Στις 26 Μαΐου 1834 καταδικάστηκε ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλέως. Ακολουθεί κείμενο ως μια απόπειρα ουσιαστικής ερμηνείας του γεγονότος μακριά από κραυγές και λαϊκισμούς μέσα από παρουσίαση όψεων της ελληνικής κοινωνίας της οθωνικής εποχής.

Η προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε μία από τις λαμπρότερες και σημαντικότερες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 αφού η δράση του υπήρξε καθοριστική για την κατίσχυση των ελληνικών όπλων καθ’ όλη την διάρκειά της. Γιος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη γεννήθηκε, όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέραν της Λαμπρής […]εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι». Τα παιδικά χρόνια του στιγματίστηκαν από τα Ορλωφικά, αφού λίγες εβδομάδες νωρίτερα κατέφθανε στην Μάνη ο Ρωσικός Στόλος υπό τον ναύαρχο Σπυριδόφ.
Στα Ορλωφικά συμμετείχε ενεργά ο πατέρας του Κωνσταντής, ενώ στις μάχες εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων του Χασάν Πασά Τζεζαερλή, ο οποίος είχε καταφθάσει για να εκκαθαρίσει την Πελοπόννησο από τους «κλέφτες» και να τιμωρήσει τους Μανιάτες, βρήκε τον θάνατο, το 1780. Η ορφανή οικογένεια του Κολοκοτρώνη (η μητέρα του, η αδελφή του, ο ίδιος και ο αδελφός του Νικόλας) κατέφυγαν στην Μηλιά της Μάνης, κατόπιν στην Αλωνίσταινα της Μαντινείας, στα Σαμπάζικα και τέλος στο Άκοβο της Μεγαλόπολης. Εκεί, το 1787 αν και έφηβος διορίστηκε από τους κατοίκους οπλαρχηγός της περιοχής. Αυτή η εποχή ήταν ιδιαίτερα καθοριστική για την εξέλιξη του Κολοκοτρώνη καθώς συνεχώς αντιμετώπιζε τις επιβουλές των Τούρκων και κατέφυγε στην Ζάκυνθο, όπου προσπάθησε να πείσει τον αρχηγό των ρωσικών στρατευμάτων που κατείχαν τότε τα Επτάνησα να αναλάβει επιχείρηση για την απελευθέρωση της Ελλάδας χωρίς όμως επιτυχία.
Επέστρεψε στην Πελοπόννησο και συγκρούστηκε επανειλημμένα με τους Τούρκους αλλά επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1806 για να αποφύγει την σύλληψή του. Το καλοκαίρι του 1807 έλαβε μέρος στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Λευκάδα για την αντιμετώπιση της απειλής του Αλή Πασά εναντίον των νησιών και όταν κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν έπλευσε από την Κέρκυρα στο Αιγαίο για να προκαλέσει εξέγερση στους νησιώτες, ο Κολοκοτρώνης με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή συμμετείχε σε καταδρομικές επιχειρήσεις επί δέκα μήνες στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους. Από το 1810 ενετάχθη στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του Αγγλικού Στρατού στην Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε στις μάχες εναντίον των Γάλλων. Υπηρέτησε σε αυτό το σώμα μέχρι την διάλυσή του, το 1817.

Τον Δεκέμβριο του 1818 στην Ζάκυνθο μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και πριν επιστέψει στην Πελοπόννησο, είχε μία συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα. Στα τέλη του 1820, ο Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη που του επεσήμανε να είναι έτοιμος και όριζε ως ημέρα του ξεσηκωμού του Γένους την 25η Μαρτίου. Στις 22 Μαρτίου 1821 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλες ηγετικές προσωπικότητες επικεφαλής 2.000 ανδρών , κατευθύνθηκαν προς την Καλαμάτα και την επομένη την απελευθέρωσαν. Στην συνέχεια βάδισαν με τον Παπαφλέσσα προς την Αρκαδία και από την Σκάλα απηύθυναν προκήρυξη προς τους κατοίκους.
Ο Κολοκοτρώνης πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε στρατηγικό νου της Επανάστασης και αυτό φάνηκε ήδη από την διατύπωση της άποψής του ότι οι ελληνικές δυνάμεις θα έπρεπε να κατευθυνθούν εναντίον της Τριπολιτσάς και όχι εναντίον των παραλιακών κάστρων της Πελοποννήσου (Πάτρα, Ναύπλιο, Μονεμβασιά, Νεόκαστρο, Μεθώνη, Κορώνη) πράγμα που επιθυμούσαν οι άλλοι οπλαρχηγοί. Παράλληλα, με την στρατηγική του σκέψη κατάφερε να εξουδετερώσει τις φονικές επιθέσεις των Οθωμανών. Σε μία από αυτές ο Χουρσίτ πασάς, βαλής της Πελοποννήσου απέσπασε μεγάλη δύναμη από την Ήπειρο, όπου ευρισκόταν για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Ο Μουσταφά πασάς έκαψε την Βοστίτσα, έλυσε την πολιορκία του Ακροκορίνθου και κατευθύνθηκε προς την πολιορκημένη Τριπολιτσά, όπου μπήκε θριαμβευτικά στις 6 Μαΐου του 1821. Η προσπάθεια του Μουσταφά πασά να εξουδετερώσει τις συγκεντρωμένες δυνάμεις στο Βαλτέτσι απέτυχε με μεγάλες απώλειες. Η Τριπολιτσά έπεσε στα ελληνικά χέρια στις 23 Σεπτεμβρίου μετά από εξάμηνη πολιορκία.


Παράλληλα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναδείχθηκε και σε πολιτικό ηγέτη αποσοβώντας την σύγκρουση μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών. Οι πρόκριτοι είχαν θεωρήσει ότι με την άφιξη του Δημήτριου Υψηλάντη στην Ελλάδα θα περιορίζονταν οι εξουσίες και οι αρμοδιότητές τους.
Τον Ιούνιο του 1822, ο Σουλτάνος αποφάσισε να δώσει στην Ελληνική Επανάσταση το τελειωτικό χτύπημα. Από τη Λάρισα ξεκίνησε μια μεγάλη στρατιά από 22.000 πεζούς, 8.000 ιππείς και πλήθος πυροβόλων και φορτηγών πλοίων υπό τον Δράμαλη. Η επονομαζόμενη εκστρατεία του Δράμαλη αρχικά προκάλεσε τρόμο στην ελληνική ηγεσία. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε να αντιμετωπιστεί ως εξής: ο μεν Υψηλάντης οχυρώθηκε στο Άργος, ο δε Κολοκοτρώνης έστησε το στρατηγείο του στους Μύλους της Λέρνης και διέταξε να κάψουν τα χωράφια.
Ο Δράμαλης έχασε χρόνο πολιορκώντας το Άργος, το οποίο δεν μπόρεσε να καταλάβει εξαιτίας της αδυναμίας του Οθωμανικού Στόλου να σπεύσει προς βοήθεια παρεμποδιζόμενος από τον Ελληνικό. Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης μάζεψε 5.000 άνδρες. Ο Δράμαλης αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει το Άργος και λόγω και της μεγάλης έλλειψης τροφίμων, καθώς ο Κολοκοτρώνης είχε κάψει τα χωράφια˙ έτσι, αποφάσισε να μην προχωρήσει προς την Τρίπολη, αλλά να επιστρέψει στην Κόρινθο. Ενώ όμως ο στρατός του περνούσε από το στενό των Δερβενακίων, έπεσε σε ενέδρα, την οποία είχε στήσει ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι Επαναστάτες, όπου κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε.
Η σύγκρουση των υφιστάμενων συμφερόντων που ωρίμασαν μέσα στο προνεωτερικό περιβάλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε στους εμφυλίους πολέμους (1823-1825). Τα κόμματα που είχαν διαμορφωθεί ήταν τα εξής: των Φιλικών, των δημογερόντων του Μοριά και των Υδραίων πλοιοκτητών – Ρουμελιωτών οπλαρχηγών. Στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας οι Υδραίοι και οι Ρουμελιώτες απέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία με 150 πληρεξουσίους. Ο Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των δημογερόντων και των Υδραίων. Ο Κολοκοτρώνης, ενώ στην αρχή είχε ταχθεί με τους Φιλικούς, προσχώρησε στο κόμμα των δημογερόντων με τον γιο του Πάνο να διορίζεται φρούραρχος Ναυπλίου και λαμβάνοντας την απόφαση να αρραβωνιάσει τον γιο του Κολίνο με την κόρη του προκρίτου της Γορτυνίας Κανέλλου Δεληγιάννη.
Η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού σώματος στο οποίο ηγείτο ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος (έχοντας στη θέση του αντιπροέδρου τον Κολοκοτρώνη) και του βουλευτικού σώματος που είχε επικεφαλής τον Μαυροκορδάτο επιδεινώθηκε το φθινόπωρο του 1823. Το εκτελεστικό ήταν ιδιαίτερα ισχυρό καθώς διέθετε ακόμη την πίστη των Πελοποννησίων οπλαρχηγών.
Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί»). Οι επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στην Πελοπόννησο. Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό και κηρύσσει νέο, με επικεφαλής τον υδραίο μεγαλοπλοιοκτήτη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκαν δύο πόλοι εξουσίας, ο ένας με έδρα το Κρανίδι («Κυβερνητικοί») και ο άλλος με έδρα την Τριπολιτσά («Αντικυβερνητικοί»). Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Δυστυχώς, στην εμφύλια διαμάχη οι Κυβερνητικοί σπατάλησαν το δάνειο της ανεξαρτησίας. Το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου δόθηκαν σκληρές μάχες στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία στην συνέχεια έδωσε αμνηστία στους αντιπάλους της.
Αμέσως μετά όμως οι συμμαχίες άλλαξαν και πάλι. Οι δημογέροντες στράφηκαν εναντίον των Υδραίων πλοιοκτητών, οι οποίοι προσεταιρίστηκαν τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς. Με χρήματα του δανείου ο Γεώργιος Κουντουριώτης οδήγησε τους Στερεοελλαδίτες στο να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Σε ενέδρα μάλιστα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώθηκε ο γιος του Κολοκοτρώνη Πάνος, πράγμα το οποίο βύθισε στην θλίψη τον Γέρο του Μοριά που για αυτό τον λόγο απόσύρθηκε στην Βυτίνα. Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Πελοπόννησο διαπράττοντας πολλές ακρότητες ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε να υποβάλει τον εαυτό του στην διάθεση της κυβέρνησης αλλά ο Γεώργιος Κουντουριώτης δεν τον πίστεψε και αφού τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825, τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Οι εθνικές ανάγκες επέτασσαν την γρήγορη απελευθέρωση του Γέρου του Μοριά: ο Ιμπραήμ είχε εξαπολύσει τον τρόμο και τον θάνατο στην Πελοπόννησο. Στα χρόνια που ακολούθησαν 1825-1827 ο Κολοκοτρώνης συνέβαλε καθοριστικά στο να παραμείνει η Επανάσταση ζωντανή μέχρι την ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και για την καθαρή σκέψη του Κολοκοτρώνη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Στα 1825 «ένας αμιγώς πυρήνας αγγλόφιλων Επτανησίων με τον οποίο συντάχθηκε σύντομα ο Μαυροκορδάτος και η οικογένεια Κουντουριώτη» συνέταξε επιστολή προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας από την Μ. Βρετανία να ορίσει το πρόσωπο που θα καταλάμβανε τον ελληνικό Θρόνο. Το κείμενο αφού υπογράφτηκε από πολλούς και σημαντικούς Πελοποννησίους και ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, καθώς και νησιώτες πολιτικούς και στρατιωτικούς, εστάλη στο Λονδίνο. Αυτό το ψήφισμα φέρει και την υπογραφή του Κολοκοτρώνη.
Συνετέλεσε αποφασιστικά στην εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδας και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του. Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη ορίστηκε από την Εθνική Συνέλευση μέλος της «Διοικητικής Επιτροπής» μαζί με τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Δημήτριο Μπουντούρη που θα κυβερνούσε την χώρα μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Απογοητεύθηκε από τις ενέργειες της Αντιβασιλείας προκαλώντας την μήνιν της Αντιβασιλείας.
Η προσπάθεια αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων επί Αντιβασιλείας και η αντιπαλότητα των κομμάτων
Η διοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων ανατέθηκε στον Χάιντεκ, του οποίου η πείρα που είχε αποκτήσει από την ελληνική πραγματικότητα ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Με έκδοση διαταγμάτων διαλύθηκαν τα υπολείμματα του προϋπάρχοντος τακτικού στρατού προωθώντας παράλληλα την αναδημιουργία νέου τακτικού στρατού. Το Τακτικό Σώμα διαλύθηκε με διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου, ενώ δεύτερο διάταγμα προέβλεπε την αποστρατεία των ατάκτων υπαξιωματικών και ανδρών που είχαν ενταχθεί σε αυτό μετά την 1η Δεκεμβρίου 1831 και την επιστροφή τους στις εστίες τους. Η ημερομηνία αυτή ήταν σημαντική καθώς τους εν αποστρατεία προσδιόριζε αυτούς που είχαν στρατολογηθεί στις τάξεις των καποδιστριακών και αντικαποδιστριακών κατά την διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων που ακολούθησαν την δολοφονία του κυβερνήτη. Αυτοί που ήταν κάτω των 30 ετών και είχαν στρατολογηθεί αποδεδειγμένα πριν από την παραπάνω ημερομηνία, μπορούσαν να ενταχθούν στα νέα τάγματα των Ακροβολιστών και του πεζικού. Οι αξιωματικοί των ατάκτων θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση επανένταξής τους στο στράτευμα αν είχαν λάβει αποδεδειγμένα μέρος στις επιχειρήσεις της επαναστατικής περιόδου. Την αίτησή τους θα την εξέταζε ειδική επιτροπή, η οποία αποτελούταν από καπετάνιους της επαναστατικής και της καποδιστριακής περιόδου.

Ο στρατός ξηράς του βασιλείου αποτελούνταν από 8 τάγματα της γραμμής, 1 σύνταγμα λογχοφόρων ιππέων, 6 λόχοι πυροβολικού, 1 λόχος ζευγιτών, 1 λόχος μηχανικού, 1 λόχος σκαπανέων, 10 τάγματα Ακροβολιστών – το οποίο επανδρώθηκε από παλαιούς ατάκτους αποτελώντας μέχρι το 1836 ιδιαίτερο σώμα. Σε αυτά τα στρατιωτικά τμήματα εισήχθηκαν στοιχεία οργάνωσης δυτικού τύπου αλλά συνέχιζαν να διαθέτουν και παραδοσιακά στοιχεία ατάκτων πολεμιστών. Παρά αυτήν την αναδιοργάνωση συνέχιζαν να υπάρχουν πάρα πολλοί ένοπλοι ανέντακτοι, οι οποίοι το μόνο που ήξεραν ήταν η τέχνη του πολέμου και δεν επιθυμούσαν – ούτε ήταν σε θέση σε αρκετές περιπτώσεις- να μάθουν άλλο επάγγελμα.
Η οικονομική ανισότητα μεταξύ ξένων και Ελλήνων στρατιωτών ξεσήκωνε την κοινή γνώμη. Σύμφωνα με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, ένας Βαυαρός λοχαγός έπαιρνε τον ίδιο μισθό με έναν Έλληνα συνταγματάρχη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και την έξαρση της ληστείας ο λαός την θεωρούσε συνέπεια της διάλυσης των ατάκτων. Η Αντιβασιλεία είχε εν πρώτοις αποτρέψει την πιθανότητα κάποιας ένοπλης εξέγερσης αλλά από την άλλη, μεγάλωνε σταδιακά την δυσαρέσκεια εναντίον της. Με την άρνηση των αγωνιστών να καταταγούν στις νέες στρατιωτικές δυνάμεις και με την παράλληλη άρνησή του να ασχοληθούν με ειρηνικά επαγγέλματα, ουσιαστικά απενεργοποίησε την πολιτική της Αντιβασιλείας που αποσκοπούσε στην οριστική λύση του προβλήματος των ατάκτων. Η ρευστή κατάσταση που επικρατούσε στα βόρεια σύνορα του βασιλείου δημιουργούσε την ανάγκη για παρουσία σχεδόν όλων των βαυαρικών στρατευμάτων αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο σημαντικές πόλεις και τοποθεσίες του Κράτους.
Η Αντιβασιλεία προσπάθησε και με άλλους τρόπους να λύσει το ζήτημα των ατάκτων οπλοφόρων. Με διάταγμα θα χορηγούσε μετάλλια σε όλους τους παλαιούς αγωνιστές τα οποία θα συνοδεύονταν και από ορισμένα προνόμια, όπως το να έχουν τιμητικές θέσεις στις επίσημες τελετές του δήμου, το να οπλοφορούν χωρίς σχετική άδεια (προφανής χαλάρωση προηγούμενων διατάξεων) και την απαλλαγή τους από κάθε σωματική εργασία στα δημόσια έργα. Κατόπιν, θα προσωρούσε στην δωρεάν παροχή κλήρων από τις εθνικές γαίες. Το δεύτερο μέτρο θα αφορούσε μόνο τους άπορους και προέβλεπε ταπεινωτικές δοκιμασίες για την πιστοποίηση της απορίας. Κανένα από τα δύο μέτρα δεν εφαρμόστηκε γιατί ο Μάουρερ και ο Άμπελ ανακλήθηκαν στην Βαυαρία.
Αν και έχει υποστηριχθεί ότι η διάθεση εξευρωπαϊσμού του ελληνικού στρατού ήταν ανώφελη και δαπανηρή καθώς απαιτούσε ένα σημαντικό αριθμό από ξένους φιλέλληνες στρατιώτες, ενώ ήδη υπήρχαν στρατιωτικά σώματα που ο τρόπος μάχεσθαι ήταν πλήρως προσαρμοσμένος, οι άτακτοι ήταν για τη Χώρα ένα πολύ σημαντικό πολιτισμικό, κοινωνικό και τελικά πολιτικό πρόβλημα. Ένας στρατός με τακτική οργάνωση ήταν πιο εύκολα ελεγχόμενος από την κρατική ηγεσία διότι αυτοί που το απάρτιζαν ήταν Βαυαροί, φιλέλληνες και αποστρατευμένοι ετερόχθονες Έλληνες του πάλαι ποτέ καποδιστριακού τακτικού, οι οποίοι λογοδοτούσαν μόνο στο Στέμμα και όχι στον εκάστοτε τοπικό προστάτη. Η Αντιβασιλεία με τον περιορισμό των ατάκτων προσπαθούσε στην κυριολεξία στο να αποστερήσει από τα πολιτικά κόμματα την στρατιωτική τους ισχύ.
Τον Μάιο του 1833 δημιουργήθηκε και το σώμα της Χωροφυλακής, το οποίο επανδρώθηκε κυρίως από Έλληνες αξιωματικούς και άνδρες. Ενετάχθησαν σε αυτή πολλοί άτακτοι της επαναστατικής και καποδιστριακής περιόδου. Υπήρχαν διαθέσιμες 1064 θέσεις αλλά μετά από ένα χρόνο από την έκδοση του σχετικού διατάγματος συνέχισαν να μένουν κενές 400 θέσεις. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από τους όρους ένταξης στο νέο σώμα που όριζαν σαφώς το όριο ηλικίας (40 έτη), τις γραμματικές γνώσεις (γραφή και ανάγνωση – πράγμα σπάνιο για την εποχή) και τέλος το να δώσουν γραπτή δήλωση νομιμοφροσύνης. Το τελευταίο ιδιαίτερα μέτρο καταδεικνύει την διάθεση της Αντιβασιλείας να δημιουργήσει σώμα πιστό και πειθήνιο στο καθεστώς. Στην συνέχεια, η Αντιβασιλεία συνειδητοποίησε ότι τα κριτήρια, ιδιαίτερα της γνώσης της γραφής και ανάγνωσης, καθιστούσε απαγορευτική την είσοδο ατάκτων στο νέο σώμα. Η απόσυρσή του οδήγησε σταδιακά στην επιτυχία του νέου σώματος καθώς αποδείχθηκε ότι ο σκοπός επετεύχθη. Τα στελέχη της Χωροφυλακής εξελίχθηκαν στους πλέον πιστούς ακολούθους της βασιλείας.
Αργότερα, με διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου ιδρύθηκε η «Βασιλική Φάλαγγα», ανενεργό σώμα εφέδρων του Στρατού. Ιδρύθηκε για να τιμήσει τους άνεργους οπλαρχηγούς των ατάκτων για τις υπηρεσίες τους στο Έθνος κατά την Επανάσταση και παράλληλα για να τους παράσχει οικονομική ενίσχυση. Το διάταγμα προέβλεπε την δημιουργία μιας ειδικής τριμελούς επιτροπής που θα επέλεγε και θα ιεραρχούσε αυτούς που κρίνονταν ότι είχαν τα αναγκαία προσόντα. Το 1836, ανακοινώθηκε τον διορισμό οκτακοσίων ανδρών, οι οποίοι θα ήταν οργανωμένοι σε δεκατρείς τετραρχίες. Ενώ το διάταγμα ανέφερε ότι το κράτος είχε το δικαίωμα σε καιρό πολέμου ή εμφύλιας σύγκρουσης να χρησιμοποιήσει αυτές τις τετραρχίες, καλούσε όσους επιθυμούσαν να αναλάβουν μάχιμη υπηρεσία να καταταγούν στην χωροφυλακή, στην εθνοφυλακή ή στα ελαφρά σώματα. Αυτό και μόνο καταδεικνύει ότι η Βασιλική Φάλαγγα δεν ήταν τίποτα άλλο από μια τιμητική σύνταξη. Η Βασιλική Φάλαγγα κόστιζε στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό το ποσό των 400.000 δραχμών. Ήταν το αναγκαίο τίμημα για το κατευνασμό μιας κοινωνικής ομάδας ενόπλων ανδρών που μπορούσε να καταστεί ανά πάσα στιγμή επικίνδυνη.
Η Αντιβασιλεία προκειμένου να διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο απέναντι στα κόμματα προσπαθούσε να περιορίσει την επιρροή των Μ. Δυνάμεων στα εσωτερικά της Χώρας και την χειραγώγηση των πολιτικών κομμάτων με την διατήρηση της απαγόρευσης της συμμετοχής τους στην πολιτική ζωή. Τα παραπάνω όμως οδήγησαν σε περισσότερες εποεμβάσεις των Μ. Δυνάμεων αναγκάζοντας τελικά την Αντιβασιλεία να εισέλθει στο πολιτικό παιχνίδι προσεταιριζόμενη στελέχη των αντιπάλων κομμάτων καθώς και με τον μαζικό διορισμό στο Δημόσιο. Παράλληλα, η ίδια η Αντιβασιλεία ενίσχυσε τις επιρροές των Μ. Δυνάμεων διότι το κάθε μέλος της είχε την δική του προτίμηση στην υποστήριξη κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης: ο Άρμανσπεργκ ήταν «αγγλόφιλος», ο Μάουρερ «γαλλόφιλος» και ο Χάιντεκ λόγω της συμμετοχής του στο καποδιστριακό καθεστώς εθεωρείτο «ρωσόφιλος». Οι πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας αναδείχθηκαν σε κέντρα διαμόρφωσης πολιτικών καταστάσεων στη Χώρα. Αυτή η ευρωπαϊκή «κηδεμονία» έθιγε ουσιαστικά την εθνική ανεξαρτησία του κράτος καθώς ο Γάλλος πρέσβης βαρόνος Ρουέν (Rouen), ο Βρετανός Ντώκινς και λιγότερο ο Ρώσος, ελληνικής καταγωγής, Γκ. Κατακάζυ (Gabriel Katacazy – Γαβριήλ Κατακάζης) επενέβαιναν με απροκάλυπτο τρόπο στα πολιτικά πράγματα της Χώρας.


Γενικά η Αντιβασιλεία και κυρίως ο Μάουρερ έκλινε προς την υποστήριξη της Γαλλίας. Πρώτον, διότι υπήρχε η πεποίθηση ότι η Γαλλία, ως η λιγότερο ισχυρή από τις τρεις Μ. Δυνάμεις θα επενέβαινε λιγότερο στα ελληνικά πράγματα και δεύτερον γιατί είχαν την ανάγκη του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που υπήρχε στην Πελοπόννησο και ενδεχομένως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον μιας πιθανής εξέγερσης των δυσαρεστημένων ατάκτων καθώς δεν είχε φθάσει ακόμη το δεύτερο βαυαρικό σώμα.
Από τις αρχές του 1833 εκδηλώθηκε έντονη η αντιπολιτευτική δραστηριότητα του ρωσικού κόμματος. Τα κυριότερα θέματα ήταν τα ζητήματα εκσυγχρονισμού του κράτους αλλά και τα αντιδημοφιλή μέτρα της Αντιβασιλείας για τη διάλυση των ατάκτων και των μοναστηριών. Τα μέτρα στηλιτεύονταν από την εφημερίδα «Χρόνος» αλλά δεν έμειναν μόνο εκεί αλλά, παράλληλα δημιούργησαν μια συνωμοτική οργάνωση με το όνομα «Φοίνιξ» και υποστήριζαν τις ληστρικές δραστηριότητες στη Χώρα μειώνοντας και με αυτούς τους τρόπους την δημοτικότητα της Αντιβασιλείας.
Ο Άρμανσπεργκ την παραπάνω έξαρση των δραστηριοτήτων του «ρωσικού κόμματος» την θεώρησε ως μία καλή ευκαιρία στο να παραμερίσει τους γαλλόφιλους Μάουρερ και Χάιντεκ. Αυτοί αντέδρασαν και προχώρησαν στην συλλήψεις του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Δημητρίου Πλαπούτα, του Κίτσου Τζαβέλα, του Γιάννη Μαμούρη, του Σπυρομήλιου, του Βάσου Μαυροβουνιώτη, του Τσάμη Καρατάσου, του Γιάννη Ρούκη, του Θεοδωράκη Γρίβα και άλλων στρατιωτικών. Στις 24 Οκτωβρίου 1833 διορίστηκε νέο υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Μαυροκορδάτου στο οποίο η παρουσία του γαλλικού κόμματος ήταν ενισχυμένη. Πέρα από τον ίδιο τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος είχε αναλάβει και τα υπουργεία των Εξωτερικών και των Ναυτικών, ο Κωλέττης αναλάμβανε το υπουργείο Εσωτερικών και ο Κωνσταντίνος Σχινάς τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Παιδείας – Εκκλησιαστικών. Υπουργός των Στρατιωτικών ανέλαβε ο Κρίστιαν Σμαλτς (Johann Heinrich Christian von Schmaltz), ο οποίος είχε επιμεληθεί της δημιουργίας τακτικού στρατού, ενώ στην στάση των Μανιατών τον Ιούλιο του 1834, όταν ο Μαυροκορδάτος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, ανέλαβε την ηγεσία του στρατού Ελλήνων και Βαυαρών που κατέστειλε τη στάση μετά από αιματηρές συγκρούσεις.
Αυτή η άνοδος της επιρροής του γαλλικού κόμματος, οδήγησε σε συνεννόηση το ρωσικό με το αγγλικό κόμμα με παρότρυνση του Άγγλου πρέσβη Ντώκινς και του δυσαρεστημένου Άρμανσπεργκ. Η αγγλική παρέμβαση ήταν τέτοια που όταν πολιτικά στελέχη μεταξύ των οποίων και ο κατά τα άλλα «αγγλόφιλος» Σπυρίδων Τρικούπης, ζήτησαν από την Αγγλία την ανάκληση του πρέσβη της, ο Πάλμερστον τον κάλυψε πλήρως, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο ζωντανή την επιρροή του Άρμανσπεργκ.

Τον Ιούνιο του 1834, ο βαςιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ανακάλεσε τον Μάουρερ και τον Άμπελ μετά από πιέσεις της αγγλικής πολιτικής. Η Ρωσία δέχθηκε το τετελεσμένο καθώς είχε εναντιωθεί σε αυτούς προηγουμένως, ενώ η Γαλλία αρκέστηκε στην επιρροή του πολιτικά ισχυρού Κωλέττη που διατηρούσε το νευραλγικής σημασία υπουργείο των Εσωτερικών. Το νέο υπουργικό συμβούλιο υπό τον Άρμανσπεργκ συμπληρωνόταν από τους συνταγματικούς – πολιτικοί χωρίς ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα που όμως ξεκάθαρα δεν ανήκουν στο ρωσικό κόμμα – Νικόλαο Θεοχάρη (Οικονομικών), Ιακωβάκη Ρίζο – Νερουλο (Εξωτερικών και Εκκλησιαστικών – Παιδείας) και τον αγγλόφιλο Γεώργιο Πραΐδη. Με αυτές τις νέες εξελίξεις νέα στάση εκδηλώθηκε στην Μεσσηνία και σε περιοχές της Αρκαδίας. Φαίνεται ότι υποκινήθηκε από το ρωσικό κόμμα με την υποστήριξη και κάποιων απογοητευμένων αγγλόφιλων στοιχείων λόγω της αποπομπής Μαυροκορδάτου. Ο Κωλέττης βρήκε την ευκαιρία να ισχυροποιήσει την θέση του με την καταστολή της εξέγερσης.
Στις 16 Αυγούστου 1834, κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις εξεγερμένες περιοχές και παράλληλα αμνήστευσε 500 ενόπλους μανιάτες και τους έστειλε εναντίον των στασιαστών παράλληλα με το εκεί ευρισκόμενο σώμα 1.000 Βαυαρών υπό τον Σμαλτς. Ακόμη, στρατολόγησε σώματα ρουμελιωτών υπό τον Θεοδωράκη Γρίβα καθώς και Πελοποννησίων ατάκτων υπό τους Δεληγιάννη, Σισίνη και Λόντο. Η εξέγερση κατεστάλη και οι αρχηγοί της καταδικάστηκαν σε θάνατο και ισόβια. Από τις προκηρύξεις των στασιαστών προκύπτει ότι οι λόγοι της εξέγερσης ήταν η κατάργηση της Αντιβασιλείας, η ανάληψη της εξουσίας από τον Όθωνα, η αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, η βαριά φορολογία και η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας. Παράλληλα, προβλήθηκε και η έλλειψη Συντάγματος. Το τελευταίο που υποστηρίχθηκε και από το σαφώς αντισυνταγματικό ρωσικό κόμμα, δείχνει ακριβώς ότι επρόκειτο για ένα ζήτημα προς πολιτική εκμετάλλευση.
Οι εξεγέρσεις της Μάνης και της Μεσσηνίας που εκδηλώθηκαν το 1834 διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά. Οι εξεγερθέντες ήταν και στις δυο περιπτώσεις η μειοψηφία του πληθυσμού, ενώ στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν αγρότες, οι οποίοι χειραγωγούνταν από προκρίτους, ιερείς και οπλαρχηγούς. Οι εξεγερμένοι δεν είχαν εικόνα των πολιτικών και ιδεολογικών συνθημάτων που προέβαλαν οι αρχηγοί τους όπως, επί παραδείγματι το σύνταγμα και οι πολιτικές ελευθερίες αλλά αυτά τα οποία αντιλαμβάνονταν ήταν η οικονομική εξαθλίωση και η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας.
Οι αυτόχθονες και οι ετερόχθονες
Η ηγεσία καλείται ουσιαστικά να οργανώσει ένα κράτος από το μηδέν, ενώ από την άλλη είναι ανάγκη να δοθούν λύσεις σε προβλήματα που «έρχονται» από τις προηγούμενες περιόδους, την επαναστατική και την καποδιστριακή. Ένα από αυτά, για να δοθεί ένα παράδειγμα, είναι το πλήθος των αγωνιστών, οι οποίοι αποτελούν μία πάντα επικίνδυνη ομάδα ανθρώπων, καθώς θεωρούν ότι ήρθε η ώρα να καρπωθούν αυτά για τα οποία είχαν πολεμήσει. Η διαμάχη μεταξύ «ετεροχθόνων» και «αυτοχθόνων» που ξέσπασε περί τα 1844 επικυρώνει την παραπάνω διαπίστωση.
Το όλο θέμα είχε να κάνει με τις δημόσιες θέσεις και αξιώματα που λάμβαναν οι ετερόχθονες λόγω της ανώτερης μόρφωσής τους. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ρήγα Παλαμήδη: «Ἡμεῖς δὲν στεροῦμε τοὺς ἑτερόχθονας παρὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς ἐξουσίας […] Ἄς ἐπιχειρήσωσι ἰδιωτικὰ ἔργα, ἂς καλλιεργήσωσι γαίας, ἂς μετέλθωσι ἐμπόριον καὶ βιομηχανίας, εἰς τὰ ὑπουργήματα ὅμως δὲν τοὺς δεχόμεθα. Ἂς τραβηχθοῦν δι’ ὀλίγα χρόνια νὰ κανονίσωμεν ἡμεῖς μόνοι τὴν ὑπηρεσίαν μας. Πρόκειται νὰ ρίψωμεν βάλσαμον εἰς τὰς πληγὰς μας καὶ ὄχι τρεμεντίνα». Ακόμα πιο χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη «Ἂν εἶναι νὰ μείνωμε ἡμεῖς νηστικοί, ἂς πάη στὸ διάβολο ἡ ἐλευθερία. Ἔφαγαν αὐτοί, ἂς φᾶμε καὶ ἐμεῖς τώρα».

Το Αυτοκέφαλο, ο Παπουλάκος, ο Θεόφιλος Καΐρης και το κλείσιμο μοναστηριών
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1833, με Διάταγμα αποφασίστηκε η διάλυση των μοναστηριών που είχαν λιγότερο από 6 μοναχούς, ενώ με επόμενο Διάταγμα καθοριζόταν η διάλυση των γυναικείων μοναστηριών εκτός από τριών που αντιστοιχούσαν σε τρεις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, απαγορεύτηκαν οι δωρεές, ενώ εκποιήθηκε μεγάλο μέρος της περιουσίας των διαλυθέντων μοναστηριών για τα κονδύλια του κράτους, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Τα παραπάνω προκάλεσαν αντιδράσεις και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες και γεγονότα, όπως η σύλληψη και η καταδίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα καθώς και η προσπάθεια αφοπλισμού των πύργων της Μάνης, οδήγησαν σε μια μεγάλη μανιάτικη εξέγερση. Από τα 523 μοναστήρια που υπήρξαν, διατηρήθηκαν τα 146. 83 γιατί είχαν περισσότερους από 6 μοναχούς και τα υπόλοιπα 63 στη Μάνη, όπου η κυβέρνηση απέφυγε να επέμβει φοβούμενη συνέχιση της εξέγερσης.
Η απόδειξη της «επικινδυνότητας των Βαυαρών» θα ερχόταν με το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις 29 Ιουνίου 1850, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως χορηγεί αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ήταν το αποτέλεσμα μιας σημαντικής διαμάχης μεταξύ του «αγγλικού κόμματος» και του «ρωσικού». Οι του αγγλικού κόμματος, με προεξάρχοντα μέλη τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον Θεοκλητο Φαρμακιδη, εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ένα «κανονικό» ευρωπαϊκό κράτος. Μέχρι τότε, έπρεπε να ακολουθεί φιλειρηνική πολιτική αλλά και να ετοιμάζεται στρατιωτικά για μελλοντική σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο παραπάνω πλαίσιο δεν μπορούσε να νοηθεί ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα υπαγόταν σε έναν θεσμό που θα ανήκε σε ένα άλλο κράτος. Από το 1848 όμως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αρχίζει να διακρίνει έναν νέο εχθρό, πιο επικίνδυνο ακόμη και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον σλαβισμό.
Τις απόψεις περί αυτοκεφάλου των Μαυροκορδάτου, Φαρμακίδη και Τρικούπη τις ενστερνίστηκε πλήρως ο Μάουρερ, ο οποίος θεωρούσε ότι η διακοπή των δεσμών της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα οδηγούσε σε ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα. Συστάθηκε επταμελής επιτροπή κληρικών και λαϊκών στην οποία κυριάρχησε η ηγετική προσωπικότητα του Αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη. Με βάση τις εισηγήσεις τις επιτροπής, θα δημοσιευτεί το διάταγμα στις 23 Ιουλίου/ 6 Αυγούστου 1833 με το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος ενώ παραμένει δογματικά συνδεδεμένη με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, αποκόπτεται διοικητικά από αυτό και υποτάσσεται στον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας του ελληνικού κράτους.

Το «ρωσικό κόμμα» από την άλλη θεωρούσε ότι η Ελλάδα ανήκει θρησκευτικά και πολιτισμικά στην Ανατολική Ορθόδοξη Οικογένεια. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατ’ αυτούς ήταν η μήτρα του Ελληνισμού και η απομάκρυνση από αυτό ήταν επικίνδυνη εθνικά. Οι του ρωσικού κόμματος φοβόντουσαν με την σειρά τους περισσότερο τους Προτεστάντες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σε αυτό το κλίμα ένας κρεοπώλης ονόματι Χρήστος Παναγιωτόπουλος αποφάσισε να αυτοχειροτονηθεί και να κηρύττει στην Πελοπόννησο εναντίον της Αντιβασιλείας, του Όθωνα, του Αυτοκεφάλου και των Άγγλων. Ο μικρός παππούς ή αλλιώς «Παπουλάκος» με ρητορική δεινότητα ξεσήκωνε τα πλήθη τα οποία τον λάτρευαν σε σημείο παροξυσμού. Την πέραση του Παπουλάκου δεν άργησαν να αντιληφθούν οι Ρώσοι: το 1839 ιδρύθηκε η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία». Σε αυτήν συμμετείχαν κατά κόρον οι «Ναπαίοι» (οι του ρωσικού κόμματος). Γενικότερες επιδιώξεις της υπήρξαν η δημιουργία απελευθερωτικών κινημάτων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, η ενίσχυση της Ορθοδοξίας (κατάργηση της ρύθμισης για το εκκλησιαστικό ζήτημα, προσχώρηση του βασιλιά και των μελών της βασιλικής οικογένειας στο ορθόδοξο δόγμα και απαγόρευση των αλλόδοξων θρησκευτικών αποστολών στο ελληνικό κράτος) και η αποκλειστική παρουσία αυτοχθόνων στις πολιτικές, διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις. H οργάνωση της Eταιρείας θύμιζε κατά πολύ το συνωμοτικό τρόπο δράσης των Φιλικών. Τα μέλη γίνονταν δεκτά κατόπιν μύησης και υπήρχαν τρεις βαθμίδες μελών. Ανάλογα με τη θέση του καθενός διαβαθμίζονταν και οι πληροφορίες που του δίνονταν σχετικά με τους σκοπούς της Εταιρείας.
Το ρωσικόν κόμμα συγκλονιζόταν και από ένα άλλο ζήτημα: του λόγιου με σημαντική ανθρωπιστική δράση, του Θεόφιλου Καΐρη. Εγκαινίασε το Ορφανοτροφείο του στην Άνδρο τον Σεπτέμβριο του 1835 δεχόμενος αρχικά τριάντα ορφανά και την επόμενη χρονιά το έθεσε σε πλήρη λειτουργία. Στη σχολή του ορφανοτροφείου διδάσκονταν όλα τα μαθήματα που παραδίδονταν στα ευρωπαϊκά σχολεία με τη βοήθεια σύγχρονων επιστημονικών οργάνων. Η παιδαγωγική μέθοδος του Καΐρη στηρίζονταν στην ελεύθερη έκφραση του μαθητή και το φιλελευθερισμό. Ο ίδιος μάλιστα ονόμαζε τα μαθήματα «συνδιαλέξεις». Μαθητές της σχολής δεν ήταν μόνο τα ορφανά αλλά και νέοι από εύπορες οικογένειες που επιθυμούσαν να διδαχτούν από τον πρωτοπόρο δάσκαλο.

Ο Καΐρης ανέπτυξε μία προσωπική θρησκεία τη «Θεοσέβεια» επηρεασμένος από τους Γάλλους δεϊστές. Μία μονοθεϊστική διδασκαλία με δικές της τελετές λατρείας και αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου. Για αυτή του τη θρησκευτική θεωρία θεωρήθηκε σύντομα αιρετικός και επικίνδυνος τόσο από την πολιτική εξουσία που έβλεπε στο πρόσωπο του έναν αφυπνιστή του λαού, όσο και από την επίσημη Εκκλησία. Η πολιτική εξουσία τελικά ενέδωσε: διέταξε τον Κωνσταντίνο Κανάρη να πλεύσει στην Τήνο για να πάρει από εκεί τον διοικητή της Τήνου και να τον πάει στην Άνδρο, ώστε μαζί με το Μητροπολίτη Άνδρου να καλέσουν ενώπιον τους τον Καΐρη.
Με βασιλικό διάταγμα στις 28 Οκτωβρίου 1839, τέθηκε υπό περιορισμό στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο για να μετανοήσει και παρέμεινε επί ένα ολόκληρο χειμώνα σε ένα σκοτεινό υπόγειο και αρρώστησε βαριά. Η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία ανησυχώντας για ενδεχόμενη κατακραυγή σε περίπτωση θανάτου του τον μετέφερε στο μοναστήρι της Θήρας όπου παρέμεινε υπό καλύτερες συνθήκες επί δύο χρόνια σε απομόνωση. Μετά από περιπέτειες θα καταλήξει στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει για δύο χρόνια.
Με τη Συνταγματική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο Καΐρης, με τη βοήθεια του παλαιού συμμαθητή του Ιωάννη Κωλέττη, επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο όπου συνέχισε τη λειτουργία του Ορφανοτροφείου του. Θα καταδικαστεί εκ νέου σε φυλάκιση αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις φυλακές της Σύρου.
Το σκήνωμά του ενταφιάστηκε σε χώρο του λοιμοκαθαρτηρίου Ερμούπολης, αφού ο τοπικός ιερέας δεν παρείχε άδεια ταφής στο κοιμητήριο, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία και υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Την επομένη της ταφής του άγνωστοι βέβηλοι άνοιξαν τον τάφο του διδασκάλου τεμάχισαν τη σορό του και έριξαν μέσα στα σωθικά του ασβέστη. Μετά το θάνατό του ο Άρειος Πάγος με την υπ. Αριθ. 19/19.1.1853 απόφασή του απάλλαξε των κατηγοριών και αθώωσε τον Θεόφιλο Καΐρη.
Ο Παπουλάκος από την άλλη ξεσήκωνε τα πλήθη όχι μόνο υβρίζοντας την πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία της Χώρας αλλά και διακηρύττοντας ότι τα λίγα γράμματα αρκούν. Τα πολλά γράμματα και τα σχολεία δεν ωφελούν και οι γραμματισμένοι είναι πηγή όλων των δεινών. Είχε άσβεστο μίσος προς την Επιστήμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ονόμαζε τα ατμόπλοια «καρότσες του Διαβόλου». Σε αυτό λαΐκιζε ο Παπουλάκος καθώς τότε γινόταν η μετάβαση του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου από τα ιστία στον ατμό προκαλώντας ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες στους Έλληνες. Η Ύδρα και οι Σπέτσες είχαν οδηγηθεί σε μεγάλη οικονομική κρίση με τον λαό να κυκλοφορεί πεινασμένος στα σοκάκια των νησιών. Επίσης όργανα του Σατανά ήταν οι ιατροί και η ιατρική επιστήμη. Στο μυαλό του μόνο η Ορθοδοξία ήταν ιερή, ενώ όλες οι άλλες θρησκείες του Σατανά. Τέλος, κατηγορούσε τις πόλεις ότι δήθεν από εκεί εκπορευόταν όλη η διαφθορά. Την πρωτεύουσα την αποκαλούσε «πορνεύουσα».
Η κατάληξη του εκκλησιαστικού
Το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν αναιρέθηκε παρ’όλα αυτά συνέβη κάτι το απροσδόκητο: στα μετέπειτα χρόνια η Ρωσική Αυτοκρατορία σταδιακά προωθεί τον Πανσλαβισμό στα Βαλκάνια και το Αυτόκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας λειτουργεί ως πρότυπο για το βουλγαρικό σχίσμα και την δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870. Οι του αγγλικού κόμματος από την δεκαετία του 1850 ανησυχούν για την άνοδο του σλαβισμού. Με προεξάρχοντα τον Κωνσταντίνο Δόσιο, Υπουργό Εκκλησιαστικών και αργότερα Παιδείας – συνεργάτη του Φαρμακίδη, η πολεμική εναντίον του σλαβισμού και της Ρωσίας θα ενταθεί. Θα δημοσιεύσει μάλιστα ανώνυμα πραγματεία με τίτλο: «Ελληνισμός ή Ρωσισμός, ήτοι η μεταξύ Αγγλίας και Ρωσσίας απόρρητος και εμπιστευτική διαπραγματεία περί του Ανατολικού Ζητήματος».
Συνέβη πλήρης μεταστροφή. Οι του αγγλικού κόμματος, ενώ ήταν οι δημιουργοί του Αυτοκέφαλου της Ελλάδος, έφτασαν στο σημείο να θεωρούν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως ως το σημαντικότερο όπλο εναντίον του σλαβισμού. Απέναντι στον νέο εχθρό ακόμη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ανεκτή.
Ο Παπουλάκος ως πηγή σημαντικών εξεγέρσεων τελικά προκάλεσε την μήνιν της πολιτικής εξουσίας. Αρχικά, το 1852, συνελήφθησαν στελέχη της Φιλορθοδόξου Εταιρείας, ενώ για την σύλληψη του Παπουλάκου οργανώθηκε ολόκληρη εκστρατεία καθώς όλη η νότια Πελοπόννησος τον υποστήριζε φανατικά. Χρησιμοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού Στρατού υπό τον Γενναίο Κολοκοτρώνη αλλά και του Στόλου με επικεφαλής την κορβέτα Όθων. Ο Παπουλάκος τελικά θα αφήσει την τελευταία του πνοή το 1861 στο μοναστήρι της Παπαχράντου στην Άνδρο.
Επίλογος
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η δίκη του Κολοκοτρώνη πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπ’ όψη το πολιτικό και κοινωνικό περικείμενο της περιόδου. Γινόταν μια τιτάνια προσπάθεια εγκατάστασης ενός νεωτερικού κράτους σε μια κοινωνία που εν πολλοίς παρέμενε προνεωτερική και αγροτική. Σημασία για τον μέσο Έλληνα της εποχής είχαν οι οικονομικές δυσκολίες που επεφύλασσαν μια άθλια ζωή και η προάσπιση της Ορθοδοξίας από τις «κακόβουλες» δυτικές δυνάμεις.
Οι ιδέες της ελευθερίας, της ισοπολιτείας και της ισονομίας ήταν κτήμα των λίγων που αποτελούσαν την ιντελιγκέντσια της Χώρας. Παράλληλα, η Χώρα, ως προτεκτοράτο, είχε καταστεί «πεδίον δόξης λαμπρόν» για τις Μ. Δυνάμεις, οι οποίες επενέβαιναν στα πολιτικά πράγματα του βασιλείου με απροκάλυπτο τρόπο. Ακόμα και τα μέλη της Αντιβασιλείας δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό του να ενταχθούν σε αυτού του είδους τα πολιτικά παιχνίδια.
Ολοκληρώνοντας δέον είναι να αναφερθεί ότι η καταδίκη σε θάνατο των «συνωμοτών κατά του βασιλέως» – τονίζεται ότι δεν σχολιάζεται σε αυτήν την δημοσίευση η διαδικασία της δίκης και το κατά πόσο ήταν ορθή τόσο ως διαδικασία όσο και ως αποτέλεσμα – ήταν για εκείνη την εποχή η συνήθης τιμωρία. Το ότι ο Όθων στην συνέχεια έδωσε χάρη μαρτυρά -κατά την ταπεινή μου γνώμη – τόσο την παραδοχή του λάθους όσο και της αποδοχής του μεγέθους και του μεγαλείου της προσωπικότητας του Κολοκοτρώνη.

