Η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου ανέλαβε καθήκοντα στις 7 Οκτωβρίου 1924. Υπουργός των Ναυτικών ανέλαβε μετά από ένα μήνα ο πλοίαρχος ε.α. Αθ. Μιαούλης. Ήταν η τέταρτη κυβέρνηση βενιζελικού χαρακτήρα μέσα σε εννιά μήνες. Στις 10 Ιουνίου 1925, ο Κονδύλης παραιτήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, με αποτέλεσμα την παραίτηση του Μιχαλακοπούλου, καθώς είχε ήδη δημιουργήσει τα λεγόμενα Τάγματα Κυνηγών.
Κατόπιν, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Καφαντάρη, την οποία αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να υπάρξει ανασχηματισμός της κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου. Η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου έλαβε τη σχετική πλειοψηφία από τη Βουλή (146 έναντι 81), αλλά από την άλλη, ο Πάγκαλος εκτράχυνε την συμπεριφορά του είτε εξαπολύοντας κατηγορίες είτε λέγοντας ανοικτά ότι θα κάνει κίνημα. Ο Μιχαλακόπουλος από την πλευρά του, προσπάθησε να διευρύνει την κυβέρνησή του με τους Παπαναστασίου, Καφαντάρη και Κονδύλη. Για να προσελκύσει τον Παπαναστασίου μάλιστα, πέτυχε την κατ’ αρχή ψήφιση της απλής αναλογικής στις 22 Ιουνίου.
Στις 25 Ιουνίου, ο Στόλος κατελήφθη πρώτος. Είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυκτα, επέβησαν στο Γ. Ἀβέρωφ στο Φάληρο ο αντιπλοίαρχος Ε. Βαλασάκης, οι πλωτάρχες Π. Σπυράκης , Ε. Μπουζάνης, Σ. Τσιριμώκος και οι υποπλοίαρχοι Π. Σκουμπουρδής, Ν. Βιτάλης και Γ. Σκληβανιώτης. Αργότερα, έφθασε ο Χατζηκυριάκος και κατόπιν, ανέβηκαν στο θωρηκτό οι κυβερνήτες του Ἱέραξ αντιπλοίαρχος Χ. Λούης και του Λέων αντιπλοίαρχος Λ. Δρόσης. Στις 4 το πρωί, ο Στόλος ήταν στα χέρια του Παγκάλου. Ο Χατζηκυριάκος έστειλε τηλεγράφημα στην Κυβέρνηση υπογράφοντας ως Αρχηγός Στόλου. Στις 04:30, ο στρατηγός Χ. Τσερούλης κατέλαβε τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού και απαίτησε τηλεφωνικώς από τον υπουργό Στρατιωτικών Γόντικα να παραιτηθεί. Τον Τσερούλη βοήθησαν οι συνταγματάρχες Μπακιρτζής, Καρακούφας, ο οποίος ήταν διοικητής του Δημοκρατικού Τάγματος Θεσσαλονίκης, καθώς και ο υπολοχαγός Τσιγάντες. Οι δυνάμεις του Πάγκαλου κατέλαβαν και το Δ΄ Σώμα Στρατού.
Ο Μιχαλακόπουλος, μετά τις συσκέψεις με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη, τον Κονδύλη, τον Καφαντάρη και τον Παπαναστασίου αρνήθηκε να καταστείλει το κίνημα για να μη γίνει αιματοχυσία και πρότεινε στον Κονδύλη να αναλάβει την καταστολή μαζί με το Υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ ως δεύτερη λύση να αναλάβει ο Κονδύλης την πρωθυπουργία. Ο Παπαναστασίου ατυχώς όμως αντιτάχθηκε σε αυτά και πρότεινε στον Κουντουριώτη να έρθει σε επαφή με τον Πάγκαλο, να ακούσει τα αιτήματά του και να του προτείνει να συμμετάσχει στη κυβέρνηση. Ο Πάγκαλος όμως, δήλωσε στον Κουντουριώτη ότι αυτός θέλει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Στις 26 Ιουνίου, ο Πάγκαλος σχημάτισε Κυβέρνηση με τον ίδιο πρωθυπουργό και υπουργό των Στρατιωτικών. Υπουργός των Ναυτικών ήταν ο Χατζηκυριάκος, ενώ υπουργός Οικονομικών ο πλοίαρχος ε.α. Γ. Μπούμπουλης, ο οποίος, αν και είχε αποστρατευθεί με αίτησή του πριν από 3 χρόνια, επανήλθε στην ενέργεια ως αντιπλοίαρχος, προήχθη σε πλοίαρχο με την παλιά του αρχαιότητα.
Το κάθεστώς Πάγκαλου πολύ γρήγορα πέρασε στη φάση της δικτατορίας. Την περίοδο αυτή, επικράτησε ο αυταρχισμός, η αστυνόμευση του κράτους και η διασάλευση του πολιτεύματος. Παράλληλα στον οικονομικό τομέα παρατηρείται κακή διαχείριση. Η δικτατορία απέτυχε να εξασφαλίσει ξένα δάνεια και την καταβολή καθυστερημένων από το 1920 πιστώσεων, ενώ στα αρνητικά είναι και η μείωση κατά 25% της αξίας του νομίσματος με αναγκαστική κοπή του ¼ των χαρτονομισμάτων με τη μορφή αναγκαστικού δανείου.
Ακόμη, στα εθνικά θέματα ακολούθησε αμφιλεγόμενη πολιτική. Η Βουλγαρία έχοντας υπογράψει με την Τουρκία σύμφωνο φιλίας, αποφάσισε να διενεργήσει διασυνοριακά επεισόδια με την Ελλάδα. Αποτέλεσμα των επεισοδίων ήταν ο φόνος δύο Ελλήνων στρατιωτών και ενός λοχαγού του μεθοριακού φυλακίου 69 μεταξύ Σιδηροκάστρου και Δοϊράνης. Στη συνέχεια, οι βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το φυλάκιο. Σε απάντηση, το Γ΄ Σώμα Στρατού εισέβαλε στο βουλγαρικό έδαφος και κατέλαβε το Πετρίτσι με τάση περαιτέρω προέλασης. Η Βουλγαρία προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία αποφάσισε, η μεν Βουλγαρία να καταβάλει αποζημιώσεις στις οικογένειες των 3 νεκρών Ελλήνων, η δε Ελλάδα, να καταβάλει 16.000 χρυσές λίρες αποζημίωση για 11 Βουλγάρους νεκρούς και τη λεηλασία του Πετριτσίου. Δεύτερον, η δικτατορία του Πάγκαλου προχώρησε σε ελληνο-σερβικές συμφωνίες, στις οποίες δίνονταν υπερβολικά προνόμια στη Σερβία σχετικά με τη ζώνη του λιμένος Θεσσαλονίκης, τη σιδηροδρομική γραμμή Γευγελή, τη μονή Χιλιανδαρίου στο Άγιο Όρος και τις μειονότητες. Η μετέπειτα Βουλή του 1927 αρνήθηκε να τις επικυρώσει.
Αυτό όμως που προκάλεσε την οργή του βενιζελικού κόσμου, ήταν η συνεργασία του δικτάτορα με αντι-βενιζελικούς πολιτικούς, ενώ η προώθηση ευνοούμενων στο στρατό ατόμων αμφίβολης ποιότητας προκάλεσε δυσαρέσκεια και στους στρατιωτικούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα, θα γίνει και η περιπετειώδης σύλληψη του Πλαστήρα στις στέγες της οδού Αναγνωστοπούλου. Τον συνέλαβε ο στρατηγός Τσερούλης. Ωστόσο, στις 25 Οκτωβρίου 1925, επέβη στο αντιτορπιλικό Λέων (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Δ. Θεοφανόπουλος) και απελάθηκε στην Ιταλία.
Στις 4 Ιανουαρίου 1926, ο Πάγκαλος ανέβαλε τις εκλογές και στις 5 του ίδιου μήνα, δημοσίευσε το διάγγελμα της δικτατορίας. Στις 15 Μαρτίου, παραιτήθηκε από το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, πιθανόν για να εξαναγκάσει και την κυβέρνηση σε παραίτηση. Ο Πάγκαλος όμως, δεν πτοήθηκε. Στις 18 Μαρτίου, δημοσιεύτηκε η παραίτηση του Προέδρου μαζί με συντακτική πράξη προκήρυξης προεδρικών εκλογών για τις 4 Απριλίου. Τα όρια ηλικίας των υποψηφίων καθορίστηκαν μεταξύ 45 και 65, ούτως ώστε να αποκλειστούν οι υποψηφιότητες των Α. Ζαΐμη και Π. Κουντουριώτη. Στις 18 Απριλίου, ο Πάγκαλος ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ παράλληλα ,ήταν και πρωθυπουργός. Στη συνέχεια, κυβέρνηση σχημάτισε στις 19 Ιουλίου 1926, ο Αθανάσιος Ευταξίας, ενώ το υπουργείο Ναυτικών ανέλαβε ο Ι. Λεωνίδας.
Ο Πάγκαλος θα ανατραπεί από τον Κονδύλη στις 22 Αυγούστου 1926.



