Συγγραφέας: Παναγιώτης Γέροντας
Φιλολογική επιμέλεια: Πολυξένη Χούση
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ναυτική Ελλάς” (τεύχος 1.075, Ιούνιος 2023).
Το τελευταίο διάστημα, μετά τους σεισμούς στην ανατολική Τουρκία (Φεβρουάριος 2023), είδαμε προς στιγμήν να αναβιώνει η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών». Το 1999, οι διαδοχικοί σεισμοί που έπληξαν την Τουρκία και την Ελλάδα, οδήγησαν σε μια κάποια βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και φέτος, το 2023, αφού η οργανωμένη εισβολή των μεταναστών στον Έβρο, οι μεταναστευτικές ροές στο Αιγαίο, η κρίση με το Oruc Reis, η συνεχής προκλητική τουρκική ρητορική από φορείς του κυβερνώντος κόμματος (και του ίδιου του Ερντογάν), αλλά και της αντιπολίτευσης, δεν άφησαν και πολλά περιθώρια για αυταπάτες.
Είναι εξόχως σημαντικό, όταν μια χώρα έχει έναν τόσο επεκτατικό και αναθεωρητικό γείτονα, οι ιθύνοντές της να προχωρούν στην απαραίτητη γνώση για αυτόν, ήτοι την απόκτηση γνώσης για τον πολιτισμό του, τις αρχές και τις αξίες του, ούτως ώστε να κατανοήσουν την εθνική του ιδέα, που θα καταστήσει δυνατή, κατά το πλείστον, την πρόβλεψη των κινήσεών του. Με βάση τα παραπάνω, το παρόν κείμενο θα προσπαθήσει να εξηγήσει τη συμπεριφορά του τουρκικού κράτους στα διεθνή ζητήματα και να καταλήξει σε κάποιες βασικές αρχές συμπεριφοράς.
Η εθνική ιδέα των Τούρκων
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πιεζόταν να ακολουθήσει την οδό του εκσυγχρονισμού από δύο μέτωπα. Το πρώτο ήταν το εσωτερικό. Οι συνεχόμενες ήττες της αυτοκρατορίας, πρώτα από τους Γάλλους, έπειτα με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τέλος από τους Ρώσους, προκάλεσαν προβληματισμούς σε εκπροσώπους της οθωμανικής ελίτ. Το δεύτερο μέτωπο ήταν το εξωτερικό. Οι Ρώσοι απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις, εμφανιζόμενοι ως προστάτες των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, Μ.Βρετανία και Γαλλία, προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν τις δομές του οθωμανικού κράτους, για να διευκολύνουν την οικονομική τους διείσδυση. Χαρακτηριστικοί σταθμοί αυτής της πορείας ήταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 – 1856) και το διάταγμα Χαττ-ι-Χουμαγιούν (1856). Βασικός άξονας του διατάγματος, ήταν η αρχή της ισότητας των θρησκευτικών κοινοτήτων (μιλλέτ) της αυτοκρατορίας. Το Χαττ-ι- Χουμαγιούν αντιμετώπιζε τις θρησκευτικές κοινότητες ως εθνότητες, με την δυτική έννοια του όρου. Το παραπάνω όμως ερχόταν σε αντίθεση με την νομιμοποίηση της σουλτανικής εξουσίας, ενώ ενίσχυσε τις κεντρόφυγες τάσεις.
Με τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ Β’ η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποκτά το πρώτο της σύνταγμα το 1876. Παρ’ όλα αυτά, ο παραπάνω Σουλτάνος, ακολούθησε εχθρική στάση απέναντι στους Χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Προωθούσε την οθωμανικότητα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Κούρδοι, Αλβανοί, Τσερκέζοι, Τουρκμένοι, Άραβες), ενώ οι Χριστιανοί προβάλλονταν ως εχθροί της οθωμανικής πατρίδας – vatan (vatan: Οθωμανική πατρίδα, αλλά και όνομα τουρκικής εφημερίδας, η οποία δεν είναι τυχαίο, που ανήκει στον όμιλο Doğan Media Group, φίλα προσκείμενο στον Ερντογάν). Αποτέλεσμα της παραπάνω πολιτικής ήταν οι αντιπαραθέσεις και οι σφαγές Χριστιανών. Κυρίως θύματα οι Αρμένιοι (πρώτη σφαγή των Αρμενίων 1894 – 1896). Η απολυταρχία του Αμπντούλ Χαμίντ Β’, ακόμα και στις (νεο)τουρκικές πηγές, αναφέρεται ως σκοτεινή περίοδος.
Η «οθωμανικότητα» ήταν η ισχυρή ταυτότητα στους Μουσουλμάνους και αυτή του Τούρκου ερχόταν δεύτερη. Ήταν μάλιστα ύβρις να αποκαλέσει κάποιος Τούρκο τον Μέγα Βεζίρη (Πρωθυπουργός), αλλά και όποιον άλλο αξιωματούχο. Υπάρχει ιστορικό παράδειγμα: τον 19ο αιώνα ο Γάλλος συγγραφέας Leon Cahun για να κολακέψει Οθωμανό αξιωματούχο σε επιστολή του, τού είπε ότι είχε μεγαλόπρεπη εμφάνιση, που ήταν τυπικό τουρκικό χαρακτηριστικό. Έκπληκτος ο Γάλλος έλαβε την δριμεία απάντηση του Οθωμανού ότι είχε καταγωγή από την Δαμασκό και ότι δεν είχε καμία σχέση με τους χωριάτες. Παρ’ όλη την αραβική του καταγωγή, αντέδρασε λέγοντας, ότι ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στον Σουλτάνο και τη σημαία του[1].
Η ασταθής εθνική ιδέα των Τούρκων
Η αποτελεσματική λειτουργία μιας εθνικής κοινότητας, καθορίζεται από την εθνική ιδέα της κοινότητας και το πόσο σωστά διατυπωμένη είναι. Η ελληνική κοινότητα τον 19ο αιώνα είχε την τύχη να διαθέτει μία ισχυρή πολιτισμική παράδοση δια μέσου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και μία ισχυρή πνευματική ελίτ, προϊόν του Διαφωτισμού. Τα στοιχεία αυτά συγκρότησαν την εθνική ιδέα, που απαντούσε σε θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία προϊόντος του χρόνου επαναπροσδιορίζονταν εύλογα, στη βάση της εθνικής μας συνέχειας. Ποιοί είμαστε; Από πού προερχόμαστε; Ποιός είναι ο εθνικός μας στόχος; Ποιά είναι τα απώτατα γεωγραφικά μας όρια; Σε αυτήν την εθνική μας διαμόρφωση, καθοριστική ήταν η συμβολή των μορφωμένων ανθρώπων του τόπου.
Η τουρκική εθνική ιδέα δεν διαθέτει, την ίδια σταθερότητα και σφριγηλότατα στη συνέχειά της. Στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επί βασιλείας Αμπντούλ Χαμίντ του Β’, γίνεται μια προσπάθεια επανεφεύρεσης της οθωμανικότητας[2]. Είναι η εποχή της έξαρσης των εθνικισμών. Τα βαλκανικά έθνη προωθούν τις διεκδικήσεις τους στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας, ενώ οι Αρμένιοι διεκδικούν ένα σημαντικό κομμάτι της Μέσης Ανατολής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία απαντά με την προσπάθεια οργάνωσης της δημοτικής – κρατικής εκπαίδευσης. Μέχρι την εποχή αυτήν, την εκπαίδευση την κατείχαν οι θρησκευτικές αρχές[3]. Στόχος της οθωμανικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, ήταν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της αυτοκρατορίας (Αλβανοί, Κούρδοι, Τουρκμένοι, Τσερκέζοι κλπ). Σε αυτά τα παιδιά μάθαιναν το Κοράνι, τις θρησκευτικές συνήθειες, καθώς και την τουρκική γλώσσα.
Το Κόμμα της Ένωσης και της Προόδου, κοινώς οι Νεότουρκοι, άλλαξε την κατεύθυνση. Πλέον όλα έπρεπε να τουρκέψουν. Όλα έπρεπε να συντελέσουν στην δημιουργία του τουρκικού έθνους. Σημαντικός ιδεολογικός καθοδηγητής αυτής της αλλαγής ήταν ο Ζιγιά Γκιοκάλπ[4] (Mehmed Ziya Gökalp, 1876 – 1924). Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του Παντουρκισμού και ως Νεότουρκος, συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας. Η έννοια του Τούρκου βρέθηκε πιο πάνω από αυτήν του Μουσουλμάνου – Οθωμανού. Ο Κεμάλ Ατατούρκ και οι επίγονοι, προσπάθησαν να καταπιέσουν την οθωμανικότητα κάτω από έναν κοσμικό εκσυγχρονισμό, που όμως απευθυνόταν μόνο στην ελίτ του κράτους.
Από τον Παντουρκισμό στον Νεοοθωμανισμό
Ο Κεμάλ Ατατούρκ στην Μικρά Ασία διεξήγε έναν ταξικό πόλεμο που έγινε εθνικός. Τα μουσουλμανικά στίφη, είχαν ήδη ενωθεί με τα αισθήματα της έχθρας και του μίσους απέναντι στους Χριστιανούς «πλουσίους», που «λυμαίνονταν την οθωμανική πατρίδα» (vatan). Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Τοπάλ Οσμάν, του αρχισυμμορίτη που έπαιξε πολύ ενεργό ρόλο στην εξόντωση των Αρμενίων και των Ποντίων. Μαρτυρίες Ελλήνων της Κερασούντας αναφέρουν, ότι από μικρός ο Τοπάλ Οσμάν δούλευε ως βοηθός (τσιράκι) σε ελληνικό ξυλουργείο της πόλης, γεγονός που του δημιούργησε σύμπλεγμα κατωτερότητας και απωθημένα απέναντι στους Έλληνες, οι οποίοι κυριαρχούσαν σε όλους τους τομείς στην κοινωνία της Κερασούντας.
Από το 1923, ετερόκλητα μουσουλμανικά στίφη έπρεπε να ομογενοποιηθούν σε ένα τουρκικό έθνος. Αυτή η προσπάθεια των κεμαλικών έπεσε στο κενό, καθώς ακόμη και η προβολή της τουρκικής γλώσσας, ως κοινό ενωτικό στοιχείο, ήταν και παραμένει κάτι το ουτοπικό. Οι πάρα πολλές γλώσσες, από πολλούς λαούς, στην τουρκική επικράτεια, δεν εμπόδισε και δεν εμποδίζει την Τουρκία από το να προσπαθεί να εξάγει τον επεκτατισμό της, μιας και η επικρατούσα εκτίμηση ήταν και παραμένει, ότι «μία Τουρκία που κοιτάζει προς τα μέσα, κοιτάζει προς τη διάλυσή της».
Ωστόσο, κοινός τόπος είναι, ότι η Τουρκία συνεχώς εξάγει την εσωτερική, διαρκή της κρίση. Δείγματα αυτού είναι, ο Παντουρανισμός και ο Παντουρκισμός. Και αν ο Παντουρανισμός, δηλαδή η ένωση όλων των λαών, οι οποίοι μιλούν γλώσσες που ανήκουν στην ουραλοαλταϊκή οικογένεια παρέμεινε στις «φιλοσοφικές συζητήσεις», ο Παντουρκισμός χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την τουρκική πολιτική. Ο Παντουρκισμός ήταν ο πυρήνας της ιδεολογίας των Νεοτούρκων στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ θα επανεμφανιστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τον Τουργκούτ Οζάλ (Halil Turgut Özal, 13 Οκτωβρίου 1927 – 17 Απριλίου 1993), ο οποίος ανέλαβε πρωθυπουργός και πρόεδρος της Τουρκίας.
Ο Τουργκούτ Οζάλ δήλωσε χαρακτηριστικά: «Ο τουρκικός κόσμος τον 21ο αιώνα θα κυριαρχήσει στη ζώνη που εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος και θα καταστεί κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο». Η πολιτική του Τουργκούτ Οζάλ, φάνηκε και στην πράξη, με την συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (1988 – 1994), μεταξύ Αρμενίων και Αζέρρων στο πλευρό των τελευταίων. Η Εθνοσυνέλευση της Δημοκρατίας του Αρτσάχ, ψήφισε την ένωση με την Αρμενία. Ακολούθησε αιματηρός πόλεμος, με συνέπεια η κάθε πλευρά να κατηγορεί την άλλη για εθνοκαθάρσεις. Ο σύγχρονος Νέο – οθωμανισμός του Ερντογάν, αποτελεί συνέχεια του Παντουρκισμού, αλλά με μία σημαντική διαφοροποίηση: το βάρος δεν δίνεται πια σε κάποιο τουρκικό έθνος, αλλά στην πολιτισμική ταυτότητα του Οθωμανού. Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί την διεθνικότητα του Ισλάμ.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας
Η ολοκληρωτική σήψη και ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το μέγεθος της προσωπικότητας του Κεμάλ, οδήγησε στο να επικρατήσει η κοσμική τάση. Ο Κεμάλ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κοσμικό κράτος και οι κεμαλικοί κυβέρνησαν μονοκομματικά μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη συνέχεια, ήρθε το σχέδιο Μάρσαλ και οι Αμερικανοί, ενοχλημένοι με την ομοιότητα του τουρκικού μονοκομματισμού με τα σοβιετικά καθεστώτα, επέβαλαν τον πολυκομματισμό. Ο Adnan Menderes με το «Δημοκρατικό Κόμμα» (Demokrat Partisi), κατέλαβε την εξουσία το 1950. Ο Μεντερές, πέραν όλων των άλλων, είναι ο πρώτος που άνοιξε τις θύρες του κράτους για τη μουσουλμανική τάση, επιτρέποντας τη λειτουργία κάποιων θρησκευτικών σχολείων. Δεν είναι τυχαία η επέμβαση του στρατού το 1960 και τελικά ο απαγχονισμός του το 1961. Το παράδοξο είναι, ότι μία από τις κατηγορίες του καθεστώτος εναντίον του Μεντερές, ήταν και το πογκρόμ που εξαπολύθηκε εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, τον Σεπτέμβριο του 1955.
Το επόμενο ρήγμα ήρθε με τον Turgut Özal, ο οποίος έδωσε νέα ώθηση στη μουσουλμανική άποψη. Και η ώθηση ήταν οικονομική, με τη προώθηση των ισλαμικών τραπεζών που δάνειζαν το λεγόμενο «κεφάλαιο της Ανατολής». Οι τράπεζες αυτές, επειδή στο Ισλάμ τόκος δεν υφίσταται, δάνειζαν τις ιδιωτικές εταιρείες της Ανατολής, έχοντας μερίδιο στα κέρδη. Γίνονταν δηλαδή αντί για πιστωτές, επενδυτές[5]. Η γιγάντωση αυτού του ιδιωτικού κεφαλαίου, το οδήγησε σε σύγκρουση με το κρατικό κεφάλαιο της δυτικής Τουρκίας. Το παραπάνω μεταφράστηκε σε πολιτική σύγκρουση. Ο Οζάλ πιθανώς δηλητηριάστηκε, ενώ ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας Ερμπακάν, ανατράπηκε με πραξικόπημα.
Αν δούμε την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, όλο αυτό το διάστημα, μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής περιόδους:
Α) 1922-1945: εποχή της εσωστρέφειας. Η Τουρκία είναι προσανατολισμένη στην εσωτερική της οργάνωση. Το 1930 υπάρχει το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, ενώ από το 1933 συμμετέχει, μαζί με την Ελλάδα, στη Βαλκανική Συνεννόηση, που στρεφόταν ουσιαστικά εναντίον της αναθεωρητικής Βουλγαρίας και της Ιταλίας Αυτήν την περίοδο, η οικονομία της Τουρκίας, που είναι κλειστή όπως και της Ελλάδος, αρχίζει τη μεταστροφή της, από την αγροτική παραγωγή προς τον τομέα της μεταποίησης.
Β) 1945 -1955: εποχή της ανάδυσης. Η Τουρκία, που κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία μόλις το 1945, αναδύεται ως σημαντικό κομμάτι της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1953, υπογράφεται στην Άγκυρα από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία, το Βαλκανικό Σύμφωνο, που προβλέπει την ενδεχόμενη δημιουργία μιας κοινής στρατιωτικής δράσης, για τις τρεις χώρες. Οι σχέσεις Βελιγραδίου – Μόσχας ευρίσκονταν στο ναδίρ και το σύμφωνο ήταν ένας έμμεσος τρόπος ενδεχόμενης συμμαχικής στρατιωτικής εμπλοκής της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς αυτή να εισέλθει στο ΝΑΤΟ. Το 1955, ξεκινά το Κυπριακό και πραγματοποιείται και το πογκρόμ στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Σε αυτήν την περίοδο, δίνεται έμφαση στην ενίσχυση του αγροτικού τομέα και στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του μέσου Τούρκου. Αυτή η περίοδος αποτελεί και στα οικονομικά μια παρένθεση, με την αποτυχία της κυβέρνησης Μεντερές. Στα επόμενα χρόνια, η Τουρκία θα στραφεί εκ νέου στη βιομηχανική παραγωγή[6].
Γ) 1955 – 2003: εποχή των διεκδικήσεων. Από το 1955 και μετά η Τουρκία προχωρά σε μια συνεχή αναθεωρητική συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφορά δεν αλλάζει με όποιον ηγέτη και να ευρίσκεται στην εξουσία, ενώ διατυπώνεται πλέον σαφώς η ιδέα, περί περιφερειακής και παγκόσμιας δύναμης, δια μέσου των ιδεολογημάτων του Παντουρκισμού και του Παντουρανισμού.
Δ) 2003 – 2022: εποχή του Νεοοθωμανισμού. Αργά, αλλά σταθερά η Τουρκία αρχίζει να εξάγει το πολιτισμικό αφήγημα περί οθωμανικής κληρονομιάς,[7] ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Προβάλλεται ιδιαίτερα το αφήγημα περί εκπροσώπησης των μουσουλμάνων από τη Τουρκία.
Από τα παραπάνω προκύπτουν κάποιες αρχές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής:
Α) Κεντρική και μακροπρόθεσμη σχεδίαση. Όπως αποδεικνύεται από τα ίδια τα εγχειρίδια και δημόσια έγγραφα της Τουρκίας, οι στόχοι της εξωτερικής της πολιτικής είναι σταθεροί και μακροπρόθεσμοι.
Β) Υπομονή στην εκτέλεση. Η Τουρκία επιδεικνύει μεγάλη υπομονή στην ευόδωση των στόχων της. Περιμένει το κατάλληλο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον για να δράσει.
Γ) Παγκοσμιότητα. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι η Τουρκία επικεντρώνεται στην Ελλάδα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι παγκόσμια[8]. Αυτό φαίνεται τόσο από τα εγχειρίδια που η ίδια η τουρκική διοίκηση εκδίδει διαχρονικά, όσο και από τους εκπεφρασμένους στόχους και δράσεις.
Ε) Χρήση αφηγημάτων. Η Τουρκία χρησιμοποιεί διάφορα αφηγήματα προς εκπλήρωση των στόχων της. Στην εξωτερική πολιτική ο κεμαλισμός ή ο νεοοθωμανισμός είναι το προπέτασμα των πραγματικών επιδιώξεων. Δηλαδή, ένα μέτωπο εξωτερικής πολιτικής με δύο εκφάνσεις.
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο
Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο
Πριν την οποιαδήποτε τοποθέτηση επί του θέματος, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία πολύ σημαντική επισήμανση: αυτή της διαφοράς των όρων «κυριαρχίας» και «κυριαρχικών δικαιωμάτων». Όταν λέμε ότι ένα κράτος ασκεί κυριαρχία σε μια περιοχή, εννοούμε ότι ένα συγκεκριμένο κράτος, και μόνον αυτό, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες επί της συγκεκριμένης περιοχής. Ως κυριαρχικά δικαιώματα, εννοούμε συγκεκριμένα δικαιώματα που παρέχονται σε ένα κράτος.
Η παραπάνω διαφορά μεταφέρεται στους ορισμούς: αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Ως αιγιαλίτιδα ζώνη[9] ορίζεται η θαλάσσια εκείνη ζώνη, που εκτείνεται από τις ακτές και στην οποία το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Το κράτος μάλιστα έχει τη νομική δυνατότητα, να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ. Ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται η έκταση του βυθού και του υπεδάφους από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης και στην οποία το παράκτιο κράτος έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης του βυθού και του υπεδάφους. Δύναται να έχει έκταση 200 ναυτικά μίλια (ν.μ.) από την ακτή, αλλά σε κλειστές θάλασσες, με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές, απόστασης ίσης και μικρότερης των 400 ν.μ., η υφαλοκρηπίδα δύναται να καθοριστεί μόνον με ειδική συμφωνία και φυσικά δεν είναι δυνατόν να οριοθετηθεί μονομερώς.
Ως Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) νοείται αυτή η θαλάσσια ζώνη από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης, στην οποία το παράκτιο κράτος έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης στο υπέδαφος, στο βυθό, καθώς και στη θαλάσσια κολώνα (π.χ. αλιεία) πάνω από τον βυθό και στην επιφάνεια της θάλασσας. Και η ΑΟΖ δύναται να έχει απόσταση από την ακτή 200ν.μ. . Για παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές, ισχύουν οι ίδιοι περιορισμοί με την υφαλοκρηπίδα και ορίζεται κατόπιν συμφωνίας με τρίτα κράτη και δεν οριοθετείται μονομερώς ακόμη και σε θαλάσσιες περιοχές που η γεωγραφική έκταση το επιτρέπει. Στην ΑΟΖ τρίτα κράτη έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, υπερπτήσης και τοποθέτησης υπογείων καλωδιών και αγωγών. Στην αιγιαλίτιδα ζώνη, ένα πλοίο μπορεί να πλεύσει, μόνον, υπό το καθεστώς της αβλαβούς διέλευσης[10].
Ενώ η Σύμβαση της Γενεύης του 1958, συνδέει την υφαλοκρηπίδα με γεωλογικά κριτήρια, το Διεθνές Δίκαιο και η νομολογία απομακρύνονται από το γεωλογικό κριτήριο, υιοθετώντας σταδιακά το κριτήριο της απόστασης. Τελικά, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS 1982), που αντικατέστησε πλήρως τη Σύμβαση της Γενεύης, απέρριψε πλήρως το γεωλογικό κριτήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν, μόνον το κριτήριο της απόστασης. Παράλληλα, με την υιοθέτηση της ΑΟΖ που ξεπερνά τις έννοιες του βυθού και του υπεδάφους, δόθηκε πλέον ολοκληρωτική και καθολική ισχύς στο κριτήριο της απόστασης. Επιπρόσθετα, «επήρεια» (effect) ενός νησιού ή μιας περιοχής, είναι η νομική ιδιότητα σύμφωνα με την οποία, οι ακτές του νησιού ή της περιοχής, λογίζονται ως γραμμές βάσης υπολογισμού και οριοθέτησης της ΑΟΖ.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις: το Αιγαίο ως «ειδική περίπτωση».
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, επικάθονται πάνω στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα της Μ. Ασίας και ότι αυτά δεν διαθέτουν επήρεια. Η Τουρκία λοιπόν, εσκεμμένα δεν αναγνωρίζει τη νομική εξέλιξη, τόσο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, όσο και της νομολογίας που προέκυψε σταδιακά από την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών, σε θέματα οριοθέτησης ΑΟΖ.
Σε σχέση με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Τουρκία υποστηρίζει ότι μπορεί να γίνει οριοθέτηση ΑΟΖ με «διαγώνιες γραμμές», που δεν υπάρχει νομική πρόβλεψη στην Συνθήκη Δικαίου της Θάλασσας, μη αναγνωρίζοντας επήρεια στα ελληνικά νησιά όπως την Κρήτη, την Κάσο, την Κάρπαθο, την Ρόδο και το σύμπλεγμα του Καστελλορίζου. Τονίζεται επίσης, ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, έχουν ισχύ εθιμικού δικαίου, ακόμη και για τα κράτη που δεν το έχουν υπογράψει. Ενώ οι ελληνικές θέσεις υποστηρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, πρέπει να καταστεί σαφές ότι το διακρατικό περιβάλλον -με τον χαοτικό χαρακτήρα που το διέπει- ακόμη καθορίζεται, εν πολλοίς, από την ισχύ των κρατών.
«Διάλογος» και «δίκαιη κατανομή» είναι οι λεκτικές αναφορές – κλειδιά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα που έχει ως θέση, ότι το μόνο ανοικτό θέμα που έχει με τη Τουρκία είναι η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και κατ’ επέκταση της ΑΟΖ, θεωρεί ως αρχή διαπραγμάτευσης τη μέθοδο της μέσης γραμμής. Με απλά λόγια, το Διεθνές Δικαστήριο, σε κάθε διαφορά, στην αρχή τοποθετεί τη μέση γραμμή ίσης απόστασης από τις ακτές ή τις γραμμές βάσεως των αντικειμένων ή παρακειμένων παρακτίων κρατών και κατόπιν μετακινεί τη γραμμή αυτή προς τη μία ή την άλλη πλευρά, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις.
Η Τουρκία όμως, επειδή γνωρίζει ότι, τόσο το Δίκαιο της Θάλασσας, όσο και το εθιμικό δίκαιο (το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί εθιμικό δίκαιο πλέον και είναι εφαρμοστέο ακόμη και από τα κράτη που δεν έχουν υπογράψει τη σύμβαση, αλλά και η μέθοδος της μέσης γραμμής ως αρχή οριοθέτησης αποτελεί εθιμικό δίκαιο) είναι εναντίον της, θεωρεί ότι στις διαπραγματεύσεις πρέπει να ακολουθηθεί η αρχή της επιείκειας (equity). Η Τουρκία δηλαδή, θεωρεί το Αιγαίο ειδική περίπτωση, κατά την οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί το γενικό δίκαιο, ήτοι το Δίκαιο της Θάλασσας.
Τί σημαίνει αυτό εν προκειμένω; Ότι η Τουρκία θεωρεί πως τα νησιά δεν διαθέτουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, αλλά μόνο χωρικά ύδατα, ενώ το νησιωτικό σύμπλεγμα Μεγίστη (Καστελλόριζο) – Ρω – Στρογγύλη, είτε «εξαφανίζεται» ως προς την αναλογική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα του, είτε δεν λογαριάζεται (από τη Τουρκία) ως μέρος του Αιγαίου και οργανικό – νομικό – οικονομικό κομμάτι του νησιωτικού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων. Σε μια τέτοια περίπτωση, το σύμπλεγμα Μεγίστη – Ρω – Στρογγύλη, απομονωμένο νομικά από τα Δωδεκάνησα, θα βρεθεί απέναντι στις πολύ μεγαλύτερες τουρκικές ακτές και αυτό θα οδηγήσει στην ελαχιστοποίηση της επήρειάς (effect) του, στις διαπραγματεύσεις περί ΑΟΖ.
Το Καστελλόριζο όμως και τα γύρω νησιά, ανήκουν διοικητικά στα Δωδεκάνησα. Αποδόθηκαν το 1947 στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων, ενώ και η Τουρκία είχε αποδεχθεί αυτή την ενότητα χώρου, αφού το 1932 υπέγραψε συμφωνία κι ένα πρωτόκολλο με την κατέχουσα – τότε – τα Δωδεκάνησα Ιταλία, με την οποία χαράχθηκε οριοθετική γραμμή, που συνέδεε τη Ρόδο με το Καστελλόριζο παρ’ όλο που απέναντι από της τουρκικές ακτές – στη περιοχή του Καστελλορίζου – δεν υπάρχει παράκτιο κράτος, αλλά ανοικτή θάλασσα.
Το αφήγημα της Τουρκίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό:
Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς η Τουρκία δημιουργεί ένα ιδιαίτερο αφήγημα για να στηρίξει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο. Και εδώ χρησιμοποιεί την έννοια της «οθωμανικής πατρίδας», της vatan, μόνο που τώρα την ονομάζει «γαλάζια», (Mavi Vatan). Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» εγκαινιάστηκε από τον Τούρκο ναύαρχο Cem Gurdeniz[11] το 2006 και πλέον έχει πλήρως υιοθετηθεί από τη πολιτική άρχουσα τάξη της χώρας.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, οι Τούρκοι τοποθετούν τις διεκδικήσεις τους στο πνεύμα της άμυνας, απέναντι στον υποτιθέμενο επεκτατισμό της Ελλάδος. Οι Τούρκοι ναύαρχοι θυμήθηκαν την Μεγάλη Ιδέα, της οποίας φοβούνται την αναγέννηση. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του «πατέρα» της «Γαλάζιας Πατρίδας», σε δημοσίευση του 2021 με τίτλο Megali Idea’dan megalomaniye («Από την Μεγάλη Ιδέα στην Μεγαλομανία»)[12]. Εκεί διαβάζουμε: «Η Τουρκία προσβάλλεται από την Δύση σε κάθε περιοχή. Αυτή τη φορά, το κύριο πεδίο δράσης θα είναι οι θάλασσες. Ένα Κουρδιστάν μαριονέτα με έξοδο στη θάλασσα και με την Τουρκία απομονωμένη από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η ύπαρξη της Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου θα τερματιστεί. […] Το μεγαλύτερο όργανο σε αυτήν τη διαδικασία είναι η Ελλάδα και η ελληνοκυπριακή διοίκηση. Όπως έκανε η Ελλάδα το 1919. Η Ελληνοκυπριακή Διοίκηση επαναλαμβάνει ακόμη και σήμερα τα μεγάλα λάθη που έκανε το 1974. Η Ελλάδα, που παίρνει μαζί της τους Ελληνοκύπριους, κάτω από την προστατευτική ομπρέλα της ηγεμονίας (της), ενεργεί αδιαφορώντας για το μέλλον και τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος κυοφορούν μεγάλες κρίσεις. Η Τουρκία πρέπει να είναι έτοιμη για αυτές τις κρίσεις, ειδικά με τις ένοπλες δυνάμεις της, με μεγάλη ενότητα και αλληλεγγύη. Θα αυξηθούν οι πιέσεις για να θυσιάσουμε τα γεωπολιτικά μας συμφέροντα με οικονομικές πιέσεις. Είναι ώρα να δεθείτε. Ας φωνάξουμε για άλλη μια φορά, ότι ο Μουσταφά Κεμάλ είναι το μόνο τσιμέντο που θα μας κρατήσει ενωμένους. Αυτή η κραυγή δεν γίνεται μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ώρα δεν είναι για κεμαλισμό γλυκού νερού σε ήρεμα νερά, αλλά για κεμαλισμό αλμυρού νερού σε φουρτουνιασμένα νερά[13]».
Βλέπουμε εν προκειμένω, ότι ο ναύαρχος χρησιμοποιεί τον Κεμάλ και η σύνδεση με την Μικρασιατική Εκστρατεία είναι προφανής. «Όπως τότε, ο Κεμάλ Ατατούρκ ένωσε τους Τούρκους και αντιμετώπισαν τον Ελληνικό Στρατό, έτσι πρέπει να γίνει και τώρα». Αυτό το αφήγημα φωτίζεται ακόμη περισσότερο από ένα χαρακτηριστικό tweet του ναυάρχου Gürdeniz. Διαβάζουμε[14]: «Η επέκταση των χωρικών υδάτων πέραν των 6 μιλίων στο Αιγαίο, αποτελεί επιστροφή στην εισβολή στην Σμύρνη στις 15/5/1919. Αυτή η ενέργεια φυλακίζει την Τουρκία στην ξηρά. Όχι οι ΗΠΑ, αλλά και ο κόσμος όλος να έρθει εναντίον μας, η Τουρκία έχει το δικαίωμα άμυνας και αντίστασης. Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι τόσο αδαής». Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με τις συνεχείς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων και του ιδίου του Ερντογάν ότι πρέπει να θυμόμαστε τη Σμύρνη και ότι μάς πέταξαν στην θάλασσα, καθίσταται πρόδηλη η σύνδεση των αμφισβητήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη καταστροφή της Σμύρνης.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση η Τουρκία επιβεβαιώνει την ιμπεριαλιστική της πολιτική. Ο ίδιος ναύαρχος, ο Gürdeniz, σε άλλο άρθρο του[15] προσπαθώντας να αποδείξει ότι η Τουρκία βάλλεται συνεχώς από τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Δυτικών, προβάλλει την οθωμανική ψυχή του. Διαβάζουμε: «Όπως γνωρίζετε, χάσαμε τον έλεγχο της Κριμαίας και τον απόλυτο έλεγχο των Στενών μετά το Τσεσμέ, χάσαμε την Ελλάδα μετά το Ναβαρίνο, τα κρίσιμα οικονομικά μας συμφέροντα μετά τη Σινώπη, χάσαμε την Κύπρο, τα Βαλκάνια, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη και τη Λιβύη λόγω έλλειψης ικανού ναυτικού μετά τη φυλάκισή του στον Κεράτιο κόλπο από τον Αμπντούλ Χαμίντ Β’[16]». Τέλος, ο ναύαρχος χαρακτηρίζει «ψευτοκεμαλιστές» αυτούς που αντιδρούν «εκ των έσω» στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Πουθενά όμως δεν φαίνεται περισσότερο η «οθωμανικότητα» της «Γαλάζιας Πατρίδας» από το προπαγανδιστικό βίντεο που «έβγαλε» πρόσφατα η Τουρκία στο Youtube, το «Εμβατήριο της Γαλάζιας Πατρίδας[17]». Σε αυτό το βίντεο το Τουρκικό Ναυτικό εμφανίζεται ως συνεχιστής του Οθωμανικού Ναυτικού παρουσιάζοντας μάλιστα τον Χαϊρεντίν πασά, γνωστότερο ως Μπαρμπαρόσα να αντιμετωπίζει έναν εχθρικό χριστιανικό στόλο. Για την ιστορία ο Χαϊρεντίν γεννήθηκε στον Παλαιόκηπο Γέρας στη Λέσβο. Ο πατέρας του ήταν εξισλαμισμένος Αλβανός σπαχής ονόματι Γιακούμπ και η μητέρα του Ελληνίδα χριστιανή από τη Λέσβο, ονόματι Κατερίνα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι και ο πατέρας του ήταν Έλληνας γενίτσαρος και καταγόταν από τα Γιαννιτσά.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην Ουκρανία
Στην τουρκική ιστορία κυριαρχούν δύο μορφές, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα μπορούσε να ονομαστεί και «Τούρκος Μπίσμαρκ» και ο Ισμαήλ Ενβέρ Πασάς, ο οποίος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον κάιζερ Γουλιέλμο ή ακόμη και με τον Χίτλερ. Ο πρώτος είχε ως γνώμονα την σταθεροποίηση της νέας Τουρκίας, έχοντας επίγνωση πρώτον, ότι ο λαός της δεν είχε ακόμη «τουρκοποιηθεί» και δεύτερον, ότι η χώρα του συνέχιζε να ευρίσκεται σε ένα επικίνδυνο σταυροδρόμι συμφερόντων. Ο Ενβέρ, εξέφραζε τις παντουρκικές και παντουρανικές βλέψεις της νεοτουρκικής ελίτ. Ο Νεοοθωμανισμός και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, είναι η εξέλιξη του παντουρκικού αφηγήματος.
Για να κατανοηθεί η τουρκική εξωτερική πολιτική στην Ουκρανία, ίσως πρέπει να αναζητήσουμε μια άλλη περίπτωση στην Ιστορία, που η Τουρκία υπήρξε ουδέτερη. Αυτή είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε, ιδεολογικά, αλλά κυρίως εμπορικά, η Τουρκία ήταν πολύ κοντά στη χιτλερική Γερμανία. Η Τουρκία πέραν όλων των άλλων, εφοδίαζε τη Γερμανία με χρωμίτη, ο οποίος ήταν πολύ σημαντικός για την πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας. Επίσης, η Τουρκία επέτρεψε το πέρασμα γερμανικών φορτηγών πλοίων από τα Στενά. Από την άλλη όμως, οι Τούρκοι απέφευγαν να εισέλθουν στον πόλεμο, στο πλευρό του Άξονα.
Η Τουρκία φερόμενη επί της αρχής άκρως κεμαλικά, κρατούσε στάση αναμονής προκειμένου να έχει εδαφικά οφέλη, είτε από τους Αγγλογάλλους, είτε από τους Γερμανούς. Παράλληλα, η ουδετερότητα ευνοούσε την συνεχιζόμενη τουρκοποίηση του κράτους. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Σουκρού Σαράτσογλου, θέσπισε τον φόρο περιουσίας (Varlik Vergisi), που στόχευε τους μη μουσουλμάνους του κράτους, με σκοπό να μεταφέρει τον πλούτο τους στους Τούρκους επιχειρηματίες. Ας ληφθεί υπ’ όψιν, ότι ένας λόγος που προβλήθηκε για την επιβολή αυτού του φόρου, ήταν και η ενδεχόμενη είσοδος του τουρκικού κράτους στον πόλεμο.
Η κατάρρευση της Γαλλίας επιτάχυνε τα πράγματα. Η Τουρκία άρχισε να «γέρνει περισσότερο» προς τους Γερμανούς. Τότε, ιδιαίτερα κατά την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση, ξεπρόβαλε αίφνης το άλλο πρόσωπο της Τουρκίας, ο Παντουρκισμός – Παντουρανισμός. Η τουρκική ελίτ λησμόνησε την σημαντική βοήθεια που τούς προσέφεραν οι Σοβιετικοί στον «πόλεμο της Ανεξαρτησίας[18]» εναντίον του Ελληνικού Στρατού και οραματιζόταν την ευόδωση του Παντουρανισμού. Ενδεχόμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης θα άνοιγε τον δρόμο της τουρκικής προώθησης προς Ανατολάς, προς το Μπακού. Δημιουργήθηκαν πλήθος παντουρανικών λεσχών στη Τουρκία, ενώ ο αδερφός του Ενβέρ, Νουρί πασάς, επισκέφτηκε το Βερολίνο το 1941, παρουσιάζοντας στους Γερμανούς την παντουρανική προπαγάνδα[19].
Στον παρόντα πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, η Τουρκία ενίσχυσε με πολεμικό υλικό την Ουκρανία, ιδίως με drones τύπου Bayraktar. Παράλληλα όμως, συνέχισε να βοηθά οικονομικά τη Ρωσία και άφησε εμπορικά πλοία των Ρώσων, που μετέφεραν οπλισμό, να διασχίσουν τα Στενά κατά παράβαση της Συνθήκης του Μοντρέ. Εν τούτοις, η ωφέλεια της Τουρκίας από αυτήν την πολιτική του επιτήδειου ουδέτερου, όπως πολύ χαρακτηριστικά ονομάστηκε, δεν είναι και τόσο προφανής. Μπορεί το εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας κατά τα έτη 2021 – 2022 να διπλασιάστηκε και να έφθασε τα 68,1 δις δολάρια, ή Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, παραμένει ο κυριότερος οικονομικός εταίρος της Τουρκίας με 196,4 δις δολάρια. Παράλληλα, αυτή η στάση οδήγησε τον ουκρανικό λαό[20]σε δυσπιστία προς τον Ερντογάν.
Η Τουρκία δρώντας κεμαλικά, φαίνεται να μην επιθυμεί την ενδυνάμωση της Ρωσίας, τόσο στη Κριμαία με την Μαύρη Θάλασσα να μετατρέπεται σε μια ρωσική θάλασσα, όσο και στον Καύκασο. Παράλληλα, φαίνεται να μην επιθυμεί και την υπερβολική αποδυνάμωση της Ρωσίας, καθώς κάτι τέτοιο πρώτον θα ισχυροποιούσε υπερβολικά το ΝΑΤΟ και τη Δύση, με την Τουρκία να χρειάζεται να κάνει άτακτη υποχώρηση με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις τραυματισμένες και δεύτερον, θα οδηγούσε πιθανώς τη Ρωσία σε σπασμωδικές ενέργειες που ίσως να απειλούσαν και τη Τουρκία.
Η Τουρκία όμως δρα και νεοοθωμανικά. Η μη αναγνώριση της ρωσικής Κριμαίας από τη Τουρκία, πρέπει να συνδυαστεί με τους Τατάρους που κατοικούν στη Τουρκία. Τον Μάιο του 2022 ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας Tanju Bilgiç δήλωσε, ότι η Τουρκία θα υπερασπιστεί την ταυτότητα των Τατάρων της Κριμαίας, οι οποίοι: «είχαν εκατοντάδες χιλιάδες απώλειες κατά τη διάρκεια της τσαρικής επίθεσης στην Καυκασία τον 19ο αιώνα και πολλοί από τους επιζήσαντες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και κατέφθασαν στην Ανατολία ως πρόσφυγες[21]». Επιπρόσθετα, η Τουρκία δεν εγκαταλείπει την προώθηση του παντουρκισμού στα τουρκογενή κράτη που προέκυψαν στον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι η Τουρκία ακολουθεί ταυτόχρονα και τις δύο σχολές πολιτικής σκέψης της. Δρα κεμαλικά, κρατώντας στάση επιτήδειου ουδέτερου και την ίδια στιγμή, προχωρά νεοοθωμανικά, αναζητώντας τρόπους ευόδωσης των μεγαλοϊδεατικών βλέψεών της.
Συμπεράσματα
Αντίθετα, η έννοια της οθωμανικής πατρίδας, της vatan, που αναλύθηκε πιο πάνω, εκτιμάται ότι ερμηνεύει λυσιτελέστερα τις ενέργειες και τους σκοπούς της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η σωστή ερμηνεία των τουρκικών δράσεων, θα οδηγήσει σταδιακά την ελληνική πλευρά στο να σταματήσει να «εκπλήσσεται» διαχρονικά από τις τουρκικές κινήσεις και παύοντας πια να είναι «παρακολουθητική» αυτών, θα οδηγήσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στο να είναι σαφώς πιο δημιουργική. Στην διαδικασία αυτή σημαντικό ρόλο θα έχει η εκ νέου ανακάλυψη, τόσο του αρχαίου, όσο και του μεσαιωνικού – νεώτερου Ελληνισμού.
Ιούνιος 2023
[1] Selim Deringil, The Well-protected Domains: Ideology and the Legitimation of Power in the Ottoman Empire, 1876-1909, Bloomsbury Publishing, 2011, σελ 8.
[2] Πρόκειται για την οθωμανική πατρίδα, τη λεγόμενη vatan: «Λόγω της σταδιακής υποχώρησης της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, όχι μόνο οι Τάταροι της Κριμαίας, αλλά και εκατομμύρια άλλων μουσουλμάνων, εγκατέλειψαν τα εδάφη τους και εγκαταστάθηκαν στα υπόλοιπα οθωμανικά εδάφη. Κατά τη διάρκεια της ίδιας εποχής, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει τις καταστροφικές επιπτώσεις του εθνικισμού που επικρατούσε μεταξύ των χριστιανών. Στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, οι εκσυγχρονιστικές άρχουσες ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν το επίπονο έργο της δημιουργίας ενός αυτοκρατορικού πατριωτισμού, βασισμένου στην (οθωμανική) πατρίδα στη θέση της ummah και του Οίκου του Ισλάμ […], έπρεπε να φανταστούν και να κατασκευάσουν διαφορετικές πολιτικές έννοιες προκειμένου να διατηρήσουν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, που την απειλούσαν τα αυξανόμενα εθνικιστικά κινήματα και δυτικός αποικισμός». “Searching for a new Legitimacy: Ottoman Patriotism and Imperial Vatan” στο Behlül Özkan, From the Abode of Islam to the Turkish Vatan. The making of a national Homeland in Turkey, Yale University Press, 2012.
[3] Βακούφια: (αραβικά: وقف): αναφαίρετα φιλανθρωπικά ιδρύματα σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, τα οποία συνήθως περιλαμβάνουν τη δωρεά ενός κτηρίου, οικοπέδου ή άλλων περιουσιακών στοιχείων για μουσουλμανικούς θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς, χωρίς πρόθεση ανάκτησης των περιουσιακών στοιχείων.
[4] Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά ορισμένες πηγές ήταν κουρδικής καταγωγής.
[5] Χρήστος Τεάζης, Η δεύτερη μεταπολίτευση στην Τουρκία: Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – Η άνοδος των μη προνομιούχων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, σελ 137-140. Τον ρόλο του Οζάλ στην ισλαμοποίηση της Τουρκίας μπορούμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε και σε άρθρο του Κωνσταντίνου Χολέβα με τίτλο «Τουρκία: Υπαρκτός ή τεχνητός ο ισλαμικός κίνδυνος;» (Οικονομικός Ταχυδρόμος, Μάιος 1995, σελ 33) διαβάζουμε: «Το στρατιωτικό καθεστώς του Εβρέν, το οποίο κατέλαβε την εξουσία στις 12-9-1980 εν ονόματι του Κεμαλισμού, επέλεξε εν συνεχεία για την μετάβαση στον πολυκομματισμό τον Τουργκούτ Οζάλ, πολιτικό με δεδηλωμένες φιλοϊσλαμικές τάσεις. Ο Οζάλ έλαβε πολλά μέτρα υπέρ της τονώσεως του ισλαμικού φρονήματος». Με αριθμούς (στοιχεία ληφθέντα από την εφημερίδα Το Ποντίκι 5-1-1990): από το 1982 μέχρι το 1985 οι θεολογικές σχολές αυξήθηκαν από 2 σε 8. Τα τζαμιά από 20.000 έγιναν 72.000. Τα ισλαμικά ιδρύματα από 300 το 1980 έφθασαν τα 1520 το 1985. Δημιουργήθηκαν δύο ισλαμικές τράπεζες (Αλ Μπαράκα και Φεϋζαλ) και πάνω από 100 εκδοτικοί οίκοι. Τέσσερις ημερήσιες ισλαμικές εφημερίδες και 19 μηνιαία ή εβδομαδιαία ισλαμικά έντυπα.
[6] Μια πολύ ολοκληρωμένη οικονομική ιστορία της Τουρκίας είναι του Sevket Pamuk, Άνισοι αιώνες. Οικονομική Ιστορία της Τουρκίας από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, εκδ. Πατάκης, 2021.
[7] Η επιλογή του νεοθωμανισμού έναντι του κεμαλισμού πρώτον εργαλειοποιεί την θρησκεία και δεύτερον τοποθετεί υπό το καθεστώς της οθωμανικότητας τα χαμένα εδάφη, ήτοι για την περιοχή μας τα Βαλκάνια και τα νησιά του Αιγαίου (η… vatan που αναφέρθηκε παραπάνω). Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο «ιθύνων νους» του Νεοοθωμανισμού με το βιβλίο του Στρατηγικό Βάθος θα δηλώσει για τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους της περιοχής μας: «οι πόλεμοι αυτοί διέλυσαν τους οργανικούς δεσμούς που είχαν αποκτήσει οι λαοί αυτοί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα διάρκεια της Ιστορίας και δημιούργησαν προσωρινές και τεχνητές ταυτότητες και αντιπαλότητες. Τώρα ήλθε η ώρα να δώσουμε όλοι μας λογαριασμό γι’ αυτήν τη διασπαστική νοοτροπία-πολιτισμό […] Οι Τούρκοι, οι Άραβες, οι Ρωμιοί, οι Αλβανοί και πόσες άλλες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, που μέχρι μόλις πριν από δυο αιώνες ζούσαν όλοι μαζί στις πόλεις και τις γειτονίες μας, σήμερα έχουν αποκοπεί από την οργανική τους δομή. Δεν θα επιτρέψουμε άλλες αποχωρήσεις (σ.σ. εννοεί τους Κούρδους)».
[8] Είναι χαρακτηριστικός ο οραματισμός των Τούρκων για τον… παγκόσμιο ρόλο του Τουρκικού Ναυτικού. Διαβάζουμε: «Συνοψίζοντας, οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις λαμβάνουν μέτρα αναλόγως για να έχουν έναν επιχειρησιακό στόλο που θα είναι αποτελεσματικός στις ανοιχτές θάλασσες στο μέλλον, θα αναλάβει σημαντικούς ρόλους στο ΝΑΤΟ και θα εκπληρώσει τις απαιτήσεις του σύγχρονου ναυτικού πολέμου. Με τη σύγχρονη σύνθεση δύναμης, το Tουρκικό Nαυτικό στοχεύει να είναι από τα πιο αποτελεσματικά ναυτικά παγκοσμίως και να συμμετέχει σε όλα τα είδη έργων που θα βοηθήσουν στη διατήρηση της ειρήνης σε όλο τον κόσμο».Tayfun Ozberk, “Analysis: The Future of the Turkish Navy”, Naval News < https://www.navalnews.com/naval-news/2021/02/analysis-the-future-of-the-turkish-navy/ > (πρόσβαση: 16 Απρ. 2023, 14:00). Ο Tayfun Ozberk δεν είναι ένας τυχαίος αναλυτής, αλλά απόστρατος αξιωματικός του Τουρκικού Ναυτικού.
[9] Για τις θαλάσσιες ζώνες και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις βλέπε Χ. Ροζάκη, Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και το Δίκαιο της Θάλασσας, εκδ. Πόλις, 2021 και Μ. Σταυρινός, Το Δίκαιο της Θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο – Η γεωστρατηγική καταλυτικότητα των ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδ. Τελεία, 2022.
[10] Για περισσότερα περί αβλαβούς διέλευσης, Δεσποτοπούλου & Γέροντας, «Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και η απορρέουσα επιχείρηση ναρκαλιείας στο Βόρειο Στενό Κέρκυρας (Μάρτιος – Ιούλιος 1958), Ναυτική Επιθεώρηση 610 (2020).
[11] «Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν δεν εμπόδισε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ στις 1 Μαΐου 2004. Οι κυπριακές αρχές την εποχή εκείνη βρίσκονταν στη διαδικασία διαγράμμισης και διεκδίκησης της δικής τους Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Για το σκοπό αυτό, στήριξαν τις αρχές της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, ή UNCLOS, γνωστή και ως Σύμβαση του Montego Bay. Οι ανακαλύψεις αερίου στην περιοχή είχαν αυξήσει την οικονομική ελκυστικότητα της Μεσογείου και μια συμφωνία για τον προσδιορισμό των αιγυπτιακών-κυπριακών θαλάσσιων συνόρων υπεγράφη το 2003. Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ), που ανακηρύχθηκε το 1983 στο μέρος του νησιού που κατέχεται από την Τουρκία και αναγνωρίζεται μόνο από την Άγκυρα, αντέδρασε ανοιχτά στις κυπριακές θαλάσσιες διεκδικήσεις και ζήτησε τη δική της ΑΟΖ. Στις 4 Οκτωβρίου 2004, δύο γεωγράφοι από το Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης (Ισπανία), Juan Luis Suárez de Vivero και Juan Carlos Rodríguez Mateos, δημοσίευσαν ένα άρθρο για τα θαλάσσια σύνορα της ΕΕ, συνοδευόμενο από έναν χάρτη που επισημαίνει τις ΑΟΖ των κρατών μελών και επικυρώνει τις εδαφικές διεκδικήσεις της Κύπρου. Αυτός ο «χάρτης της Σεβίλλης» δέχθηκε έντονες κριτικές στην Τουρκία, ειδικά εντός του στρατού. Κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου που διοργάνωσε το Τουρκικό Ναυτικό Διοικητήριο στην Άγκυρα στις 14 Οκτωβρίου 2006, ο αρχηγός Cem Gürdeniz, υπεύθυνος για το στρατηγικό σχεδιασμό στη θάλασσα, κατηγόρησε την ΕΕ για την υιοθέτηση του χάρτη χωρίς νομική δικαιολογία. Κάλεσε την Τουρκία, που δεν αναγνωρίζει τη Σύμβαση του Montego Bay, να υπερασπίσει μια πολύ μεγαλύτερη ΑΟΖ, που ονόμασε «Γαλάζια Πατρίδα». Αυτό εγκαινίασε μια νέα σειρά έντονων διεκδικήσεων της Τουρκίας. Από το 2009 και μετά, ο αρχηγός Cihat Yaycı ασχολήθηκε με το περίγραμμα της ΑΟΖ που διεκδίκησε η Τουρκία, και κάλεσε για κοινά θαλάσσια σύνορα τη Λιβύη». Aurélien Denizeau, Mavi Vatan, the “Blue Homeland”. The Origins, Influences and Limits of an Ambitious Doctrine for Turkey, Études de l’Ifri, Ifri, April 2021, σς 6-7.
[12] < https://www.veryansintv.com/megali-ideadan-megalomaniye > (πρόσβαση 25 Απρ. 2023)
[13] Μετάφραση από τα Τουρκικά.
[14] < https://mobile.twitter.com/akdenizpolitik/status/1449738444339568646 > (πρόσβαση: 10 Φεβρ. 2023).
[15] Imperialist attacks against the Blue Homeland, < https://www.bing.com/ck/a?!&&p=2d58e570565d3371JmltdHM9MTY4MjQ2NzIwMCZpZ3VpZD0wOGMzZDdhZS1mMDgzLTYxNGQtMjkzMC1jNTc2ZjFlYzYwYWQmaW5zaWQ9NTIyNA&ptn=3&hsh=3&fclid=08c3d7ae-f083-614d-2930-c576f1ec60ad&psq=Blue+Homeland+Imperialism&u=a1aHR0cHM6Ly91bml0ZWR3b3JsZGludC5jb20vMTQxMTItaW1wZXJpYWxpc3QtYXR0YWNrcy1hZ2FpbnN0LXRoZS1ibHVlLWhvbWVsYW5kLw&ntb=1 > (πρόσβαση 25 Απρ. 2023).
[16] Εδώ ο ναύαρχος προφανώς αναφέρεται στην ήττα του Οθωμανικού Στόλου από τον Ελληνικό στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου. Πρόκειται για ένα συλλογικό τραύμα των Τούρκων. Κάνει ιδιαίτερη αναφορά και ο Νταβούτογλου στο Στρατηγικό Βάθος. Θεωρούν ότι έχασαν χωρίς μάχη τα νησιά του Αιγαίου.
[17] < https://www.youtube.com/watch?v=fDeuVgjzf3g&feature=youtu.be > (πρόσβαση 25 Απρ. 2023)
[18] Έτσι ονομάζουν οι Τούρκοι στην ιστορία τους την Μικρασιατική Εκστρατεία.
[19] Jacob M. Landau, Pan – Turkism: From Irredentism to Cooperation, Bloomington, Indiana University Press, 1995, σελ 115
[20] Yevgeniya Gaber, “One year into the war, it’s time for Turkey to reconsider its Ukraine-Russia balancing act”, Atlantic Council, < https://www.atlanticcouncil.org/blogs/turkeysource/one-year-into-the-war-its-time-for-turkey-to-reconsider-its-ukraine-russia-balancing-act/?fbclid=IwAR2FSUGy5Wc0deg0vhSf-Cq0weeqlnaZ7GNNbXkiu-hmNXvBLG_uVWZsqIw > (πρόσβαση 30 Απρ. 2023).
[21] “Turkey to stand by Crimean Tatars to ensure their welfare”, Daily Sabah, < https://www.dailysabah.com/politics/diplomacy/turkey-to-stand-by-crimean-tatars-to-ensure-their-welfare?fbclid=IwAR37EhidGHlQPh7YoavTkPoPeSSrY95HxgwK6_EfotLjXx10q6tLG365Dj0 > (πρόσβαση 30 Απρ. 2023).





