Η Κρητική Επανάσταση (1866-1869)
Η Κρητική Επανάσταση όχι μόνο συγκλόνισε όλο τον Ελληνισμό, αλλά και κατέδειξε στα μάτια της ελληνικής κοινής γνώμης το χρόνιο λάθος της Ηγεσίας να θεωρεί ως κύριες αποστολές του Πολεμικού Ναυτικού την εξυπηρέτηση αναγκών του Κράτους και την αστυνόμευση των θαλασσών. Πράγματι, απέναντι στον ισχυρό Οθωμανικό Στόλο ο Ελληνικός είχε να αντιτάξει μόνο τον ατμοδρόμωνα Ελλάς, με αποτέλεσμα ο Οθωμανικός Στόλος, όχι μόνο να διενεργεί ναυτικό αποκλεισμό στην Κρήτη, αλλά και να διαπλέει ανενόχλητος τις ελληνικές θάλασσες.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο ο σουλτάνος με τη βοήθεια που του προσέφεραν η Αγγλία και η Γαλλία, εξέδωσε το Χάτι Χουμαγιούν (1856), σύμφωνα με το οποίο γίνονταν σεβαστοί οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αυτά δεν ίσχυσαν για την Κρήτη. Οι φόροι έγιναν βαρύτεροι, ενώ συχνές ήταν οι διώξεις και οι φυλακίσεις χριστιανών για ανύπαρκτες ή ασήμαντες αιτίες.
Αφορμή για την έκρηξη της Κρητικής Επαναστάσεως υπήρξε το μοναστηριακό ζήτημα, η διάθεση δηλαδή των προσόδων των μονών της ανατολικής Κρήτης. Στην διαμάχη έλαβαν μέρος δύο παρατάξεις: Η πρώτη με επικεφαλής τον μητροπολίτη περιελάμβανε τους επισκόπους και τους ηγουμένους των μονών και υποστήριζε την άποψη ότι μόνο η Εκκλησία είχε λόγο στη διαχείριση των χρημάτων. Η άλλη παράταξη, στην οποία ανήκαν τα προοδευτικά στοιχεία των ανατολικών επαρχιών καθώς και προύχοντες και καπετάνιοι, είχε την άποψη ότι ο λαός θα έπρεπε να έχει λόγο στη διαχείριση των χρημάτων. Στη διαμάχη επενέβη ο γενικός διοικητής ευνοώντας την παράταξη του μητροπολίτη. Αυτή η εμπλοκή επέτεινε την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.
Οι Κρήτες, μετά από πολλές διακοινώσεις προς την Ελλάδα, τις Μ. Δυνάμεις αλλά και τον ίδιο τον σουλτάνο, αποφάσισαν να πάρουν τα όπλα και κήρυξαν επίσημα την Ένωση με την Ελλάδα την 21η Αυγούστου του 1866 στο χωριό Ασκύφου των Σφακίων. Λίγο πριν από τα τέλη Ιουλίου είχε ήδη ιδρυθεί με προσπάθειες του Μάρκου Ρενιέρη, του Δ.Μαυροκορδάτου και άλλων επιφανών Ελλήνων Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή, η οποία ανέλαβε το έργο της συλλογής χρημάτων από εράνους για την υποστήριξη της επανάστασης.
Στη Σύρο, ιδρύθηκε στις αρχές Αυγούστου η Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή, η οποία σε στενή συνεργασία με την Κεντρική Επιτροπή, ανέλαβε το τιτάνιο έργο της αποστολής των εφοδίων στην Κρήτη. Η Επιτροπή της Σύρου χρησιμοποίησε πλοία της Ελληνικής Ατμοπλοΐας. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, η Επιτροπή οργάνωνε πλόες με ιστιοφόρα, αλλά επειδή αυτά δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τα ταχύτερα και ισχυρότερα ατμοκίνητα, οργάνωσε στολίσκο ατμοκίνητων καταδρομικών, τα οποία ήταν αρχικά το Πανελλήνιον και το Ὕδρα και μετά το Ἀρκάδιον, το Κρήτη και το Ἔνωσις. Τα καταδρομικά αυτά διέσπασαν πάρα πολλές φορές τον αποκλεισμό των Οθωμανών και μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στους Επαναστάτες. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι τα πληρώματα των καταδρομικών αυτών αποτελούνταν από υπαξιωματικούς και ναύτες που διέθετε το Πολεμικό Ναυτικό με μυστικότητα, καθ’ όσον η Ελλάδα τυπικά ήταν ουδέτερη. Με την ίδια μυστικότητα τα καταδρομικά εξοπλίζονταν από τον ναύσταθμο του Πολεμικού Ναυτικού. Ένας μάλιστα από τους θρυλικούς κυβερνήτες των καταδρομικών ήταν ο Ανδρέας Κοτζιάς, ο οποίος ήταν απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.

Στους κυβερνήτες των πολεμικών πλοίων δίνονταν διαταγές που είχαν να κάνουν με απόσπαση υπαξιωματικών και ναυτών στο εργοστάσιο της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας προς εκπαίδευση, ενώ παράλληλα το Υπουργείο των Ναυτικών προχωρούσε σε νέες ναυτολογίες, που άμεσα αποσπούσε στο εργοστάσιο της Σύρου.
Στις 8-9 Νοεμβρίου 1866 ,συνέβη η κορυφαία ηρωική στιγμή της Κρητικής Επανάστασης, το δεύτερο Μεσολόγγι, όπως πολύ πετυχημένα ονομάστηκε: η ανατίναξη της Μονής του Αρκαδίου. Στο πλαίσιο της επίθεσης εναντίον του Ρεθύμνου, ο τότε γενικός διοικητής της Κρήτης Μουσταφά, επιτέθηκε στην Μονή Αρκαδίου, στην οποία είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα και 250 μαχητές υπό τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο και τον ηγούμενο της Μονής Γαβριήλ Μαρινάκη. Οι Οθωμανοί, οι οποίοι στην κατάληψη της Μονής χρησιμοποίησαν και πυροβολικό, μετά από τρεις εφόδους κυρίευσαν το μοναστήρι. Οι αποκλεισμένοι αγωνιστές ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη παρασέρνοντας στον θάνατο τόσο τους ίδιους, όσο και πολλούς Οθωμανούς. Αυτό το γεγονός συγκλόνισε την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, δημιουργώντας ένα δεύτερο κύμα φιλελληνισμού.
Το 1868, ενώ η Επανάσταση στην Κρήτη ευρισκόταν στην πλήρη ακμή της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία απέστειλε μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα απειλητικό τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο απαιτούσε επ’ απειλή διακοπής διπλωματικών σχέσεων τα εξής:
την άμεση διάλυση των εθελοντικών σωμάτων που οργανώνονταν στην Ελλάδα για να αποσταλούν στην Κρήτη
τον άμεσο αφοπλισμό του Ενώσις, του Κρήτη και του Πανελλήνιον
την παροχή άδειας στους Κρήτες πρόσφυγες που ευρίσκονταν στην Ελλάδα να επανέλθουν στην πατρίδα τους
την τιμωρία όσων ενοχοποιήθηκαν για επίθεση εναντίον Οθωμανών στρατιωτών ή υπηκόων και την αποζημίωση των οικογενειών των θυμάτων
τη διαγωγή της Ελλάδας στο εξής να είναι σύμφωνη με τις συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.
Η γύμνια του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στο θέμα των εξοπλισμών, έγινε πασιφανής στο περιστατικό της καταδίωξης του Ἔνωσις από οθωμανική μοίρα και στα γεγονότα της Σύρου. Ο αρχηγός της οθωμανικής μοίρας που απέκλειε την Κρήτη, αντιναύαρχος Χόβαρτ, Άγγλος ο οποίος υπηρετούσε στο Οθωμανικό Ναυτικό, επειδή δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να συλλάβει το Ἔνωσις, αποφάσισε να του στήσει ενέδρα έξω από το λιμάνι της Σύρου. Το Ἔνωσις, με πετυχημένους ελιγμούς του κυβερνήτη του, όχι μόνο απέφυγε τη σύλληψη, αλλά έπληξε με βλήμα το οθωμανικό ατμόπλοιο Ιτζεδίν και τη φρεγάτα Χουδανβενδικιάρ. Ο Χόβαρτ, μόλις το Ἔνωσις αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Σύρου, κατέπλευσε εκεί και επέδωσε στον νομάρχη των Κυκλάδων τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο ο τελευταίος έπρεπε να του παραδώσει το Ἔνωσις εντός ορισμένης προθεσμίας, αλλιώς απειλούσε ότι θα το καταλάμβανε με τη βία. Οι πρόξενοι των Μ. Δυνάμεων στη Σύρο αντέδρασαν και ο κυβερνήτης της αυστριακής κανονιοφόρου Βαλ, η οποία βρισκόταν στο λιμάνι, απείλησε ότι θα κτυπούσε τα οθωμανικά πλοία, εάν προσπαθούσαν να καταλάβουν το Ἔνωσις. Όταν αυτά έγιναν γνωστά στην Αθήνα, οι πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων αποφάσισαν να στείλουν το γαλλικό πολεμικό Forbin.


Το Υπουργικό Συμβούλιο στην Αθήνα αποφάσισε να στείλει στη Σύρο τον ατμοδρόμωνα Ἑλλάς, αφού πρώτα περάσει από τον Ναύσταθμο και παραλάβει οπλισμό και άνδρες, οι οποίοι αποσπάστηκαν από το Μεσολόγγι και τον Γλαύκο. To Ἑλλάς είχε λάβει διαταγές να προστατεύσει το λιμάνι της Σύρου από τους Οθωμανούς και να είναι έτοιμο για εμπλοκή. Ο Χόβαρτ βλέποντας και το γαλλικό πολεμικό, εξήλθε από το λιμάνι και άρχισε να περιπολεί στις προσβάσεις. To Ἑλλάς παρέμενε άπρακτο στη Σύρο καθώς απέναντί του ευρίσκονταν υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν ενισχυθεί και έφθαναν στα 10 πλοία (1 ελικοφόρο δίκροτο 50 πυροβόλων, 2 ελικοφόρες φρεγάτες των 50 πυροβόλων, 1 τροχήλατη φρεγάτα των 16 πυροβόλων, 1 θωρηκτή φρεγάτα των 18 πυροβόλων, 1 κανονιοφόρος 7 πυροβόλων και 4 άλλα ατμόπλοια). Τελικά ανεκλήθη στον Πειραιά μεταφέροντας τις νέες απαιτήσεις του Χόβαρτ στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Κάτω από την πίεση που δέχθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση από τους πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων, οι δικαστικές αρχές της Σύρου δέχθηκαν την μήνυση του Χόβαρτ και απαγορεύτηκε ο απόπλους της Ἐνώσεως, για όσο διάστημα εκδικάζεται η υπόθεση. Ο Χόβαρτ αρκέστηκε σε αυτά και την 9η Ιανουαρίου απέπλευσε από τη Σύρο.
Ενώ συνέβαιναν τα γεγονότα της Σύρου, το Υπουργείο των Ναυτικών πανικόβλητο προσπαθούσε ταχέως να προπαρασκευάσει την Ελλάδα για ναυτικό πόλεμο, ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν διακοπεί από την 6η Δεκεμβρίου του 1868, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αρνηθεί να ενδώσει στο οθωμανικό τελεσίγραφο. Διατάχθηκε ο κυβερνήτης του Ἀμφιτρίτη να πλεύσει στον Πόρο για να παραλάβει τον οπλισμό του πλοίου και κατόπιν, να επιστρέψει στον Πειραιά και να αναμείνει περαιτέρω εντολές. Παράλληλα, είχε συσταθεί επιτροπή από τους αντιπλοίαρχο Παλάσκα, πλωτάρχη Μουρούζη, ταγματάρχη του Πυροβολικού, Ιωάννη Ζυμπρακάκη και υπολοχαγό του ημιτάγματος των Σκαπανέων, Ν. Τσαμαδό, παρουσία του διευθυντού του ναυστάθμου, η οποία είχε ως αντικείμενο μελέτης την καταλληλότερη οχύρωση του Ναυστάθμου. Η επιτροπή κατέληξε στο ότι έπρεπε να φτιαχτούν τέσσερα πυροβολεία: ένα κάτω από το Μοναστήρι, ένα δεύτερο επί της νησίδος Μπούρζι (Θαλασσόπυργος), τρίτο στην άκρη του στομίου (Μπουγάζι) και τέταρτο σε έναν γήλοφο απέναντι από την παραπάνω θέση στην παραλία της Τροιζήνας στην περιοχή που ονομάζεται Μαγούλα.
Για τα πυροβόλα αυτών των θέσεων προτιμήθηκε η λύση να αγοραστούν από το εξωτερικό, γιατί τα ελληνικά πυροβόλα, πολλά από τα οποία χρονολογούνταν από την εποχή της Επανάστασης, είχαν ανεπαρκές βεληνεκές και στερούνταν κιλλιβάντων. Επίσης, εκείνη την περίοδο, γίνεται η πρώτη αναφορά σε ελληνικό δημόσιο έγγραφο στις νάρκες (τα λεγόμενα, ναύκλαστρα). Ο μηχανικός του Πολεμικού Ναυτικού Ιάσων Γ. Ζωχιός υπέβαλε απόρρητη αναφορά στο Υπουργείο, στην οποία υποστήριζε ότι γνώριζε τον τρόπο κατασκευής τους και καλούσε το Υπουργείο να προχωρήσει σε σχετικά πειράματα.

Το Υπουργείο των Ναυτικών σύστησε μια γνωμοδοτική επιτροπή απαρτιζόμενη από τον πλοίαρχο Ν. Μιαούλη ως Πρόεδρο, τον αντιπλοίαρχο Κουμελά και τον πλωτάρχη Μουρούζη για να συντάξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του Ναυτικού μαζί με τον σχετικό προϋπολογισμό. Αυτή η Επιτροπή έπραξε το καθήκον της και συνέταξε ένα πρόγραμμα, στο οποίο υπήρχαν από προτάσεις ναυπηγήσεων πλοίων και οχύρωσης του Ναυστάθμου (σύμφωνα με τα πορίσματα της προηγούμενης επιτροπής) μέχρι θέματα πληρωμάτων, προμήθειας γαιανθράκων, υλικών και τροφίμων, καθώς και σύστασης νοσοκομείων. Το απαιτούμενο ποσό ανερχόταν στα 8 εκατομμύρια δραχμές, ενώ η επιτροπή τόνιζε ότι οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ήταν εντελώς ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις οθωμανικές θεωρώντας αναγκαία την απόκτηση τεσσάρων θωρηκτών, των οποίων η αξία υπολογιζόταν στα 12 εκατομμύρια. Τελικά, οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να λύσουν τη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνδιάσκεψη στο Παρίσι, όπου η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποκύψει, καθόσον ήταν εντελώς απροετοίμαστη για πόλεμο.
Οι συνέπειες της Κρητικής Επανάστασης έγιναν εμφανείς και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Πιο συγκεκριμένα, η επανάσταση στην Κρήτη μπορεί να έπαυσε, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να κάνει κάποιες παραχωρήσεις με τον λεγόμενο Οργανικό Νόμο. Όσον αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό, η Κρητική Επανάσταση οδήγησε στον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Στόλου, καθώς άλλαξε την λανθασμένη αντίληψη της Ηγεσίας ότι το Ναυτικό προορίζεται για την αστυνόμευση των θαλασσών και τις εξυπηρετήσεις προς το Κράτος. Έτσι, το νέο δόγμα της Διοίκησης επέτασσε τη γρήγορη δημιουργία ενός αξιόμαχου Ελληνικού Στόλου.
Ο εκσυγχρονισμός του Στόλου
Ο Στόλος μέχρι το 1866 δεν θύμιζε σε τίποτα στόλο πολεμικών πλοίων. Ήταν ένας στολίσκος καταδίωξης της πειρατείας και εξυπηρέτησης κρατικών αναγκών. Η Ηγεσία είχε λανθασμένα παραγνωρίσει τον πραγματικό λόγο ύπαρξης πολεμικού στόλου, που δεν είναι άλλος από την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Πραγματικά, ο Ελληνικός Στόλος μέχρι τότε είχε μόνο ένα πραγματικά πολεμικό πλοίο, τον ατμοδρόμωνα Ἑλλάς.
Με την έκρηξη όμως της Κρητικής Επανάστασης του 1866, ο Ελληνικός Στόλος βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος με αποτέλεσμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις υπέρτερες ναυτικές της δυνάμεις να έχει απενεργοποιήσει στρατιωτικά και πολιτικά την Ελλάδα. Ιδίως στα τραγικά γεγονότα της Σύρου, όταν ο ατμοδρόμων Ἑλλάς βρέθηκε τραγικά μόνος απέναντι σε δέκα πολεμικά πλοία των Οθωμανών, φάνηκε όσο ποτέ άλλοτε η αναγκαιότητα ύπαρξης στόλου ισχυρού, όχι μόνο για την άσκηση μίας πιο επιθετικής πολιτικής, αλλά και για την ίδια την ασφάλεια του κράτους και του Έθνους.
Κάτω και από την πίεση της ελληνικής κοινής γνώμης, η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου κινήθηκε αποφασιστικά και με δάνειο 25 εκατομμυρίων, αγόρασε δύο ταχύπλοα από το Λονδίνο, τo Μπουμπουλίνα και τo Ἀμφιτρίτη. Δυστυχώς, οι αγορές αυτές που έγιναν χωρίς μελέτη ήταν ατυχείς. To Μπουμπουλίνα δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα, καθώς ανατινάχθηκε και κόπηκε στην μέση σε δυστύχημα στην Αγγλία. Η δεύτερη ατμοβάρις, όπως ονομάστηκαν αυτά τα πλοία, το Ἀμφιτρίτη έφθασε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1867 μεταφέροντας και τους διασωθέντες του πληρώματος του Μπουμπουλίνα. Όμως αυτό το μικρό πλοίο, το οποίο είχε ναυπηγηθεί ως εμπορικό, δεν προξένησε καλή εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη λόγω του εμφανούς μη πολεμικού του χαρακτήρα. Πράγματι, λίγο μετά το πλοίο έγινε θαλαμηγός του βασιλέα.


Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 1868, υπεγράφη στο Λονδίνο συμβόλαιο για την ναυπήγηση της θωρακοβάριδος Β. Γεώργιος. Ενώ το νέο θωρηκτό ήταν να καταπλεύσει στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου 1868, τελικά κατέπλευσε τον Φεβρουάριο του 1870, δηλαδή δύο χρόνια μετά. Για την εποχή του ήταν όμορφο και ισχυρό πλοίο, το οποίο εξήψε την φαντασία του ελληνικού λαού, όσον αφορά στις ικανότητες του. Ήταν από τα πρώτα πολεμικά πλοία με τα πυροβόλα σε πυργίσκο αντί στην περιφέρεια.


Πέντε μήνες πριν, είχε καταπλεύσει ο θωρακοδρόμων Β. Ὄλγα, η οποία είχε ναυπηγηθεί στην Τεργέστη και ήταν ξύλινος ατμοδρόμων με σιδηρά θωράκιση 3,5-5 δακτ., της οποίας οι πλάκες ήταν απευθείας προσαρμοσμένες ἐπί των ἐπηγκενίδων. Ήταν το μεγαλύτερο και ομορφότερο πλοίο του Στόλου εκείνη την εποχή.
Δυστυχώς όμως από την αρχή, παρουσίασε εισροή θαλασσίων υδάτων στο κύτος του. Το Υπουργείο ζήτησε τη γνώμη των καλύτερων ναυπηγών που διέθετε (Τομπάζης, Αθανασίου-Μόστρας, Τρικαλιώτης). Ο Τομπάζης θεωρούσε απαραίτητο να σταλεί το πλοίο στα ναυπηγεία στην Τεργέστη για να επισκευαστεί. Το Υπουργείο των Ναυτικών απευθύνθηκε στο Εργοστάσιο Strudoff, το οποίο το ναυπήγησε, και οι εργοστασιάρχες φάνηκαν πρόθυμοι να το επισκευάσουν με αντίτιμο μόνο τις πραγματικές δαπάνες, τα ημερομίσθια και το ενοίκιο της δεξαμενής.
Παρόλα αυτά, το Υπουργείο δίστασε να αποστείλει το πλοίο στην Τεργέστη, λόγω των οικονομικών δυσχερειών του κράτους και συνέστησε επιτροπή από τους Αθανασίου-Μόστρα, Γ. Τομπάζη, Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Π. Τρικκαλιώτη (1870) με το ερώτημα αν μπορούσε να διαχειμάσει το Β. Ὄλγα στην Ελλάδα και να αποσταλεί στην Τεργέστη την ερχόμενη άνοιξη. Στην επιτροπή αυτή, διατυπώθηκε η παράκληση να λάβει υπόψη της τις οικονομικές δυσπραγίες του κράτους. Αλλά, εκτός από τις ενέργειες στο εσωτερικό, το Υπουργείο απευθύνθηκε μέσω του Έλληνα πρέσβη στους ειδικούς του Αγγλικού Ναυαρχείου ζητώντας ενημέρωση για μεθόδους περιορισμού της οξείδωσης του θώρακος.


Παρά όμως τις συστάσεις της επιτροπής των παραπάνω αξιωματικών, το Υπουργείο μέχρι το 1873 δεν έκανε τίποτα, με αποτέλεσμα ο Κυβερνήτης του Β. Ὄλγα, αντιπλοίαρχος Λ. Παλάσκας, να γράψει μια επιστολή διαμαρτυρίας προς το Υπουργείο, η οποία χαρακτηρίστηκε αντιπειθαρχική και επέσυρε έντονες παρατηρήσεις εναντίον του επ’ απειλή λήψης αυστηρότερων μέτρων σε περίπτωση επανάληψης. Έτσι, στα τέλη του 1873, τα ύδατα στο Β. Ὄλγα είχαν φθάσει σε 24 δακτύλους ανά 24ωρο και το πλοίο σάπιζε στα νερά του Πόρου.
Εντούτοις, ακόμα και αυτός ο ατμοδρόμων Ἑλλάς είχε σταλεί προς επισκευή των λεβήτων του στην Τεργέστη, το 1869. Ήταν τόσο μεγάλη η δαπάνη, που αφού συζητήθηκε ακόμα και η άποψη να εκποιηθεί το πλοίο, τελικά αποφασίστηκε να ρυμουλκηθεί στον Πόρο από το ατμοκίνητο καταδρομικό της Κρητικής Επανάστασης Κρήτη, το οποίο όταν έληξε η Επανάσταση, είχε περιέλθει μαζί με το αδερφό πλοίο Ἔνωσις, στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου και στην δύναμη του Ελληνικού Στόλου. Το Ἑλλάς παρέμεινε παροπλισμένο αρκετά χρόνια.

Μέχρι και το 1878, καμία σημαντική προσθήκη δεν έγινε στον Ελληνικό Στόλο και τα υπάρχοντα πλοία παροπλίζονταν. Το 1878, άρχισε η ναυπήγηση του ευδρόμου Ναύαρχος Μιαούλης στη Γαλλία σε σχέδια του εξαίρετου ναυπηγού Λαγκάν. Αυτό ήταν σιδερένιο, αθωράκιστο, ελικοκίνητο και είχε εξαρτισμό ιστιοφορίας δρόμωνος. Μεγάλο μέρος από την δαπάνη κατασκευής του -2,3 εκατομμύρια χρυσές δραχμές- καλύφθηκε με χρήματα της Εταιρείας προς Σχηματισμό Εθνικού Στόλου, που ιδρύθηκε το 1866 από τον Κ. Νικόδημο και η οποία, για πρώτη φορά διέθετε χρήματα γι’ αυτόν τον σκοπό.
Ήταν από τα όμορφα πλοία της εποχής του και χρησιμοποιήθηκε προς επίδειξη της Σημαίας σε περιοχές με απόδημο ή υπόδουλο ελληνικό πληθυσμό, ενώ χρησιμοποιήθηκε και ως εκπαιδευτικό της μετέπειτα Σχολής Δοκίμων. Συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις το 1897, προστατεύοντας την Κρήτη, ενώ το 1900, με κυβερνήτη τον Π. Κουντουριώτη εξετέλεσε εκπαιδευτικό πλου στις Η.Π.Α και κατέπλευσε στη Φιλαδέλφεια και την Βοστώνη. Παροπλίστηκε το 1912 και χρησιμοποιήθηκε ως σχολή Πυροβολικού στον Πόρο και στην συνέχεια ως Σχολή Υπαξιωματικών. Εκποιήθηκε το 1931.
