλέπει την καλύτερη δυνατή ευόδωση αυτών.

            Τα τρία κόμματα στην περίοδο του Όθωνα είναι τα εξής[18]:

Αγγλικό Κόμμα

Οι οπαδοί του αγγλικού κόμματος πίστευαν ότι τα εθνικά συμφέροντα μόνο με την υποστήριξη της Μ. Βρετανίας θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν. Η προσήλωση της Μ. Βρετανίας όμως στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδηγούσε αναγκαστικά την εκπλήρωση των αλυτρωτικών στόχων μακροπρόθεσμα. Ο Μαυροκορδάτος, ο αρχηγός του κόμματος, πίστευε ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τότε η Μ. Βρετανία θα αναζητούσε άλλο εμπόδιο στην κατακτητική πορεία της Ρωσία προς Νότο.

            Ο Μαυροκορδάτος αντιδρούσε στην αλυτρωτική πολιτική του Όθωνα, η οποία έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με τις Μ. Δυνάμεις και τόνιζε τις αρνητικές συνέπειες που θα μπορούσε αυτή να φέρει στη χώρα. Υπογραμμιζόταν η ανάγκη εσωτερικής οργάνωσης του κράτους, ο εκσυγχρονισμός των παραγωγικών του δομών και η αύξηση της μαχητικότητας του στρατού και του στόλου, ούτως ώστε σε μία ενδεχόμενη ευκαιρία η Ελλάδα να μπορέσει να εμφανιστεί ως σοβαρός διεκδικητής.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

            Για το αγγλικό κόμμα βασικές αρχές μιας νόμιμης εξουσίας ήταν το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και η διάκριση των εξουσιών. Δείγμα όμως της φύσης των απόψεων Μαυροκορδάτου σχετικά την εξέλιξη που πρέπει να επιτευχθεί στην εσωτερική οργάνωση της χώρας, αποτελεί και η μεταστροφή του στο θέμα του συντάγματος. Ενώ στην αρχή ήθελε να υπάρξει γραπτό σύνταγμα στη συνέχεια, το αργότερο μέχρι το 1837, διαφοροποίησε την άποψή του θεωρώντας το σύνταγμα ως τελική πράξη εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν δυνατή την ύπαρξη συνταγματικής τάξης. Αυτή η μεταστροφή θα τον φέρει σε αντιπαράθεση με άλλα κορυφαία στελέχη του αγγλικού κόμματος, όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης.

Ρωσικό Κόμμα

Το κόμμα αυτό «διέθετε ευρύτατη βάση, και είχε, την υποστήριξη της συντηρητικής, αντιδυτικής και θρησκόληπτης λαϊκής πλειοψηφίας»[19]. Αρχηγοί του κόμματος ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Ανδρέας Μεταξάς.

Ο Ανδρέας Μεταξάς

            Το ρωσικό κόμμα έδινε μεγάλη σημασία στην προάσπιση της Ορθοδοξίας. Θεωρούσε την Ορθόδοξη Ανατολή ως μία ενότητα, η οποία κινδυνεύει από την δυτική επιρροή και προσηλυτισμό. Τονίζεται συνέχεια ότι επιχειρείται μία αποκοπή, ένα σχίσμα, της Ελλάδος από τον καθόλου Ελληνισμό, από την μήτρα της Ανατολής, μέσω της δυτικοποίησής της. Το Αυτοκέφαλο της Ελλάδος θα εξελιχθεί σε αληθινή σταυροφορία για το ρωσικό κόμμα όπως και η καταδίκη του Καϊρη[20] το 1839.

            Οι οπαδοί του ρωσικού κόμματος προσέβλεπαν, όπως ήταν φυσικό, στη Ρωσία, την οποία θεωρούσαν προστάτη των Ορθοδόξων και είχαν την πεποίθηση ότι σκοπός του Τσάρου ήταν η εγκαθίδρυση Ελληνικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει διαφορά στη θέαση του λεγόμενου «σλαβικού κινδύνου». Οι Σλάβοι για τους οπαδούς του ρωσικού κόμματος ήταν αδελφοί, οι οποίοι θα συμμετείχαν του ελληνικού οράματος, ενώ αντιθέτως από το αγγλικό κόμμα είχε παρατηρηθεί ο εντεινόμενος ανταγωνισμός των Σλάβων για την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[21].

            Στο θέμα του Συντάγματος το ρωσικό κόμμα πρωτοστατεί, αν και στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρεται καθόλου για αυτό και το χρησιμοποιεί ως μέσο επίτευξης σκοπών. Θέλουν μια ισχυρή μοναρχία, η οποία θα ικανοποιεί τους στόχους του κόμματος.

Γαλλικό Κόμμα

Το γαλλικό κόμμα με αρχηγό τον Ιωάννη Κωλέττη είχε ξεκινήσει τη δράση του από την περίοδο της Επανάστασης έχοντας ως πυρήνα τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Στην οθωνική περίοδο έχει διευρυνθεί με πολιτικούς της Στερεάς, με πελοποννήσιους προκρίτους καθώς και με μια μικρή ομάδα γραφειοκρατών.

            Στους οπαδούς του γαλλικού κόμματος ήταν διάχυτη η ανάγκη απελευθέρωσης των αλύτρωτων εδαφών. Για τον Κωλέττη πρόοδος της χώρας σήμαινε να καταστεί «καλά οργανωμένη, ισχυρή και εκτεταμένη[22]». Ο Κωλέττης θεωρείται ο εισηγητής του όρου «Μεγάλη Ιδέα» σε μία αγόρευσή του στην εθνοσυνέλευση που είχε συγκληθεί το 1843[23].

Ο Ιωάννης Κωλέττης

            Σύμφωνα με τον Κωλέττη η Επανάσταση του 1821 δεν έγινε για να απελευθερωθούν μόνο οι περιοχές που ενετάχθησαν στο ελληνικό κράτος αλλά για όλους του Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα του βασιλείου. Η Κωνσταντινούπολη όμως είναι η μεγάλη πρωτεύουσα, το όνειρο και η ελπίδα των Ελλήνων[24]»

            Αυτή η εμμονή στον αλυτρωτισμό εξηγείται και από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του κόμματος  αποτελείτο από άεργους αγωνιστές, οι οποίοι μπορούσαν να ζήσουν μόνο ασχολούμενοι με τον πόλεμο. Ο Κωλέττης προτιμούσε λοιπόν να τους στέλνει στις οθωμανικές επαρχίες που συνόρευαν με την Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο ξεφορτωνόταν έναν κίνδυνο αποσταθεροποίησης της εξουσίας του, ενώ παράλληλα φαινόταν στους Έλληνες συνεπής στα ζητήματα των εθνικών διεκδικήσεων.

            Φυσικό σύμμαχο οι του γαλλικού κόμματος θεωρούσαν την Γαλλία. Η Γαλλία ήταν η μήτρα των φιλελεύθερων ιδεών λόγω της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και η πατρίδα του Μέγα Ναπολέοντα. Οι πολιτικοί του γαλλικού κόμματος από την άλλη φοβόντουσαν την Μ. Βρετανία, η οποία λόγω της ισχυρής θέσης που κατείχε στη Μεσόγειο, θα ήταν επιφυλακτική στην προοπτική ανάδυσης μιας άλλης ναυτικής δυνάμης, όπως η Ελλάδα. Αντίθετα για την Γαλλία η ενδυνάμωση της Ελλάδος θα ήταν ευπρόσδεκτη για την εξισορρόπηση της βρετανικής ισχύος.

            Στα εσωτερικά ζητήματα το γαλλικό κόμμα δεν είχε σαφή προσανατολισμό: ήταν ένα συνονθύλευμα από μία εμμονή αποκαταστάσεως των Αγωνιστών της Επανάστασης, απέχθειας προς τους ετερόχθονες και τους διανοούμενους (όπως και στην εξωτερική πολιτική υπήρχε απέχθεια για την διπλωματία) και εναντίωση προς την ύπαρξη Τακτικού Στρατού. Το φαντασιακό διακυβέρνησης του γαλλικού κόμματος ήταν ένα ισχυρό έθνος κάτω από μία πεφωτισμένη ηγεσία. Το γαλλικό κόμμα ήθελε συνταγματική κατοχύρωση αλλά με την ύπαρξη ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας, η οποία θα τα «είχε καλά» με τον βασιλιά.

Από όλα όσα ειπώθηκαν, προκύπτει ότι ουσιαστικά στην Ελλάδα δρουν δύο μεγάλα «πολιτικά κόμματα» που εκφράζουν δύο διαφορετικά φαντασιακά για την ελληνική κοινωνία. Το ένα είναι το δυτικό, το οποίο εκφράζεται από το αγγλικό κόμμα και το άλλο το ανατολικό, το οποίο εκπροσωπείται από το ρωσικό κόμμα. Το γαλλικό κόμμα πρέπει να νοηθεί ως ένας κομματικός σχηματισμός συμφερόντων για την εξυπηρέτηση των οποίων χρησιμοποιούσε την Μεγάλη Ιδέα.

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος μέσα από την «Αθηνά» και τον «Αιώνα»

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 – Φεβρουάριος 1856) αποτελεί άλλη μία εκδήλωση του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος[25] και προέκυψε από την προσπάθεια του αυτοκράτορα των Γάλλων Ναπολέοντα του Γ΄ να ανακτήσει η χώρα του τα προνόμια που είχε στην διαχείριση των Αγίων Τόπων[26]. Αυτό ερέθισε τον τσάρο της Ρωσίας, ο οποίος προβάλλοντας τις συνθήκες του 1757 και του Κιουτσούκ Καϊναρτζή υποστήριξε ότι είχε υπό την προστασία του όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτόν τον πόλεμο ενεπλάκησαν η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και το Βασίλειο της Σαρδηνίας εναντίον της Ρωσίας. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος αποτελεί ουσιαστικά έναν «μίνι» παγκόσμιο πόλεμο με την παράταξη εκατέρωθεν σημαντικού αριθμού στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων. Σε αυτόν χρησιμοποιήθηκαν έντονα νέες τεχνολογίες ενώ είναι ο πρώτος που καταγράφτηκε λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.

            Κορύφωση του πολέμου υπήρξε η πολιορκία και η κατάληψη της Σεβαστούπολης από τους δυτικούς με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές, ενώ η κατάληξή του ήταν η Συνθήκη των Παρισίων (1856), η οποία υπεγράφη μεταξύ Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Πεδεμοντίου και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ρωσία ήταν η μεγάλη ηττημένη, καθώς οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ετέθησαν σε καθεστώς συλλογικής προστασίας, η νότιος Βεσσαραβία αποδόθηκε στη Μολδαβία και τέλος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα δικαιώματα της στην προστασία των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

            Οι Έλληνες σε κάθε κρίση του Ανατολικού Ζητήματος θεωρούσαν ότι είχε έρθει η ώρα να πραγματοποιήσουν τους αλυτρωτικούς τους πόθους με αποτέλεσμα και στην κρίση του 1831 μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Αιγύπτου αλλά κυρίως στην επανάληψή της το 1839, ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να περάσουν τα σύνορα με σκοπό να υποκινήσουν επαναστάσεις στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Το ίδιο θα επαναληφθεί και στον Κριμαϊκό Πόλεμο.

            Υπάρχει η αντίληψη ότι η Επανάσταση του 1821 είναι ένα έργο ανολοκλήρωτο. Ο Αιών  αναφέρει σε κείμενο αφιερωμένο στην 25η Μαρτίου «Μετά περίοδον ετών εικοσιτεσσάρων επανελήφθη χάριτι θεία ο διακοπείς το 1829 εθνικός κατά των βαρβάρων δυναστών αγών του 1821[27]» και τελειώνει με μία ευχή «Είθε τον επερχόμενον Μάρτιον γράψωμεν το Πρώτον έτος της Ελληνικής Αυτοκρατορίας».

            Το ελληνικό έθνος θεωρείται ως το μόνο δυνατό να εκπολιτίσει την Ανατολή. Ως η μόνη παραδεχτή λύση για την αντικατάσταση των βάρβαρων Τούρκων, οι οποίοι φέρονται με βαναυσότητα προς τους χριστιανούς. Η Αθηνά σε κείμενο ανταπόκρισης από την Σμύρνη χαρακτηρίζει το Ισλάμ ως «θρησκεία αίματος, αδικίας και βίας, επινοηθείσα υπό του Σατανά προς σκοτισμόν και καταστροφήν της ανθρωπότητος, ευρίσκει ενίοτε συμμάχους και συνηγόρους ου μόνον τους φαυλόβιους της Ευρώπης τυχοδιώκτας αλλά και πολλούς των νομιζόμενων σοφών […] Γάλλων, Άγγλων, Ιταλών, Πολωνών και άλλων[28]» και συνεχίζει «Βασιλεύει ο Ελληνισμός; Ευτυχούσι βεβαίως πάντες ιοιδήποτε λαοί της Μ.Ασίας, της Θράκης, της Μακεδονίας κλπ και έτι πλέον οι Λατίνοι, οι νυν χαιρέκακοι και ανόητοι πολέμιοι του Ελληνισμού»

            Η υποστήριξη των Αγγλογάλλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παραμένει κάτι το συγκλονιστικό. Η στάση των δύο εφημερίδων απέναντι σε αυτό το γεγονός ποικίλει. Πρώτα από όλα προβάλλεται η πολιτισμένη φύση του Έλληνα, η οποία ανέχεται τον διαφορετικό. Η Αθηνά αναφέρει σχετικά «Φανατισμός. Η λέξις ελληνική δεν είναι […]. Ο Έλλην ποτέ δεν εστάθη φανατικός, ήτοι θρησκομάχος[29]» και συνεχίζει «Ο Έλλην επεσκέφθη το πάλαι τους Σκύθαι […] αλλά παντού εσεβάσθη και ετίμησεν την θρησκείαν του τόπου». Γίνεται μάλιστα μία ιστορική αναδρομή από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα να φωτιστεί αυτή η διαλλακτικότητα του Έλληνα. Στο ίδιο φύλλο έχουμε και την ολοκλήρωση επιφυλλίδας με τίτλο «Η Αγία Σοφία», η οποία κάνει αναφορά στην βεβήλωσή της και τελείωνει με τα πολύ χρακτηριστικά λόγια «Ελλάς Ορθόδοξος Έλπιζε!».

            Τονίζεται η ανικανότητα του Τούρκου να φτιάξει ένα κράτος σύγχρονο που θα σέβεται τους πολίτες του. Οι μεταρρυθμίσεις τελικά θα μείνουν στα χαρτιά. Η Αθηνά αναδημοσιεύει άρθρο που δημοσιεύτηκε στην βρετανική Επιθεώρηση του Εδιμβούργου[30] ,στο οποίο συγκεκριμένα αναφέρεται: « Αύτη (ενν: η Ανατολή)  εν μέρει κατοικείται και όλως κυβερνάται υπό λαού χρεωστούντος το εαυτού μεγαλείον εις αρειμάνειον ενέργειαν και φονικόν δεσποτισμόν, δεσμευομένου δε υπό των νόμων της θρησκείας, ην ουδέποτε επρέσβευσε μέχρι τούδε αληθώς πεπολιτευμένον έθνος. Όσας δε και αν επαγγέλληται μεταρρυθίσεις, πας απαθής παρατηρητής της καταστάσεως της τουρκικής αυτοκρατορίας επιφέρει νέαν επί μαρασμού αυτής μαρτυρίαν.» Το ίδιο άρθρο συνεχίζει περιγράφοντας το πως η τουρκική δεσποτεία έχει ρημάξει τις περιοχές που κατέχει καταδικάζοντάς τες σε οικονομική απορία, γίνεται αναφορά για την διαφθορά στην εσωτερική διοίκηση των Τούρκων που δεν επιδέχεται μεταρρυθμίσεις, ενώ καταλήγει στο πόσο κενό γράμμα έμειναν οι μεταρρυθμίσεις για την καλυτέρευση στη ζωή των χριστιανών.

            Παρ’ όλο λοιπόν που Ευρωπαίοι κατέκλυσαν την Αυτοκρατορία για την εκσυγχρονίσουν («ουδέποτε δε κράτος εξεπαιδεύθη ούτως τον πολιτισμόν») τελικά ό,τι έχει κατορθωθεί «τούτο δεν έγινεν εκ της των Τούρκων πραγματικής προόδου εις κλάδον τινά των τεχνών τούτων, αλλ’ η εκ της ευφυίας των Ελλήνων ή Αρμενίων των εργατών αυτών, ή συχνότερον εκ των άμεσων ενεργειών των εν Κωνσταντινουπόλει Άγγλων ή Γάλλων μετοίκων». Σε συνέχεια δημοσίευσης του εν λόγω άρθρου[31] τονίζεται η νοητική υπεροχή των Ελλήνων στην Αυτοκρατορία: «Καίτοι δουλείαν και διωγμόν αιώνων υποφέροντες[32] […] διαμένουσιν υπεράνω πάσης συγκρίσεως νοημονέστατος, εγχειρηματικώτατος, και ενεργητικώτατος λαός της Ανατολικής Ευρώπης». Γνωρίζοντας αυτήν την υπεροχή τους οι Έλληνες «γίνονται ανυπομονώτεροι προς απελευθέρωσιν και ανεξαρτησίαν». Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτό το άρθρο γίνεται εκτενής αναφορά στο ότι η Δύση φταίει σε μεγάλο ποσοστό για τα δεινά των Ελλήνων και του ελληνικού κράτους. Αναφέρεται η εγκατάσταση των Βαυαρών στην Ελλάδα «οίτινες άρχισαν να διαπληκτίζονται αφ ης ημέρας επάτησαν εις το έδαφος της Ναυπλίας», η επιβάρυνση του ελληνικού ταμείου «δια δανείου, ούτινος μικρό μέρος εξωδεύθη προς ωφέλειαν της Ελλάδος» και κυρίως η δημιουργία ενός μικρού καχεκτικού κράτους αφήνοντας απ’ έξω πολλές περιοχές που είχαν πολεμήσει για την Επανάσταση («ημείς περιωρίσαμεν τα όρια του νέου βασιλείου ούτως, ώστε ν’ αποκλείσωμεν απ’ αυτού πολλούς επιφανέστατους και ανδρειότατους προμάχους του εθνικού αγώνος […] και να περιστείλωμεν τους πόρους αυτού εις τα ελάχιστα όρια.»).

            Σε συνέχεια του ίδιου άρθρου[33] τονίζεται η έφεση των Ελλήνων στο σύγχρονο εμπόριο, την ροπή τους προς την μόρφωση και τον πολιτισμό. «Τωόντι ευτυχεστάτη λύσις του Ανατολικού Ζήτηματος ήθελεν ήσθαι η βαθμηδόν μετάπλασις του Οθωμανικού Κράτους[34] δια της παραχωρήσεως ίσων δικαιωμάτων εις τους χριστιανούς..». Ένα τέτοιο κράτος θα λειτουργούσε και ως ανάχωμα στην κάθοδο της Ρωσίας.

            Ο Αιών είναι πιο άμεσος. Σε άρθρο του ο Νέοφυτος Βάμβας με τίτλο «Η Χίμαιρα της τουρκικής ισοπολιτείας»[35] αναφέρει με αφοπλιστική αμεσότητα «Δύναται ποτέ να υπάρξη παρά τοις Τούρκοις ισοπολιτεία, εν όσω είναι Τούρκοι;» Λόγω αυτής της μη υπάρξεως ισοπολιτείας και της υφιστάμενης τυραννίας οι χριστιανοί πήραν τα όπλα και όχι λόγω της ρωσικής υποκίνησης. Σύμφωνα με τον Τούρκο, όσοι δεν πιστεύουν στο Κοράνι είναι «άπιστοι, καθάρματα, σκύλοι και χοίροι». Τα προνόμια που θα δοθούν στους χριστιανούς θα είναι τίποτα μπροστά στο κύμα αδικίας που επικρατεί στην Αυτοκρατορία. Προτείνεται λοιπόν η αντικατάσταση αυτής της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας με μια νέα «Ελληνική Αυτοκρατορία». Ο Έλληνας είναι ο εκπολιτιστής του κόσμου: «Ω Γάλλοι και Άγγλοι ποίον Όμηρον Τούρκο διδάσκονται τα τέκνα υμών εν τοις Ευρωπαϊκοίς Πανεπιστημίοις; Ποίον Τούρκο Σοφοκλέα; Ποίον Τούρκο Ευρυπίδην;…».

            Ο σκοπός είναι να αντικατασταθεί η παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία με μία άλλη από ένα έθνος της Ανατολής, το έθνος των Χριστιανών. Συγκεκριμένα: «Οποίον δε άλλον δύναται να ήναι το αντικαταστηθησόμενον τούτο έθνος, ή το ήδη καταπιεζόμενο και τυραννούμενον των εν Τουρκία Χριστιανών, γινόμενον αυτόνομον και κυρίαρχον;[36]».

            Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη και στις δύο εφημερίδες ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και ότι κάτι άλλο πρέπει να πάρει την θέση της. Ποιό έθνος εμφανίζεται πιο αναπτυγμένο και πιο κατάλληλο από τους Έλληνες; Εκεί που οι δύο εφημερίδες διαφοροποιούνται είναι στο πώς, στο πότε και φυσικά στον ρόλο της Ρωσίας. Οι απαντήσεις σε αυτά τα τρία ζητήματα δείχνουν και την διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων που έχουν οι δύο αυτές τάσεις.

            Ο Αιών βλέπει την Ανατολή σαν έναν ενωμένο Ορθόδοξο Κόσμο[37]. Βασικός εχθρός για την εφημερίδα πέρα από τον Τούρκο είναι η Δύση, η οποία προσπαθεί με τον προτεστάντικο και καθολικό προσηλυτισμό να διασπάσει αυτήν την ενότητα. Αναφέρει λοιπόν ο Αιών σε άρθρο του «Οι Ειρηνικοί»[38]: «Εν ω το όλον Ανατολικόν Πνεύμα ηνωμένον από Βορρά μέχρι Μεσογείου, και εν τη φυσική υπάρχον θέσει αυτού, εργάζεται προς έναν σκοπόν, τα άτομα αυτά (δηλ. αυτοί που επιθυμούν την ειρήνη) διασπώνται της Ανατολικής ολομέλειας, στρέφοντα προς την Δύσιν και προς ετέρους σκοπούς συνεισφέροντα.».

            Ενώ εξελίσσονται τα σημαντικά γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου είναι αποκαλυπτικό να εξεταστούν και τα δευτερεύοντα άρθρα στον Αιώνα για να φωτιστεί περαιτέρω ο κίνδυνος της Δύσης για την ορθόδοξη πίστη. Είναι σημαντική η πολεμική του Αιώνα στην Χριστιανική Ανατολική Εταιρεία[39], η οποία είχε ιδρυθεί από τον  Ιάκωβο Πιτσιπιό ή Πιτζιπίο, η οποία καθώς φαίνεται επιζητούσε την ένωση όλων των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Πάπα. Παρόμοια κριτική εκφράζεται και στον χειρούργο ιατρό Μιλτιάδη Παλαιολόγο Βενιζέλο, ο οποίος κατά τον όρκο του, όταν έλαβε το πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, έκανε αναφορά στην «Γραικοκαττολικήν πίστιν», την οποία ο Αιών ταυτίζει με την Ουνία[40]. Τον ίδιο τον Κριμαϊκό Πόλεμο τον βιώνει ως μία σταυροφορία της Δύσης κατά της Ανατολής[41].

            Ο Αιών από την άλλη, στο δημοσίευμα «Το Ελληνικόν Πνεύμα!»[42], τονίζει την μέγιστη συνεισφορά του ελληνικού πολιτισμού στον δυτικό. Οι Γαλλοβρετανοί είναι «οφειλέται προς την μητέρα Ελλάδα» και συνεχίζει: «Δύω λοιπόν φυσικάς συμπάθειαι υπάρχουν εν τη καρδία παντός Έλληνος, η θρησκευτική προς την Άρκτον (δηλ. τη Ρωσία) και η κοινωνική προς την Δύσιν» καταλήγοντας «Αλλά μη αδίκως κακίζητε ημάς, ω άνθρωποι της Δύσεως, διότι το Ελληνικόν αίσθημα άπαν εξεχύθη, προκειμένου αγώνος κατά των εχθρών της πίστεως και του έθνους ημών»

            Η Ρωσία λοιπόν ως προστάτης της Ανατολής θα την επανενώσει και θα εγκαταστήσει Ελληνική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό για πολλούς λόγους είναι το παραλήρημα του Παναγιώτη Σούτσου του φύλλου του Αιώνα της 14ης Νοεμβρίου του 1853 (αρ. 1409) με τίτλο «Ο καιρός της Ελληνεγερσίας». Σε αυτό ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ιερός «υπέρ μόνης της Ελληνικής θρησκείας» και είναι ο συγγραφέας πεπεισμένος ότι οι Ρώσοι θα εγκαθιδρύσουν «Ελληνική Αυτοκρατορία» διότι τα άλλα έθνη «ουδέ γλώσσαν εχόντων, ουδέ χώραν και πληθύν ίσας προς τα των Ελλήνων.» και συνεχίζει «Σιωπήσατε λοιπόν ω πανάθλιοι σοφισταί! Ημείς καταμετρήσαμε το μέλλον δια του Αρχιμήδειου διαβήτου!»

            Οι σοφιστές, στους οποίους αναφέρεται ο Παναγιώτης Σούτσος είναι όλοι αυτοί, οι οποίοι εκφράζουν αμφιβολίες για το κατά πόσον η Ρωσία πραγματικά έχει σκοπό να εγακαταστήσει στην Κωνσταντινούπολη Ελληνική Αυτοκρατορία και συνάμα θεωρούν ότι ίσως η περίσταση δεν είναι κατάλληλη για μία ένοπλη σύρραξη.

            Υπάρχει η αντίληψη ότι πρώτα πρέπει να γίνει ο εκσυγχρονισμός του κράτους και μετά να αρχίσει η επέκταση. Σε δημοσίευμα της Αθηνάς με τίτλο «Τί έχουσι να πράξωσι οι μεγάλαι δυνάμεις της Ευρώπης κατά τας παρούσας περιστάσεις της Τουρκίας. (Απομνημόνευμα Ευρωπαίου τινός πολιτικού και διπλωμάτου γραφέν εν μηνί απριλίω 1853)[43]» αναφέρεται ότι υπάρχουν δύο δρόμοι για την λύση του Ανατολικού Ζητήματος. Ο ένας δρόμος είναι οι Ευρωπαίοι να δημιουργήσουν μία ιερή συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο δεύτερος να αναπτυχθεί η Ελλάδα με σκοπό να αποκτήσει σοβαρή στρατιωτική και ναυτική δύναμη ούτως ώστε «να υποστή πόλεμον αμυντικόν και επιθετικόν προς την Τουρκίαν».

            Σχετικά με τις διαθέσεις των Ρώσων η Αθηνά εκφράζει αντιρρήσεις. Κατ’ αρχάς προβάλλει την δημοσιευθείσα αλληλογραφία μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας[44], στην οποία αναφέρεται ότι «Η Αγγλία καταλαμβάνει ότι η Ρωσία δεν δύναται να επιτρέψει εν Κωνσταντινουπόλει την καθίδρυσιν χριστιανικής δυνάμεως αρκετά ισχυράς, ώστε να ελέγχη και να ταράττη αυτήν».

            Στην συνέχεια σε επιφυλλίδα με τίτλο «Τουρκορωσσικόν ζήτημα. Περί της εν Ρωσία Ελληνικής Εκκλησίας και περί της εν τη Ανατολή προστασίας του Τσάρου[45]» αναφέρει ότι η ρωσική εκκλησία για τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως είναι νεώτερη, σχισματική και υποτεταγμένη στην κοσμική εξουσία του τσάρου. Οι Ρώσοι οφείλουν να αναγνωρίσουν την ελληνική πρωτοκαθεδρία.

            Πέρα όλων των άλλων αυτή την εποχή ξεπροβάλλει και ο σλαβικός κίνδυνος. Υπάρχει η άποψη ότι η διαμάχη μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτα άλλο το προοίμιο της διαμάχης μεταξύ ελληνικού και σλαβικού στοιχείου. Το 1853 κυκλοφορεί ένα φυλλάδιο με τίτλο «Περί Ανατολής παρά τινος Ανατολίτου», το οποίο δημοσιεύεται από την Αθηνά, η οποία ενώ στην αρχή διαφωνεί στην συνέχεια ενστερνίζεται τις απόψεις του[46]. Σε αυτό το φυλλάδιο ως μόνη λύση προβάλλεται, όσο δύσκολη και αν φαντάζει, η πολιτική μεταρρύθμιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διότι «η παρούσα μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας διαμάχη δεν είναι κυρίως άλλο τι η προανάκρουσμα μετ’ ου πολύ εκραγησομένου πολέμου αναμεταξύ ελληνικού και σλαβικού στοιχείου, και ότι λοιπόν ο σκοπός της Ρωσίας, δεν αφορά κυρίως κατά της τουρκικής φυλής, ήτις εξητονημένη πλέον και απεξικμασμένη απόλλυται εντός ολίγου αλλά κατά του ελληνικού στοιχείου, το οποίον θέλει να το εξομοιώσει με το σλαβικόν…» Η απάντηση θα έρθει από τον Αιώνα[47] με άρθρο «Η Αθηνά περί του Ανατολίτου», στο οποίο ακριβώς τονίζεται η μεταστροφή απόψεων της αντίπαλης εφημερίδας και «αναφωνεί» πολύ χαρακτηριστικά: «Πίστευσόν μοι Τούρκε, ως μοι επίστευσεν η Αθηνά! Ταύτα σώσουσιν εσέ από του Τσάρου και του Όθωνος.»

            Αλλά το σημαντικότερο όλων είναι το ανώνυμο φυλλάδιο «Ελληνισμός ή Ρωσσισμός», του οποίου ο συγγράφεας, ή τουλάχιστον ένας από τους συγγραφείς του, φέρεται να είναι ο στενός συνεργάτης του Θεόκλητου Φαρμακίδη[48], Κωνσταντίνος Δόσιος. Η Αθηνά τον Μάιο του 1854δημοσιεύει μέρος του ενστερνιζόμενη τις απόψεις του[49].

            Σε αυτό το φυλλάδιο προβάλλεται ξεκάθαρα η αρχή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία «αντιτασσόμενη» κατά των σχεδίων της Ρωσίας θα είναι «ευέργετημα» για όλον τον κόσμο και σωτηρία για την Ευρώπη. Για να σωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και οι χριστιανοί της Αυτοκρατορίας να αποκτήσουν πατρίδα και να γίνουν «πολίται κράτους, του οποίου τώρα είναι δούλοι». Βέβαια οι χριστιανοί δεν θα συγχωνευθούν με τους Τούρκους, διότι τους χωρίζουν θρησκεία, πολιτισμός και γλώσσα αλλά δεν θα υπάρχει έχθρα μεταξύ τους. Θα είναι μία ένωση πολιτική και όχι εθνική.

            Η Ρωσία από την άλλη αφού θέλησε να εμποδίσει την ανάπτυξη της Ελλάδος προκαλώντας διχασμούς, σύγχυση, αναρχία και χάος με τα εκκλησιαστικά ζητήματα, στη συνέχεια προσπάθησε να «μας διαιρέση από τους έξω ομογλώσσους και ομοθρήσκους αδελφούς» παρουσιάζοντας τους κατοίκους της Ελλάδας προτεσταντίζοντες, αιρετικούς και καϊρικούς. Παράλληλα προσπαθεί να δείξει στην Ευρώπη ότι η Ελλάδα είναι ρωσόφιλη ώστε να την αποξενώσει από αυτήν «γνωρίζουσα καλώς ότι η Ελλάς, αν δεν έχη την υποστήριξιν της Ευρώπης, δεν δύναται να εκταθή και να σχηματίση κράτος ισχυρόν και μεγάλον».

            Εν συνεχεία τονίζεται το μίσος της Ρωσίας προς το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Προσπαθεί  να το υποτάξει μέσω του διορισμού Σλάβων αρχιερέων αποκτώντας την πλειοψηφία στη Σύνοδο και έχοντας όργανα του πανσλαβισμού στις επαρχίες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και η μόνη φυλή, η οποία μπορεί να την ανανεώσει είναι η ελληνική φυλή, η οποία κατέχει το εμπόριο, τη βιομηχανία, την γλώσσα και τον πολιτισμό της. Η κύρια δύναμη όμως των Ελλήνων είναι η πρωτοκαθεδρία μέσω των Πατριαρχείων στο ορθόδοξο δόγμα.

            Ο Αιών από την άλλη υπερασπιζόμενος την θέση του για την ενότητα της ορθόδοξης Ανατολής,δημοσιεύει άρθρα με τίτλο «Η Πανσλαβοφοβία»[50], στα οποία υποστηρίζεται ότι η πανσλαβοφοβία δημιουργήθηκε από την Δύση προκειμένου να δημιουργήσει κλίμα διαίρεσης και καχυποψίας στον ορθόδοξο κόσμο. Στους Σλάβους διαβάλλεται ο Ελληνισμός και στην Ελλάδα οι Σλάβοι. Τονίζεται μάλιστα ότι αυτή η πανσλαβοφοβία εντάθηκε μετά το 1848, όταν ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες Πολωνοί, Ούγγροι και Ιταλοί, οι οποίοι εχθρεύονται τον τσάρο Νικόλαο.

            Η απόφαση των Γάλλων και Βρετανών να αποκλείσουν τον Πειραιά προκαλεί στους Έλληνες ακόμη μεγαλύτερο σοκ. Ο Αιών με το χαρακτηριστικού τίτλου άρθρο «Η Ελλάς εν τω μαρτυρίω[51]» απολογείται υπέρ της βασιλείας του Όθωνα και θεωρεί ότι οι Έλληνες έχοντας αυτήν την στάση δεν θα κηλιδωθούν από την Ιστορία, ενώ σε επόμενο άρθρο με τίτλο «Συ, Κύριε, Λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις[52]» αναφέρει: «Προτείνεται εις ημάς η μετά του Τούρκου οριστική φιλία και συμμαχία […] Ας συγκεντρωθώμεν όλοι περί τον καρτερόψυχον Βασιλέα ημών, όστις εν τη συνέσει  και τω ιπποτικώ χαρακτήρι Αυτού αποφασίζει να αποθάνη Έλλην, Βασιλεύς πιστός και ένδοξος…».

            Σε άρθρο του με τίτλο «Τί ποιητέον[53]» ο Νεόφυτος Βάμβας απολογείται υπέρ του βασιλέα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Αφού οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να ιδρύσουν βασίλειο, υποστηρίζει, έπρεπε να του δώσουν μεγαλύτερη έκταση και να συμπεριληφθούν όλα τα επαναστατημένα μέρη.

            Στις 15 Μαϊου του 1854 (αρ. 1460) ο Αιών με άρθρο με τίτλο «Η Κατοχή» περιγράφει την απογοήτευση των Ελλήνων, τονίζει την διαφορά του ρόλου των Άγγλων και Γάλλων που είχαν διαδραματίσει το 1827 και 1828 στην Ελληνική Επανάσταση «εμπνεόμενοι υπό αισθημάτων χριστιανικών» με αυτόν που διαδραματίζουν το 1854 και καταλήγει: «Εάν κρατώσι της Ελλάδος υλικώς, κρατούσιν άρα και του πνεύματος αυτής ηθικώς;»

            Με την έναρξη του Κριμαϊκού Πολέμου οι ελπίδες των Ελλήνων για μία νέα ένοπλη πάλη αναπτερώθηκαν εν τούτοις, όμως, για την Ελλάδα, ο Κριμαϊκός Πόλεμος τέλειωσε πριν καν ξεκινήσει…

Συμπεράσματα

Από την παραπάνω ανάλυση των εφημερίδων προκύπτει ότι οι Έλληνες και των δύο τάσεων θεωρούσαν το κράτος με την μορφή και την έκταση που είχε τότε ως κάτι το προσωρινό. Οι αλύτρωτοι αδελφοί, οι οποίοι διαβιούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έπρεπε να ενταχθούν στο εθνικό κέντρο.

            Οι διαφορές εμφανίζονται στο πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αν ο Κριμαϊκός Πόλεμος ήταν όντως η κατάλληλη στιγμή και φυσικά στον ρόλο της Ρωσίας. Οι του «δυτικού κόμματος» υποστηρίζουν ότι πριν την επέκταση είναι αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις και η αναδιοργάνωση του κράτους. Θεωρούν άκαιρη την ελληνική συμμετοχή στον Κριμαϊκό Πόλεμο, ενώ εκφράζουν και σοβαρές ενστάσεις για τον ρόλο της Ρωσίας τονίζοντας τον επερχόμενο σλαβικό κίνδυνο. Λόγω του σλαβικού κινδύνου αρχίζει να υφίσταται και η ιδέα της μεταμόρφωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μία πολιτική ένωση Τούρκων και Ελλήνων, η οποία θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στην επέκταση της Ρωσίας.

            Οι του «ανατολικού κόμματος» τονίζουν την αναγκαιότητα της άμεσης συμμετοχής των Ελλήνων στο πλευρό του τσάρου, τον οποίο θεωρούν υπερασπιστή της ανατολικής καθόλου Ορθοδοξίας, ενώ ο Κριμαϊκός Πόλεμος θεάται ως μία σταυροφορία της Δύσεως ενάντια στην Ανατολή. Η Δύση κατ’ αυτούς έχει ως μόνιμο στόχο την υποταγή της ορθόδοξης Ανατολής στον Πάπα και στους προτεστάντες.

            Εμείς, σήμερα, έχουμε το προνόμιο να γνωρίζουμε την εξέλιξη της ιστορίας. Ο σλαβικός κίνδυνος ήταν όντως υπαρκτός, πράγμα το οποίο φάνηκε και από το σχίσμα μεταξύ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και βουλγαρικής Εξαρχίας λίγα μόλις χρόνια αργότερα. Σε αυτό το πλαίσιο δέον είναι να γίνει άλλη μία τελευταία παρατήρηση. Οι του «δυτικού κόμματος», οι οποίοι υποστήριξαν το Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας ερχόμενοι μάλιστα σε σύγκρουση με τους θιασώτες του «ανατολικού κόμματος», οι οποίοι πίστευαν ότι η ελλαδική εκκλησία απομακρύνεται από την ενιαία ορθόδοξη οικογένεια του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, έφθασαν στο σημείο να υπερασπίζονται το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρώντάς το αναγκαίο όπλο στη μάχη κατά το σλαβισμού! Τελικά ακολουθώντας άλλον δρόμο ασπάζονται και αυτοί την οικουμενικότητα και την πρωτοκαθεδρία του Ελληνισμού στην ορθόδοξη Ανατολή, η οποία όμως αντιμετωπίζει έναν νέο εχθρό, τον πανσλαβισμό. Σε αυτήν την πάλη ακόμα και οι Τούρκοι είναι ανεκτοί για να αντιμετωπιστεί ο νέος κίνδυνος.


[1]   «Σε περιπτώσεις όπως η ελληνική, το νέο κράτος του 19ου αιώνα δεν έχτισε πάνω στα ερείπια μιας βουβής για αιώνες παιδείας, αλλά, αντίθετα, κληρονόμησε μία παράδοση με επιτεύγματα δυσανάλογα  προς τις περιορισμένες δυνατότητες του κράτους. Χάρη στους εκπαιδευτικούς  μηχανισμούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η ελληνική γλώσσα υπήρξε για μεγάλο διάστημα η βάση της υψηλής πολιτισμικής παράδοσης που μοιράζονταν οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων, ενώ το ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε σε μία από τις λιγότερο εξελιγμένες ελληνόφωνες επαρχίες της οθωμανικής επικράτειας» Βερέμης Θ., «Εισαγωγή» στο Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα 2012, σελ 18.

[2]   Αθηνά: Συνταγματικών αρχών φίλα προσκείμενη στο αγγλικό κόμμα του Μαυροκορδάτου. Εκδότης της ο Εμμ. Αντωνιάδης. Ασκεί συνταγματική πολιτική και έχει ως έμβλημα την 3η Σεπτεμβρίου. Γενικά εκφράζει απόψεις δυτικές και εκσυγχρονιστικές. Θεωρεί την ανάπτυξη του κράτους απαραίτητη για την ευόδωση της Μεγάλης Ιδέας. Η έκδοσή της ξεκίνησε το 1832 στα Μέγαρα μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο και από το 1835 μέχρι το 1864 εκδίδεται στην Αθήνα. Από το 1835 ως υπεύθυνος συντάκτης της φέρεται ο Δημ. Δράκος.

          Αιών: Εφημερίδα φίλα προσκείμενη στο ρωσικό κόμμα. Ήταν μαχητική αντιβαυαρική εφημερίδα που εξέδιδε από το 1838 ο Ιω. Φιλήμων, ο συγγραφέας του «Ιστορικού Δοκιμίου περί της Ελληνικής Επαναστάσεως». Διέκοψε την λειτουργία της από το 1854 ως το 1857 λόγω διώξεως και φυλακίσεως του διευθυντή της που δημοσιογραφούσε κατά της γαλλικής κατοχής. Η εφημερίδα συνέχισε να εκδίδεται το 1857 από το υιό του Ιωάννη Φιλήμονα, Τιμολέοντα. Η επίδραση της εφημερίδος στην κοινή γνώμη ήταν μεγάλη. Εναντιώθηκε στην Βαυαροκρατία, τίμησε την μνήμη του Καποδίστρια και κατέκρινε το Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Η εφημερίδα θεωρεί την Ορθοδοξία ως το μέγιστο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ελληνισμού, τονίζει την ενότητα του ανατολικού ορθόδοξου κόσμου και τις προσπάθειες των Δυτικών να την διασπάσουν μέσω του προσηλυτισμού στις προτεσταντικές και καθολικές ιδέες.Μπάλτα Ν.-Παπαδημητρίου Δ., Σημειώσεις για την ιστορία του Τύπου. Η ελληνική και ευρωπαϊκή διάσταση, Αθήνα 1993, σελ 60-61.

[3]   Μπ. Άντερσον, Φαντασιακές κοινότητες, Αθήνα 1997.

[4]   Βλέπε και Ματάλας Π., Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «Ελλαδικό» στο Βουλγαρικό Σχίσμα», Ηράκλειο 2002, σελ 19-21.

[5]   «… ο Κοσμάς ο Αιτωλός στις περιοδείες του προσπαθεί να πείσει τους μη ελληνόφωνους ορθοδόξους να αποβάλουν τη μητρική τους γλώσσα: υπόσχεται να σβήσει όλες τις αμαρτίες σε όποιον χριστιανό του υποσχεθεί «μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζει αρβανίτικα». Το επιχείρημά του είναι ότι «η Εκκλησία μας είναι στα Ελληνικά. Και αν δεν σπουδάσεις τα Ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα που ομολογεί»  Ματάλας Π., ο.π., σελ 27.

[6]   «…η πολιτική ενότητα που επέβαλε η τουρκική κατάκτηση στην κατακερματισμένη σε κρατίδια Ανατολή, η ομοιογένεια των συνθηκών και προπαντός η αναγνώριση του οικουμενικού πατριάρχη  από την οθωμανική πολιτεία ως μοναδικού ηγέτη και εκπροσώπου των ορθόδοξων χριστιανών ραγιάδων […] επέτρεψε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να αναδειχθή ως το πρώτο και κύριο πνευματικό και διοικητικό κέντρο των υπόδουλων λαών της ορθόδοξης Ανατολής», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1974, τ. Ι, σελ 92.

[7]   Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η επικράτηση των Ελληνικών ως ιερής γλώσσας του «ορθόδοξου οικουμενικού Γένους» έγινε χωρίς εμπόδια. Στον βίο του Αγίου Διονυσίου διαβάζουμε ότι τον 16ο αιώνα, όταν ανέλαβε ηγούμενος στη μονή Φιλοθέου «την Μονήν ταύτην την έκαμε ρωμαϊκή, διατί πρώτον ήτο βουλγαρική, ομοίως και την ακολουθίαν […] εφθονήθη πολλά υπό των Βουλγάρων, ώστε όπου ηθέλησαν αποκτείναι αυτόν» Α. Γλαβίνας «Ο άγιος Διονύσιος ο εν τω Ολύμπω», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παράρτημα αρ.30 του 26ου τόμου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ 80. Στα τέλη όμως του 18ου αιώνα «στο απόγειο αυτής της κατακτητικής πορείας, το πεδίο εξάπλωσης της ελληνικής ιερής γλώσσας στα Βαλκάνια  θα είναι πολύ ευρύτερο  από αυτό της αντίστοιχης εξάπλωσης των ομιλούμενων ελληνικών διαλέκτων, ενώ αντίστροφα η σλαβοβουλγαρική ιερή γλώσσα θα έχει εξαλειφθεί από τις «βουλγαρόφωνες» περιοχές, χωρίς όμως να χαθεί εντελώς και η ανάμνησή της.» Ματάλας Π, Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «Ελλαδικό» στο Βουλγαρικό Σχίσμα», Ηράκλειο 2002, σελ 24.

[8]   «Το ελληνικό εμπόριο είχε αποκτήσει τόση σπουδαιότητα, ώστε μπορεί να πει κανείς χωρίς υπερβολή ότι η Ελλάδα ελιχε γίνει εμπορική αυτοκρατορία προτού γίνει κράτος· και μπορεί να ειπωθεί, εξίσου αληθινά, ότι οι Έλληνες ως έμποροι, όπως οι Έλληνες ως χριστιανοί αποτελούσαν ένα είδος κράτους μέσα στο τουρκικό κράτος» Dakin D., Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, Αθήνα 1989, σελ 38.

[9]   Κιτρομηλίδης Π., ««Νοερές κοινότητες» και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια» στο  Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα 2012, σελ 60.

[10] Κιτρομηλίδης Π., ο.π., σελ 65.

[11] «Ο Ελληνισμός δεν κατορθώνει μόνο να διαφυλάξη την ύπαρξή του […] ν’ αφομοιώσει την πολιτιστική εισφορά της Δύσης και να ενσωματώσει τα ξένα εθνολογικά στοιχεία (Σλάβους, Βλάχους και  Αλβανούς), που είχαν με το πέρασμα των αιώνων εισχωρήσει στις εθνικά ελληνικές περιοχές. […] Ο Ελληνικός πληθυσμός, εξαπλωμένος σε ομάδες λιγότερο ή περισσότερο πυκνές μέσα σ’ όλη τη χερσόνησο, έδιναν στους Έλληνες την μορφή ενός λαού που, εγκατεστημένος ανάμεσα σ’ άλλους λαούς, αποτελούσε ένα είδος διαβαλκανικής αστικής τάξης. […] ο Ελληνισμός παρέσυρε στην οικονομική του άνοδο τους βαλκανικούς λαούς και συνέβαλε  στο σχηματισμό μιας ντόπιας εμπορικής τάξης […]. Τον ίδιο καιρό, οι Έλληνες γίνονται το σημείο επαφής των βαλκανικών λαών με τον πολιτισμό και τις ιδέες της Ευρώπης και συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης.» Σβορώνος Ν., Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1994, σελ 58.

[12] «Τη διαπλοκή μεταξύ Διαφωτισμού, γλώσσας και εθνικότητας την ανέπτυξε πλήρως κατά τη δεκαετία του 1780 ο Δημήτριος Καταρτζής, αξιωματούχος στην αυλή της Βλαχίας και ένας από τους πρώτους θεωρητικούς για τη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό στα Βαλκάνια της εποχής. Ο Καταρτζής εξύμνησε τις αρετές της καθομιλουμένης, όπως την μιλούσαν οι σύγχρονοί του στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποστήριζε ότι ως μέσο επικοινωνίας και έκφρασης ήταν ισάξια της κλασικής ελληνικής και κατά πολύ ανώτερη από κάθε άλλη γλώσσα. Επισήμανε ακόμη ότι η καλλιέργεια της καθομιλουμένης μέσω της συγγραφής βιβλίων στη γλώσσα αυτή ισοδυναμούσε με την καλύτερη μορφή εκπαίδευσης για το «έθνος»». Κιτρομηλίδης Π., ««Νοερές κοινότητες» και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια» στο  Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα 2012, σελ 60-61.

[13] «Οι Έλληνες, αν και ισχυρίζονταν ότι υπήρχε συνέχεια από την αρχαία στη νέα Ελλάδα, δεν τόνισαν ποτέ το στοιχείο της φυλής ως θεμέλιο της εθνότητας. Η αντίληψή τους για το εθνικό στοιχείο έμοιαζε πολύ με την αντίληψη των περισσοτέρων εθνικιστών του 19ου αιώνα· ήταν παρμένη από τον Mazzini: τόνιζαν το στοιχείο της γλώσσας, της κοινής ιστορίας και της ατομικής συνείδησης. Όποιος θεωρούσε και αποκαλούσε τον εαυτό του Έλληνα, ήταν κατά γενική εκτίμηση Έλληνας. Δεν έπαιζε κανένα ρόλο το σχήμα της μύτης, το χρώμα των μαλλιών, οι διαστάσεις του κρανίου. Εκείνο που είχε σημασία ήταν η ψυχή, το μυαλό, η νοοτροπία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ελληνόφωνοι Αλβανοί, Βλάχοι, Ρουμάνοι και Σλάβοι είχαν όλοι τα προσόντα για να γίνουν πραγματικοί Έλληνες, και πολλοί από αυτούς, ιδιαίτερα Αλβανοί και Σλάβοι, κατέχουν εξέχουσα θέση στα χρονικά του ελληνικού πατριωτισμού». Dakin D., Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Αθήνα 1998, σελ 27.

[14] Dakin D., ο.π., σελ 26.

[15] Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να θεωρούνται οι συγγενικοί δεσμοί, οι πελατειακές σχέσεις και οι σχέσεις προστασίας ως καθοριστικός παράγοντας γένεσης των κομμάτων. «Μόνο στον ευρύτερο κύκλο των οπαδών πελατειακές δομές και σχέσεις εξάρτησης θα επηρέασαν κάθε λογής δήλωση κομματικής προτίμησης και κάθε λογής εκλογική συμπεριφορά: αυτές το πολύ να αύξησαν τους οπαδούς των κομμάτων, αλλά δεν θεμελιώνουν την ύπαρξη και την στοχοθεσία τους» Hering G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα 2006, τ. Α΄, σελ 107. Ο Petropoulos μας δίνει την εξέλιξη από την Επανάσταση «Τα τρία πρώτα χρόνια  (1821-1823) εξελίχθηκε με βάση τις ταξικές διαστάσεις. Το 1824 οι φατρίες ευθυγραμμίστηκαν  σύμφωνα με τους τοπικούς διαχωρισμούς. Τέλος το 1825  οι τρεις προσωπικές φατρίες, που είχαν κυριαρχήσει ανάμεσα σε όλες τις άλλες, χαρακτηρίστηκαν σύμφωνα με την προτίμησή τους για κάποια από τις τρεις δυνάμεις  (Αγγλία, Γαλλία ή Ρωσία) και τελικά μπήκαν στην προστασία τους» Petropoulos P.,Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), Αθήνα 1997, σελ 129. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι φατρίες στα κόμματα αφού αποτελούσαν τον πυρήνα τους αλλά στην συνέχεια προσήλθαν και έτερες ομάδες. Δέον να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη το φαινόμενο της κινητικότητας στελεχών και μελών από την μία παράταξη στην άλλη λόγω ιδιωτικών/προσωπικών συμφερόντων. Πολλές φορές εμφανίζονται στελέχη να περνούν από την μία πλευρά στην άλλη πολλές φορές αντιπολιτευόμενα σε αυτά που πριν υποστήριζαν.

[16] «Η ευρωπαϊκή ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης είχε συνέπειες μακράς διάρκειας. Επιβεβαίωσε τις υποψίες των Ελλήνων ότι η Ευρώπη μπορούσε και ήθελε να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις […] καθιέρωσε την κακή συνήθεια των Ελλήνων να προσφεύγουν σε μία ή και περισσότερες δυνάμεις για βοήθεια, ακόμη και προκειμένου  για κομματικά ή προσωπικά θέματα. Το χειρότερο ήταν ότι αυτή η συνήθεια έγινε μόνιμη.» Petropoulos P.,Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), Αθήνα 1997, σελ 60.

[17] Συνήθης προσβολή προς το αντιπολιτευόμενο ήταν ότι ήταν όργανο ξένων συμφερόντων. Έτσι και τα ονόματα αγγλικό, ρωσικό και γαλλικό προέρχονται από τους πολιτικούς αντιπάλους. Ο τύπος της εποχής μάλιστα το έλεγε με τακτ «το λεγόμενο αγγλικόν» και όχι «αγγλικόν». Petropoulos P., ο.π., σελ 16.

[18] Βλέπε: Hering G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα 2006, τ. Α΄,σελ 197-275 και Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους. 1821-1862., Αθήνα 2005, σελ 363-365.

[19] Παπαγεωργίου Στ., ο.π., σελ 364.

[20] Ο Θεόφιλος Καϊρης (1784-1853) ήταν Έλληνας διαφωτιστής καταγόμενος από την Άνδρο. Μέσα στις πολλές δραστηριότητες του ήταν και η ίδρυση ορφανοτροφείου για τα ορφανά της Επανάστασης. Εκεί διδάσκονταν όλα τα ευρωπαϊκά μαθήματα με τρόπο εκπαιδευτικά πρωτοπόρο και φιλελεύθερο. Ο Καϊρης ανέπτυξε μία προσωπική θρησκεία την «Θεοσέβεια» επηρεασμένος από τους Γάλλους δεϊστές με δικές της τελετές και με αναφορές στην ισότητα και ελευθερία του ατόμου. Σύντομα θεωρήθηκε αιρετικός και επικίνδυνος.

[21] «…ο Μαυροκορδάτος είχε προβλέψει το 1848 ακόμη και τον ανταγωνισμό των Νοτιοσλάβων για την κληρονομιά των Οθωμανών» Hering G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα 2006, τ. Α΄,σελ 199.

[22] Ιωάννης Κωλέττης προς Νικόλαο Μπόταση. Παρίσι 12 Μαρτίου 1836. ΓΑΚ Αρχείο Βλαχογιάννη Γ 19, αρ. 6.

[23] Δημαράς Κ., «Της μεγάλης ταύτης ιδέας» στο Ρωμαντισμός, σελ 405-418, 596-598. Βλέπε και Αιών αρ 500/19 Ιανουαρίου 1844.

[24] Hering G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα 2006, τ. Α΄,σελ 214.

[25] Driault E., Το Ανατολικό Ζήτημα από τις αρχές έως τη Συνθήκη των Σεβρών, Αθήνα 1997, μέρος πρώτο, σελ 376 κ.ε.

[26] Με τις συμβάσεις του 1740

[27] Αιών, αρ. 1446/ 24 Μαρτίου 1854.

[28] Αθηνά, αρ.2041/ 1 Δεκεμβρίου 1853

[29] Αθηνά, αρ. 2044/ 8 Δεκεμβρίου 1853

[30] Αθηνα, αρ. 2071/ 13 Φεβρουαρίου 1854

[31] Αθηνά, αρ. 2075/ 26 Φεβρουαρίου 1854

[32] Πιο πάνω όμως έχει αναφερθεί ότι «Τα πολυτελέστερα παλάτια επί του Βοσπόρου είναι τα των Ελληνικών και Αρμενίων οικογενειών εκτός των λαμπρών εκείνων οικοδομών, αίτινες ηρπάγησαν απ’ αυτών δια δημεύσεως  και μετεβιβάσθησαν εις Τούρκους υπαλλήλους.».

[33] Αθηνά, αρ. 2085/  22 Μαρτίου 1854

[34] Η επισήμανση δική μου.

[35] Αιών, αρ. 1447/  27 Μαρτίου 1854

[36] Αιών, αρ. 1400/ 14 Οκτωβρίου 1853

[37] Η Ορθοδοξία θεωρείται το βασικότερο γνώρισμα του Έλληνα. Χάρη σε αυτήν διεσώθη η εθνικότητά του. Διαβάζουμε: «Υπό την αιγίδα αυτού (δηλ. του θρησκεύματος) διεσώθη η Ελληνική γλώσσα και η Ελληνική εθνικότης κατά την οδυνηράν εποχήν της πολιτικής των Ελλήνων υποδουλώσεως» Αιών, αρ. 1451/  15 Απριλίου 1854.

[38] Αιών, αρ. 1405/ 31 οκτωβρίου 1853

[39] Αιών, αρ. 1408/ 12 Νοεμβρίου 1853

[40] Αιών, αρ. 1400 14 Οκτωβρίου 1853

[41] Σχολιάζοντας το διάγγελμα του Αρχιεπισκόπου Παρισίων ο Αιών απαντά με άρθρο με τον πολύ διαφωτιστικό τίτλο «Η Αγγλογαλλική Σταυροφορία» (αρ. 1453/ 21 Απριλίου 1854). Διαβάζουμε: «Δια τίνα λόγον η Χριστιανική Ευρώπη επί τριακόσια όλα έτη, το ξίφος εαυτής έστρεψεν προς την Ανατολήν ταύτην όθεν ο πολιτισμός ήλθεν ημιν μετά του φωτος;»

[42] Αιών, αρ. 1399/ 10 Οκτωβρίου 1853

[43] Αθηνά, αρ. 2051/ 24 Δεκεμβρίου 1853

[44] Αθηνά, αρ. 2091/ 5 Απριλίου 1854

[45] Αιών, αρ. 2097/ 23 Απριλίου 1854

[46] Αθηνά, αρ. 2020/ 1 Οκτωβρίου 1853

[47] Αιών, αρ. 1398/ 7 Οκτωβρίου 1853

[48] Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης ήταν ο εμπνευστής και σχεδιαστής του Αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας.

[49] Αθηνά, αρ. 2101/ 3 Μαϊου 1854 και αρ. 2102/ 5 Μαϊου 1854.

[50] Αιών, αρ. 1364/  10 Ιουνίου 1853 και αρ.1366/ 17 Ιουνίου 1854.

[51] Αιών, αρ. 1457/ 5 Μαϊου 1854.

[52] Αιών, αρ. 1458/ 8 Μαϊου 1854.

[53] Αιών αρ. 1459/ 12 Μαϊου 1854