Η απώλεια της Κάσου στοίχησε στον Ναυτικό Αγώνα, διότι πέρα από τον αξιόμαχο στόλο της, ήταν μια σημαντική προκεχωρημένη ναυτική βάση, από όπου θα μπορούσαν να χτυπηθούν οι αιγυπτιακές επικοινωνίες και νηοπομπές. Δεύτερη στην καταστροφή ήταν η νήσος Ψαρά. Τον Απρίλιο του 1824, ο Σουλτανικός Στόλος υπό τον Χοσρέφ-Πασά κίνησε με 176 πολεμικά και φορτηγά πλοία και 2.000 στρατιώτες εναντίον των Ψαρών. Οι πρόκριτοι του νησιού ζήτησαν απελπισμένα τη βοήθεια της Κυβέρνησης και όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε ανταπόκριση, αποφάσισαν να αγωνιστούν μόνοι τους μέχρις εσχάτων. Για να αποκλείσουν μάλιστα, το ενδεχόμενο διαφυγής, αχρήστευσαν τα πηδάλια των πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι. Αυτό ήταν ολέθριο λάθος.
Η αχρήστευση του στολου εκμηδένισε τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του για την άμυνα του νησιού. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοιο λάθος είχαν διαπράξει και οι αρχαίοι Αθηναίοι στις Συρακούσες, όταν έκαψαν τον στόλο τους με τις ίδιες τραγικές συνέπειες.
Στις 20 Ιουνίου, ο εχθρικός στόλος άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό εναντίον των Ψαρών και διενήργησε απόβαση. Οι Οθωμανοί άρχισαν να καταλαμβάνουν το ένα μετά το άλλο τα οχυρώματα μεχρι που έφτασαν στο τελευταίο, το οχύρωμα του Παλαιοκάστρου. Εκεί, δύο από τους υπερασπιστές του οχυρώματος, ο Αντώνιος Βρατσάνος και ο Σιδέρης, έβαλαν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν υπερασπιστές και επιτιθέμενοι. Αυτό το οχύρωμα ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός το ονομάζει ολόμαυρη ράχη. Από τους 30.000 περίπου κατοίκους σώθηκαν μόνο δέκα χιλιάδες.
Όταν έγιναν γνωστές οι καταστροφές της Κρήτης, της Κάσου και των Ψαρών, η ελληνική Κυβέρνηση αντιλήφθηκε πόσο επικίνδυνη ήταν η παραμέληση του Ναυτικού. Με τα εναπομείναντα χρήματα του τελευταίου δανείου, οι διοικήσεις των νήσων Ύδρας και Σπετσών ενέτειναν τις προσπάθειές τους να εφοδιάσουν τον Στόλο και να συμπληρώσουν τα πληρώματα. Η ώρα ήταν κρίσιμη διότι ο Σουλτανικός Στόλος -15 φρεγάτες- υπό τον Χοσρέφ βρισκόταν αγκυροβολημένος στη Λέσβο, ενώ ο Αιγυπτιακός υπό τη γενική αρχηγία του γιου του Μεχμέτ-Αλή, Ιμπραήμ, είχε αποπλεύσει ήδη από την Αλεξάνδρεια με 50 τρίκροτα και 300 μεταγωγικά πλήρη στρατιωτών. Η τελευταία φάση του σχεδίου του εχθρού ήταν να ξεκινήσει.
Οι παθογένειες της προνεωτερικότητας στον Τρινήσιο Στόλο της Επανάστασης
Σχετικά με τη καταστροφή των Ψαρών, διαβάζουμε από την εργασία του Αντιναυάρχου ε.α.Δημ. Λισμάνη “Ναυτικού Αγώνα Αποσιωπημένα, οι Ναυμάχοι όπως δεν τους ξέρουμε” (ΥΙΝ 2017, σελ.15):
” Μήπως δεν είναι γνωστή η συμπεριφορά της υδραιο-σπετσιώτικης μοίρας, η οποία δεν απέπλεε από τη βάση της για να προστατεύσει τα Ψαρά που διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο από τους Τούρκους; Παρά τις επικλήσεις των Ψαριανών, ήθελαν να εκβιάσουν την Κεντρική Διοίκηση να χρηματοδοτήσει αμέσως την επιχείρηση. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό, τα Ψαρά κατεστράφησαν. Η συμπεριφορά των ναυτικών νησιών μοιάζει σαν προδοσία…”
Και στη σελίδα 8 γράφει: “Το αποκορύφωμα της απληστίας των πληρωμάτων για λαφυραγωγία σημειώθηκε όταν ο υδραιο-σπετσιώτικος στόλος λήστεψε τα ίδια τα Ψαρά τον Αύγουστο του 1824. […] Ο Αναστάσιος Ορλάνδος (Σπετσιώτης ιστοριογράφος) εξιστορεί ότι αρπάξανε όλα τα καμένα υπολείμματα πάνω στο νησί, όσα δεν καταδέχθηκαν να πάρουν οι Τούρκοι….. Άρπαξαν 7.000 κιλά στάρι και τα ορειχάλκινα κανόνια του νησιού τα πούλησαν (οι Υδραιο-Σπετσιώτες) σε καλή τιμή στις αγορές”.
Σχετικά με την κατάσταση του Τρινήσιου Στόλου και με τον τρόπο που αυτός επιχειρούσε είναι αποκαλυπτικά τα ίδια τα λόγια του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη προς τους Υδραίους προκρίτους:
“Αναγκαίον μ’ όλον τούτο να ληφθώσι μέτρα ανάλογα, αλλέως ούτε πλοία έχομεν ούτε ναύτας, αλλ’ ούτε όνομα καν στόλου δύναται να υπάρξει […] εκ των αταξιών τούτων θέλει προκύψει φθορά και της μικρής μας πατρίδος ιδιαιτέρως και ολοκλήρου του έθνους […] Σας αφήνω να στοχαστήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλον μας, και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν και να ελπίζομεν εις αυτόν. Αλλά οποίαν ελπίδα μπορούμε να συλλάβομεν ότι θέλει αντιπαραταχθεί εις ναυμαχίαν ένας στόλος του οποίου ούτε οι ναύται υπακούουν τους καπιτάνους ούτε οι καπιτάνοι συμφωνούν εις όσα μεταξύ των σκέπτονται και αποφασίζουν αλλά τραβούν ο είς προς δυσμάς και ο άλλος προς ανατολάς, ο είς επάνω και ο άλλος κάτω του ανέμου, καθώς η ιδιοτέλεια και η φιλαρπαγία οδηγεί τον καθένα […] Όταν ναύται και καπιτάνοι εις ουδέν λογίζονται το κοινόν του ιδίου συμφέροντος και δια το τελευταίον προκρίνουν την απώλειαν του πρώτου”.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι σε εκείνη την εποχή ευρισκόμαστε στην μετάβαση από την προνεωτερικότητα στην νεωτερικότητα. Ο Τρινήσιος Στόλος της Επανάστασης ήταν εφοπλιστικός, ήτοι εμπορικά σιτοκάραβα σε λειτουργία πολεμική, και τα πληρώματα δρούσαν είτε με το “μηνιαίον” , τον κυβερνητικό μισθό και όπου χρειαζόταν με την λαφυραγωγία.
Το Ελληνικό Ναυτικό κατά την Επανάσταση του 1821
Μέχρι το 1821 πολλά γεγονότα είχαν συμβεί, τα οποία δημιούργησαν ετοιμοπόλεμα πληρώματα. Πρώτα από όλα, η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, με την οποία πλέον τα ελληνικά καράβια έπλεαν με ρωσική σημαία. Αυτό είχε μεγάλη σημασία, γιατί τότε τα εμπορικά πλοία εύκολα μετατρέπονταν σε πολεμικά. Κατόπιν, ήρθαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1799-1815), κατά την διάρκεια των οποίων οι Έλληνες ναυτικοί διασπούσαν τον ναυτικό αποκλεισμό των Άγγλων στην ηπειρωτική Ευρώπη. Τέλος, η προερχόμενη πειρατεία κυρίως από την Αλγερία, την Τύνιδα και το Μαρόκο, συντέλεσε στη δημιουργία αξιόμαχων ελληνικών πληρωμάτων για την προστασία των καραβιών.
Κατά τις παραμονές του 1821 το Ελληνικό Ναυτικό ήταν έτοιμο να παίξει τον πολύπλευρό του ρόλο στην Επανάσταση, έχοντας κυρίως να κάνει με τα εξής: πρώτον, την ταχύτατη διάδοση της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα. (Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ελλαδικός χώρος είναι ιδιαίτερα εκτεταμένος, με τεράστια ακτογραμμή και πολλά νησιά.) Δεύτερον, την προστασία των εφοδιοπομπών όπως και την προσβολή του εχθρικού στόλου, ο οποίος θα προσπαθούσε με την έκρηξη της Επανάστασης να αποβιβάσει στρατό στην Πελοπόννησο. Παράλληλα, θα γινόταν η προσβολή εχθρικών νηοπομπών και ακτών, μεγαλώνοντας έτσι το πλήγμα για τον εχθρό. Τρίτον, την προστασία των ελληνικών κέντρων ναυτικής ισχύος, δηλ. την τεράστια ελληνική ακτογραμμή και τα πολυάριθμα νησιά.
Τα σημαντικότερα νησιά, που με τα πλοία τους συγκροτούσαν τη ναυτική δύναμη της επαναστατημένης Ελλάδας ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Αν και από το 1822 είχε ιδρυθεί «Μινιστέριον των Ναυτικών», εν τούτοις δεν διοικούσε πραγματικά το Ναυτικό, καθ’ ότι τα πλοία δεν ανήκαν σε κάποιο «ελληνικό κράτος», αλλά σε ιδιώτες, ναυτικούς των νησιών. Κάθε νησί όριζε δικό του ναύαρχο και αντιναύαρχο. Κάθε ναύαρχος λειτουργούσε ανεξάρτητα από τους στόλους των άλλων νησιών και μόνο όταν οι στόλοι των τριών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά) συνεργάζονταν, αναγνωριζόταν ο ναύαρχος της Ύδρας ως γενικός αρχηγός. Πρώτοι ναύαρχοι ορίστηκαν στην Ύδρα ο Ιάκωβος Τομπάζης, στις Σπέτσες ο Γκίκας Τσούπης και στα Ψαρά ο Νικόλαος Αποστόλης.
Ο κύριος τύπος των πλοίων της Επανάστασης ήταν ο «πάρων», κοινώς «μπρίκι». Είχε κατά μέσο όρο εκτόπισμα 250 τόνων, έφερε δύο ιστούς εξαιρετικού ύψους, με τέσσερα και ενίοτε πέντε τετράγωνα ιστία ο καθένας και ο οπλισμός του δεν ξεπερνούσε τα 20 πυροβόλα των 12 λίτρων. Χρησιμοποιήθηκαν και μεγαλύτερα πλοία, τα οποία ήταν τρίστυλα, εκτοπίσματος 500 τόνων και καλούνταν αναλόγως του είδους τους «νάβες», «ναβέτες», «γαβάρες» και «πολλάκες». Ακόμη, συνηθέστερα αναφέρεται η «γολέττα» αλλά και άλλοι τύποι όπως το «μπριγκαντίνι», το «γολεττόμπρικο» και το «μύστικο». Τα μεγαλύτερα πλοία της Ύδρας ήταν δύο: το τρικάταρτο του Τομπάζη με 20 πυροβόλα των 12 λίτρων και το δικάταρτο του Μιαούλη με 18 πυροβόλα των 12 λίτρων. Τα άλλα πλοία έφεραν 10 έως 14 πυροβόλα, συνήθως των 9 λίτρων.
Ο Ελληνικός Στόλος δεν θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τον Οθωμανικό σε μια «εκ παρατάξεως» μάχη, διότι τα οθωμανικά πλοία ήταν μεγαλύτερα και με πυροβολικό μεγαλύτερου βεληνεκούς. Ακόμη, οι Οθωμανοί μαχητές θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν το ύψος των πλοίων τους για να κάνουν «ρεσάλτο» στα ελληνικά. Η τύχη όμως της Ελληνικής Επανάστασης ήταν στην κυριολεξία θέμα του Ελληνικού Στόλου. Έπρεπε πάση θυσία να ελεγχθούν οι μεταφορές στο Αιγαίο και να εμποδιστεί η αποβίβαση εχθρικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο εκ μέρους του Οθωμανικού Στόλου.
Οι Έλληνες Καπεταναίοι, λοιπόν, από την αρχή προσανατολίστηκαν στη χρησιμοποίηση ενός όπλου, το οποίο είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από πιο αδύναμα Ναυτικά για να πλήξουν ισχυρότερα, το πυρπολικό. Η πρώτη μαρτυρημένη χρήση του απαντά μάλιστα στην αρχαιότητα, τον 5ο αι π.Χ., όπου οι Συρακούσιοι το χρησιμοποίησαν εναντίον του Αθηναϊκού Στόλου.
Για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν πάρωνες ή και μικρότερα πλοία, των οποίων ο χώρος μεταξύ του καταστρώματος και του κάτω απ’ αυτού υποστρώματος γεμιζόταν με πυρίτιδα και εμπρηστικές ύλες μαζί με τεμάχια ρητινώδους πεύκης για ταχεία ανάφλεξη. Στο κατάστρωμα, επίσης, τοποθετούνταν βυτία με εκρηκτικές ύλες. Ακόμη, σε διάφορα μέρη του πυρπολικού εναπόθεταν ασκούς με ρητίνη ή δοχεία με νάφθα και οινόπνευμα, ενώ παράλληλα άλειφαν με πίσσα, οινόπνευμα και θείο όλο το εσωτερικό του πλοίου.
Το πυρπολικό οι Έλληνες ναυτικοί το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο σε αγκυροβολημένους στόλους νύχτα και μέρα, αλλά και κατά τη διάρκεια ναυμαχιών. Μόλις ο Έλληνας ναύαρχος «έπαιρνε τον αέρα» από τον αντίπαλο στόλο, τότε διέταζε να επιτεθούν τα πυρπολικά. Τα πυρπολικά πλησίαζαν τον εχθρό συνοδεία μοίρας σκαφών. Το τελευταίο στάδιο της επίθεσης ήταν θέμα αποκλειστικό της δεξιοτεχνίας του κυβερνήτη του πυρπολικού. Έπρεπε να πλησιάσει το εχθρικό πλοίο προστατεύοντας τον ίδιο και το πλήρωμά του από τις σφαίρες του πληρώματος του εχθρικού σκάφους, να το κολλήσει και κατόπιν να ανέβει αυτός και το πλήρωμά του στη ρυμουλκούμενη βάρκα προς διαφυγή.

Ζωγραφικός πίνακας: “Μετά την καταστροφή των Ψαρών”. Έργο του Νικόλαου Γύζη.