Πρόλογος
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στην παγκόσμια ιστορία, κατά τις οποίες μία δύναμη προσπαθεί να υπονομεύσει μία άλλη ασκώντας πίεση στην οικονομία της. Αυτή η πίεση στοχεύει στην διασάλευση της κοινωνικής συνοχής μέσω των παθημάτων του λαού. Δηλαδή στόχος είναι η κριτική των ενεργειών της ηγεσίας από τον λαό της που οδήγησε το κράτος σε αυτήν την οικονομική κρίση.
Πουθενά δεν φαίνεται πιο καθαρά αυτή η τακτική από τον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας που επέβαλε η Μ. Βρετανία το 1850. Τα κοινώς λεγόμενα Παρκερικά από το όνομα του αντιναυάρχου Πάρκερ που καθοδηγούσε τον βρετανικό στόλο σε αυτήν του την αποστολή.
Σκοπός του πονήματος αυτού είναι να καταδείξει ότι ο εν λόγω ναυτικός αποκλεισμός ήταν μία προσπάθεια «στραγγαλισμού» της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας προκειμένου να εξαναγκαστεί ο Όθωνας να αλλάξει πολιτικό προσανατολισμό. Για τον λόγο αυτόν γίνεται μία σύντομη αναφορά στα γενικά στοιχεία της οικονομίας του νεαρού βασιλείου, ενώ στην συνέχεια αναλύεται σε αδρές γραμμές η διεθνής οικονομική κρίση του 1848 και το πώς αυτή επηρέασε την ελληνική οικονομία.
Δύο λόγια για την βιβλιογραφία. Δυστυχώς η εποχή του Όθωνα είναι κάτι με το οποίο δεν έχουν συμφιλιωθεί οι Έλληνες ιστορητές. Θεωρούν την εποχή ως ξενοκρατία και παραβλέπουν το γεγονός ότι τότε ουσιαστικά συγκροτείται κράτος και κεντρική διοίκηση. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το πόνημα των Κατσούλη, Νικολινάκου, Φίλια, Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, του οποίου η αντιβαυαρική και αντιοθωνική τοποθέτηση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Εν τούτοις οι αναλυτικοί πίνακές του αποτελούν ένα σπουδαίο βοήθημα για την κατανόηση της οικονομίας της περιόδου.
Η Ιστορία του Ελληνικού Κράτους (1830-1920) του Δερτιλή υπήρξε σημαντική πηγή στα θέματα των δανείων του 1832 αλλά και της κρίσης του 1848. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η εξήγηση των οικονομικών μηχανισμών και τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται μία κρίση.
Όσο αφορά την υπόθεση Πατσίφικο και τα Παρκερικά δυστυχώς μόνο μία περιγραφική θεώρηση μπορεί να γίνει. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί είτε αναλώνονται στο να καταδείξουν την εβραϊκώτατη αισχροκέρδεια[1] του Πατσίφικο, είτε απλά προσπερνάνε το γεγονός αφιερώνοντας λίγες μόνο γραμμές. Περιορίζονται στο να αναφέρουν την εξαφάνιση του ελληνικού εμπορίου.
Εξαίρεση αποτελεί η εργασία της Σοφίας Παυλίδου Οι αποκλεισμοί του Πειραιά κατά τον ΙΘ΄ Αιώνα, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά των επιπτώσεων των Παρκερικών όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά και στον κοινωνικό. Η εν λόγω εργασία περιέχει πολλές αναφορές από τον τύπο της εποχής, οι οποίες δείχνουν το πρόβλημα, όπως το βίωσε η κοινωνία.
Τέλος βοηθήματα απαραίτητα για όσους ασχολούνται με την περίοδο του Όθωνα είναι του Πετρόπουλου Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843) ο πρώτος τόμος του Herring Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936 καθώς και του Παπαγεωργίου Από το Γένος στο Έθνος.
Βασικά στοιχεία της οικονομικής κατάστασης του ελληνικού Βασιλείου από το 1830 μέχρι τα Παρκερικά
Το ελληνικό Βασίλειο εν τη γενέσει του αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργίας οικονομίας «εκ του μηδενός». Πράγματι τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν την δολοφονία του Καποδίστρια κατέστρεψαν οποιαδήποτε προσπάθεια είχε γίνει με σκοπό το συμμάζεμα των οικονομικών. Ιδιωτική οικονομία και δημόσια οικονομικά ήταν μηδενισμένα στο χρόνο άφιξης του Όθωνα[2].
Από την άλλη τα όρια του ελληνικού κράτους που καθορίστηκαν με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1832) ήταν εξαιρετικά φτωχά και δεν παρείχαν τις δυνατότητες μιας σοβαρής οικονομικής ανάπτυξης. Προς το Βορρά έφταναν μέχρι τον κόλπο της Άρτας και τη Λαμία, ανατολικά περιελάμβαναν την Εύβοια και τα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου (Κυκλάδες), δυτικά έφθαναν στα παράλια του Ιονίου Πελάγους και την Αιτωλοακαρνανία, ενώ στον Νότο κατέληγαν στο ακρωτήρι του Ταινάρου. Η έκταση του νέου κράτους έφθανε τα 47.516 τετρ. χλμ ενώ ο πληθυσμός ήταν περί τους 800.000 κατοίκους[3].
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ελλάδος την εποχή αυτή ήταν αγροτικό. Κυριαρχούσε η μικρή ιδιοκτησία, ενώ οι κυριώτερες καλλιέργειες ήταν τα δημητριακά σε μικρή ποικιλία (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι), ελαιόδενδρα και αμπέλια. Λόγω των συνεχόμενων πολεμικών συγκρούσεων η αγροτική παραγωγή είχε σχεδόν καταστραφεί[4].
Η αγροτική αυτή κοινωνία ευρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Οι χωρικοί φρόντιζαν να ικανοποιούν τις περιορισμένες ανάγκες τους με τα δικά τους μέσα. Τροφή, ένδυση και ό,τι άλλο είχαν ανάγκη ουσιαστικά το παρήγαν μόνοι τους. Ό,τι περίσσευε από τα προϊόντα τους τα μετέφεραν με ζώα στις τοπικές αγορές. Η βιοτεχνία ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα ενώ, φυσικά, ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει για βιομηχανία[5].
Ένα μεγάλο εμπόδιο για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας αλλά και γενικά της οικονομίας ήταν η έλλειψη αμαξιτών οδών στο εσωτερικό. Για αυτόν τον λόγο η Αντιβασιλεία ανέθεσε σε αξιωματικούς του μηχανικού να κατασκευάσουν δρόμους λαμβάνοντας υπ’ όψη τα συμφέροντα της γεωργίας του εμπορίου αλλά και της άμυνας.[6]
Επίσης εμπεδώθηκε η ασφάλεια στις θάλασσες και την ύπαιθρο. Σημαντική αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού, Βασιλικό τότε, ήταν η πάταξη της πειρατείας, πράγμα το οποίο σε έναν μεγάλο βαθμό επετεύχθη[7]. Στην ύπαιθρο το νέο καθεστώς χρησιμοποιούσε ως επί το πλείστον παλαιούς αγωνιστές, τους οποίους τους ενέτασσε στην χωροφυλακή και τους έστελνε εναντίον εκείνων που παρέμεναν στην παρανομία. Αυτή η αποκατάσταση της τάξης οδήγησε στο να καλλιεργηθούν το 1834 εκτάσεις κατά 2/3 μεγαλύτερες από των περασμένων χρόνων, ενώ υπερδιπλασιάστηκαν οι πρόσοδοι των τελωνείων[8]. Η Αντιβασιλεία και αργότερα ο Όθωνας θα ασκήσουν φιλοαγροτική πολιτική επιζητώντας την πολιτική υποστήριξή των αγροτών[9].
Λόγω της προαναφερθείσης έλλειψης οδικού δικτύου αναγκαστικά «ριχνόταν το βάρος» στις θαλάσσιες μεταφορές. Για αυτόν τον λόγο η Αντιβασιλεία με πλήθος θεσμικών παρεμβάσεων προσπάθησε να βοηθήσει στην ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου[10]. Σταδιακά η ελληνική εμπορική ναυτιλία εκτός από τις εσωτερικές μεταφορές, οι οποίες ήταν πολύ σημαντικές εξ αιτίας της ανυπαρξίας οδικού δικτύου, ενεπλάκη ταχύρρυθμα και στο διεθνές εμπόριο. Αυτό φαίνεται από την αύξηση του αριθμού των πλοίων μεγάλης χωρητικότητας[11]. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος είχε αναλάβει την διακίνηση αγροτικών προϊόντων από τα λιμάνια της Ανατολής σε αυτά της Δύσης και τούμπαλιν. Σε αυτήν την φάση κυριαρχεί η Ερμούπολη της Σύρου ακριβώς λόγω της κατεύθυνσης των πλοίων προς το εξωελλαδικό κεφάλαιο[12].
Τα κόμματα συμφωνούσαν ως προς την στήριξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας ως πηγές εθνικού πλούτου και ιδιαίτερα της εμπορικής ναυτιλίας[13]. Οι απόψεις αυτές δεν έκαναν λόγο για άμεση επένδυση κεφαλαίων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά περιορίζονταν στο πλαίσιο της δασμολογικής και φορολογικής νομοθεσίας, όπως και σε μέτρα κοινωνικών διαστάσεων: την διάνοιξη συγκοινωνιακών αρτηριών, την προστασία από την ληστεία και την πειρατεία καθώς και την ανάγκη στήριξης της Εθνικής Τράπεζας που είχε ιδρυθεί το 1841, η οποία όμως ελάχιστα ωφελούσε τους αγρότες που είχαν ανάγκη δανειοδότησης[14].
Ως τελευταίο στοιχείο για την διαμόρφωση μιας γενικής εικόνας για την οικονομία του ελληνικού βασιλείου είναι ο δανεισμός του κράτους. Ο δανεισμός αυτός χωρίζεται σε εξωτερικό και εσωτερικό.
Όσο αφορά τον εξωτερικό το ελληνικό Βασίλειο ήδη με την Συνθήκη του Λονδίνου το 1832 καθορίστηκε η χορήγηση δανείου 60.000.000 χρυσών φράγκων. Η συνθήκη είχε ειδική ρήτρα, σύμφωνα με την οποία οι Δυνάμεις ανελάμβαναν να εγγυηθούν τις ομολογίες. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα (η μοναρχία και αργότερα οι ελληνικές κυβερνήσεις) ανέλαβαν την ρητή υποχρέωση να διαθέτουν με απόλυτη προτεραιότητα τις κρατικές εισπράξεις για την πληρωμή των τοκοχρεωλυσίων. Σε περίπτωση παράβασης αυτού του όρου, οι Εγγυήτριες Δυνάμεις είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν διεθνή οικονομικό έλεγχο, να ελέγχουν δηλαδή τις τελωνειακές εισπράξεις του ελληνικού κράτους. Αυτός ο έλεγχος θα μπορούσε να δικαιολογήσει ακόμη και στρατιωτική επέμβαση[15].
Ο τρόπος που έδωσαν οι Δυνάμεις τις εγγυήσεις τους ήταν επιβλαβής για τα ελληνικά συμφέροντα. Το δάνειο χωρίστηκε σε τρεις σειρές των 20.000.000. Αρχικά η εγγύηση δόθηκε μόνο για τα δύο πρώτα τμήματα. Από αυτά περίπου 11.000.000 εδόθησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για την εξαγορά των επαρχιών Ευβοίας, Φθιώτιδος και Φωκίδος και περίπου 2.000.000 συμψηφίστηκαν με την εξόφληση παλαιών οφειλών, κυρίως των προκαταβολών που είχαν δοθεί στον Καποδίστρια. Με αυτόν τον τρόπο από τα 40.000.000 απέμειναν 27.000.000[16].
Το ποσό αυτό δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του κράτους. Εξ άλλου όλο σχεδόν το ποσό αφιερώθηκε στις ανάγκες τις βαυαρικής διοίκησης[17]. Ελάχιστο δόθηκε για την υποδομή της οικονομίας και αυτό αναβάλλοντας ή αναστέλλοντας τις πληρωμές τοκοχρεωλυσίων, ανεβάζοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος[18]. Η ελληνική πλευρά λοιπόν δήλωσε στις Δυνάμεις ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εξόφλησης της ληξιπρόθεσμης εξαμινιαίας δόσης των τοκοχρεωλυσίων εκτός αν δοθούν εγγυήσεις και για την τρίτη σειρά άμεσα, ούτως ώστε να εξοφληθεί η δόση. Τελικά, μετά από περιπέτειες, οι Δυνάμεις έδωσαν τις εγγυήσεις τους αλλά όχι για όλο το ποσό της τρίτης σειράς, παρά μόνο για ένα τμήμα της κάθε χρόνο, όσο χρειαζόταν για να πληρώνονται τα τοκοχρεωλύσια των δύο προηγούμενων σειρών. Έτσι η Ελλάδα εισέρχεται στον φαύλο κύκλο του δανεισμού. Τα δάνεια πήγαιναν στα τοκοχρεωλύσια, το εξωτερικό χρέος αυξανόταν ενώ το δημόσιο ταμείο παρέμενε άδειο.
Το 1843 το ονομαστικό κεφάλαιο του εξωτερικού δημόσιου χρέους της Χώρας είχε ανέλθει σε 130.000.000 χρυσά φράγκα, ήτοι δηλαδή το 156% του ΑΕΠ ή σε 14 έτη φορολογικών εσόδων[19]. Οι Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν το δάνειο ως μέσο πειθαναγκασμού στο νεαρό βασίλειο. Εν τούτοις οι στρατηγικοί στόχοι της κάθε μίας Δύναμης διέφεραν στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο έδινε περιθώρια ελιγμών, τους οποίους όμως το βασίλειο δεν εκμεταλλεύθηκε. Οι αιτίες ήταν πολλές. Πρώτον. Η εξάρτηση της πολιτικής του Όθωνα απέναντι στις πρεσβείες των Δυνάμεων. Δεύτερον. Η άγνοια ή αδιαφορία που έδειξαν κόμματα και Στέμμα στην οικονομική διαχείριση των δανείων και τρίτον, η αυξανόμενη δραστηριότητα των κομμάτων για τον περιορισμό των εξουσιών του μονάρχη.
Ο εσωτερικός δανεισμός γινόταν κατά κύριο λόγο από την Εθνική Τράπεζα. Οι περισσότερες συγκρούσεις μεταξύ Κράτους και Τράπεζας τον 19ο αιώνα είχαν να κάνουν με αυτόν τον δανεισμό. Οι διοικητές της Τράπεζας αρνούνταν δηλαδή να παραχωρήσουν δάνειο στο Κράτος. Τότε το τελευταίο επέσειε την απειλή της αναγκαστικής κυκλοφορίας.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία μέχρι το 1850 ήταν κυρίως αγροτική[20], στην οποία κυριαρχούσε η μικρή ιδιοκτησία. Σημαντικός τομέας για την ελληνική οικονομία ήταν η ναυτιλία, η οποία είχε ενταχθεί στο διεθνές εμπόριο με την μετακίνηση αγροτικών προϊόντων από τα λιμάνια της Ανατολής σε αυτά της Δύσης και τούμπαλιν. Η σημασία της θάλασσας για το νεότευκτο βασίλειο είχε καταστεί ακόμη μεγαλύτερη λόγω της μη υπάρξεως οδικού η σιδηροδρομικού δικτύου στη Χώρα. Τέλος την εικόνα την συμπληρώνει ο εξωτερικός δανεισμός του Κράτους. Η αποπληρωμή των δανείων επιβάρυνε το δημόσιο ταμείο, ενώ παράλληλα δημιουργούσε «μία ανεξαρτησία υπό προϋποθέσεις» έναντι των εγγυητριών Μ. Δυνάμεων.
Πριν τα Παρκερικά, η κρίση του 1848
Το 1848 ολόκληρη η Ευρώπη συγκλονίστηκε από επαναστατικά κινήματα. Αυτή η αναστάτωση προκάλεσε οικονομική κρίση και μείωση της ζήτησης των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό[21]. Αυτό οδήγησε σε πτώση των τιμών και συνακόλουθα την στροφή των Ελλήνων εμπόρων στην Εθνική Τράπεζα για δανεισμό.
Παράλληλα οι μεγάλοι εμποροκτηματίες βρήκαν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν. Διέδιδαν φήμες ότι επερχόταν μεγάλη καταστροφή, ότι το τραπεζογραμμάτιο της Εθνικής θα κατέρρεε και ότι μαζί με αυτό θα έπεφτε και η τιμή της δραχμής.
Οι φήμες ενισχύονταν και από την υφιστάμενη τοπική πραγματικότητα: η γεωργική παραγωγή είχε παρουσιάσει κάμψη μετά το 1848 και ιδίως μετά το 1850 με την φυλλοξήρα του 1852 και τις σιτοδείες των επόμενων ετών με αποτέλεσμα πολλοί οφειλέτες να καθυστερούν ή να σταματούν τις πληρωμές των δανειακών υποχρεώσεών τους.
Οι μεγάλοι λοιπόν εμποροκτηματίες διοχέτευαν λαθραία στις ελληνικές επαρχίες, όπου η τράπεζα δεν διατηρούσε κατάστημα, μεγάλες ποσότητες μεταλλικού, νομίσματα από άλλες χώρες προσφέροντάς τα σε ενδιαφερόμενους που ήθελαν να ξεφορτωθούν τα τραπεζογραμμάτια της Εθνικής. Κατόπιν, συγκέντρωναν τα τραπεζογραμμάτια της Εθνικής σε τιμή χαμηλότερη από την κανονική (διότι τα νομίσματα που χρησιμοποιούσαν για να τα αγοράσουν ήταν ανάμεικτα γνήσια με κίβδηλα) και τα παρουσίαζαν στην Τράπεζα προς εξαργύρωση.
Η Ελληνική Κυβέρνηση αντιμετώπισε το πρόβλημα επιβάλλοντας την αναγκαστική κυκλοφορία από τον Απρίλιο του 1848. Δεν απέδωσε όμως άμεσα καρπούς γιατί στην αρχή το ανώτατο όριο ήταν χαμηλό. Τον Σεπτέμβριο η Κυβέρνηση ανέβασε το ανώτατο όριο και το κλίμα της αγοράς βελτιώθηκε και η κερδοσκοπία κόπασε. Τον Δεκέμβριο η Κυβέρνηση ήρε την αναγκαστική κυκλοφορία και επανέφερε την «μετατρεψιμότητα» της δραχμής σε μεταλλικό.
Αυτή η κρίση είχε να κάνει περισσότερο με τις ψυχολογικές συνέπειες που δημιούργησε η ευρωπαϊκή κρίση του 1848, εν τούτοις έδειξε την σύνδεση της ελληνικής οικονομίας με το εξαγωγικό εμπόριο καθώς και την εν δυνάμει εκμετάλλευση των κρίσεων από κερδοσκόπους.
Εκτός των άλλων οι εσωτερικές συνθήκες της ελληνικής οικονομίες δεν ήταν καλές. Το 1847 και το 1848 ήταν έτη σιτοδείας και χαμηλής ελαιοπαραγωγής. Οι ασθένειες των αμπελώνων είχαν μειώσει την παραγωγή ήδη από το 1847 ενώ ακόμη και η παραγωγή της σταφίδας που ήταν αλματώδης μέχρι το 1852[22] , γνώρισε κάμψη. Τέλος η ύφεση και η κρίση στην Ευρώπη είχε μειώσει την ζήτηση στα αμπελουργικά προϊόντα στο μισό[23].
Η Υπόθεση Πατσίφικο[24]
Ο Δαβίδ Πατσίφικο (Davide Bonifacio Pacifico) ήταν πορτογαλικής καταγωγής Εβραίος, ο οποίος έχοντας γεννηθεί στο Γιβραλτάρ, είχε την βρετανική υπηκοότητα. Το 1820 πήρε την πορτογαλική υπηκοότητα και ακολούθως διετέλεσε πρόξενος της Πορτογαλίας στο Μαρόκο και στη συνέχεια γενικός πρόξενος της ίδιας χώρας στην Ελλάδα. Παύθηκε από αυτήν την θέση κατηγορούμενος για καταχρήσεις, εν τούτοις συνέχισε να ζει στην Ελλάδα.
Το Πάσχα του 1847, στις 23 Μαρτίου[25], λόγω της παρουσίας στην Αθήνα ενός μέλους της οικογένειας των Εβραίων μεγαλοτραπεζιτών Ρότσιλντ, δανειστών του ελληνικού κράτους, απαγορεύτηκε ένα αρκετά διαδεδομένο έθιμο, η καύση του ομοιώματος του Ιούδα. Παράλληλα η αστυνομία είχε απαγορεύσει και την ρίψη πυροβολισμών[26]. Εν τούτοις ο ελληνικός λαός δεν συμμορφώθηκε και από την Μ. Τετάρτη άρχισαν οι πυροβολισμοί ακόμα και «εκ των οικιών των υπουργών»[27].
Την Κυριακή του Πάσχα το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από τον ναό των Αγίων Ασωμάτων θεώρησε τον Πατσίφικο υπαίτιο για την απαγόρευση τέλεσης του εθίμου και κατευθύνθηκε προς την οικία του επί της οδού Σαρρή επιθυμώντας να κάψουν έναν αληθινό Εβραίο[28]μαζί με το σπίτι του[29]. Το αποτέλεσμα ήταν ότι Πατσίφικο κατήγγειλε την ανοχή της αστυνομίας και την συμμετοχή ακόμη και υιών υπουργών στο συμβάν[30] , ενώ παράλληλα διεκδικούσε ως αποζημίωση το υπέρογκο ποσό των 886.737 δρχ[31].
Από αυτό το επεισόδιο η Μ. Βρετανία βρήκε την ευκαιρία να εντείνει τις πιέσεις της για την επικράτηση της αγγλόφιλης μερίδας στα πολιτικά πράγματα καθώς και την εγκατάλειψη εκ μέρους του Όθωνα των μεγαλοϊδεατικών βλέψεων, οι οποίες συνδέονταν με την υποκίνηση και εξοπλισμό ένοπλων ομάδων που στέλνονταν στις οθωμανικές τότε επαρχίες της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Ο Όθωνας όμως είχε αντίθετη τοποθέτηση καθώς ενστερνιζόταν την Μεγάλη Ιδέα προσανατολισμένος προς το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το 1847 (έτος θανάτου του Κωλέττη), ο Όθων ουσιαστικά κυβερνά το κράτος προωθώντας αυλικές, σκιώδεις κυβερνήσεις στην εξουσία.
Το επεισόδιο Πατσίφικο ήταν η κορύφωση των αφορμών και των πιέσεων που ασκούσε κάθε φορά η Μ. Βρετανία προς την Ελλάδα. Συγκεκριμένα: Πρώτον. Η Μ. Βρετανία διεκδικούσε από την Ελλάδα τα μικρά νησιά Ελαφόνησο, που ευρίσκεται κοντά στην πελοποννησιακή ακτή απέναντι από τα Κύθηρα και Σαπιέντζα, η οποία αποτελεί μέρος του λιμένα της Μεθώνης. Η Μ. Βρετανία θεωρούσε τα δύο αυτά νησάκια τμήμα της Ιονίου Πολιτείας. Δεύτερον. Η πειρατική δραστηριότητα στο Ιόνιο και συγκεκριμένα η ληστρική ενέργεια σε έξι Ιονικά πλοιάρια στο τελωνείο Σελασίνας, κοντά στις εκβολές του Αχελώου, επέσυρε την μήνιν του Πάλμερστον, ο οποίος δεν περιορίστηκε σε διακοινώσεις αλλά απείλησε και με στρατιωτική επιχείρηση για την ανεύρεση και σύλληψη των ληστών που πιστευόταν ότι δρούσαν με την ανοχή ή και την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Τρίτον. Οι απαιτήσεις του γνωστού ιστορικού Φίνλεϋ. Ο Φίνλεϋ διεκδικούσε από το ελληνικό Δήμοσιο το ποσό των 45.000 δρχ για οικόπεδο ιδιοκτησίας του που περιλήφθηκε στον κήπο των Ανακτόρων. Τέλος, η σύλληψη Βρετανών ναυτών του βρετανικού πλοίου Fantome, οι οποίοι σε κατάσταση μέθης διετάρασσαν την ησυχία. Οι ναύτες απελευθερώθηκαν μόλις αναγνωρίστηκαν ως ναύτες του βρετανικού πλοίου.
Τα Παρκερικά και οι επιπτώσεις τους στην ελληνική οικονομία[32]
Η μη εξεύρεση πολιτικής λύσης στην υπόθεση Πατσίφικο οδήγησε την Μ. Βρετανία στο να κινητοποιήσει τον πολεμικό της στόλο υπό τον αντιναύαρχο Πάρκερ εναντίον της Ελλάδας και να διενεργήσει αποκλεισμό.
Ο Πάλμερστον μάλιστα για να δικαιολογήσει αυτήν την βίαιη επέμβαση, η οποία αργότερα θα ονομαστεί «διπλωματία των κανονιοφόρων», δανείστηκε την λατινική φράση civis romanus sum από το έργο του Κικέρωνα In Verrem. Ο Βρετανός πολίτης συγκρινόταν με τον Ρωμαίο και όπως η Ρώμη έπρεπε να επεμβαίνει για τα δικαιώματα των απανταχού πολιτών της, την ίδια αποστολή είχε και η Μ. Βρετανία για τους Βρετανούς.
Στην αρχή καταλήφθησαν τα πλοία του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και οδηγήθηκαν στη Σαλαμίνα. Στη συνέχεια τα μέτρα επεκτάθηκαν και στα εμπορικά πλοία με απαγόρευση ελλιμενισμού στον Πειραιά ή φορτοεκφόρτωσης παντός πλοίου υπό ελληνική σημαία. Ο αποκλεισμός επεκτάθηκε στην Πάτρα και Σύρο και ακολούθως σε όλα τα λιμάνια της χώρας.
Ο ναυτικός αποκλεισμός διήρκεσε περίπου 4 μήνες. Οι συνέπειες στην ελληνική οικονομία φάνηκαν αμέσως. Το εμπόριο, η βιοτεχνία και οι θαλάσσιες μεταφορές παρέλυσαν. Οι θαλάσσιες μεταφορές, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για το ελληνικό Βασίλειο λόγω της ανυπαρξίας οδικού δικτύου.
Τα φορτία παρέμειναν στα πλοία, η αγορά δεν εφοδιαζόταν ενώ ακόμη και η αλιεία ήταν αδύνατη. Επιπροσθέτως ο βαρύς χειμώνας του 1850[33] συνετέλεσε στην καταστροφή της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής καθώς και την διακοπή της χερσαίας επικοινωνίας[34].
Προκλήθηκε έλλειψη τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης στην αγορά με αποτέλεσμα την υπερτίμηση των αγαθών. Οι πληθυσμοί των αστικών κέντρων οδηγήθηκαν στην λιμοκτονία. Η κυβέρνηση ζήτησε από τον δήμο Πειραιώς επίσημη καταγραφή των ζημιών στη ναυτιλία και το εμπόριο ενώ παράλληλα αναγκάστηκε να καταφύγει σε επιβολή μέτρων διατίμησης και επισιτισμού[35]. Οι ζημιές στα κατασχεθέντα εμπορικά πλοία υπολογίστηκε από επιτροπή που είχε συσταθεί σε 131.000 δρχ ενώ οι έμμεσες ζημιές στο εμπόριο και την ναυτιλία ξεπέρασαν τις 20.000.000. δρχ[36]. .
Εκτός των άλλων υπήρξε αδυναμία αντιμετώπισης της αισχροκέρδειας και αυτό φαίνεται από τα δημοσιεύματα του πειραϊκού τύπου[37]. Συγκεκριμένα σε δημοσίευμα στον Ερμή του Πειραιώς (10/4/1850) αναφέρεται: «Η Διοικητική Αστυνομία Αθηνών και Πειραιώς εξέδωκεν Εγκύκλιον δι’ ης προσκαλεί τους πολίτας να καταμηνύωσι τους κρεοπώλας, ιχθυοπώλας, αρτοπώλας, όταν ούτοι ζητώσι περιπλέον της διατιμήσεως ή ζυγίζωσι δολίως» και συνεχίζει το ίδιο δημοσίευμα «Εν Πειραιεί ωκοδομήθη εν παράπηγμα (μπαράκα) εν τω μέσω της αγοράς, εν αυτώ κρέμαται η στάθμη, παρευρίσκεται δε εις κλητήρ δια να επιτηρή την εφαρμογήν των αστυνομικών διατάξεων, ο δε Υπαστυνόμος πολλάκις της ημέρας επισκεπτόμενος αυτοπροσώπως την αγοράν, έφερεν σημαντικήν βελτίωσιν, περιορίσας την αισχροκέρδειαν των πωλούντων τα εδώδιμα».
Για την ιστορία η Μ. Βρετανία με τον ναυτικό αποκλεισμό πέτυχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδίωκε. Ο λαός παρ’ όλο που δεινοπάθησε, δεν έστρεψε την οργή του προς τον βασιλέα αλλά, τουναντίον, η σθεναρή του στάση μεγάλωσε την δημοτικότητά του. Από την άλλη, αυτή η ωμή επέμβαση της Μ. Βρετανίας κατακρίθηκε και διεθνώς αλλά και μέσα σε αυτή τη χώρα. Τέλος στην Ελλάδα μετά από αυτά τα γεγονότα κυριάρχησε το αντιαγγλικό μένος. Εξ’ άλλου λίγα χρόνια μετά ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853) και η κατοχή του Πειραιά θα έδινε νέα «τροφή» σε αυτό το μένος…
Συμπεράσματα
Η οικονομία του ελληνικού Bασιλείου στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του είναι χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργίας «εκ του μηδενός».
Η Ελλάδα ήταν μία αγροτική χώρα στην οποία κυριαρχούσε η μικρή ιδιοκτησία. Οι μικροϊδιοκτήτες γης ικανοποιούσαν τις περισσότερες ανάγκες τους με αυτά που παρήγαν, ενώ τα υπόλοιπα τα πήγαιναν στις τοπικές αγορές. Τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα ήταν αυτά της μεσογειακής διατροφής αλλά και αυτών (σταφίδα, ελιές, σύκα, κουκούλια) των οποίων υπήρχε απόδοση στο εξωτερικό εμπόριο. Η γεωργική παραγωγή ήταν συνάρτηση του εμπορικού μεταπρατισμού.
Πολύ σημαντικός τομέας της οικονομίας ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία. Κατ’ αρχάς οι θαλάσσιες μεταφορές αποτελούσαν για το κράτος τις μόνες μεταφορές λόγω της ανυπαρξίας οδικού δικτύου, ενώ η ναυτιλία συνδεδεμένη με το διεθνές εμπόριο μετέφερε προϊόντα από την Δύση στην Ανατολή και τούμπαλιν. Αυτή η ανάπτυξη της ναυτιλίας μεταφράζεται σε αριθμούς: Στα 1838 τα ιστιοφόρα πλοία έφθαναν σε αριθμό τα 3.269, χωρητικότητα τους 88.502 τόνους και τους 18.000 απασχολούμενους ναυτικούς, ενώ στα 1855 ο αριθμός των πλοίων φθάνει τα 5.502, η χωρητικότητά τους 294.906 τόνους ενώ απασχολούν 30.000 ναυτικούς.[38]
Στο χρονικό διάστημα των ετών 1843-1858 ολόκληρος ο εμπορικός στόλος ανανεώνεται. Ναυπηγούνται 3.586 πλοία συνολικής χωρητικότητας 255.671 τόνων. Στα ναυπηγεία της Σύρας κατασκευάζονται 909 πλοία χωρητικότητας 134.318 τόνων, στις Σπέτσες 634 πλοία 44. 337 τόνων, στην Ύδρα 333 πλοία 11.141 τόνων, στο Γαλαξίδι 162 πλοία 17.982 τόνων και στον Πειραιά 257 πλοία 9.112 τόνων[39].
Η ελληνική οικονομία λοιπόν ήταν αγροτική και μεταπρατική-εμπορική. Αυτό σημαίνει ότι ήταν ευάλωτη στις κρίσεις του διεθνούς εμπορίου, όπως φάνηκε στην κρίση του 1848 αλλά και σε περιπτώσεις κακοκαιρίας και χαμηλής παραγωγής αγροτικών προϊόντων.
Στο ναυτικό αποκλεισμό των Παρκερικών συνέβησαν ουσιαστικά και τα δύο. Οι Βρετανοί ουσιαστικά εξαφάνισαν το ελληνικό εμπόριο, ενώ παράλληλα ο δριμύς χειμώνας του 1850 επέδρασε αρνητικά στην αγροτική παραγωγή με αποτέλεσμα τα επισιτιστικά προβλήματα στους αστικούς πληθυσμούς ιδίως των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.
Από αυτήν την οπτική ο ναυτικός αποκλεισμός του Πάρκερ αποτελεί παράδειγμα προσπάθειας «στραγγαλισμού» μιας οικονομίας και κοινωνίας με σκοπό να ενδώσει η ηγεσία ενός λαού. Η ψυχολογία όμως δεν είναι αριθμοί. Ο λαός αντιμετώπισε την κρίση με καρτερία και περιέβαλε με λατρεία τον βασιλέα του. Οι Βρετανοί πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδίωκαν…
[1] Ο Παπαγεωργίου κρίνει την στάση αυτή των Ελλήνων ιστορικών: «Είναι ενδιαφέρον ότι οι Έλληνες ιστορικοί, αναφερόμενοι στο συγκεκριμένο επεισόδιο, φαίνεται να ασχολούνται περισσότερο με το να καταδικάζουν τις απαιτήσεις του θύματος (τις οποίες καταγγέλλουν ως «εβραϊκώτατη αισχροκέρδεια») παρά με την συγκεκριμένη πράξη που ορισμένη μάλιστα την δικαιολόγησαν, ως γενόμενη στα πλαίσια των πατροπαράδοτων εθίμων» Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους 1821-1862, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005, σελ 453.
[2] Κατσούλης Γ., Νικολινάκος Μ., Φίλιας Β., Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τόμος Β΄ (1831-1897), Παπαζήσης, σελ 17
[3] Πρώτη οθωνική απογραφή του 1834 υπολόγισε τον πληθυσμό σε 750.000 ενώ μεταγενέστερη απογραφήγια το έτος 1839 τον υπολόγιζε σε 823.773 κατοίκους. Το 1850, την εποχή που συνέβησαν τα Παρκερικά ο πληθυσμός υπολογιζόταν σε 1.005.966 ανθρώπους. Μανσόλας Α., Πολιτειογραφικαί Πληροφορίαι περί Ελλάδος, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1867 και Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος. Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, 1821-1862, Παπαζήσης Αθήνα 2005, σελ 297-298.
[4] «Είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τη δήωση του 1832 από τη δήωση που είχε προξενηθεί σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Οι ερημωμένες πόλεις και τα κατεστραμμένα χωριά, η φθορά της κτηνοτροφίας, η καταστροφή των αμπελώνων, οι εμπρησμοί των ελαιώνων που απαιτούσαν πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν, ακόμη και η έλλειψη σπόρων για τη σπορά και καλλιεργητών για το όργωμα (αφού τόσοι χωρικοί είχαν πάρει τα όπλα) […]. Petropoulos J.A., Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σελ 179.
[5] Βακαλόπουλος Α.Ε. , Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Βάνιας Θεσσαλονίκη 1992, σελ 220.
[6] ο.π. σελ 220.
[7] Φωκάς Δ.Γ., Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού 1833-1873, ΓΕΝ, Αθήνα 1923, σελ 107.
[8] Βακαλόπουλος, σελ 221.
[9] Δερτιλής Γ.Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ 230.
[10] Καλαφάτης Θ.- Πρόντζας Ε., Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, τόμος Α΄, σελ 402.
[11] ο.π., σελ 406.
[12] ο.π., σελ 409.
[13] Herring G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ΜΙΕΤ Αθήνα 2006, τόμος Α΄ σελ 245.
[14] Herring G., τόμος Α΄ , σελ 245. Η τράπεζα έδινε δάνεια με επιτόκιο 8% μόνο σε εμπόρους και χρηματιστές , και μέσω μιας αλυσίδας μεσαζόντων το χρήμα κατέληγε σε τοπικούς δανειστές (τοκογλύφους), οι οποίοι το δάνειζαν σε αγρότες με πολύ μεγάλα επιτόκια: 18-30, 40 ακόμη και 80%. Για την λειτουργία αυτού του συστήματος βλέπε και Δερτιλής Γ.Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2014, σελ 246-253.
[15] Δερτιλής Γ.Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2014, σελ 200-204.
[16] ο.π. σελ 201
[17] Πολλά έχουν λεχθεί για τις δαπάνες της βαυαροκρατίας με εμπάθεια ακόμα και από έγκριτους ιστορικούς. Εν τούτοις χωρίς τον βαυαρικό στρατό δεν θα μπορούσε να υπάρξει κράτος. Αυτός ο στρατός ήταν παράγοντας ισχύος ενός καινούργιου καθεστώτος που ήρθε να επιβληθεί σε ένοπλες ομάδες και παρατάξεις που αλληλοσυγκρούονταν. Σκοπός ήταν η οργάνωση και παγίωση κεντρικής διοίκησης.
[18] ΔερτιλήςΓ.Β, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2014, σελ 201.
[19] ο.π., σελ 203.
[20] Σε αυτήν την περίοδο το γεωργικό εισόδημα καλύπτει το 80% του γεωργικού εισοδήματος και το 50% του συνόλου των άμεσων φόρων (1849 άμ. Φόρος 50,2%) ΚατσούληςΓ, Νικολινάκος Μ, Φίλιας Β., Οικονομική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1831-1897, εκδ.Παπαζήση, σελ 118.
[21] Δερτιλής Γ.Β., σελ 257-259 και Κατσούλης Γ., Νικολινάκος Μ, Φίλιας Β., Οικονομική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1831-1897, εκδ. Παπαζήση, σελ 125
[22] «Στην εικοσαετία (1843-1862) η ελληνική γεωργία υπέστη σοβαρές καταστροφές από καιρικές συνθήκες. Στα 1850 σημειώνεται εξαιρετικά βαρύς χειμώνας που καταστρέφει τα 50% των ελαιόδενδρων και τα 70% των οπωροφόρων. Χιλιάδες κοπάδια ζώων εξολοθρεύονται από το χιόνι. Στα 1851 η ξηρασία που κράτησε τρία χρόνια καταστρέφει τις καλλιέργειες δημητριακών και προκαλεί μεγάλη σιτοδεία στη χώρα (έγιναν τον χρόνο αυτό εισαγωγές δημητριακών 12.000.000 δρχ)[…] Στους εξωγεωργικούς παράγοντες που προκαλούσαν αναστολή της ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας πρέπει να προσθέσουμε και τη φοβερή μάστιγα της ελονοσίας που ακινητοποιεί παραγωγικά τα 15% του γεωργικού πληθυσμού και δημιουργεί απώλεια του 20% των εργάσιμων ημερών.» ΚατσούληςΓ, Νικολινάκος Μ, Φίλιας Β., Οικονομική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1831-1897, εκδ.Παπαζήση, σελ 117.
[23] Δερτιλής Γ.Β., σελ 253.
[24] Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος. Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, 1821-1862, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005, σελ 452-456. Βακαλόπουλος Απ, Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ 252-253. Παυλίδου Σοφία, Οι Αποκλεισμοί του Πειραιά κατά τον ΙΘ΄ Αιώνα, Πάντειο Πανέπιστήμιο (διπλωματική εργασία), Αθήνα 2008, σελ 14-18.
[25] Παυλίδου Σοφία, σελ 11.
[26] ο.π., σελ 11.
[27] ο.π. σελ 11 (η φράση από την εφημερίδα της εποχής Ελπίς, 31/3/1847)
[28] Παπαγεωργίου Στ., σελ 452.
[29] «Μίαν Λαμπρή κάμποσοι πολίτες, συντρόφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι’ άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν και αλιμούργιαξαν το σπίτι ενός Ομβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν· και κιντύνεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε» Μακρυγιάννης Ι., Απομνημονεύματα του στρατηγού Ιωάννου Μακριγιάννη, εκδ. 1947, τόμος β΄, σελ 205.
[30] Επιστολή του Πατσίφικο στο Λάιονς με ημερ 7/4/1847. Correspondence respecting the demands made upon the Greek Government; and respecting the Islands of Cervi and Sapienza, σελ 54.
[31] Επιστολή Πατσίφικο στο Sir Edmund Lyons με ημερ 9/9/1847. Correspondence…, σελ 57.
[32] Παπαγεωργίου Στ., Από το Γένος στο Έθνος. Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, 1821-1862, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005, σελ 452-456. Βακαλόπουλος Απ, Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ 252-253. Παυλίδου Σοφία, Οι Αποκλεισμοί του Πειραιά κατά τον ΙΘ΄ Αιώνα, Πάντειο Πανέπιστήμιο (διπλωματική εργασία), Αθήνα 2008, σελ 20-28.
[33] Βλ. υποσημείωση 21.
[34] Παυλίδου Σοφία, Οι Αποκλεισμοί του Πειραιά κατά τον ΙΘ΄ Αιώνα, Πάντειο Πανέπιστήμιο (διπλωματική εργασία), Αθήνα 2008, σελ 23.
[35] Ιστορικό Αρχείο Πειραιά, φάκελος 1850Α, υποφ. Θ.13, Φ.37 «Αποζημιώσεις των παθόντων εκ του αποκλεισμού του Αγγλικού στόλου»: εγγρ. 1331, 1/3/1850 του νομάρχη Αττικής προς τον δήμαρχο Πειραιά. Εγγρ. 1154, 16/3/1850 για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων του επισιτισμού για κάθε μέρα αποκλεισμού και έγγραφο 133, 13/3/1850 του υπολιμεναρχείου Πειραιώς προς το δήμαρχο για τον ακριβή υπολογισμό των ζημιών σε ναυτιλία και εμπόριο από τον αγγλικό αποκλεισμό.
[36] Φωκάς Δ. Γ., Χρονικά του Ελληνικού Β. Ναυτικού, 1833-1873, εκδ ΓΕΝ, Αθήνα 1923, σελ 107.
[37] Παυλίδου Σοφία, Οι Αποκλεισμοί του Πειραιά κατά τον ΙΘ΄ Αιώνα, Πάντειο Πανέπιστήμιο (διπλωματική εργασία), Αθήνα 2008, σελ 24.
[38] ΚατσούληςΓ, Νικολινάκος Μ, Φίλιας Β., Οικονομική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1831-1897, εκδ.Παπαζήση, σελ 128.
[39] ο.π., σελ 129.




