Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη Αρκαδίας. Σπούδασε Νομική και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τη Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Βερολίνου, του Λονδίνου και των Παρισίων. Επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες από την εποχή που σπούδαζε στην Γερμανία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1907 και την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρεία και ήταν συνιδρυτής (μαζί με τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Θρασύβουλο Πετιμεζά) της «Ομάδας των Κοινωνιολόγων». Το 1910, μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρείας ίδρυσαν το Λαϊκό Κόμμα (δεν πρέπει να συγχέεται με το Λαϊκό Κόμμα της εποχής του Μεσοπολέμου) και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Παπαναστασίου εκλέχτηκε βουλευτής. Έδωσε μεγάλες μάχες για την παραχώρηση των τσιφλικιών στους ακτήμονες της Θεσσαλίας.

Το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων. Το Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής και από το 1917 ως το 1920 διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά υπουργός Περιθάλψεως στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Ως υπουργός Συγκοινωνιών προώθησε την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών και επικύρωσε με νόμο (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) το νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917, ενώ εισηγήθηκε στη Βουλή τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη του σχεδίου πόλεως της Αθήνας.
Το 1922 δημοσίευσε το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», με το οποίο καταγγέλθηκε η πολιτική των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων στο Μικρασιατικό ενώ παράλληλα υποστήριζε την εγκαθίδρυση Δημοκρατίας. Για την πράξη αυτή κατάδικάστηκε σε φυλάκιση, αλλά με το ξέσπασμα του Κινήματος Πλαστήρα, απελευθερώθηκε. Το Μάρτιο του 1924, σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη του κόμματος των Φιλελευθέρων, η οποία κατέθεσε στις 25 Μαρτίου του 1924 ψήφισμα στη Δ΄ Συντακτική Συνέλευση για την ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας, κηρύσσοντας έκπτωτη τη βασιλεία. Δύο από τα σημαντικά νομοθετήματα της πρωθυπουργίας του θεωρείται η ίδρυση Πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη και η αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της βαλκανικής ειρήνης και συνεργασίας και ίδρυσε την οργάνωση «Βαλκανική Ένωση» για το σκοπό αυτό. Αντιτάχθηκε στις δικτατορίες του Θεόδωρου Πάγκαλου και του Ιωάννη Μεταξά. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Η Απεργία του Ναυτικού (25 Ιουνίου 1924)
Η λεγόμενη Απεργία του Ναυτικού εκδηλώθηκε όταν ο υπουργός των Ναυτικών, Α. Χατζηκυριάκος, αποφάσισε παράτυπα να προαγάγει τον έβδομο στην αρχαιότητα αντιπλοίαρχο Α. Κολιαλέξη σε πλοίαρχο. Το διάταγμα υπεγράφη στις 20 Ιουνίου και δημοσιεύτηκε αυθημερόν στο ΦΕΚ 134 τ.χ. Γ΄. Μαζί με τον Κολιαλέξη, προήχθη σε υποναύαρχο, ο πρώτος πλοίαρχος Βικέντιος Λοπρέστης. Ενώ υπήρχε μία οργανική θέση αντιναυάρχου εν ενεργεία και θα μπορούσαν κάλλιστα να είχε προαχθεί ο Παπαχρήστος με δέκα χρόνια στη θέση του υποναυάρχου ή ο Αλέξανδρος Κριεζής με πέντε χρόνια, ο υπουργός των Ναυτικών δεν τους προήγαγε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λοπρέστης ήταν σύζυγος της Αριστοβούλης Παπαναστασίου, αδελφής του πρωθυπουργού. Για λόγους διπλωματικού χειρισμού, ο υπουργός προήγαγε την επομένη (21 Ιουνίου) τον πρώτο αντιπλοίαρχο Γ. Χατζηκυριάκο σε πλοίαρχο. Με το διάταγμα με το οποίο προήχθησαν οι Κολιαλέξης και Λοπρέστης, προήχθησαν σε αντιπλοιάρχους επίσης παράτυπα οι πλωτάρχες Γ. Μεζεβίρης και Κ. Αρβανίτης, οι οποίοι ήταν έκτος και έβδομος στην αρχαιότητα αντίστοιχα.


Εμφανιζόταν λοιπόν το φαινόμενο, ένας υπουργός, ο οποίος αν και πλοίαρχος να κρίνει αρχαιότερους διαπράττοντας παρατυπίες στις προαγωγές. Το πιο σημαντικό, προαγόταν ένας αντιπλοίαρχος νεότερος καθιστώντας έτσι τους αρχαιότερούς του υποψήφιους προς αποστρατεία χωρίς όμως, να μπορούν να αποστρατευτούν. Την Τρίτη 24 Ιουνίου, κυκλοφόρησε ένα πρωτόκολλο από επιτροπή απαρτισμένη από τους αντιπλοιάρχους Π. Βούλγαρη, Ι. Χαλκιόπουλο, Χ. Κονιάλη και τον υποπλοίαρχο Δ. Τσάφο.
Την επόμενη μερα το απόγευμα, η επιτροπή επιχείρησε να συνομιλήσει με τον πρωθυπουργό Παπαναστασίου, ο οποίος όμως τους απέφυγε. Αυτή η ενέργεια εκ μέρους του πρωθυπουργού οδήγησε τους αγανακτισμένους αξιωματικούς στο να περάσουν στην επόμενη κίνηση. Ένας υποπλοίαρχος με πολιτικά πήγε στο Αρχηγείο Ναυτικού στην πλατεία Κλαυθμώνος κι άφησε ένα πακέτο με τις παραιτήσεις 82 αξιωματικών. Παράλληλα, δόθηκε στις εφημερίδες το πρωτόκολλο, με το οποίο οι αξιωματικοί ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την παραίτηση του υπουργού Χατζηκυριάκου και την ανάληψη του υπουργείου από πολιτικό εγνωσμένης αξίας.
Αν και είχε αποφασιστεί οι παραιτήσεις να γίνουν όλες δεκτές μετά από 48 ώρες, το χρονικό διάστημα διπλασιάστηκε. Τότε, ο Χατζηκυριάκος παρουσίασε το φαιδρό επιχείρημα ότι αποφάσισε μόνος για τις προαγωγές, γιατί η Επανάσταση είχε καταργήσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Φρόντισε όμως άμεσα να αποστρατευτεί προαγόμενος σε υποναύαρχο και παράλληλα, υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα του υπουργού, την οποία ο Παπαναστασίου δεν έκανε δεκτή. Εν τω μεταξύ, οι παραιτηθέντες αξιωματικοί συλλαμβάνονταν καθημερινά και κρατούνταν στο πλωτό νοσοκομείο Κωνσταντινούπολις, ενώ ο υποπλοίαρχος Θ. Κουντουριώτης, ο γιος του Προέδρου της Δημοκρατίας εκρατείτο στο σπίτι του. Αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι, εκτός από τους τέσσερεις της επιτροπής, στους οποίους απαγγέλθηκε κατηγορία για παράνομη απουσία από την υπηρεσία και προτροπή σε λιποταξία. Οι παραιτήσεις συνεχίζονταν τις επόμενες μέρες και η κυβέρνηση προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το ζήτημα κατά περίπτωση, τιμωρώντας τους περισσότερους αξιωματικούς από τον βαθμό του πλωτάρχη και κάτω με αργία διὰ προσκαίρου παύσεως.
Η παράτυπη ενέργεια του Χατζηκυριάκου οδήγησε σε μία τρομερή παράλυση του Ναυτικού, καθώς παραιτήθηκαν 133 αξιωματικοί σε σύνολο 234 μονίμων, δηλαδή το 56,8%. Όσο μάλιστα κατεβαίνουμε στους βαθμούς, το ποσοστό των παραιτήσεων γίνεται τρομακτικό, διότι έφθανε στο 55,6% στους ανθυποπλοιάρχους και το 61% στους σημαιοφόρους. Στη Ναυτική Αεροπορία, στους αξιωματικούς που δεν ήταν απόφοιτοι της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, το ποσοστό έφθασε το 80%, ενώ 40 οικονομικοί αξιωματικοί είχαν την πρόθεση να παραιτηθούν.
Η Απεργία του Ναυτικού οδήγησε τη χώρα σε μία βαθιά κυβερνητική κρίση. Η κυβέρνηση κατηγορούσε τους παραιτηθέντες αξιωματικούς ότι η κίνησή τους είχε στασιαστικό χαρακτήρα, ενώ εκείνοι δήλωναν στις εφημερίδες ότι δεν ήταν στους σκοπούς τους η ανατροπή της κυβέρνησης. Τελικά, στις 6 Ιουλίου, ο Χατζηκυριάκος παραιτήθηκε από υπουργός των Ναυτικών, αφού είχε επανασυστήσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων. Το Υπουργείο των Ναυτικών ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Σταδιακά, το όλο θέμα εκτραχύνθηκε με το να θεωρείται μία σύγκρουση των παραμενόντων και των παραιτηθέντων. Στην κορύφωσή του, όταν συναντήθηκαν στον διάδρομο έξω από την αίθουσα της Βουλής ο Χατζηκυριάκος με τον βουλευτή υποναύαρχο ε.α. Γ. Κακουλίδη, όρμησαν ο ένας στον άλλο και κυλίστηκαν κάτω. Χωρίστηκαν από άλλον βουλευτή με τη βοήθεια ενός υπαλλήλου της Βουλής. Ο Κακουλίδης θεωρούσε ότι ο Χατζηκυριάκος υπονόμευε την Κυβέρνηση.
Όταν το θέμα του Ναυτικού πήγε στη Βουλή, η Κυβέρνηση έχασε την εμπιστοσύνη των βουλευτών με 178 ψήφους κατά και 131 υπέρ. Στη συνέχεια, οι παραιτηθέντες αποφάσισαν να υποβάλουν ο καθένας χωριστά αίτηση επαναφοράς, ενώ οι παραμένοντες δήλωσαν ότι δεν ανέχονται τον σχηματισμό της κυβέρνησης Καφαντάρη, γιατί είχε πάρει το μέρος των παραιτηθέντων. Στις 23 Ιουλίου, σε μία από τις τελευταίες ενέργειές του, ο Παπαναστασίου εξήγγειλε ότι θα επαναφερθούν στις θέσεις τους 20 από τους πιο ικανούς μαχίμους. Στις 25 του μηνός, ορκίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο πρωθυπουργός κράτησε και το υπουργείο Ναυτικών.

