Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η σύμπραξη με τα βαλκανικά έθνη και ιδιαίτερα με τους Βουλγάρους δεν ήταν καθόλου αυτονόητη πριν το 1910. Για την ακρίβεια η διαφιλονικουμένη περιοχή της Μακεδονίας είχε οδηγήσει την ελληνική ελίτ στο να εκτιμά τον σλαβισμο ως το πιο επικίνδυνο εχθρό που απειλούσε βάσιμα τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Ακόμα και η συνεργασία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ανεκτή για να αντιμετωπιστεί ο σλαβισμος. Η συμπηξη αντισλαβικης συμμαχίας υποκινηθηκε από την Γερμανία ευρίσκοντας ευήκοα ώτα στον τότε διάδοχο του Θρόνου, πρίγκηπα Κωνσταντίνο.
Η ανατολική πολιτική του Bülow και η δημιουργία αντισλαβικης βαλκανικής συμμαχίας
Οι κινήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου πριν και κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων μας κάνουν να ξεχνάμε ότι το Εθνικό Ζήτημα στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου κάθε άλλο παρά απλό ήταν. Ήδη μετά την λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 1856) πληθαίνουν οι φωνές στην Ελλάδα, οι οποίες επισημαίνουν ότι ο μεγάλος εχθρός του Ελληνισμού είναι ο Σλαβισμος και όχι η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί διανοητές της εποχής θα προκρίνουν ακόμα και την συνεργασία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για την αντιμετώπιση αυτού του νέου κινδύνου.
Βασικός πόλος του αντισλαβισμού στην Ελλάδα στο γύρισμα του αιώνα ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, γεγονός το οποίο εξηγεί πολλά από την μεταγενέστερη δράση του. Με το που ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας ο Bülow (Μπιλο), η στάση αυτής της Μ. Δύναμης φάνηκε να εγγυάται τα σχέδια του Διαδόχου Κωνσταντίνου για την συμπηξη μιας βαλκανικής αντισλαβικης συμμαχίας. Η Γερμανία επεδίωκε να δημιουργήσει ένα αντίπαλο στρατόπεδο εναντίον των Σερβων και των Βουλγάρων, οι οποίοι υποκινουνταν από τους Ρώσους. Σκοπός ήταν η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία υπήρχαν πολλά γερμανικά συμφέροντα.
Υπήρχαν πολλά προβλήματα όμως. Πρώτο και κυριότερο το ακανθώδες πρόβλημα της Κρήτης.
Η Γερμανία διαφωνούσε στο να εγκατασταθεί ως κυβερνήτης στο νησί ο Πρίγκηπας Γεώργιος γιατί θεωρούσε το γεγονός ως μια οιονεί προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα. Διαφωνούσε επίσης στο να εγκαταλείψουν τα οθωμανικά στρατεύματα το νησί ολοκληρωτικά. Τελικά λόγω της πίεσης της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ιταλίας, η Γερμανία αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Δεύτερο ζήτημα ήταν η άσχημη εικόνα της Ελλάδος στην Γερμανία λόγω της πτώχευσης του 1893. Συγκεκριμένα το γερμανικό κεφάλαιο με την στάση του δυσχεραινε τις διαδικασίες εξοπλισμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το γερμανικό κεφάλαιο δεν δάνειζε με συνέπεια η Ελλάδα να μην δύναται να αγοράσει γερμανικά όπλα. Αντίθετα το γαλλικό κεφάλαιο δάνειζε με αποτέλεσμα την αγορά γαλλικών όπλων.
Τρίτο ζήτημα ήταν οι ελληνο – ρουμανικές διαφορές στο ζήτημα των Κουτσοβλάχων, το οποίο δηλητηρίαζε τις σχέσεις των δύο χωρών παρ’ όλο που οι διπλωματικές σχέσεις Ρουμανίας – Βουλγαρίας είχαν φτάσει στο ναδίρ. Παρ’ όλα αυτά έγιναν προσπάθειες: Στις 27 Νοεμβρίου 1900 ο πρέσβης της Αυστρο-Ουγγαρίας στο Βουκουρέστι, Ι. Markgraf Pallavicini, πρότεινε στον Κάρολο την Abbazia της Δαλματίας ως τόπο συνάντησης, πράγμα που ο βασιλιάς της Ρουμανίας δέχτηκε, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη μιας ελληνο-ρουμανο-σερβικής προσέγγισης και βελτίωσης των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παρ’ όλα αυτά οι διαπραγματεύσεις του 1901 στην Abbazia παρά την δημοσιότητα που έλαβαν, είχαν ισχνα αποτελέσματα. Τέλος ήταν η ίδια η γερμανική πολιτική, η οποία προσέγγισε διπλωματικά την Ρωσία από το 1901 και μετά ακυρώνοντας ουσιαστικά τον άξονα Βερολίνο – Βιέννη – Βουκουρέστι – Αθήνα.
Η προσέγγιση του Βενιζέλου με την Βουλγαρία στους Βαλκανικούς Πολέμους έχει έναν χαρακτήρα τομής στην εξωτερική πολιτική. Επιπρόσθετα εξηγούνται ακόμη περισσότερο και οι υποχωρήσεις του στο κουτσοβλαχικό ζήτημα κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στην Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Η διπλωματική πορεία προς τους Βαλκανικούς Πολέμους
Το γεγονός που καθόρισε αρκετά τις εξελίξεις ήταν η ιταλική επίθεση στην Λιβύη το 1911. Οι Οθωμανικές δυνάμεις αντεταξαν απρόσμενη αντίσταση κατά των Ιταλών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν το θέατρο των επιχειρήσεων στα Δωδεκάνησα. Οι Έλληνες Δωδεκανησιοι δέχθηκαν τον Αντιστράτηγο Giovanni Ameglio ως απελευθερωτη. Στην συνέχεια οι Ιταλοί θα ακολουθήσουν πολιτική εξιταλισμου των Ελλήνων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι και η ελλαδική κοινή γνώμη παρακολουθεί με ανησυχία τα τεκταινόμενα. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που οι Έλληνες έβλεπαν με συμπάθεια τους Ιταλούς, όταν προσπαθούσαν να ενωθούν σε ένα κράτος!
Η κυβερνητική κρίση που προκλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα από τους Ιταλούς, έδωσε το έναυσμα στους Βαλκάνιους να κινηθούν. Με την αρχική ενθάρρυνση Ρώσων αντιπροσώπων το Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμμαχία εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στην συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο. Ο κίνδυνος να βρεθεί η Ελλάδα έξω από το «μοίρασμα» των εδαφών της Μακεδονίας ήταν μεγάλος.
Με αυτήν την σκέψη ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος προχώρησε στην υπογραφή αμυντικής συμμαχίας με τη Βουλγαρία τον Μάιο του 1912. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι Βούλγαροι δέχονταν την συμμαχία με την Ελλάδα για δύο λόγους παρά το ανοικτό θέμα της Μακεδονίας. Πρώτον γιατί δεν είχαν αντιληφθεί ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν ήταν αυτός του 1897 και δεύτερον γιατί οι θαλασσοβατες Έλληνες διέθεταν κάτι σημαντικό, ισχυρό πολεμικό Στόλο. Η βουλγαρική Ηγεσία γνώριζε ότι χωρίς το Ελληνικό Ναυτικό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διεκπεραίωνε στρατό στην Βαλκανική και τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τις συμμαχικές δυνάμεις. Δεύτερο, η κατίσχυση του Ελληνικού Ναυτικού ήταν καταλυτική στην συμμαχική νίκη, διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αναγκασμένη να μεταφέρει στρατεύματα από το απαρχαιωμένο και σε κακή κατάσταση χερσαίο και σιδηροδρομικό δίκτυο.
Αναλυτικότερα: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέτασσε στα ευρωπαϊκά της εδάφη 346.000 άνδρες, η Ελλάδα 105.000, η Βουλγαρία 305.000, η Σερβία 223.000 και το Μαυροβούνιο 35.000 άνδρες. Οι βαλκάνιοι σύμμαχοι παρέτασσαν συνολικά 668.000 άνδρες, ενώ, άλλως τε, η Ελλάδα είχε «ως αντικειμενικό σκοπό να καταστεί εξάπαντος κυρίαρχος του Αιγαίου και να διακόψει τις συγκοινωνίες μεταξύ Μικράς Ασίας και της ΕυρωπαΊκής Τουρκίας» (Στρατιωτική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, άρθρο 2, 22 Σεπτεμβρίου/ 5 Οκτωβρίου 1912).
Παρ’όλα αυτά η συμμαχία του Μαΐου του 1912 με την Βουλγαρία ήταν αμυντική. Προέβλεπε απλώς αμοιβαία βοήθεια αν ένα συμβεβλημένο μέρος δεχόταν επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, λόγω της Κρήτης, η Βουλγαρία θα τηρούσε ευμενή ουδετερότητα. Η συνθήκη δεν προέβλεπε τίποτα για διανομή της νοτίου ζώνης της Μακεδονίας. Αυτή η ασάφεια διατηρήθηκε σκοπίμως από τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να επιτευχθεί η υπογραφή της συμφωνίας.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου η βουλγαρική κυβέρνηση πληροφόρησε την ελληνική ότι είχε συναποφασίσει με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο να κηρύξουν πόλεμο κατά της ΟθωμανικήςΑυτοκρατορίας. Υπό την πίεση της Σόφιας υπογράφτηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1912 ελληνοβουλγαρική στρατιωτική συνθήκη. Είχαν προηγηθεί επιπλοκές του αλβανικού ζητήματος. Το καλοκαίρι του 1912 οι Αλβανοί του Κοσόβου εξεγέρθηκαν, με αίτημα να αποκτήσουν διοικητική αυτονομία τα βιλαέτια Ιωαννίνων, Σκόδρας, Κοσσόβου και Μοναστηρίου. Το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί, μετά την αυτονομία των βιλαετίων που αποδέχτηκε η οθωμανική κυβέρνηση, ανεξάρτητο αλβανικό κράτος έθιγε τη Σερβία, το Μαυροβούνιο αλλά και την Ελλάδα (απώλεια της Ηπείρου).
Στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1912 οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Σερβίας απαίτησαν με ταυτόχρονες διακοινώσεις τους προς την Πύλη την άμεση εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προέβλεπε η συνθήκη του Βερολίνου (1878) και τη δέσμευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι θα εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις εντός εξαμήνου. Στις 3/16 Οκτωβρίου το διάβημα απόρρίφθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση ως απαράδεκτο. Την ίδια μέρα ανακλήθηκαν οι Οθωμανοί πρεσβευτές από τη Σόφια και το Βελιγράδι και την επομένη η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την μεθεπόμενη μέρα (5/ 18 Οκτωβρίου 1912) η Ελλάδα ως μέρος του Βαλκανικού συνασπισμού κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Βαλκανική συμμαχία που προέκυψε ήταν:
Πρώτον• ένα δημιούργημα των λαών της περιοχής χωρίς την προστασία κάποιου μεγάλου προστάτη εκτός από την επιρροή της Ρωσίας στην πρώτη προσέγγιση Βουλγαρίας – Σερβίας.
Δεύτερον• μια ισχυρή δύναμη που υποχρέωσε τους Οθωμανούς σε πλήρη ήττα σε όλα τα μέτωπα.
Τρίτον• ιδιότυπη και ασαφής καθ’ ότι δεν καθόριζε σαφώς τα γεωγραφικά όρια των τριών Βαλκανίων συμμάχων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) στην διαφιλονικουμενη Μακεδονία. Ίσχυε στην κυριολεξία «ο, τι κατακτά κάποιος, το κρατά».
Τέταρτον• εφήμερη καθώς η Βουλγαρία πολύ γρήγορα επιτέθηκε στους πρώην συμμάχους της. Παράλληλα μετά την λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου οι Μεγάλες Δυνάμεις ερχόμενες αντιμέτωπες με τετελεσμένα γεγονότα κινούνται προς προσεταιρισμο των Βαλκανικών κρατών.
Η ουσία όμως είναι μία. Το Ανατολικό Ζήτημα του διαμελισμού των εδαφών του «Μεγάλου Ασθενή» στα Βαλκάνια λύθηκε με την συμμαχία και επέμβαση των λαών της περιοχής.