Η παράδοση του ντεγκωλισμού και η πρόσφατη στάση του Προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν στον ρωσοουκρανικό πόλεμο

Άρθρο από 10 Δεκεμβρίου 2022

Για να εξηγηθεί η πρόσφατη στάση του Προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν στον ρωσοουκρανικό πόλεμο με την έκφραση της θέσης ότι υπάρχει ανάγκη η Ρωσία να λάβει εγγυήσεις για την ασφάλειά της εάν βάλει τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία, τόσο από πλευράς Κιέβου όσο και από συμμάχους του στη Βαλτική, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπ’ όψη η ιστορία της μεταπολεμικής Γαλλίας καθώς και η ιδεολογία του ντεγκωλισμού που παραδοσιακά επηρεάζει τους Γάλλους ηγέτες.

Κατά μία άποψη η στάση αυτή πηγάζει από την επιθυμία της Γαλλίας στο να διατηρήσει το status quo μιας σημαντικής δύναμης που θα επηρεάζει αποφασιστικά το παγκόσμιο γίγνεσθαι, επιθυμία που όμως συρρικνώνεται σημαντικά σε περιόδους έντονης πόλωσης.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργούνται δύο κόσμοι αντίπαλοι. Ο πρώτος ήταν ο δυτικός συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και ο άλλος των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού με ηγέτιδα δύναμη της ΕΣΣΔ. Οι Αμερικάνοι έθεσαν ως κύριο στόχο τους την ανάσχεση (containment) της “κομμουνιστικής πλημμυρίδας”. Σε αυτό το πλαίσιο οι Αμερικάνοι “ξαναβαζουν” την (Δυτική) Γερμανία στο παιχνίδι. Το 1947 οι αμερικανικές και βρετανικές ζώνες κατοχής στη Γερμανία, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγχωνεύονται σε μία ενιαία διοικητική ενότητα, η οποία αργότερα (με τη γαλλική ζώνη) έγινε μέρος της Δυτικής Γερμανίας. Το 1948 δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας με σκοπό να διαχειριστεί το σχέδιο Μάρσαλ (Marshall) για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχέδιο Μάρσαλ για την οικονομική ανοικοδόμηση της Ευρώπης ήταν ουσιαστικά εργαλείο του δόγματος Τρούμαν περί “κομμουνιστικού κινδύνου”.

Η Γαλλία σε αυτόν τον νέο κόσμο προσπάθησε να βρει την θέση της. Η θέση της ήταν στην Ευρώπη και ο Ντε Γκωλ θεωρούσε την Γερμανία ως έναν υπαρκτό αντίπαλο, ενώ με την Σοβιετική Ένωση προσπαθούσε να κρατήσει μια στάση “αναγνώρισης” μέσα σε ένα θολό διπλωματικό τοπίο. Στο παραπάνω πλαίσιο διατηρούσε τον γαλλικό έλεγχο στην Ρηνανία και τη Σάαρ.

Η άνοδος και η εδραίωση της σοβιετικής απειλής τελικά οδήγησε την Γαλλία προς τον Ατλαντικό. Οι ενέργειες της Γαλλίας ήταν καθοριστικές στην υπογραφή της Συνθήκης των Βρυξελλών το 1948 από την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο). Στην συνθήκη υπήρχε ρήτρα αμοιβαίας άμυνας πράγμα που έθεσε τις βάσεις για μία κοινή άμυνα απέναντι στην σοβιετική απειλή.

Οι ΗΠΑ ήταν σαφείς. Η Δυτική Ευρώπη έπρεπε να συνεργαστεί και να ενωθεί για να αποτελέσει φράγμα στην σοβιετική απειλή. Το 1950 έγινε προσπάθεια για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ). Το σχέδιο δημιουργίας της ή αλλιώς “σχέδιο Πλεβέν” από τον René Pleven, τον Γάλλο Πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης που το κατήρτισε ως απάντηση στο Αμερικανικό κάλεσμα για τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας, επεδίωκε να δημιουργήσει μία πανευρωπαϊκη αμυντική δύναμη, ως εναλλακτικό σχέδιο στην πρόταση προσχώρησης της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Η ΕΑΚ θα περιελάμβανε τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Μία συνθήκη υπογράφτηκε στις 27 Μαΐου 1952, αλλά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Σημαντικοί λόγοι μη υλοποίησης ήταν η αντίδραση της αντιπολίτευσης του Ντε Γκωλ αλλά και η άρνηση της Μ. Βρετανίας να συμμετάσχει στο εγχείρημα.

Το 1954 ιδρύθηκε υπό την αιγίδα των ΗΠΑ η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) από τις Συμφωνίες των Παρισίων με την προσθήκη της Ιταλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Ήταν μια αμυντική ένωση. Πρώτα από όλα ήταν η παροχή αλληλοβοήθειας ο ένας στον άλλο εναντίον οποιασδήποτε εχθρικής πράξης. Ως στόχος τέθηκε και η ενοποίηση της Ευρώπης για την οικονομική ανάπτυξη. Στις 9 Μαΐου 1950 ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν (Robert Schuman) είχε υποβάλει μια πρόταση για κοινή διαχείριση από τη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία των βιομηχανιών του άνθρακα και του χάλυβα. Αυτή η “Διακήρυξη Σουμάν”η “σχέδιο Σουμάν” , όπως ονομάστηκε, οδήγησε στο σχηματισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) από τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες. Από τους εμπνευστές πρέπει να αναφερθεί ιδιαίτερα ο Ζαν Μονέ (Jean Monnet), Γάλλος οικονομολόγος και διπλωμάτης. Θεωρείται ο αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το 1945 είχε καταρτίσει το “σχέδιο Monnet”, στο οποίο πρότεινε να αποκτηθεί από τους Γάλλους ο έλεγχος των περιοχών που παρήγαγαν άνθρακα στη Γερμανία και να μεταφέρουν την παραγωγή εκτός της Γερμανίας, προς τη Γαλλία. Έτσι η Γερμανική οικονομία θα αποδυναμώνονταν καθώς θα τροφοδοτούσε την ανάπτυξη της Γαλλικής. Το πλάνο αυτό έγινε δεκτό από τον Σαρλ ντε Γκωλ στις αρχές του 1946 (όπως είδαμε ο Ντε Γκωλ θεωρούσε την Γερμανία βασικό αντίπαλο της Γαλλίας τότε).

Κατόπιν, ήρθε η κρίση στο Σουέζ το 1956 που κατέδειξε περίτρανα ότι Γαλλία και Αγγλία ήταν πια “ένα επίπεδο κάτω” από τις ΗΠΑ και την Σοβιετική Ένωση “που έκαναν παιχνίδι”. Ο Νάσερ όμως ταπείνωσε κυρίως την Αγγλία καταρρακώνοντας το κύρος της αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν την διάθεση να οδηγήσουν στα άκρα την αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση.

Όταν άρχισαν να εντείνονται οι σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας σχετικά με το θέμα της βιομηχανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, ο Μονέ και οι συνεργάτες του συνέλαβαν την ιδέα μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Και το “σχέδιο Σουμάν” ήταν δημιούργημα του Μονέ με την συγκατάθεση του Γερμανού καγκελάριου της Δυτικής Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ. Την 1η Ιανουαρίου 1958 με τις Συνθήκες της Ρώμης (υπογραφή 25 Μαρτίου 1957) δημιουργήθηκαν δύο νέες Κοινότητες: η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που καθιέρωσε για πρώτη φορά πλήρη τελωνειακή ένωση, και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ) για συνεργασία σε θέματα χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Με μία ιδιαίτερη Σύμβαση, που υπογράφηκε και τέθηκε σε ισχύ μαζί με τις άλλες δύο Συνθήκες, οι τρεις Κοινότητες αποκτούσαν για πρώτη φορά τρία κοινά όργανα: τη Συνέλευση (μετέπειτα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), το Δικαστήριο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Οι σχέσεις όμως Γαλλίας – Γερμανίας δεν ήταν ασυννέφιαστες. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην Συνθήκη των Ηλυσίων, συνθήκη φιλίας μεταξύ Γαλλίας και Δυτικής Γερμανίας, η οποία υπεγράφη από τον Πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ και τον Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ στις 22 Ιανουαρίου του 1963 στο Μέγαρο Ηλυσίων στο Παρίσι. Με την υπογραφή αυτής της συνθήκης, η Γερμανία και η Γαλλία καθιέρωσαν νέα θεμέλια για τις σχέσεις τους και τερμάτισαν αιώνες αντιπαλότητας μεταξύ τους. Μόλις δύο μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης φιλίας, ξέσπασε μια νέα διαμάχη μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Ο Πρόεδρος ντε Γκωλ ήθελε η συνθήκη αυτή να κάνει την Δυτική Γερμανία αποστασιοποιημένη και να την απομακρύνει απο την προστασία των ΗΠΑ. Θεωρούσε την Δυτική Γερμανία (και τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας) υποτελείς στην Ουάσιγκτον.Το αξιοσημείωτο της συνθήκης ηταν το ότι δεν έκανε καμία αναφορά στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, το ΝΑΤΟ ή την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου.

Παράλληλα η Γαλλία αρνούταν κατηγορηματικά την είσοδο της Μ. Βρετανίας στην ΕΟΚ. Η Μ. Βρετανία απάντησε το 1960 με την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ, Αγγλ: European Free Trade Association – EFTA). Οι ιδρύτριες χώρες ήταν οι Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία, Πορτογαλία και Σουηδία. Αργότερα έγιναν μέλη η Φινλανδία (συνδεδεμένο μέλος το 1961 και πλήρες το 1986), η Ισλανδία (1970) και το Λίχτενσταϊν (1991). Παρ’ όλα αυτά οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι οδηγούσαν το Λονδίνο στο να επιθυμεί την σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η ένταξη στην ΕΟΚ έδινε νέες οικονομικές προοπτικές, ενώ παράλληλα θεωρείτο και ο μοναδικός τρόπος στο να συνεχίζει να παίζει σοβαρό ρόλο στα διεθνή θέματα. Η αποαποικιοποίηση διέλυε το εναπομείναν κουφάρι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η ηχώ από την ντροπή στο Σουέζ ακουγόταν ακόμη καθαρά.

Πουθενά όμως δεν φαίνεται πιο καθαρά η βαρύτητα της ανεξάρτητης γαλλικής εξωτερικής πολιτικής από το γεγονός της αποχώρησης της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Τα προβλήματα ξεκίνησαν με την προαναφερθείσα κρίση στο Σουέζ κατά την οποία η Ουάσιγκτον προτίμησε την λύση της κρίσης παρά την στήριξη των συμμάχων αλλά αυτό που “ξεχείλισε το ποτήρι” ήταν το θέμα της ανεξαρτησίας Μαρόκου και της Τυνήσιας και η εμπλοκή με τις γαλλικές εμπόλεμες δυνάμεις στην Αλγερία. Το πιο σοβαρό επεισόδιο σημειώθηκε το 1958, όταν το χωριό Σίντι Σακέτ Γιουσέφ (Τυνησία) βομβαρδίστηκε από γαλλικές δυνάμεις στο πλαίσιο μιας επιχείρησης που είχε ως στόχο το Αλγερινό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο. Παράλληλα ο νέος Πρόεδρος της Τυνησίας Χαμπίμπ Μπουργκίμπα ακολουθούσε φιλοαμερικανική πολιτική. Οι πωλήσεις όπλων από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Τυνησία το 1957, εν μέσω του πολέμου της αλγερινής ανεξαρτησίας, όπως και η σύσταση αγγλοαμερικανικής μεσολαβητικής αποστολής κατόπιν του βομβαρδισμού του χωριού Σακιέτ Σίντι Γιουσέφ, οδήγησαν τον γαλλικό αντιαμερικανισμό στα ύψη.

Στις 21 Φεβρουαρίου 1966, ο πρόεδρος της Γαλλίας Ντε Γκωλ ανακοίνωσε την πρόθεση της χώρας του να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), παραμένοντας ταυτόχρονα μέρος της Συμμαχίας. Η έδρα του ΝΑΤΟ μεταφέρθηκε από το Παρίσι στις Βρυξέλλες και, έως την 1η Απριλίου 1967, είχε πλέον ολοκληρωθεί η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το γαλλικό έδαφος. Ο “ευρωπαϊκός πατριωτισμός” της Γαλλίας θα εκφραστεί ξεκάθαρα σε λόγο του Ντε Γκωλ τον Δεκέμβριο του 1959 στο Στρασβούργο. Εκεί θα διακηρύξει την ανάγκη δημιουργίας της Ευρώπης “των Εθνών” , μια Ευρώπη “από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια, είναι το σύνολο της Ευρώπης, που θα αποφασίσει το πεπρωμένο του κόσμου”.

Ειδικό κεφάλαιο στη πολιτική της Γαλλίας αποτελούν οι γαλλορωσικές σχέσεις. Χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούν οι γαλλορωσικές σχέσεις στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1960.

Η αποχώρηση του J.F. Dulles από τις εξωτερικές υποθέσεις των ΗΠΑ, οδήγησε στην επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη N. Khrushchev (Νικίτα Σεργκιέγιεβιτς Χρουστσόφ) στις Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργώντας ένα ήπιο κλίμα που πιθανώς να οδηγούσε σε μία πρώιμη περίοδο ύφεσης. Ο Ντε Γκωλ ανέλαβε το 1960 να φιλοξενήσει στο Παρίσι τη Διάσκεψη Κορυφής που θα επισφράφιζε το ήπιο κλίμα που είχε δημιουργηθεί. Η Διάσκεψη έληξε ουσιαστικά την ημέρα των μεγαλόπρεπων εγκαινίων της (16 Μαΐου) καθώς ο Χρουστσόφ μίλησε για τις συνεχείς κατασκοπευτικές επιχειρήσεις των αμερικανικών αεροσκαφών Lockhead U -2 πάνω από το σοβιετικό έδαφος απαιτώντας εξηγήσεις από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Eisenhower. O Macmillan αλλά ιδιαίτερα ο Γάλλος Πρόεδρος προσπάθησαν να εξομαλύνουν το ταραγμένο κλίμα. Ο Eisenhower συμφώνησε να αναγγείλει τη ματαίωση μελλοντικών πτήσεων αλλά όχι να δώσει ηθική ικανοποίηση για τη δραστηριότητα των U-2 στον Χρουστσόφ με συνέπεια την οργισμένη αποχώρηση του τελευταίου.

Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι:

-η Γαλλία αποτελεί σημαντικό παράγοντα της Δύσης σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτιστικό).

-η στάση της αποτελούσε διαχρονικά στήριγμα μιας Ευρώπης ανεξάρτητης από εξω-ευρωπαϊκούς παίκτες.

– η Γαλλία έχει παράδοση διαμεσολαβητή μεταξύ Δύσης και Ρωσίας

– η Γαλλία αγωνιά στο να εκφράζει τη δική της ανεξάρτητη άποψη και

– για να εξηγηθούν οι πολιτικές του Μακρόν πρέπει να ερευνηθεί συνολικά η πολιτική παράδοση της Γαλλίας και ιδίως η πολιτική του Ντε Γκωλ.

Οι ηγέτες των ΗΠΑ, Γαλλίας, Μ. Βρετανίας συνεχίζουν τη Διάσκεψη στο Μέγαρο των Ηλυσίων μετά την αποχώρηση της σοβιετικής αποστολής (AP photo/ Η Καθημερινή).