Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Νικόλαου Χατσόπουλου – Χατζανέστη, νομάρχη Αττικής και της Μαρίας Πιτσιπίου, θυγατέρας του Χιώτη λόγιου Ιακώβου Πιτσιπίου και χήρας του σπουδαίου τυπογράφου και εκδότη Ανδρέα Κορομηλά. Αδελφή του ήταν η Αικατερίνη που είχε παντρευτεί τον Βρετανό διπλωμάτη λόρδο Εδουάρδο Λω ενώ ετεροθαλή αδέλφια του ήταν οι Λάμπρος και Δημήτριος Κορομηλάς. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1884 και κατόπιν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία.
Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ως λοχαγός, διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα επιτελάρχης της 3ης (ΙΙΙ) Ταξιαρχίας αναλαμβάνοντας αργότερα τη διοίκηση της 2ης (ΙΙ) ορειβατικής πυροβολαρχίας. Το 1904 μετατάχθηκε στο νεοσύστατο τότε Σώμα των Γενικών Επιτελών. Κατά την επανάσταση του 1909 παραιτήθηκε από το στράτευμα. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους επανήλθε ως έφεδρος ταγματάρχης και υπηρέτησε ως επιτελάρχης της 6ης (VI) Μεραρχίας στην αρχή και αργότερα της 5ης. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, με ειδικό νόμο, επανέκτησε την πρότερη αρχαιότητα λαμβάνοντας το βαθμό των συγχρόνων του, του συνταγματάρχη του πυροβολικού. Με τον βαθμό αυτό ανέλαβε την διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων. Κατά την επιστράτευση του 1915 ανέλαβε τη διοίκηση της 5ης Μεραρχίας.
Η διοίκηση του Χατζηανέστη διακρινόταν για την υπερβολική και παράλογη αυστηρότητά της που δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Αποτέλεσμα αυτής της πολύ αυστηρής συμπεριφοράς του ήταν η εναντίον του εκδήλωση στάσης στη Μεραρχία του, με κίνδυνο διάλυσής της. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η έκδοση σχετικής διαταγής μετάθεσης και η τοποθέτησή του στην θέση του διοικητή της 15ης μεραρχίας. Μη αποδεχόμενος όμως τη θέση αυτή, ζήτησε να τεθεί σε διαθεσιμότητα προκειμένου να μεταβεί στην Ελβετία, αίτημα που έγινε αποδεκτό.
Επιστρέφοντας από την Ελβετία και αφού ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία το 1921, τον Απρίλιο του 1922 ανέλαβε Διοικητής της Στρατιάς Θράκης και τον Μάιο του 1922 Διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ύστερα από την οικειοθελή αποχώρηση του αρχιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα, στις 25 Μαΐου του 1922. Μάλιστα για τη θέση αυτή προτάθηκε από τον ίδιο τον Παπούλα, ο οποίος, στην επιστολή παραίτησης που απέστειλε τον πρότεινε ως αντικαταστάτη του, καθώς ο δεύτερος προταθείς, Βίκτωρ Δούσμανης δεν έχαιρε της έγκρισης της κυβέρνησης του Δημητρίου Γούναρη. Ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του στη Σμύρνη στις 5 Ιουνίου 1922.
Ο Χατζηανέστης διαφωνούσε με τον τρόπο που διενεργούταν η εκστρατεία μέχρι τότε. Εκτιμούσε ότι ήταν ανάγκη περιορισμού του μετώπου διότι η τόσο μεγάλη έκτασή του ήταν παράγοντας αδυναμίας για την υπεράσπισή του. Βασικό μέλημά του κατά τη διάρκεια της θητείας του υπήρξε η οργάνωση της εκστρατείας της Κωνσταντινούπολης, η οποία αντιμετωπίστηκε αρνητικά στο εσωτερικό και το εξωτερικό της Χώρας προκαλώντας την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων. Μόλις έφθασε στην Μικρά Ασία διέταξε αξιωματικό του Επιτελείου του να συγκεντρώσει τις χιλιάδες των άσκοπα περιφερομένων στην Σμύρνη στρατιωτών και να τους στείλει στην Θράκη. Υποστηρίχθηκε ότι ότι με την απόσπαση αυτή (11 ταγμάτων πεζικού και 5 πυροβολαρχιών) «αδυνάτισε» το μέτωπο στην Μικρά Ασία. Ο Χατζηανέστης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά είναι μάλλον αστήρικτες οι κατηγορίες περί εσχάτης προδοσίας καθώς ανέλαβε κυριολεκτικά την τελευταία περίοδο των επιχειρήσεων.
Οι απόψεις του Χατζηανέστη δεν ήταν τόσο αίολες, όσο έχει υποστηριχθεί αλλά λόγω του εμμονικού και ιδιότροπου του χαρακτήρα του, υπήρξε ο ιδανικός κατηγορούμενος για την ήττα στην Μικρά Ασία. Ονομάστηκε χαρακτηριστικά ο «Αρχιστράτηγος της ήττης». Περί της ανάγκης διατήρησης της Ανατολικής Θράκης συμφωνούσε και ο Ιωάννης Μεταξάς: «Είμεθα εις θέσιν εν Θράκη να προβώμεν εις δράσιν. Η Θράκη χωρίζεται δια θαλάσσης από του εχθρού, είναι επομένως ευχερής η άμυνα αυτής με μικρές δυνάμεις. Έπειτα, κοίται επ’ αυτής η Κωνσταντινούπολις, η συγκέντρωσις επομένως εν Θράκη Στρατού, κυρίως δε μεγάλης δυνάμεως εις Τσατάλτζαν έναντι της Κωνσταντινουπόλεως θα απετέλουν σπουδαία επιχειρήματα δια τας περί Θράκης διπλωματικάς διαπραγματεύσεις».
Ο Ξεν. Στρατηγός αναφέρει: «Ο νέος Αρχιστράτηγος επρότεινε τότε εις την Κυβέρνησιν την σύμπτυξιν του εν Μ. Ασία μετώπου και την εκείθεν εξοικονόμησιν των δια την επιχείρησιν της Κωνσταντινουπόλεως απαιτουμένων δυνάμεων. Η Κυβέρνησις διέβλεπεν ότι ο Μικρασιατικός αγών έβαινε πλέον προς το τέρμα του (…), ήτο διατεθειμένη δε κατ’ αρχήν να δεχθή την σύμπτυξιν του μετώπου, αφού μάλιστα ο νέος Αρχιστράτηγος ήτο τόσον πεπεισμένος ότι συνέφερεν αύτη, ώστε να θέτη την παραδοχήν της γνώμης του ταύτης ως όρον αναλήψεως της Αρχιστρατηγίας» (Ξ. Στρατηγός, “Η Ελλάς εν τη Μικρά Ασία”, σελ 373).
Ενώ για την σύμπτυξη του μετώπου ο Κανελλόπουλος αναφέρει: «Ο στρατηγός Χατζηανέστης ήτο στερρώς αποφασισμένος ή να ενεργήση την σύμπτυξιν εγκρινούσης της Κυβερνήσεως ή να παραιτηθή. Η απόφασις αύτη ήτο λογική και επιβεβλημένη δια τους εξής λόγους: Πρώτον, το μέτωπον Αφιόν – Σεχίρ, ηδύνατο να τηρηθή εφ’ όσον ο κατέχων την γραμμήν ταύτην ήτο εν παντί ισχυρότερος του αντιπάλου. Δεύτερον, η τήρησις ταύτης ήτο χρήσιμος, εφ’ όσον η λύσις του ορθουμένου προβλήματος ήτο εφικτή. Ο πρώτος όρος δεν υπήρχεν. Η πλάστιγξ είχε κλίνει οριστικώς υπέρ των Τούρκων. Ο δεύτερος όρος είχε αποδειχθεί απραγματοποίητος, ως απέδειξεν ο Σαγγάριος. Ο Στρατηγός Χατζηανέστης ηννόησε τούτο και άριστα πράττων είχε θέσει σκοπόν κύριον την σύμπτυξιν του μετώπου» (Κ. Δ. Κανελλόπουλος “Η Μικρασιατική ήττα – Αύγουστος 1922”, σελ 45).
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι όχι μόνο ο Χατζηανέστης δεν ευθυνόταν για την καταστροφή αλλά προσπάθησε να δώσει και λύσεις μέσα στην τρέλα και τις εμμονές του! Η τότε πολιτική ηγεσία της Χώρας είχε πέσει σε ολοκληρωτική παράλυση εξαρτώμενη πλήρως από τις βουλές και την παρελκυστική έως εχθρική πολιτική των Μ. Δυνάμεων. Ακόμη και τον Αύγουστο του 1922, η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να βρει το ψυχικό σθένος να πραγματοποιήσει την επιχείρηση προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ, στο εσωτερικό η πόλωση με τους βενιζελικούς κρατούσε για τα καλά.
Όπως ο ίδιος ο Χατζηανέστης ανέφερε στην απολογία του: «Διώκησα, κύριοι, δυόμισι μήνας, διώκησεν ο προκάτοχός μου είκοσι μήνας. Δεν νομίζετε ότι, επειδή απέθανεν εις τας χείρας μου η Μικρά Ασία, είναι άδικον να κατηγορηθώ, και θα ήτο άδικον να κατηγορηθή ο τελευταίος ιατρός ενός πάσχοντος, εις τον οποίον έκαμε κακήν θεραπείαν ένας άλλος»; Ο δε στρατηγός Παπούλας με τον οποίο λογομάχησε στο στρατοδικείο ο Χατζηανέστης – η παραπάνω ρητορική ερώτηση διατυπώθηκε πάνω σε αυτή τη λογομαχία – δεν γλίτωσε την νέμεση τελικά˙ θα εκτελεστεί (και αυτός) ως συμμετέχων στο κίνημα του 1935. Αντίθετα, άλλοι στρατηγοί που “φούσκωναν τα μυαλά” του Γούναρη περί εύκολης νίκης επί του Κεμάλ, “ζήτημα ολίγων μηνών” υποστήριζαν, έμειναν ατιμώρητοι.
